Ο Μοχάμεντ Γιουσέφ Ταμπλ ήταν 31 ετών όταν σκοτώθηκε από τα πυρά ενός Αιγύπτιου στρατιώτη στην είσοδο της πόλης Σεΐχ Ζουαγίντ, 30 χιλιόμετρα ανατολικά του Ελ Αρίχ, στη χερσόνησο του Σινά. Ήταν μέλος μιας επίσημης αποστολής στην οποία είχε ανατεθεί η συγκέντρωση στοιχείων για την κατάσταση στην περιοχή, ήταν γνωστός στην περιοχή και ο θάνατός του δεν πέρασε απαρατήρητος. Η συμπάθεια του κόσμου κι η αλληλεγγύη βοήθησαν την οικογένειά του και τους φίλους του να συγκρατήσουν τον θυμό τους. Τα χιλιάδες ανώνυμα θύματα δεν είχαν αυτήν την τύχη. Ο Ταμπλ κινούνταν στους κύκλους των μορφωμένων κατοίκων των αστικών περιοχών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτής της ζώνης που βρίσκεται στα σύνορα με το Ισραήλ αποτελείται από Βεδουίνους, περιθωριοποιημένους και στιγματισμένους. Αν και είναι θύμα της πολιτικής της καμένης γης που εφαρμόζεται στην περιοχή, ο πληθυσμός πήρε τα όπλα μονάχα όταν εξαναγκάστηκε, όταν οδηγήθηκε στο έσχατο σημείο.
Ήδη από το 1948, αντίσταση ενάντια στους Ισραηλινούς
Όταν τον Ιανουάριο του 2011 ξέσπασε η «επανάσταση» σχεδόν σε ολόκληρη την Αίγυπτο, το Ελ Αρίχ, έδρα του κυβερνείου του Βόρειου Σινά, δεν έμεινε πίσω. Ωστόσο, η αντίδραση στη δολοφονία του πρώτου διαδηλωτή στην κεντρική πλατεία του Σεΐχ Ζουαγίντ, της κοντινότερης βεδουίνικης πόλης, υπήρξε εξαιρετικά σφοδρή. Τα μέλη των ομάδων πολιτών που αγωνίζονταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα πολιτικά δικαιώματα αποσύρθηκαν από το προσκήνιο. Οι γυναίκες βάλθηκαν να σπάνε μεγάλες πέτρες για να φτιάξουν «πυρομαχικά» με τα οποία τα παιδιά πετροβολούσαν τις δυνάμεις καταστολής. Κι οι άντρες έβγαλαν τα καλάσνικοφ και τους εκτοξευτές ρουκετών.
Οι τρεις προηγούμενες δεκαετίες αδικίας, καταπίεσης, ταπεινώσεων και ψεμάτων της κυβέρνησης δεν είχαν κατορθώσει να προκαλέσουν μια δίψα για εκδίκηση τόσο μεγάλη όσο εκείνη που πυροδοτήθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της διακυβέρνησης της χώρας από τον Χόσνι Μουμπάρακ. Μετά το πρώτο κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου του Σινά, την περίοδο 2004-2005, οι πληθυσμοί της περιοχής βίωσαν μια εξαιρετικά σκληρή καταστολή. Στη Ράφα και στο Σεΐχ Ζουαγίντ καταγράφηκε μια άνευ προηγουμένου αύξηση των βιασμών που διαπράχθηκαν από αστυνομικούς. Μάλιστα, ο αριθμός τους ξεπέρασε ακόμα και το θλιβερό ρεκόρ της περιόδου της ισραηλινής κατοχής (1967-1982). H βία ατσάλωσε την αποφασιστικότητα των ένοπλων και κυρίως ορισμένων σαλαφιστικών και τζιχαντιστικών παραστρατιωτικών ομάδων, όπως η Ansar Beit Al-Maqdis (ABM).
Η αντίσταση εναντίον του Ισραήλ, η οποία στηρίζεται σε θρησκευτικές βάσεις, άρχισε το 1948, όταν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δημιούργησαν στο Ελ Αρίχ και στο Σαντ Ραβαφάα στρατόπεδα στα οποία εθελοντές λάμβαναν στρατιωτική εκπαίδευση. Όταν το 1952 ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και οι Ελεύθεροι Αξιωματικοί κατέλαβαν την εξουσία στο Κάιρο, η παρουσία των Αδελφών Μουσουλμάνων στη χερσόνησο του Σινά άρχισε να φθίνει και εξαφανίστηκε οριστικά δύο χρόνια αργότερα, με την απαγόρευση της οργάνωσης και την εξορία της ηγεσίας της, κυρίως στην Ιορδανία.
Ταυτόχρονα, ο σεΐχης Εΐντ Αμπού Τζερίρ, κληρονόμος της αδελφότητας (tariqa) του σεΐχη Αμπού Αμάντ Αλ Χαζαβί, ο οποίος καταγόταν από τη Γάζα, ίδρυσε την πρώτη ομάδα σούφι (1). Το ρεύμα του τζιχαντισμού σούφι εμφανίστηκε το 1956, κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ και του πολέμου που ακολούθησε. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με τον αιγυπτιακό στρατό και τις αιγυπτιακές υπηρεσίες πληροφοριών στον αγώνα ενάντια στο Ισραήλ, το οποίο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης είχε καταλάβει την περιοχή –όπως εξάλλου και τη λωρίδα της Γάζας (2)- μέχρι και τον Μάρτιο του 1957. Ορισμένοι από τους σημερινούς ηγέτες της είναι παλαιοί πολεμιστές, οι οποίοι έχουν παρασημοφορηθεί και τιμηθεί από το αιγυπτιακό κράτος: χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του σεΐχη Χασάν Χαλ από το χωριό Ελ Τζούρα, το οποίο βρίσκεται επτά χιλιόμετρα νότια του Σεΐχ Ζουαγίντ.
Παρά τους ιστορικούς και αξεδιάλυτους δεσμούς του σουφισμού με τον τακτικό στρατό, ο πληθυσμός της χερσονήσου του Σινά θεωρεί προδοσία την αιγυπτιο-ισραηλινή συνθήκη ειρήνης που σύναψε το 1979 ο Ανουάρ Σαντάτ με τον Μεναχέμ Μπέγκιν, μετά τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, το 1978. Γι’ αυτούς, το Ισραήλ εξακολουθεί να αποτελεί έναν εχθρό. Και η θρησκευτική ρητορική που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στον Ιουδαϊσμό και στον σιωνισμό, υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο την απειλή που αποτελεί το Ισραήλ.
Την περίοδο 2001 - 2010, η οργάνωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα παράρτημά της εκεί, παρά το γεγονός ότι ο σημερινός ηγέτης της, Αϊμάν Αλ Ζουαχίρι, είναι Αιγύπτιος. Ιδρύθηκε μεν η Αλ Κάιντα Κενάνα (Αιγύπτου) το 2006, αλλά ο ηγέτης της, Μοχάμεντ Αλ Χακαγιάμα, σκοτώθηκε δύο χρόνια αργότερα. Τον Ιούνιο του 2010, άγνωστοι διέπραξαν την πρώτη βομβιστική επίθεση εναντίον ενός αγωγού αερίου στη χερσόνησο του Σινά. Μετά την πτώση του Μουμπάρακ, σημειώθηκαν άλλες δεκατρείς βομβιστικές επιθέσεις σε διάφορα άλλα σημεία αυτού του αγωγού, ο οποίος τροφοδοτεί το Ισραήλ με αιγυπτιακό φυσικό αέριο. Τελικά, τον Απρίλιο του 2012, η αιγυπτιακή κυβέρνηση αποφάσισε να διακόψει τον ανεφοδιασμό του Ισραήλ με αέριο, συμμορφούμενη με μια απόφαση της Δικαιοσύνης η οποία θεωρεί τη συμφωνία προσβολή της εθνικής κυριαρχίας της χώρας και επιζήμια για τα συμφέροντά της.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή επέλεξε η ΑΒΜ (3) για να αποκαλύψει για πρώτη φορά δημόσια την ύπαρξή της, με ένα βίντεο που είχε τον τίτλο «If you are back, we are back» («Εάν επιστρέψετε, θα επιστρέψουμε»), το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως «εάν ξαναρχίσετε τις εξαγωγές αερίου προς το Ισραήλ, θα επιστρέψουμε». Στο βίντεο εκφράζεται η ρητά η υποστήριξη προς την Αλ Κάιντα, ενώ ανακοινώνεται ότι η Αλ Κάιντα αναγνωρίζει την ΑΒΜ.
Το επόμενο βήμα της ΑΒΜ και των υπόλοιπων σαλαφιστικών ομάδων, όπως η Σούρα των Μουτζαχεντίν-Aknaf Beit Al-Maqdis (CMS-ABM), αποτέλεσε η στοχοποίηση των ισραηλινών δυνάμεων μέσα στο ίδιο το έδαφος του Ισραήλ. Ομάδες τζιχαντιστών που αποτελούνταν από Αιγύπτιους (Βεδουίνους και μη Βεδουίνους) και υπηκόους άλλων αραβικών χωρών πραγματοποίησαν με επιτυχία χτυπήματα σε ισραηλινό έδαφος.
Η μεγαλειώδης κηδεία, σύμφωνα με τα έθιμα των βεδουίνικων φυλών, ενός Βεδουίνου τζιχαντιστή που σκοτώθηκε από τα πυρά ενός ισραηλινού μη επανδρωμένου αεροσκάφους, στις 9 Αυγούστου του 2013, αποδεικνύει τη συμπάθεια που χαίρει η ΑΒΜ. Όμως, όταν οι επιθέσεις στράφηκαν ενάντια στον αιγυπτιακό στρατό, η δημοφιλία της ΑΒΜ και των υπόλοιπων ομάδων μειώθηκε σημαντικά.
Οι κάτοικοι της περιοχής έβλεπαν με καλό μάτι τις επιθέσεις εναντίον ισραηλινών στόχων στην άλλη πλευρά των συνόρων, οι οποίες όμως αποτελούσαν μια πραγματική πρόκληση για τις αρχές του Καΐρου. Ήταν πεπεισμένοι ότι οι μηχανορραφίες του Μουμπάρακ με τους Ισραηλινούς είχαν υπάρξει το κυριότερο εμπόδιο που εμπόδισε την ανάπτυξη της περιοχής τους. Δεκάδες μέλη των φυλών των Βεδουίνων που ζουν στην περιοχή των συνόρων κρατούνται στο Ισραήλ: συνελήφθησαν πρόσφατα κι εξακολουθούν να θεωρούνται «αιχμάλωτοι πολέμου». Ωστόσο, φοβούνταν μήπως η αντίσταση ενάντια στο Ισραήλ μετατραπεί σε ένοπλη εξέγερση ενάντια στο αιγυπτιακό κράτος.
Όταν αυτό αναπόφευκτα έγινε πραγματικότητα, αποτέλεσε το πρόσχημα που αναζητούσε το Ισραήλ για να αναλάβει δράση. Τον Αύγουστο του 2012, Ισραηλινοί κομάντος εισχώρησαν στο αιγυπτιακό έδαφος για να δολοφονήσουν τον Ιμπραΐμ Εβέιντα, Βεδουίνο ηγέτη της ΑΒΜ, στο χωριό Χερέζα, που βρίσκεται σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Τον Μάιο του 2013, ένα άλλο ηγετικό στέλεχος, ο Μαχντού Αμπού Ντεράα, σκοτώθηκε από ντόπιους συνεργάτες των Ισραηλινών στο χωριό Γκοζ Αμπού Ραάντ, κοντά στη Ράφα, στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου του Σινά. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, το Τελ Αβίβ δεν δίστασε να φέρει τον αιγυπτιακό στρατό σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, με την αναγγελία ότι ισραηλινά μη επανδρωμένα αεροσκάφη εξόντωσαν στην Ελ Αζράα μια ολόκληρη ομάδα τζιχαντιστών που ετοιμαζόταν να εκτοξεύσει πυραύλους εδάφους–εδάφους εναντίον της ισραηλινής επικράτειας.
Ισοπέδωση χωριού σε αντίποινα
Η κλιμάκωση της βίας ενθάρρυνε τον αιγυπτιακό στρατό να επιτεθεί, στις 10 Αυγούστου του 2013, ενάντια σε δύο χωριά στα οποία ζούσαν μαχητές της ΑΒΜ. Για πρώτη φορά μετά το 1967, ένα αιγυπτιακό επιθετικό ελικόπτερο εισχώρησε στη ζώνη Γ (4) για να πλήξει το Ελ Τουμάχ και το Ελ Μοκατάα. Από εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπορούμε να μιλήσουμε για εμπλοκή σε πραγματικό πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μόρσι (Ιούνιος 2012 – Ιούλιος 2013), οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δεν είχαν την παραμικρή οργανωμένη δραστηριότητα ανατολικά του Ελ Αρίχ και δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν δεσμούς με τις ένοπλες ομάδες της χερσονήσου του Σινά. Ωστόσο, παρόλη την ιδεολογική εχθρότητα που έτρεφε απέναντί τους η ΑΒΜ, ήταν υποχρεωμένη να δείξει αλληλεγγύη όταν αυτοί έπεσαν θύματα της βίαιης καταστολής που ακολούθησε το στρατιωτικό πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου του 2013. Οι ανακοινώσεις της ΑΒΜ βρίθουν θρησκευτικών δικαιολογιών: δεν περιορίζονται στην καταγγελία των στρατιωτικών ότι αθετούν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο έθνος, αλλά κατηγορούν και ως άπιστους όλα τα μέλη του στρατού, τόσο τους βαθμοφόρους όσο και τους κληρωτούς που υπηρετούν τη θητεία τους. Κι επεκτείνει τη δράση της και εκτός της χερσονήσου του Σινά, χτυπώντας στόχους και σε άλλες περιοχές της Αιγύπτου.
Εξοργισμένη από τις βιαιοπραγίες (5) και τα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονται κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων που άρχισαν στις 7 Σεπτεμβρίου του 2013 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, η ΑΒΜ επιχειρεί να στρατολογήσει ακόμα περισσότερους μαχητές. Μάλιστα, το χειρότερο από όλα τα σενάρια δεν θα ήταν οπωσδήποτε η επέκταση της βίας σε ολόκληρη την Αίγυπτο, αλλά η ενίσχυση των δεσμών ανάμεσα στην ΑΒΜ και στους Σύριους τζιχαντιστές: πράγματι, σήμερα αυτοί οι δεσμοί είναι χαλαροί.
Η άνευ προηγουμένου καταστολή που ακολούθησε την καθαίρεση του Μόρσι, αποτελεί μια διαρκή πρόκληση για τους μαχητές της ΑΒΜ. Οι επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν εναντίον των Αδελφών Μουσουλμάνων και των υπόλοιπων ισλαμιστών διαδηλωτών κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού του 2013 (και μάλιστα την ώρα της προσευχής μέσα στα τζαμιά), καθώς και το γεγονός ότι οι πιστοί Μουσουλμάνοι θεωρούνται ύποπτοι, τους κάνουν να θεωρούν ότι πρόκειται για μια επίθεση εναντίον του Ισλάμ.
Η απόπειρα δολοφονίας του υπουργού Εσωτερικών (και Δημόσιας Τάξης) στο Κάιρο, τον Σεπτέμβριο του 2013, αποτελεί μια σημαντική καμπή. Προηγουμένως, οι στόχοι της ΑΒΜ περιορίζονταν στον στρατό και στις δυνάμεις της αστυνομίας. Στο εξής, έχει περάσει στη διεξαγωγή τρομοκρατικών επιθέσεων με τη στενή έννοια του όρου: τα άτομα που τις σχεδιάζουν δεν ενδιαφέρονται πλέον για τις απώλειες που ενδέχεται να προκληθούν σε ανυποψίαστους πολίτες ή άμαχους. Τον Οκτώβριο του 2013, ένας μαχητής της ΑΒΜ έριξε ένα φορτηγό αυτοκίνητο φορτωμένο με εκρηκτικά πάνω στο κτήριο γραφείων που στέγαζε τη Διεύθυνση Ασφαλείας του νότιου τμήματος της χερσονήσου του Σινά. Τον Νοέμβριο, ανατινάχθηκε το Γραφείο Στρατιωτικής Ασφάλειας της επαρχίας της Ισμαϊλίγια. Έναν μήνα αργότερα, μερικές ώρες μετά την ισχυρή έκρηξη που κατέστρεψε τα κτήρια όπου στεγάζονταν οι υπηρεσίες ασφαλείας του Ελ Μανσούρα, της πρωτεύουσας του κυβερνείου του Νταχλέγια, η μεταβατική κυβέρνηση ανακήρυξε την ΑΒΜ «τρομοκρατική οργάνωση».
Οι βιαιοπραγίες που διαπράττουν οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του τακτικού στρατού εναντίον του άμαχου πληθυσμού καλύπτονται πλέον από ένα καθεστώς απόλυτης ατιμωρησίας. Στη χερσόνησο του Σινά επιτρέπονται τα πάντα, ακόμα και η καταστροφή σπιτιών χωρίς άδεια της Δικαιοσύνης, η πυρπόληση των καλυβιών στα οποία ζουν τα φτωχότερα άτομα του πληθυσμού και κυρίως οι ηλικιωμένοι, το ξερίζωμα των ελαιώνων, τα πυρά εναντίον κατοικιών, ο φόνος γυναικών και παιδιών, οι τυχαίες συλλήψεις εκατοντάδων «υπόπτων», το κλείσιμο δεκάδων καταστημάτων και μικρομάγαζων, οι εκτοπίσεις πληθυσμών, οι οργανωμένες «εξαφανίσεις» και, φυσικά, η παρενόχληση των δημοσιογράφων και των ερευνητών (συμπεριλαμβανομένου κι εμού).
Μετά από τέσσερις μήνες ενός ανοιχτού πολέμου υψηλής έντασης, η ΑΒΜ πραγματοποίησε, τον Ιανουάριο του 2014, τρεις θεαματικές επιθέσεις, αποδεικνύοντας ότι διατηρεί όλον της τον δυναμισμό. Η πρώτη συνίστατο στην εκτόξευση μιας ρουκέτας τύπου Grad εναντίον της ισραηλινής πόλης Εϊλάτ, στις 21 Ιανουαρίου. Η δεύτερη ήταν ένα τρομοκρατικό χτύπημα εναντίον της Διεύθυνσης Ασφάλειας, στο κέντρο του Καΐρου, μια ημέρα μετά την προειδοποίηση του υπουργού Εσωτερικών προς οποιονδήποτε θα τολμούσε να γιορτάσει την «επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου», μπροστά σε ένα αστυνομικό τμήμα. Το τρίτο χτύπημα της ΑΒΜ, το οποίο προβλήθηκε ιδιαίτερα από τα μέσα ενημέρωσης, ήταν η κατάρριψη –στις 25 Ιανουαρίου- ενός αιγυπτιακού στρατιωτικού αεροσκάφους, η οποία και προκάλεσε τον θάνατο ολόκληρου του πληρώματός του. Σε αντίποινα, οι εξαγριωμένοι στρατιώτες ισοπέδωσαν το χωριό Ελ Λιφιτάτ και πραγματοποίησαν μερικές νυκτερινές επιδρομές στην κωμόπολη Ελ Μπαρθ.
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των τρομερών μηνών, ο αιγυπτιακός στρατός κατόρθωσε να επιβάλει απόλυτη ειδησεογραφική συσκότιση σχετικά με οτιδήποτε συμβαίνει στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου του Σινά. Οι δημοσιογράφοι και οι αγωνιστές που μάχονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα παρενοχλούνται, συλλαμβάνονται και βασανίζονται, ή αναγκάζονται να κρυφτούν για να γλιτώσουν το κυνηγητό. Όσον αφορά τους ξένους συναδέλφους τους, τις απειλές διαδέχεται η απέλαση. Κάθε μέρα σημειώνονται διακοπές στα δίκτυα επικοινωνίας, ενώ η απαγόρευση της κυκλοφορίας αρχίζει μια ώρα πριν από τη δύση του ηλίου. Ωστόσο, όλα αυτά τα μέτρα, ακόμα και η συλλογική και αυθαίρετη τιμωρία των πληθυσμών, δεν εμπόδισαν την ΑΒΜ να εκτοξεύσει ρουκέτες εναντίον του Ισραήλ κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2014. Τις εκτόξευε μάλιστα από την ίδια ακριβώς ζώνη στην οποία ένα μη επανδρωμένο ισραηλινό αεροσκάφος είχε σκοτώσει τέσσερις τζιχαντιστές τον προηγούμενο χρόνο.
Κι όταν ο αιγυπτιακός στρατός κατόρθωσε να εμποδίσει μια δεύτερη εκτόξευση ρουκετών, στις 13 Ιουλίου του 2014, η ΑΒΜ ανταπέδωσε το πλήγμα με θεαματικό τρόπο, χτυπώντας μια μονάδα που είχε στρατοπεδεύσει ανατολικά του Ελ Αρίχ. Το ένα από τα δύο βλήματα βρήκε τον στόχο του, αλλά το δεύτερο εξερράγη πάνω στις γειτονικές κατοικίες, σκοτώνοντας επτά πολίτες (ανάμεσά τους ένα δεκάχρονο κοριτσάκι) και τραυματίζοντας άλλους εννέα.
Σήμερα, η ΑΒΜ έχει απομακρυνθεί από την Αλ Κάιντα κι έχει συμμαχήσει με το Ισλαμικό Κράτος. Κι οι θηριωδίες που διαπράττουν οι αρχές της Αιγύπτου και του Ισραήλ έχουν δημιουργήσει μια νέα γενιά μαχητών, πολύ περισσότερο αποφασισμένων. Το κυριότερο κίνητρό τους δεν είναι τα ιδεολογικά και θρησκευτικά πιστεύω τους, αλλά η δίψα για εκδίκηση.