el | fr | en | +
Accéder au menu

Οκτώβρης 1993: ρωσικός φιλελευθερισμός υπό τους ήχους των κανονιών

Με τη Ρωσία στο προσκήνιο της παγκόσμιας διεθνούς σκηνής, ευκαιρία να ανατρέξουμε σ’ ένα επεισόδιο κλειδί στην πρόσφατη ιστορία της. Βρισκόμαστε στο 1993 και ο κόσμος μετρά τις συνέπειες της «θεραπείας του σοκ» που επέβαλαν οι ιδεολόγοι της αγοράς μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Μια πλειοψηφία βουλευτών επιχειρεί να επιβάλει έναν άλλο δρόμο. Όμως, ο πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν, έχοντας την πλήρη υποστήριξη των κυβερνήσεων της Δύσης, εξαπολύει επίθεση στο Κογκρέσο.

«Δεν θα ανεχτούμε άλλη εσωτερική αντιπολίτευση. Πρέπει να απαλλαγούμε από όσους δεν ακολουθούν τον ίδιο δρόμο με εμάς (1)». Τη στιγμή που ο πρώτος πρόεδρος της νεοσύστατης Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο Μπόρις Γέλτσιν, έκανε την παραπάνω δήλωση, τα άρματα μάχης Τ-72 είχαν ήδη περικυκλώσει από αρκετές μέρες το Κογκρέσο των αντιπροσώπων του λαού και το Ανώτατο Σοβιέτ. Από τα ξημερώματα της 4ης Οκτωβρίου 1993, τα πολυβόλα τρίζουν. Κάποιοι ειδικοί κομάντος αρνούνται να βάλουν κατά πολιτών κοντά στον «Λευκό Οίκο» που στεγάζει το Κοινοβούλιο. Ωστόσο, τα τεθωρακισμένα, υπό την καθοδήγηση του υπουργού άμυνας Πάβελ Γκρατσόφ, αρχίζουν τους κανονιοβολισμούς. Καπνοί βγαίνουν από το κατάλευκο κτήριο, που στη συνέχεια γίνεται μαύρο. Οι πρώτοι βουλευτές αρχίζουν να παραδίνονται, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνονται νεκροί και τραυματίες. Ο «μεταβατικός πρόεδρος» της Ομοσπονδίας, ο συνταγματάρχης Αλεξάντερ Ρουτσκόι και ο επικεφαλής του Ανώτατου Σοβιέτ, ο Τσετσένος οικονομολόγος Ρουσλάν Χασμπουλάτοφ, εγκαταλείπουν τον αγώνα. Θα περάσουν λίγους μήνες στη φυλακή. Αν και χωρίς εικόνες μέχρι πρότινος, τώρα η ιστορία της μετασοβιετικής Ρωσίας γράφεται μπροστά στις κάμερες ολόκληρου του κόσμου.

Αμέσως μετά από αυτή τη θεαματική επίθεση και τις μάχες στους δρόμους, εξαπολύεται κυνηγητό εναντίον των «παρανόμων» σε ολόκληρη τη Μόσχα, κυρίως εναντίον των Καυκάσιων, οι οποίοι συλλαμβάνονται μαζικά. Οι αστυνομικές σκούπες, οι οποίες προκαλούν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση, πιθανόν αφορούσαν γύρω στα 25.000 άτομα. Σύμφωνα με τους επίσημους αριθμούς, 123 άνθρωποι έπεσαν νεκροί προκειμένου να ευοδωθεί αυτή η «νίκη της δημοκρατίας», την οποία επευφημούσαν πολλοί πολιτικοί αρχηγοί και εφημερίδες της Δύσης (διαβάστε το ένθετο «Mόλις λίγο αίμα»). Άλλες πηγές κάνουν λόγο για ένα πολύ πιο βαρύ απολογισμό: ο αριθμός που αναφερόταν συχνά για τους νεκρούς ήταν 1.500. Με εξαίρεση τις εθνικές συγκρούσεις στον Καύκασο και τις χώρες της Βαλτικής, οι Ρώσοι δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τέτοια βία από την εποχή των εξεγέρσεων στα γκουλάγκ, την περίοδο 1950 – 1954, τον ξεσηκωμό της Τυφλίδας, το 1956 και τη στάση κατά της αύξησης των τιμών στο Νοβοτσερκάσκ της Ουκρανίας, το 1962.

H προσφυγή στον στρατό είχε ως στόχο τον τερματισμό της πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία που διαρκούσε περισσότερο από έναν χρόνο. Όμως, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το δράμα χωρίς να ανατρέξουμε στο 1991 και χωρίς να αναφερθούμε στο γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε (2): την κρίση του σοβιετικού συστήματος, το αδιέξοδο της «περεστρόικα», η οποία ξεκίνησε το 1985 και τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Μόλις διαλύεται η Σοβιετική Ένωση, ο Γέλτσιν παίρνει το πάνω χέρι

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1991, ο Χασμπουλάτοφ έχει μόλις εκλεγεί επικεφαλής του Ανώτατου Σοβιέτ, της εθνοσυνέλευσης του Κοινοβουλίου με τις περιορισμένες εξουσίες. Ο Ρουτσκόι εξελέγη αντιπρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στα πλαίσια του προεκλογικού «ντουέτου» με τον Γέλτσιν, στις 12 Ιουνίου του 1991. Τον Αύγουστο του 1991, οι τρεις μελλοντικοί πρωταγωνιστές της σύγκρουσης του 1993 είναι σύμμαχοι. Αντιστέκονται μαζί στην απόπειρα πραξικοπήματος των συντηρητικών, οι οποίοι αντιτίθενται στο σχέδιο μεταρρύθμισης της Ένωσης με φορέα τον πρόεδρο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ο Ρουτσκόι πηγαίνει στην Κριμαία για να απελευθερώσει τον Γκορμπατσόφ, τον οποίο οι πραξικοπηματίες έχουν θέσει σε κατ’ οίκον περιορισμό στον Φάρο της Γιάλτας. Και οι τρεις επωφελούνται από την αποτυχία του πραξικοπήματος για να επιβάλουν την ανεξαρτησία της Ρωσίας, τον αφανισμό της Σοβιετικής Ένωσης και την αποχώρηση του ανθρώπου που ενσάρκωνε την περεστρόικα. Πολύ γρήγορα, ο Γέλτσιν εκμεταλλεύεται το πλεονέκτημα που του προσφέρει η νεοαποκτηθείσα φήμη του στο εξωτερικό. Την 1η Νοεμβρίου συγκεντρώνει στα χέρια του όλες τις εξουσίες. Για έναν χρόνο, έχει τη δυνατότητα να ακυρώνει νόμους, να διορίζει υπουργούς ή να κυβερνά με διατάγματα χωρίς να δίνει αναφορά στη Βουλή.

Χάρη στον Γέλτσιν καθίσταται δυνατή μια ριζική «θεραπεία σοκ», την οποία εφαρμόζουν εκπρόσωποι της ανερχόμενης γενιάς των Ρώσων νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων: ο Γεγκόρ Γκαϊντάρ, μαθητής της Σχολής του Σικάγο, ο Ανατόλι Τσουμπάις, συντονιστής των μεταρρυθμίσεων, ο υπερμαχος του άκρατου νεοφιλελευθερισμού Αντρέι Ιλαριόνοφ αλλά και ο Γκενάντι Μπουρμπούλις, πρώην καθηγητής μαρξισμού – λενινισμού, ο οποίος κατέστρωσε τη χάρτα της διάλυσης της ΕΣΣΔ, στα τέλη του 1991. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει επίσης τη στήριξη διαφόρων προσωπικοτήτων και πολιτικών, όπως ο ιστορικός Γιούρι Αφανάσιεφ, ο δήμαρχος της Μόσχας, Γκαβρίλ Ποπόφ, ο δήμαρχος της Αγίας Πετρούπολης, Ανατόλι Σόμπτσακ. Η εμπροσθοφυλακή αυτή δρα σε στενή συνεργασία με τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τους μελλοντικούς ολιγάρχες, όπως ο Βλαντίμιρ Γκουσίνσκι και ο Μπόρις Μπερεζόφσκι, οι οποίοι είχαν ήδη τεθεί επικεφαλής τραπεζικών και μιντιακών αυτοκρατοριών. Έχοντας βαφτιστεί «δημοκράτες» -σε αντιπαράθεση με τους συντηρητικούς, όλοι τους αντλούν αναφορές από τη Χιλή του Αουγούστο Πινοτσέτ και τη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Από ένα σύστημα κατευθυνόμενης οικονομίας, η Ρωσία περνά απότομα στην απελευθέρωση των τιμών και των συναλλαγών, στο τέλος της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών και στις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις. Ο πληθωρισμός και η ιλιγγιώδης πτώση των πραγματικών μισθών επιφέρουν την εκκαθάριση των λαϊκών αποταμιεύσεων. Οι μισθοί, οι οποίοι αποτελούσαν το 70% των οικογενειακών εισοδημάτων έως το 1991, θα αντιπροσωπεύουν πια μόλις το 38,5% το 1995 (3). Τα μόνα ανταλλάγματα είναι ότι οι Ρώσοι βλέπουν το τέλος των ελλείψεων στα αγαθά, ενώ πολλοί από αυτούς αποκτούν τη δυνατότητα να γίνουν ιδιοκτήτες της κατοικίας τους σε χαμηλή τιμή. (4). Βέβαια, αναδύεται μια δραστήρια μειονότητα «κερδισμένων»: οι επιχειρήσεις, οι τραπεζικές υπηρεσίες, η διαφήμιση, η επικοινωνία και το εμπόριο του σεξ ξυπνούν ορέξεις ή ταλέντα. Οι νεόπλουτοι ή «Νεορώσοι» ανακαλύπτουν την οδό της Δύσης –και των φορολογικών παραδείσων.

Τόσο στη Βουλή όσο και στο λαό, η συναίνεση γύρω από το πρόσωπο του προέδρου εξανεμίζεται σύντομα. Ο Γέλτσιν το γνωρίζει. Υπόσχεται ότι θα επιφέρει διορθώσεις στις μεταρρυθμίσεις, ενώ παράλληλα προσπαθεί να τις επιταχύνει προτού η επανάσταση αρχίσει να βρυχάται. Τον Δεκέμβριο του 1992, διαπραγματεύεται και πετυχαίνει από το Ανώτατο Σοβιέτ τη δυνατότητα να διοργανώσει δημοψήφισμα για τους θεσμούς, με αντάλλαγμα την αποχώρηση του Γκαϊντάρ.

Ο Χασμπουλάτοφ, επικεφαλής της Βουλής, πρεσβεύει «διαβαθμιστικές» (κεϊνσιανές) ιδέες, τις οποίες εμπνέεται από σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγους, όπως ο Λεονίτ Αμπαλκίν και ο Νικολάι Πετρακόφ, πρώην συνεργάτες του Γκορμπατσόφ. Tην εποχή εκείνη, το να μιλήσει κάποιος για έλεγχο της αγοράς είναι αρκετό για να χαρακτηριστεί «καθυστερημένος κομμουνιστής». Ωστόσο, η Βουλή δεν αποτελεί επ’ ουδενί ένα κομμουνιστικό μπλοκ. Είναι γεγονός ότι το 85% των μελών της προέρχονται από το παλιό Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ), αλλά, το ίδιο ισχύει και για όλους τους φιλελεύθερους... Η αντιπολίτευση απέναντι στον Γέλτσιν απαρτίζεται από μια ετερόκλιτη συμμαχία ανάμεσα σε απογοητευμένους φιλογελτσινικούς δημοκράτες, οπαδούς της διατήρησης της ΕΣΣΔ και εθνικιστές.

Πέρα από τη σύγκρουση μεταξύ προσωπικοτήτων, τρία είναι τα βασικά διακυβεύματα που ξεχωρίζουν σε αυτή τη διένεξη ανάμεσα στον πρόεδρο και τη Βουλή: η συνέχιση ή μη μιας ακραίας φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, το πρόγραμμα των «μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων» και η συνταγματική επιλογή ανάμεσα σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία κι ένα προεδρικό καθεστώς. Η πώληση των μέσων παραγωγής εμφανίζεται ως το πλέον αποφασιστικό, αλλά ταυτόχρονα και ως το πλέον διφορούμενο ζήτημα. Η υπόσχεση για «λαϊκές ιδιωτικοποιήσεις», οι οποίες θα ωφελούσαν τις «εργατικές κολεκτίβες», ταράζει τα νερά και αφήνει κάποιους να ελπίζουν ότι κάτι τέτοιο θα είναι προς όφελος όλων.

Η θεσμική κρίση είναι ήδη ορατή από τον Απρίλη του 1993. Ο Γέλτσιν υπογράφει τότε διάταγμα, το οποίο εγκαθιδρύει «ειδικό καθεστώς διακυβέρνησης», αλλά δεν το δημοσιοποιεί. Αυτό δεν εμποδίζει το Ανώτατο Σοβιέτ και το Συνταγματικό Δικαστήριο να κηρύξουν «αντισυνταγματικό» το «μυστικό» κείμενο του προέδρου. Ο Γέλτσιν αποφασίζει να βάλει στο παιχνίδι την κοινή γνώμη, διοργανώνοντας δημοψήφισμα. Κερδίζει την εμπιστοσύνη του 58% των ψηφοφόρων, όχι όμως και τη διεξαγωγή των πρόωρων εκλογών που επιθυμούσε. Συγχρόνως, συναντά για πρώτη φορά τον Ουίλιαμ Κλίντον στο Βανκούβερ. Αποσπά δάνειο 1,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων και τη στήριξη του Αμερικανού προέδρου στην αντιπαράθεσή του με τη Βουλή. Οι εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς παίρνουν συγκρουσιακό χαρακτήρα. Παρόλα αυτά, πέντε μέρες αργότερα, ο Γέλτσιν ανακοινώνει την πρόθεσή του να υιοθετήσει ένα νέο Σύνταγμα, το οποίο θα βάλει τέλος στο ισχύον κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Την ίδια στιγμή, αποκλείει κάθε συζήτηση με τους βουλευτές και προετοιμάζει τη σύγκρουση.

Στις 13 Σεπτεμβρίου, προκειμένου να καθησυχαστούν οι διεθνείς οικονομικοί κύκλοι, επιστρέφει στην κυβέρνηση ο Γκαϊντάρ. Στις 21 του ίδιου μήνα, με το υπ’ αριθμόν 1.400 διάταγμα, ο Γέλτσιν διαλύει τη Βουλή. Η ίδια τύχη αναμένει και όλα τα περιφερειακά και τοπικά σοβιέτ (συμβούλια). «Η προετοιμασία της επιχείρησης ήταν φανερή», εκτιμά ο ιστορικός και πρώην αντικαθεστωτικός Μισέλ Γκέλερ, ο οποίος τότε επρόσκειτο στον πρόεδρο. «Πριν από οτιδήποτε άλλο, ο Γέλτσιν τηλεφώνησε στον Κλίντον για να τον προειδοποιήσει ότι επρόκειτο να λάβει χώρα ένα όχι και τόσο δημοκρατικό γεγονός. Ο Κλίντον του έδωσε τις ευλογίες του. (5)». Κατόπιν, επισκέπτεται τη διμοιρία Ντζερζίνσκι, μια επίλεκτη ομάδα του υπουργείου Εσωτερικών...

Άνευ όρων στήριξη από τις ΗΠΑ και τις τράπεζες

Σε αντίδραση, το Ανώτατο Σοβιέτ και ο πρόεδρός του, Χασμπουλάτοφ, καθαιρούν τον Γέλτσιν και διορίζουν στη θέση του τον αντιπρόεδρο Ρουτσκόι, ο οποίος έχει γίνει υποστράτηγος. Η απάντηση του Κρεμλίνου είναι η περικύκλωση από την αστυνομία και ο αποκλεισμός του «Λευκού Οίκου», ο οποίος μένει σταδιακά χωρίς ρεύμα, νερό και θέρμανση. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ζητά από τις δυο πλευρές να ακυρώσουν τις αποφάσεις τους και να επιχειρήσουν συμβιβασμό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι περιφέρειες, αντίθετες στην πλειοψηφία τους με το υπ’ αριθμόν 1.400 διάταγμα, προσπαθούν να επιβάλουν μια συμβιβαστική λύση. Το ίδιο και ο σοσιαλδημοκράτης Όλεγκ Ρουμιαντσέφ. Μάταια. Ο Γέλτσιν κερδίζει την υποστήριξη του στρατού και επιλέγει την αιματοχυσία. Ένας από τους εμπνευστές του ρωσικού νεοφιλελευθερισμού, ο οικονομολόγος Αντρέι Ιλαριόνοφ, επιβεβαίωσε πρόσφατα τον καλά μελετημένο χαρακτήρα της αντιπαράθεσης. Σύμφωνα με αυτόν, ο βομβαρδισμός του Κοινοβουλίου ήταν «νόμιμος» και «περισσότερο δημοκρατικός» από την τότε κυβέρνηση (6).

Τόσο ο Γέλτσιν όσο και ο Ρουτσκόι παραμένουν αμετακίνητοι. Κανένας από τους δύο δεν είχε αφομοιώσει την κουλτούρα του διαλόγου, τη μέχρι πρότινος άγνωστη στην ΕΣΣΔ, την οποία εισήγαγε ο Γκορμπατσόφ. Το κάθε στρατόπεδο είχε γίνει ο «φασίστας» για το άλλο. Βασίλευε μια δηλητηριώδης ατμόσφαιρα. Χωρίς αμφιβολία, παρακολουθούσαμε μάλλον τις ωδίνες ενός «τέλους της ιστορίας», παρά μια μάχη για το μέλλον. Χωρίς την απέραντη παραίτηση και την παθητικότητα του κόσμου, που ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν να μη χυθεί και άλλο αίμα, θα μπορούσε να είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Επίσης, παρά την κατάρρευση και χάρη στην καπατσοσύνη, πολλοί ήλπιζαν, σύμφωνα με τα διαρκώς επαναλαβανόμενα συνθήματα της εποχής, να βγουν αλώβητοι από αυτή την «επώδυνη, πλην όμως, απαραίτητη μεταβατική περίοδο» και να φτάσουν σε μια «κανονική και πολιτισμένη» ζωή ή ακόμα και να πλουτίσουν.

Στη συντήρηση αυτών των ψευδαισθήσεων συνέβαλε και η διανομή κουπονιών ιδιωτικοποίησης σε «150 εκατομμύρια Ρώσους, ακόμα και σε βρέφη», μέσω των οποίων μπορούσαν να αγοράσουν τις μετοχές των επιχειρήσεων. Πιεσμένοι από τις ανάγκες του σήμερα, οι περισσότεροι δικαιούχοι έσπευσαν να ξαναπουλήσουν τα κουπόνια τους, τα οποία εξαγόρασαν σε εξευτελιστικές τιμές οι διευθυντές των βιομηχανικών ή χρηματοπιστωτικών ομίλων και τα εγκληματικά δίκτυα (7).

«Εν κατακλείδι, τα άτομα που πήραν μέρος στην ιδιωτικοποίηση δεν ήταν σε θέση να λάβουν συνετές αποφάσεις. Αντίθετα, το καθαρά κερδοσκοπικό κομμάτι της “λαϊκής ιδιωτικοποίησης” αυξήθηκε απότομα προς όφελος ολίγων εκλεκτών», αναλύει ο οικονομολόγος Αλεξάντερ Νεκιπιέλοφ. Οι πιο ελκυστικές επιχειρήσεις βγήκαν στο σφυρί την παραμονή της λήξης της ιδιωτικοποίησης (στις 30 Ιουνίου του 1994), τα περιουσιακά τους στοιχεία υποτιμήθηκαν και ο ανθός της βιομηχανίας παραχωρήθηκε σύντομα για μια μπουκιά ψωμί στα πλαίσια της επιχείρησης «δάνεια έναντι μετοχών». Αυτή ωφέλησε τους τραπεζίτες, τους μόνους που είχαν τη δυνατότητα να δανείσουν την κυβέρνηση, με αντάλλαγμα τον έλεγχο των πετρελαϊκών εταιρειών (8).

Οι δυτικοί εμπνευστές του «σοκ» ήταν κατά κύριο λόγο ο Σουηδός Άντερς Άσλουντ και ο Αμερικανός Τζέφρι Σακς. Οι μεταρρυθμιστές της Μόσχας επωφελούνταν επίσης, από το 1987, από τις ορθές συμβουλές του Τζορτζ Σόρος, «φιλάνθρωπου» και επενδυτή, καθώς και των ειδικών της τράπεζας Goldman Sachs, η οποία εμπλεκόταν σε τεράστιες κερδοσκοπικές δραστηριότητες ή του Γάλλου Ντανιέλ Κοέν. Σημαντικός ρόλος αναλογεί επίσης και στα ιδρύματα, ιδίως τα αμερικανικά, τα οποία διείσδυσαν στους ερευνητικούς χώρους και στην «κοινωνία των πολιτών»: Carnegie, Ford, Rockefeller, Heritage, National Endowment for Democracy (NED) κ.ά..

Ο παρεμβατισμός της κυβέρνησης Κλίντον έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο: «Οι Αμερικανοί σύμβουλοι δεν έφτασαν στα τέλη του 1991 με εντολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως λέγεται συχνά, αλλά μέσα στο πλαίσιο παροχής τεχνικής βοήθειας εκ μέρους των ΗΠΑ με τη χρηματοδότηση της USAID (της αμερικανικής υπηρεσίας για τη διεθνή ανάπτυξη), η οποία υλοποιήθηκε από το Harvard Institute for International Development», εξηγεί ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Γάλλος οικονομολόγς Ζακ Σαπίρ. «Ο Τζέφρι Σακς συμμετείχε σε πολλές συσκέψεις με το επιτελείο του Γέλτσιν μεταξύ 1991 και 1993, χωρίς να δίνει αναφορά για τις δραστηριότητές του σε κανέναν άλλο πέραν των αμερικανικών αρχών».

Σύμφωνα με τον Σαπίρ, η ένταξη της Ρωσίας στο αμερικανικό παιχνίδι εξυπηρετούσε έναν στρατηγικό στόχο: «Το αποδεικνύει η απρόσκοπτη υποστήριξη που παρείχε η κυβέρνηση Κλίντον στον Γέλτσιν, από το πραξικόπημα κατά του Κοινοβουλίου το 1993 μέχρι την αμφιλεγόμενη επανεκλογή του το 1996 (...). Μας αρέσει να ξεχνάμε σήμερα ότι το ξέσπασμα του πολέμου στην Τσετσενία, τον Δεκέμβρη του 1994, είχε επίσης την ευρύτατη στήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης (9)». Η Ρωσία αποτελούσε πηγή σημαντικών κερδών για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ειδικοί από τη Δύση και φιλελεύθεροι Ρώσοι λειτουργούσαν σε πλήρη εναρμόνιση σε ό,τι αφορούσε τη διαφθορά, την κατάχρηση κεφαλαίων και το ξέπλυμα χρήματος (10).

Η «θεραπεία» είχε επίσης ως αποτέλεσμα την αποσάθρωση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, συρρικνώνοντας τη διεθνή επιρροή μιας δύναμης σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει πια η σκιά του εαυτού της. Ο νέος επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας, Αντρέι Κοζίρεφ, χάραξε έναν προσανατολισμό που ευθυγραμμιζόταν με τις ΗΠΑ, πριν από την εξισορρόπηση που άρχισε να θέτει σε εφαρμογή ο Γεβγκένι Πριμακόφ από το 1996 και μετά. Η Ρωσία, ωστόσο, διατήρησε το πυρηνικό της οπλοστάσιο, την ύστατη εγγύηση της εθνικής της κυριαρχίας, την ώρα που το ΝΑΤΟ επεκτεινόταν εκ νέου προς ανατολάς και η Δύση πολλαπλασίαζε τις παρεμβάσεις της στις συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Μέση Ανατολή.

Η ενθουσιώδης στήριξη της Δύσης δεν ήταν ανιδιοτελής. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ΗΠΑ ήλπιζαν να δουν τη Ρωσία να γίνεται η ατμομηχανή για τη διείσδυσή τους στην ευρασιατική ήπειρο. Η Ουκρανία και η Γεωργία δεν είχαν γίνει ακόμα οι προνομιακοί σύμμαχοι στην περιοχή, ούτε ήταν ακριβώς επίκαιρη η «επαναπροώθηση» της Ρωσίας, μολονότι προετοιμαζόταν ήδη η αποδυνάμωσή της στον Καύκασο, γύρω από τους δρόμους του πετρελαίου.

Ο Γκαϊντάρ, ο βασικός ιδεολόγος του «σοκ», έδωσε τις δικές του εξηγήσεις σε ένα σύγγραμμα που κυκλοφόρησε το 2006. Εξαιρετική και συγχρόνως πολύ αμφιλεγόμενη, η ανάλυσή του για τη σοβιετική κρίση συναντάται με τις σκέψεις που έτρεφε προ πολλού η εκσυγχρονιστική πτέρυγα της κυβερνητικής γραφειοκρατίας, η οποία εισηγήθηκε την εκκαθάριση του σοβιετικού συστήματος. Ο στόχος ήταν η δημιουργία μιας τάξης ιδιοκτητών, ούτως ώστε να καταστεί αδύνατη η όποια «επιστροφή στον σοσιαλισμό». Όσα ακολούθησαν τον «Μαύρο Οκτώβρη», κάθε άλλο παρά δικαίωσαν τους φιλελεύθερους. Μετά την αποτυχία τους στις βουλευτικές εκλογές, τον Δεκέμβρη του 1993, οι επικεφαλής τους, ο Γκαϊντάρ και ο Μπορίς Φιοντόροφ, απομακρύνθηκαν από την κυβέρνηση τον Γενάρη του 1994. Η εμπειρία τελείωσε με το κραχ του Αυγούστου του 1998, το οποίο και σήμανε το ναυάγιο των νεοφιλελεύθερων ιδεών και των πολιτικών σχηματισμών που πρόσκεινταν στον Γέλτσιν.

Οι ιδιωτικοποιήσεις έσβησαν τις ελπίδες που γέννησε η περεστρόικα

Στο διάστημα που μεσολάβησε από την εκλογή του Γέλτσιν στην προεδρία, τον Ιούνιο του 1991 και την οικονομική κρίση του 1998, το ακαθάριστο εθνικό προϊόν μειώθηκε περίπου κατά 50% και οι επενδύσεις κατά 90%. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε στο 47,3% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, η αγροτική στο 58,1%. Μεταξύ 1988 και 1994, το προσδόκιμο ζωής για τους άντρες έπεσε από τα 64,6 στα 57,3 χρόνια. Παρά το θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, η Ρωσία έχει χάσει έξι εκατομμύρια κατοίκους από το 1991 (11). Το ιατρικό περιοδικό «The Lancet», συγκρίνοντας το 2009 τις εξελίξεις σε διάφορες πρώην κομμουνιστικές χώρες, έθετε ένα συσχετισμό ανάμεσα στις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, την ανεργία και τη δραματική αύξηση του ποσοστού θνησιμότητας στη Ρωσία (12). Το 1998, ένα από τα «χελιδόνια της περεστρόικα», η οικονομολόγος Τατιάνα Ζασλάφσκαγια, έκανε καταμέτρηση των καταστροφικών κοινωνικών επιπτώσεων των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν από το 1992 έως το 1998: περίπου το 6% με 10% του πληθυσμού συγκέντρωνε το 50% των συνολικών εισοδημάτων και το 70% με 80% του συνολικού πλούτου της χώρας, την ίδια στιγμή που πολλές οικογένειες ζούσαν σε μισοερειπωμένα σπίτια ή λιμοκτονούσαν (13).

To σημερινό πολιτικό σύστημα δομήθηκε το 1993. Μετά τον Οκτώβρη, η Ρωσία βρίσκεται εκ νέου με ένα συγκεντρωτικό προεδρικό σύστημα, μια Βουλή ουραγό, ανίσχυρα κόμματα, εκλογές συχνά αμφιβόλου γνησιότητας και με μια συγκεντρωτική γραφειοκρατία εξίσου βαριά και αποπνικτική με την παλιά –για να μη μιλήσουμε για τους δύο πολέμους στην Τσετσενία και τις επιθέσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι χώροι ελεύθερης ενημέρωσης ελαττώθηκαν περαιτέρω, με εξαίρεση το διαδίκτυο.

Οι πολυάριθμες πρωτοβουλίες πολιτών που ξεπήδησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κυρίως στις μεγάλες πόλεις, μέσα από τις οποίες γεννήθηκαν εργατικά, πνευματικά ή οικολογικά κινήματα, πραγματικά ανεξάρτητα από την εξουσία, εκμηδενίστηκαν κυριολεκτικά. Μια επίπλαστη «κοινωνία πολιτών», την οποία αποτελούσαν μη κυβερνητικές οργανώσεις, ανέλαβε τα ηνία με την οικονομική στήριξη ολιγαρχών και αμερικανικών ιδρυμάτων.

Το γνήσιο δημοκρατικό κίνημα που γεννήθηκε μαζί με την περεστρόικα, συνετρίβη τον Οκτώβρη του 1993, για να καταλήξει τελικά σε μια αντεπανάσταση. Οι ιδέες για σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση, οικολογία και ουμανισμό παραπέμφθηκαν στo χρονοντούλαπο των ξεπερασμένων ουτοπιών. Για περισσότερα από δέκα χρόνια, η πλειονότητα των Ρώσων ήταν απασχολημένη με την ανάγκη να βρει στρατηγικές επιβίωσης. Με την πρώτη τους κιόλας επαφή με την πολιτική ζωή και το άνοιγμα προς τη Δύση, εισέπραξαν βαθιά απογοήτευση. Αυτό εξηγεί, σε έναν βαθμό, τη διαρκή δημοτικότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν στους κόλπους ενός πληθυσμού που υιοθέτησε ξανά μοιρολατρική στάση απέναντι στη λειτουργία της εξουσίας και ονειρεύεται την επιστροφή του κράτους, προκειμένου να βγει από το χάος.

Jean-Marie Chauvier

Δημοσιογράφος, Βρυξέλλες
Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)

(1«Le Monde», 2 Μαΐου 1993.

(2Η εικοστή επέτειος του γεγονότος δεν αποτέλεσε πεδίο για πολλές σκέψεις, με εξαίρεση τη διάσκεψη με τίτλο «Un Οctobre oublié? La Russie en 1993» (Ένας ξεχασμένος Οκτώβρης; Η Ρωσία το 1993), υπό την αιγίδα του Γαλλορωσικού Κέντρου της Μόσχας, στις 18-19 Νοεμβρίου 2013.

(3Véronique Garros, «Russie post-soviétique: la fatigue de l’histoire», Complexe, Βρυξέλλες, 1995.

(4Βλ. Régis Genté, «Το ενεργειακό παζλ της Ρωσίας».

H αγορά απελευθερώνει κυρίως την παραοικονομία, τα λαθρεμπόρια παντός τύπου, μέχρι και τις ανταλλαγές σε είδος, πράγμα που οδηγεί στην απονομισματοποίηση της οικονομίας. Κάποιες περιοχές πέφτουν στον πειρασμό του αυταρχισμού, των τελωνειακών συνόρων και των αποσχιστικών διεκδικήσεων. Περίπου το 80% του πληθυσμού βυθίζεται κάτω από το ελάχιστο όριο διαβίωσης[[Σχετικά με την κατάσταση της εργατικής τάξης την περίοδο του «σοκ», ό.π., Karine Clément, «Les Ouvriers russes dans la tourmente du marché. 1989-1999. Destruction d’un groupe social et remobilisations collectives», Syllepse, Παρίσι, 2000.

(5Michel Heller, «Qui dirige la Russie?», Géopolitique, νo 43, Παρίσι, 1993.

(6Radio Free Europe - Radio Svoboda, Μόσχα, 29 Σεπτεμβρίου 2013.

(7Gilles Favarel-Guarrigues, La Police des mœurs économiques de l’URSS à la Russie, Editions du CNRS, Παρίσι, 2007.

(8Alexandre Nekipelov, στο Jacques Sapir, «La Transition russe, vingt ans après», Editions des Syrtes, Παρίσι, 2012.

(10Jacques Sapir, «Les Economistes contre la démocratie. Pouvoir, mondialisation et démocratie», Albin Michel, Παρίσι, 2002.

(12David Stuckler, Lawrence King και Martine McKee, «Mass privatisation and the post-communist mortality crisis: a cross-national analysis», «The Lancet», Οξφόρδη, τόμος 372, 31 Ιανουαρίου 2009.

(13Ό.π., «Kuda idët Rossia?» («Où va la Russie?»), Symposium international 1999, Logos, 1999 και 2000, Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας, 2000.

Μοιραστείτε το άρθρο