Πέμπτη, 13 Νοεμβρίου 2014
Πρώτα να θυμίσω τα γεγονότα. Στις 9 και 10 Νοεμβρίου, στο Κάιρο, συμμετείχα σε συνέδριο για ζητήματα μετάφρασης, το οποίο πραγματοποιήθηκε με χρηματοδότηση και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποφάσισα να μείνω μερικές ημέρες ακόμα για να συναντήσω ορισμένους ανθρώπους, να πάρω μια εικόνα των αλλαγών στη χώρα, να διευθετήσω κάποια προβλήματα που σχετίζονταν με την αραβική έκδοση της «Monde diplomatique». Στις 11 Νοεμβρίου, στις 11 το πρωί, συνάντησα, σε ένα καλό καφέ, απέναντι από τη βρετανική πρεσβεία -οι εντυπωσιακές διαστάσεις της οποίας υπενθυμίζουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο διοικούσε την κατεχόμενη Αίγυπτο από το 1882 και μετά-, δύο Αιγύπτιες. Η μία δημοσιογράφος, η άλλη φοιτήτρια. Η αίθουσα είναι μικρή, τα τραπέζια κολλημένα το ένα με το άλλο, αλλά δεν δίνω προσοχή στους διπλανούς μας. Μιλάμε στα αραβικά και στα αγγλικά για το τι συμβαίνει στη χώρα, για την κατάσταση στα πανεπιστήμια, για το καθεστώς στα μέσα ενημέρωσης.
Μετά από μισή ώρα, μια καλοντυμένη κυρία, που δεν είχα προσέξει, αλλά καθόταν δίπλα μας, σηκώνεται, εμφανώς εξοργισμένη, και φεύγει. Μας πετάει: «Θέλετε να καταστρέψετε τη χώρα». Δεν απαντάμε και συνεχίζουμε να συζητάμε. Την ίδια στιγμή, κάποιος μπαίνει στο καφέ. Είναι εμφανές ότι πρόκειται για έναν «moukhabarat» (έναν άνδρα της κρατικής ασφάλειας, τους ξεχωρίζει κανείς αρκετά εύκολα). Κάθεται, αλλά, ακόμη και τότε, δεν δίνουμε προσοχή. Θα βγει πριν από εμάς.
Όταν, με τη σειρά μας, φεύγουμε από το μαγαζί, ο ίδιος άνθρωπος, μαζί με άλλους, ένστολους αστυνομικούς, μας συλλαμβάνει. Πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι, σε όλη τη διάρκεια του περιστατικού, μας φέρθηκαν καλά και οι αστυνομικοί έφεραν καρέκλα για τη μία από τις δύο γυναίκες, που ήταν έγκυος. Παίρνουν, λοιπόν, τα έγγραφά μας και ξεκινούν, για τον καθένα ξεχωριστά, επιτόπια ανάκριση στον δρόμο. Σε ό,τι με αφορά, θέλουν να μάθουν πού μένω στο Κάιρο, γιατί άλλαξα ξενοδοχείο, ποια ημέρα έφτασα στην Αίγυπτο. Μετά από μισή ώρα, μου δίνουν πίσω το διαβατήριό μου και μου λένε να φύγω. Αρνούμαι, όσο οι άλλες δύο γυναίκες δεν αφήνονται και αυτές ελεύθερες. Μετά από πέντε λεπτά, μου ξαναπαίρνουν το διαβατήριο. Ένας από τους αστυνομικούς με ρωτάει εάν έχω άδεια εργασίας από το υπουργείο Εσωτερικών. Μπροστά στην αρνητική μου απάντηση, μου λέει, θεωρώντας ότι με στριμώχνει: «Και, εάν εγώ ερχόμουν στη Γαλλία να πάρω συνέντευξη από διάφορους, δεν θα έπρεπε να έχω άδεια;». Κι άλλη αρνητική απάντηση από την πλευρά μου. Νιώθει έκπληξη.
Μετά από μία ώρα, θεωρώντας ότι το επεισόδιο τραβάει σε μάκρος, ενημερώνω την πρεσβεία της Γαλλίας και τον πρόεδρο του σωματείου των Αιγύπτιων δημοσιογράφων. Έτσι, οι παρεμβάσεις πολλαπλασιάζονται, μεταξύ τους, απ’ ότι φαίνεται, και από τον πρωθυπουργό, αλλά, σε κάθε περίπτωση, από τον υπουργό Εσωτερικών και την πρεσβεία. Είμαι «ελεύθερος», αλλά το ζήτημα των δύο γυναικών δεν έχει ακόμη διευθετηθεί. Παραμένω εκεί, επικοινωνώ ξανά με τον πρόεδρο του σωματείου των δημοσιογράφων και, τελικά, μας αφήνουν όλους να φύγουμε. Το περιστατικό θα πρέπει να κράτησε μιάμιση ώρα.
Στις 6 το βράδυ, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο μου, δέχομαι τηλεφώνημα από το υπουργείο Εσωτερικών. Μου ανακοινώνουν ότι θα έρθει να με αναζητήσει αυτοκίνητο για να γίνω δεκτός στο υπουργείο. Η συνάντηση πραγματοποιείται με τον υφυπουργό Εσωτερικών για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (έναν στρατηγό (1)) και αρκετούς αξιωματούχους. Μου παρουσιάζουν τις εξηγήσεις τους, λέγοντας ότι η σύλληψή μου ήταν ένα «λάθος».
Το περιστατικό μου προκαλεί τρεις σκέψεις.
Το σοβαρότερο δεν είναι, φυσικά, η σύλληψη, αλλά το γεγονός ότι μας κατέδωσε μια «καλή πολίτης». Η ενέργεια αυτή αποτυπώνει το κλίμα που κυριαρχεί στη χώρα, στη δημιουργία του οποίου συμβάλλει η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών. Πρόσφατα, οι διευθυντές των εφημερίδων και των καναλιών έγραψαν ότι δεν θα δημοσιεύουν καμία πληροφορία που θα μπορούσε να βλάψει το κράτος, λόγω του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» (αρκετές εκατοντάδες δημοσιογράφοι υπέγραψαν δήλωση κατά του συγκεκριμένου κειμένου). Τα τηλεοπτικά κανάλια καταγγέλλουν όποιον ασκεί την παραμικρή κριτική. Οι δημοσιογράφοι που έχουν διαφορετικές απόψεις είναι ουσιαστικά αποκλεισμένοι από τις στήλες των εφημερίδων. Μια μερίδα της κοινής γνώμης κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, έχοντας πειστεί ότι η Αίγυπτος είναι θύμα αμερικανο-ευρωπαϊκο-ισραηλινής συνωμοσίας (πράγμα αρκετά παράδοξο όταν είναι γνωστές οι θερμές, πλέον, σχέσεις μεταξύ Καΐρου και Τελ Αβίβ). Η ατμόσφαιρα θυμίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου και το σύνθημα του προέδρου Τζορτζ Γ. Μπους: «Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Οι τακτικές αναφορές στους «καλούς πατριώτες» προκαλούν ανησυχία για το μέλλον.
Δεύτερη σκέψη, για τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που διέδωσαν το νέο με ταχύτητα και δύναμη που με εξέπληξαν (2). Μέσα σε μερικές ώρες, η πληροφορία έκανε τον γύρο του κόσμου, δέχτηκα μεγάλο αριθμό μηνυμάτων υποστήριξης, έδωσα συνεντεύξεις σε πολλά κανάλια. Ακόμη και ο Ευρωπαίος επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέδωσε ανακοίνωση, καταδικάζοντας το περιστατικό.
Η τρίτη σκέψη συνδέεται με τη δεύτερη. Δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι οι αντιδράσεις αυτές είναι, σε κάποιο βαθμό, υπερβολικές, και συνδέονται με την ιδιότητά μου ως «δυτικού δημοσιογράφου». Ή, για να το πω αλλιώς, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι υπάρχουν στην Αίγυπτο χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι, ορισμένοι από τους οποίους βρίσκονται σε απεργία πείνας και κινδυνεύουν να πεθάνουν, ότι γίνονται αυθαίρετες συλλήψεις, ότι υπάρχουν αποδεδειγμένες περιπτώσεις βασανιστηρίων, οι οποίες θα έπρεπε να προκαλέσουν περισσότερη αγανάκτηση και αυστηρότερη καταδίκη. Ακόμη κι έτσι, τόσο το καλύτερο εάν το συγκεκριμένο περιστατικό μπόρεσε να στρέψει την προσοχή στις περιπτώσεις αυτές. Και σκέφτομαι, πρώτα απ’ όλα, τους πολιτικούς κρατούμενους που βρίσκονται σε απεργία πείνας, όπως τον Αλάα Αμπντέλ Φάταχ και τον Μοχάμεντ Σουλτάν. Η επιδείνωση της κατάστασης στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών στην Αίγυπτο δεν πρέπει να αφήσει κανέναν αδιάφορο -και, κυρίως, όχι τους φίλους αυτής της χώρας και του λαού της.