el | fr | en | +
Accéder au menu

Ένα βιώσιμο μοντέλο για τον Τύπο

Η δολοφονική επίθεση στα γραφεία του Charlie Hebdo προκάλεσε μια αναπάντεχη αύξηση της κυκλοφορίας των εντύπων στη Γαλλία. Η «Le Monde» απέκτησε 4.000 νέους συνδρομητές στη σελίδα της μέσα σε 48 ώρες. Η «Libération» τριπλασίασε τις πωλήσεις της την επομένη. Οι αναγνώστες έτρεξαν ξανά στα περίπτερα. Κι όμως λίγες εβδομάδες πριν, το Charlie Hebdo ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων εντύπων είχε ζητήσει τη στήριξη των αναγνωστών του για να μπορέσει να επιβιώσει. Και οι αναγνώστες δεν είχαν ανταποκριθεί όσο χρειάζονταν… Το τραγικό γεγονός, εκτός από τις προφανείς πολιτικές προεκτάσεις, φέρνει για μια ακόμη φορά στην επικαιρότητα τα προβλήματα του Τύπου, ο οποίος λίγο ως πολύ παραπαίει παντού, την ανάγκη για ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο. Ποια πρέπει να είναι τα καθήκοντά του; Να παράγει ενημέρωση ποιότητας, ελεύθερη από τους εξαναγκασμούς των νόμων της αγοράς και των πιέσεων της εξουσίας, να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για τα έντυπα και τα ψηφιακά μέσα ενημέρωσης, να εφεύρει έναν τρόπο χρηματοδότησης στέρεο και δίκαιο.

Στο παρελθόν, οι νεόπλουτοι που επιθυμούσαν να ολοκληρώσουν την ένταξή τους στην καλή κοινωνία αποκτούσαν ένα ιπποφορβείο, ένα αυτοκίνητο αντίκα ή μια βίλα. Πλέον, για να εδραιώσουν τη θέση τους αγοράζουν μια εφημερίδα. Οι Μπερνάρ Αρνώ και Φρανσουά Πινώ, δεύτερη και τρίτη σε μέγεθος περιουσία στη Γαλλία αντιστοίχως, έχουν αποκτήσει τις δικές τους εδώ και καιρό, την οικονομική εφημερίδα «Les Echos» ο πρώτος, το περιοδικό «Le Point» ο δεύτερος. Να, λοιπόν, που τους μιμήθηκαν κάποιοι νεοφερμένοι, οι Ξαβιέ Νιελ και Πατρίκ Ντραΐ, βιομήχανοι στο χώρο των τηλεπικοινωνιών, χρηματοδότες αντιστοίχως της «Monde» (2010) και της «Libération» (2014). Οικονομικοί διαχειριστές όσο και φιλάνθρωποι, εγκαινίασαν τα υψηλά τους καθήκοντα με δραστικές περικοπές δαπανών. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ τα τεχνικά και ακαδημαϊκά μέσα για την παραγωγή ποιοτικής ενημέρωσης περισσεύουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τόσο ο Τύπος όσο και τα ψηφιακά μέσα ενημέρωσης παραπαίουν ανίκανα να ελέγξουν την υποβάθμιση του περιεχομένου και να σταθεροποιήσουν την οικονομική τους κατάσταση.

Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούμε μια σχεδόν ταυτόσημη διαδοχή γεγονότων. Μια εφημερίδα ή ένα συγκρότημα Τύπου, που πλήττεται από μείωση των πωλήσεων ή των διαφημιστικών εσόδων αναζητά κεφάλαια. Η έλευση ενός επενδυτή συνοδεύεται από ένα σχέδιο μείωσης του προσωπικού και των δυνατοτήτων της σύνταξης. Το έντυπο ξεκινάει και πάλι με αυξημένη εξάρτηση από τον οικονομικό παράγοντα. «Γνωρίζουμε αρκετά καλά τον καπιταλισμό, ώστε να είμαστε βέβαιοι ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ελέγχου και ιδιοκτησίας», εξηγούσαν οι συντάκτες της «Wall Street Journal» (1 Αυγούστου 2007) μετά την εξαγορά της οικονομικής εφημερίδας από τον μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης, Ρούπερτ Μέρντοχ. Και η καθημερινότητα ξαναρχίζει, μέχρι την επόμενη κρίση.

Η «Libération» εξαγοράστηκε διαδοχικά από τον Ζερόμ Σεϋντού, το 1995, τον Εντουάρ ντε Ροτσίλντ, το 2005, και στη συνέχεια από τους Μπρουνό Λεντού και Ντραΐ το 2013 και το 2014 –όπως ακριβώς αλλάζει χέρια μια καυτή πατάτα– κι ας θυμίζουν οι στήλες της περισσότερο χλιαρό πουρέ. Στη «Monde» οι αναδιαρθρώσεις κεφαλαίου διαδέχονται η μία την άλλη ανά πενταετία σχεδόν: 1985, 1991, 1995, 1998, 2004, 2010. Μέσα σε μια δεκαετία, οι «Les Echos», η «Le Figaro», το «L’Express», η «Marianne», ο «Le Nouvel Observateur», καθώς κι ένα πλήθος περιφερειακών ημερήσιων εντύπων και τοπικών εβδομαδιαίων εντύπων, άπλωσαν τα χέρια τους προς την ίδια κατεύθυνση, με την ίδια ψευδαίσθηση: να εξαγοράσουν λίγο χρόνο επιβίωσης με αντάλλαγμα την αλλαγή ιδιοκτήτη. Για τη «La Tribune» και τη «France Soir», η αυλαία έπεσε.

Το μεικτό μοντέλο κλείνει τον κύκλο του

Αν πιστέψουμε τους κυρίαρχους αναλυτές του Τύπου, δύο παράγοντες διευκολύνουν τις επαναλαμβανόμενες καταστροφές. Ο πρώτος είναι το Συνδικάτο του Βιβλίου, που σπρώχνει τον παραλογισμό μέχρι του σημείου να πληρώνονται οι εργάτες εκτύπωσης και διανομής εξίσου καλά με τα στελέχη. Ο δεύτερος, κατά την άποψή τους, ανάγεται στην περίοδο μετά το τέλος του πολέμου και στα περιώνυμα διατάγματα του 1944: ο ιδιοκτήτης ενός ημερήσιου εντύπου πολιτικής και γενικής ενημέρωσης δεν δικαιούται να κατέχει δεύτερο τίτλο σε αυτή την κατηγορία. Με άλλα λόγια, το κράτος απαγορεύει τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας τού πλέον ευαίσθητου σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο Τύπου. Η διάταξη αυτή, σύμφωνη με τις υποδείξεις του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης, παρακάμφθηκε από προσωπικότητες όπως ο Ρομπέρ Ερσάν, ο οποίος έχτισε μια αυτοκρατορία εξαγοράζοντας περιφερειακές ημερήσιες εφημερίδες με τα εκατομμύρια που κέρδισε από τα περιοδικά ποικίλης ύλης, αγνοώντας τα διατάγματα. Μεταξύ άλλων ανεπιθύμητων συνεπειών, εξηγούν οι αντίπαλοι της ρύθμισης, οι διατάξεις αυτές προκαλούν μια δομική υποκεφαλαιοποίηση του γαλλικού Τύπου. Έτσι, οι εφημερίδες υποφέρουν, κατά τη γνώμη τους, από την απουσία ομίλων ικανών, όπως ο Σπρίνγκερ και ο Μπέρτελσμαν στη Γερμανία, όπως ο Πήρσον στο Ηνωμένο Βασίλειο κι όπως η News Corporation του Μέρντοχ, να απορροφήσουν τα πλήγματα της συγκυρίας. Η αδυναμία αυτή επιτρέπει στον πρώτο τυχόντα να είναι ιδιοκτήτης μιας εφημερίδας, την οποία δεν αντιμετωπίζει ως περιουσιακό στοιχείο, αλλά ως μοχλό επιρροής (1).

Ούτε οι παρεκτροπές του Τύπου που ελέγχεται από τον Μέρντοχ, ούτε οι αναδιαρθρώσεις του γερμανικού μιντιακού καπιταλισμού κλόνισαν τις πεποιθήσεις των ιδιοκτητών του γαλλικού Τύπου: κάθε μια από τις δυσκολίες, πιστεύουν, απαιτεί τη δική της οικονομική λύση. Και δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβεί στον ανταγωνιστή αν κατορθώσουν να αποκαταστήσουν για κάποιο χρονικό διάστημα την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Με την ενίσχυση των ψηφιακών μέσων και με την καταβύθιση των διαφημιστικών εσόδων, είναι δύσκολο να αποφύγουν το προφανές: το πραγματικό πρόβλημα δεν τίθεται σε επίπεδο ενός τίτλου, αλλά στο σύνολο της παραγωγής της πληροφορίας. Δεν προέρχεται από την έλλειψη κεφαλαίων, αλλά αντιθέτως, είναι απότοκο των καταναγκασμών που απορρέουν από την ίδια την εισροή κεφαλαίων.

Η εθελοτυφλία αυτή οφείλεται σε μια αμφιθυμία δύο αιώνων: η πληροφορία θεωρείται δημόσιο αγαθό, αλλά παράγεται ως εμπόρευμα. Απαραίτητο υπόβαθρο στη συγκρότηση πολιτικών απόψεων, συμβάλλει στην ενδυνάμωση της ελεύθερης σκέψης, των συλλογικών οραμάτων, των κινητοποιημένων ομάδων. Είναι ένα όπλο για όλα τα χέρια. Κι επειδή καμιά χειραφετημένη κοινωνία δεν μπορεί να τη στερηθεί, η συντακτική εθνοσυνέλευση του 1789 διακηρύσσει ότι «η ελεύθερη διάδοση της σκέψης και της γνώμης είναι ένα από τα πολυτιμότερα δικαιώματα του ανθρώπου» και ότι «κάθε πολίτης μπορεί ένα μιλάει, να γράφει και να τυπώνει ελεύθερα» (2). Δυστυχώς ο νομοθέτης, που νιώθει πάντα πιο άνετα στην ποίηση των ιδεών παρά στον πεζό λόγο της καθημερινότητας, δεν διασφάλισε τα μέσα της φιλοδοξίας του. Η δημοσιογραφική έρευνα, η διόρθωση, η σύνταξη, η αποθήκευση, η σελιδοποίηση, η διαχείριση και, προκειμένου για τα έντυπα, η εκτύπωση και η διανομή, κοστίζουν ακριβά. Κι έτσι, το «οικουμενικό» δικαίωμα της «διάδοσης χωρίς συνοριακούς φραγμούς των πληροφοριών και των ιδεών με οποιοδήποτε μέσο» (3) συρρικνώνεται σε ένα προνόμιο, αυτό μιας χούφτας βιομηχάνων, με επαρκή περιουσία για να προσφέρουν στους εαυτούς τους τα μεγάλα μέσα της πληροφόρησης.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο διττός χαρακτήρας του ιδεατού δημόσιου αγαθού, που στην πραγματικότητα συνιστά το εμπόρευμα της ενημέρωσης, έχει λάβει τη μορφή μιας έντασης μεταξύ της αγοράς και του κράτους. Η πρώτη παράγει και διανέμει, όμως, η λογική ενός ξέφρενου αγώνα προσέλκυσης κοινού υποβαθμίζει την ποιότητα. Το δεύτερο ρυθμίζει, με όλο και λιγότερο ζήλο και επιδοτεί χωρίς κριτήρια: 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ διατίθενται κάθε χρόνο για το σύνολο του Τύπου. Για τον πολιτικό και γενικής ενημέρωσης περιοδικό Τύπο, οι επιδοτήσεις αντιπροσωπεύουν το 19% του κύκλου εργασιών. Η επιμονή σε αυτές τις μαζικές μεν, παθητικές δε δημόσιες βοήθειες εκφράζει μια έμμεση αποδοχή της παραβίασης των διατάξεων του δικαίου που διέπει τις επιχειρήσεις: όπως και η εκπαίδευση και η υγεία, έτσι και η ποιοτική πληροφόρηση δεν μπορεί να αναπτυχθεί παρά στο πλαίσιο της προσφοράς και της ζήτησης. Το μεικτό μοντέλο, έχοντας ξεστρατίσει από το δημόσιο συμφέρον στα εμπορικά συγκροτήματα, πνέει τα λοίσθια (4).

Σε ποιες οικονομικές βάσεις μπορεί να χτιστεί ένα νέο σύστημα το οποίο θα σέβεται τις ελάχιστες υποχρεώσεις που επιβάλλουν τα μαθήματα από την Ιστορία, μια ενημέρωση που θα προσλαμβάνεται ως δημόσιο αγαθό, το οποίο θα είναι ανεξάρτητο ταυτόχρονα από τους οικονομικούς καταναγκασμούς και από τις πολιτικές πιέσεις του κράτους;

Το ερώτημα βασανίζει τη σκέψη από παλιά: την εθνικοποίηση των υποδομών είχε προτείνει ο Λεόν Μπλουμ το 1928, τη δημιουργία μη κερδοσκοπικών οργανισμών Τύπου, που διεκδικούσαν οι εταιρείες συντακτών στη δεκαετία του 1970 (5), τη δημιουργία ενός εθνικού ιδρύματος. Στον αντίποδα των οραματιστών, κι ενώ η πρόοδος των ψηφιακών ΜΜΕ οδηγεί το σύστημα στα όρια της κατάρρευσης, οι διαδοχικές κυβερνήσεις περιορίζουν τις φιλοδοξίες τους σε μπαλώματα.

Παραδόξως, το όνειρο της βιώσιμης επανίδρυσης μέσων ενημέρωσης γραπτού λόγου για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος δεν απαιτεί υπεράνθρωπη φαντασία. Υπάρχουν τρία στοιχεία που επιτρέπουν να συγκροτηθεί ένα πλαίσιο. Το πρώτο είναι η σαφής διάκριση ανάμεσα στον ενημερωτικό Τύπο (σκοπός του οποίου είναι η τροφοδότηση του δημόσιου διαλόγου) από τον ψυχαγωγικό Τύπο. Και οι δυο τύποι εντύπων είναι εξίσου αξιοσέβαστοι, όμως μόνο ο πρώτος παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη συμμετοχή όλων στα κοινά, και σε αυτό εδράζεται η νομιμότητα της δημόσιας χρηματοδότησής του. Σε ένα σύνολο 4.726 τίτλων που καταγράφηκαν στη Γαλλία από τη διεύθυνση των μέσα ενημέρωσης και της πολιτιστικής βιομηχανίας το 2012, μόνο 500 ανταποκρίνονταν στο χαρακτηρισμό του εντύπου εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα, πολιτικής ή γενικής ενημέρωσης, από τους οποίους οι 75 ήταν ημερήσιων εφημερίδων κι άλλοι 300 εβδομαδιαίων εντύπων. Οι υπόλοιποι τίτλοι αφορούσαν εξειδικευμένες εκδόσεις τεχνικού περιεχομένου ή με στόχευση στο ευρύ κοινό, ένας ωκεανός χαρτιού, όπου 838 τριμηνιαίες ψυχαγωγικές εκδόσεις και άλλες 181 μηνιαίες αφιερωμένες σε εμπορικές δραστηριότητες, γειτονεύουν με μια χούφτα περιοδικά που αναμφίβολα σκοπό τους έχουν να μετακινηθούν προς την πρώτη κατηγορία.

Άλλωστε, οι φορολογικές αρχές παραδέχονται εμμέσως τη διαφοροποίηση στο άρθρο 39Β, παράγραφος Α του κώδικα φορολογίας, το οποίο περιγράφει την απαλλαγή των κερδών εταιρειών «που εκμεταλλεύονται είτε μια ημερήσια εφημερίδα, είτε μια περιοδική έκδοση, το μέγιστο μηνιαία, αφιερωμένη κατά κύριο λόγο στη γενική και πολιτική ενημέρωση, είτε μια διαδικτυακή έκδοση αφιερωμένη κυρίως στην πολιτική και γενική ενημέρωση». Ας κάνουμε ένα βήμα παραπέρα: οι τίτλοι ψυχαγωγικού σκοπού θα αποδεχτούν το χαρακτήρα του εμπορεύματος, αυτοί που αφιερώνονται στην ενημέρωση θα διεκδικήσουν το χαρακτήρα του συλλογικού αγαθού, με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν… και την κοινή υπηρεσία.

Η δεύτερη αρχή του προτεινόμενου μοντέλου βασίζεται στη δημιουργία μιας υπηρεσίας υποδομών κοινής χρήσης για την παραγωγή και τη διανομή της ενημέρωσης. Από το δημοσιογράφο μέχρι το περίπτερο ή την ιστοσελίδα, ο Τύπος συγκροτεί μια ανθρώπινη και τεχνική αλυσίδα. Οι εργάτες του πνεύματος, καθώς είναι τοποθετημένοι στο μέσον αυτής της αλυσίδας, ξεχνούν ευχαρίστως την ύπαρξη των υπολοίπων κρίκων. Πολύ περισσότερο που ο τεχνικός και κοινωνικός διαχωρισμός της εργασίας, ο οποίος καθιερώθηκε μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μονιμοποίησε το διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της εκτύπωσης, της διανομής, της διαχείρισης, των συνδρομών (που συνήθως ανατίθενται εργολαβικά σε τρίτους), της ψηφιακής απεικόνισης, τέλος, της παραγωγής της εφημερίδας καθαυτής. Αυτή η διασπορά οδηγεί σε αδιέξοδο.

Η Κοινή Υπηρεσία μπορεί να παρέχει στις εφημερίδες –έντυπες ή διαδικτυακές– όχι μονάχα τα τυπογραφεία, το χαρτί, τα οχήματα που διανέμουν τα αντίτυπα, ένα μέρος των περιπτέρων, αλλά επίσης και γραφεία, διακομιστές, εργαλεία αποθήκευσης και διανομής, μέσα έρευνας και ανάπτυξης. Θα παρέχει σε όλες τις επιχειρήσεις τύπου δημοσίου συμφέροντος διοικητικές υπηρεσίες, λογιστήρια, νομικές και εμπορικές υπηρεσίες, και θα λειτουργεί μια κοινή πλατφόρμα για τις συνδρομές, τις πληρωμές και τη διαχείριση των δεδομένων. Θα καταβάλλει τους μισθούς των τεχνικών, των παραγωγών και των διαχειριστών λογισμικού, οι οποίοι, μολονότι θα παραμένουν μέρος της ομάδας του κάθε εντύπου, θα συνεργάζονται για τη βελτίωση των εφαρμογών, τη βελτίωση της ποιότητας και των δυνατοτήτων του ηλεκτρονικού περιπτέρου, τη διασφάλιση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, τη βελτίωση της αναγνωσιμότητας των ιστοσελίδων και την εφεύρεση νέων γραφικών απεικονίσεων. Στην Υπηρεσία θα ενσωματωθεί το σύνολο του κλάδου. Από επάνω ως κάτω, θα εμπεριέχει τις υποδομές του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (6) και θα αναλάβει τη μισθοδοσία των υπαλλήλων των περιπτέρων, που επιτέλους θα είναι αξιοπρεπής. Στο χώρο σύνταξης θα αναλάβει το μισθολογικό κόστος των διορθωτών, γραμματέων σύνταξης, σελιδοποιών, φωτογράφων, γραφιστών… των οποίων οι θέσεις εργασίας απειλούνται με εξαφάνιση από τον αγώνα αυτοματοποίησης, αλλά χωρίς τους οποίους ένα κείμενο παίρνει τη μορφή ενός γκρίζου ποταμού.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το εργασιακό κόστος των επιχειρήσεων του Τύπου θα περιοριστεί αποκλειστικά και μόνο στους δημοσιογράφους -ακόμη και αυτή η εξαίρεση, που στοχεύει κυρίως στη θανάτωση εν τη γενέσει της υποψίας σοβιετικών λογικών, την οποία μια τέτοια οργάνωση εργασίας δε θα μπορούσε να μην την ξυπνήσει μεταξύ των υπερασπιστών της αδιόρθωτης ατομικότητας των συντακτών, θα έχει την τάση να αναιρεθεί. Μέχρι τότε, η διαφορά εργοδότη δε θα έπληττε τις εργασιακές συλλογικότητες: οι ομάδες δε θα χωρίζονταν με βάση τον τρόπο αμοιβής τους και θα συνέχιζαν να εργάζονται κάτω από την ίδια στέγη.

Κοινή χρήση των υποδομών

Σε θέματα εκτύπωσης, διοίκησης και λογισμικού, η προσφυγή σε υπηρεσίες κοινής χρήσης θα προκαλέσει οικονομίες κλίμακας. Άλλωστε, η αρχή της δεν εκπροσωπεί μια καινοφανή σύλληψη: πλήθος υπηρεσιών και βιομηχανίες δικτύου (τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, ενέργεια) χρησιμοποιούν από κοινού τις υποδομές που κοστίζουν ακριβά στην κατασκευή και συντήρησή τους. Αν και ο ανταγωνισμός βασιλεύει μεταξύ των επιχειρηματιών, όλοι χρησιμοποιούν το ίδιο δίκτυο, το οποίο συνιστά αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «φυσικό μονοπώλιο»:- κάθε αεροπορική εταιρεία δεν κατασκευάζει δικό της αεροδρόμιο. Σε ό,τι αφορά τα ψηφιακά θέματα, η Υπηρεσία συνυπάρχει αρμονικά με το συνεργατικό στυλ εργασίας των παραγωγών ελεύθερου λογισμικού, που είναι συνηθισμένοι να μοιράζονται τα ευρήματά τους· η συγκεντροποίηση και τα μέσα της θα επιτρέπουν την ικανοποίηση της υποχρέωσης για προστασία και εμπιστευτικότητα των προσωπικών δεδομένων πιο εύκολα από ό,τι αυτό είναι εφικτό υπό την παρούσα κατάσταση, όπου συσσωρεύονται δεκάδες ιδιωτών παρόχων. Σε μια εποχή κατά την οποία οι γίγαντες του διαδικτύου μετατρέπουν αυτές τις πληροφορίες σε εμπόρευμα, η ιδιότητα αυτή δεν είναι ανεκδοτική.

Ποιος θα μπορέσει να επωφεληθεί από τη δημιουργία υπηρεσιών κοινής χρήσης και κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Θα επωφεληθεί όλος ο Τύπος γενικού ενημερωτικού περιεχομένου, χωρίς καμιά διάκριση ως προς τις γνώμες που δημοσιεύει, το κύρος ή το μέγεθος, με την προϋπόθεση ότι οι εκδότες θα αποδεχτούν το καθεστώς της μη κερδοσκοπικής εταιρείας (το ενδεχόμενο κέρδος της δεν διανέμεται στους μετόχους), δεν θα είναι ιδιοκτήτες περισσότερων του ενός τίτλων σε κάθε είδος περιοδικότητας (ημερήσια εφημερίδα, εβδομαδιαίο περιοδικό κ.λπ.) και θα αποκλείσουν κάθε μορφή διαφήμισης από τις στήλες ή από τις οθόνες τους. Με δυο λόγια, όχι μονάχα την κλασική διαφήμιση, με τη μορφή των ενθέτων, των μπάνερ ή των αναδυόμενων βίντεο, αλλά επίσης και τις διάφορες μορφές συγγραφής κειμένων συγκαλυμμένα διαφημιστικών, τις οποίες προωθούν οι υπηρεσίες του marketing στη σύνταξη των εντύπων. Εδώ η πρόθεση δεν είναι να μειώσουμε την ενημέρωση σε έναν ξερό πυρήνα, στερούμενο περιβάλλουσας σάρκας, απροσδόκητου και φαντασίας, αλλά μάλλον να διασφαλίσουμε ότι η τελευταία θα ανταποκρίνεται περισσότερο στις επιθυμίες των συντακτών και περισσότερο στο συμφέρον των αναγνωστών, παρά στις αξιώσεις των διαφημιστών.

Η εφαρμογή του μοντέλου θα προκαλέσει με βεβαιότητα ένα ρεύμα καθαρού αέρα: η δημιουργία ή η εξαγορά μιας εφημερίδας ή ενός ενημερωτικού διαδικτυακού τόπου θα γίνει πολύ ευκολότερη, καθώς το κόστος λειτουργίας θα περιορίζεται μονάχα στους μισθούς των δημοσιογράφων, μιας και τα υπόλοιπα θα τα παρέχει η Υπηρεσία. Τέλος, ο «εναλλακτικός» Τύπος, έχοντας στη διάθεσή του μέσα πρωτόγνωρα, θα μπορέσει να βγει από το περιθώριο.

Πώς θα χρηματοδοτηθεί η Υπηρεσία; Πρόκειται για τον τρίτο πυλώνα του συστήματος, το σημείο όπου δίνεται η δυνατότητα να εκτιμηθεί η αξιοπιστία του συνόλου. Στο σχέδιό μας, οι πωλήσεις καλύπτουν τους μισθούς των δημοσιογράφων καθώς κι ένα μέρος των δαπανών των υπηρεσιών κοινής χρήσης. Απομένει να βρεθεί μια μόνιμη πηγή χρηματοδότησης που θα αντικαταστήσει ταυτόχρονα τις καταργημένες κρατικές βοήθειες και την επίσης καταργημένη διαφήμιση. Πρέπει εξαρχής να αποκλειστούν δυο λύσεις που συχνά προτείνονται σε παρόμοιες περιστάσεις: από τη μια η φορολογία, που εμπεριέχει τον κίνδυνο να τεθεί η ενημέρωση απευθείας υπό πολιτική κηδεμονία. Η δεύτερη είναι η φιλανθρωπία –από την οποία εξαρτώνται, για παράδειγμα, η πλατφόρμα δημοσιογραφικής έρευνας ProPublica και η μη κερδοσκοπική οργάνωση First Look Media– που υποτάσσει την ενημέρωση στη γενναιοδωρία κάποιων δισεκατομμυριούχων.

Η μορφή χρηματοδότησης που δε χρωστάει τίποτα ούτε στην αγορά ούτε στο κράτος υπάρχει ήδη: η κοινωνική συνεισφορά. Η δύναμή της θεμελίωσε την επιτυχία της κοινωνικής ασφάλισης και διασφάλισε την καταβολή των συντάξεων εδώ και δεκαετίες. Ο κοινωνιολόγος Μπερνάρ Φριό (7) βλέπει σε αυτό το σχέδιο ταυτόχρονα το προϊόν κοινωνικών αγώνων του παρελθόντος και το έμβρυο μιας κοινωνίας επιτέλους απαλλαγμένης από τους νόμους της αγοράς. Οι κυβερνώντες επιτίθενται με λύσσα σε αυτή την, εκ των πραγμάτων, απόδειξη του ότι το «όλοι για έναν» λειτουργεί τουλάχιστον εξίσου καλά με το «ο καθένας για τον εαυτό του». Αντίθετα από το φόρο, η συνεισφορά κοινωνικοποιεί ένα μέρος του παραχθέντος πλούτου πριν από την καταβολή των μισθών και του μερίσματος του κεφαλαίου. Κατατίθεται στα ταμεία (συνταξιοδοτικά, υγείας, οικογενειακών επιδομάτων) και δεν συνυπολογίζεται στον κρατικό προϋπολογισμό ούτε και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στήριγμα κερδοσκοπίας. Γιατί, επιχειρηματολογεί ο Φριό, να μην διευρύνουμε το σχήμα αυτό στο σύνολο της οικονομίας; Ενόσω περιμένουμε ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων να επιτρέψει την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου, είναι εύκολο να εξεταστεί μια εφαρμογή του σε κάποιους τομείς: η θέσπιση μιας ενημερωτικής συνεισφοράς θα χρηματοδοτήσει την Υπηρεσία. Τελικά, υπάρχει κάτι ποιο λογικό από το να αναλάβει αυτή η κοινωνική κατάκτηση τη φροντίδα ενός συλλογικού αγαθού;

Ούτε φόρος ούτε διαφήμιση

Πολύ περισσότερο που τα αποτελέσματα θα ήταν περισσότερα από ένα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, οι ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης του Τύπου ανέρχονται σε 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό συγκρίσιμο με τα 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ που θα καταργηθούν. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε μια συνεισφορά ενημέρωσης της τάξης του 0,1% της προστιθέμενης αξίας όλων των επιχειρήσεων και της διοίκησης. Για την κοινωνία, η διαφορά από το υπάρχον μοντέλο είναι της τάξης των 300 εκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται για το αντίτιμο της ελεύθερης πληροφόρησης: λιγότερο από το ένα τρίτο της πιστωτικής επέκτασης κατά ένα δισεκατομμύριο ευρώ, που ενέκρινε η κυβέρνηση στην Ντασώ τον περασμένο Ιανουάριο, προκειμένου η τελευταία να εκσυγχρονίσει το μαχητικό βομβαρδιστικό Ραφάλ…

Από τη στιγμή αυτή και μετά, οι επιχειρήσεις Τύπου γενικού συμφέροντος, θα έχουν ως μοναδική δαπάνη τη μισθοδοσία των δημοσιογράφων –την οποία θα χρηματοδοτεί η πώληση των εφημερίδων σε χαρτί ή σε ηλεκτρονική μορφή– με το όποιο πλεόνασμα να διοχετεύεται στην Υπηρεσία. Σε ό,τι αφορά δε στις εντυπωσιακές οικονομίες κλίμακας που θα προκαλέσει η λειτουργία υπηρεσιών κοινής χρήσης, θα μπορούσαν να μεταφραστούν σε μια σημαντική μείωση της τιμής των εφημερίδων (σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή).

Στους σκεπτικιστές δε, που θεωρούν εξωπραγματική την ιδέα της χρηματοδότησης μέσω μιας νέας συνεισφοράς, δεν είναι ανώφελο να τους υπενθυμίσει κανείς ότι εκτός από το σύστημα της από κοινού συνεισφοράς, κληρονομιά της μεταπολεμικής περιόδου, μια νέα συνεισφορά θεσπίστηκε διακριτικά το 2010 από τον… Νικολά Σαρκοζύ, προκειμένου να αντικαταστήσει τον θανόντα φόρο επιτηδεύματος. Η ανάληψη αυτή, που βαφτίστηκε συνεισφορά επί της προστιθέμενης αξίας των επιχειρήσεων (CVAE) εισπράττεται αυτή την εποχή από τις επιχειρήσεις κυμαινόμενη μεταξύ του 0,5% και του 1,5% ανάλογα με τον κύκλο εργασιών. Το προϊόν της, που αποδίδεται στη χρηματοδότηση τοπικών έργων (δρόμοι, γέφυρες) ξεπέρασε τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ το 2013, όμως η διαχείρισή της δεν έχει τίποτα το συμμετοχικό και λειτουργεί ως φόρος.

Δραστική διαφοροποίηση ανάμεσα στον Τύπο δημοσίου συμφέροντος και στον ψυχαγωγικό Τύπο, δημιουργία, προς όφελος του πρώτου, μιας αμοιβαίας υπηρεσίας υποδομών, χρηματοδότηση από μια συνεισφορά ενημέρωσης: οι πυλώνες αυτοί βασίζονται σε ήδη υπάρχουσες νομικές αρχές και οικονομικά εργαλεία. Σκιαγραφούν ένα σύστημα ικανό να συνδυάσει ποιότητα και βιωσιμότητα, εφαρμόσιμο τόσο στα έντυπα όσο και στο διαδίκτυο, με δυνατότητα να επεκταθεί στην τηλεόραση και στις πλατφόρμες διανομής ψηφιακού βίντεο. Περιορίζουν τον ιδιωτικό έλεγχο στα γραπτά μέσα ενημέρωσης δημοσίου συμφέροντος, χωρίς, ωστόσο, να μεταφέρουν τον έλεγχό τους στο κράτος: οι επιχειρήσεις Τύπου διατηρούν τη διαφορετικότητά τους, υπόκεινται όμως σε καθεστώς μη κερδοσκοπικών οργανισμών, με μισθοδοτικές υποχρεώσεις περιορισμένες στους δημοσιογράφους, με απαγόρευση ελέγχου πολλών μέσων. Ο ιδιωτικός έλεγχος των εντύπων, όπως ασκείται στη Γαλλία εδώ και δεκαετίες, προσομοιάζει άλλωστε περισσότερο στη δημιουργία ψευδαισθήσεων παρά σε καπιταλισμό επενδυτών, δεδομένου ότι, αν συνυπολογιστούν τα πάντα, τα ποσά που καταβάλλουν οι βιομήχανοι προκειμένου να αποκτήσουν έντυπα αποδεικνύονται ισχνά σε σχέση με την απλοχεριά του Δημοσίου. Οι Μπερζέ, Νιελ και Πιγκάς αγόρασαν τη «Le Monde» το 2010 έναντι του ποσού των 60 εκατομμυρίων ευρώ. Από το 2009 ως το 2013 το κράτος κατέβαλε 90 εκατομμύρια ευρώ στον όμιλο αυτό (χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν οι έμμεσες χρηματοδοτήσεις). Φέτος, ο Ντραΐ πλήρωσε 14 εκατομμύρια ευρώ για την απόκτηση του 50% του κεφαλαίου της «Libération» όμως, μονάχα μεταξύ του 2009 και του 2013, η δημόσια χρηματοδότηση της εφημερίδας που υποφέρει έφθασε τα 20 εκατομμύρια ευρώ. Αν εφαρμοζόταν ο κανόνας «όποιος πληρώνει ελέγχει», το κράτος θα ήταν ιδιοκτήτης ενός τεράστιου ομίλου εντύπων. Το προτεινόμενο μοντέλο αποκαθιστά τους νόμους της οικονομίας: η συλλογικότητα (μέσω της συνεισφοράς) και οι αναγνώστες (μέσω της αγοράς) χρηματοδοτούν τις κοινές υποδομές και επωφελούνται του ανταγωνισμού των ιδεών.

Η λειτουργία αυτού του οικοδομήματος γεννάει προφανώς πλήθος ενστάσεων. Πώς θα διαχωριστούν, για παράδειγμα, χωρίς αμφισημίες, οι ενημερωτικές εκδόσεις από τις ψυχαγωγικές; Μολονότι η παραίτηση από κάθε μορφή διαφήμισης επιτρέπει μια πρώτη επιλογή, οι ασάφειες παραμένουν. Εξάλλου, οι διαδικασίες του διαχωρισμού αποδεικνύονται λεπτές: μεγάλος αριθμός εκδοτικών ομίλων εκδίδουν ταυτόχρονα και ενημερωτικά και ψυχαγωγικά έντυπα και αυτά έχουν κοινές υπηρεσίες. Η δημιουργία της Υπηρεσίας, η κατάργηση των δημοσίων επιδοτήσεων, ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας και η απαγόρευση ελέγχου πολλών εντύπων πιθανότατα θα ενθάρρυναν τη βιομηχανία να αποσυρθεί από την ενημέρωση και να επικεντρωθεί στον ψυχαγωγικό και ειδικευμένο τύπο, ο οποίος θα επωφεληθεί από τη μεταφορά της διαφήμισης, που θα είναι απαγορευμένη για τον γενικό ενημερωτικό τύπο (περισσότερα από 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2013 για τον Τύπο πολιτικής και γενικής ενημέρωσης, ποσό επαρκές για να καλύψει την απώλεια των βοηθημάτων του κράτους).

Ποιος θα διευθύνει την Υπηρεσία, αυτόν τον οργανισμό υπηρεσιών κοινής χρήσης που θα αριθμεί ταυτόχρονα χιλιάδες εργαζόμενους και μεγάλο αριθμό ειδικοτήτων; Μια διαχείριση με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων, σαν αυτή που δοκιμάστηκε στην κοινωνική ασφάλιση μεταξύ των ετών 1945 και 1960, είναι λογικό επακόλουθο της χρηματοδότησης μέσω συνεισφοράς. Εκλεγμένοι εκπρόσωποι από τους διάφορους κλάδους της Υπηρεσίας, αλλά και εκδότες, δημοσιογράφοι και αναγνώστες θα μπορούν να καθορίσουν από κοινού τις ανάγκες που πρέπει να καλύψουν, τους προσανατολισμούς που θα επιλέξουν, τις επενδύσεις που πρέπει να γίνουν. Πώς θα αποφευχθεί όμως η γραφειοκρατία, πώς θα δημιουργηθεί μια κοινή δυναμική σε επαγγέλματα με ισχυρές παραδόσεις, οι οποίες όμως έχουν διαρραγεί; Η διαιτησία στις συγκρούσεις και η ρύθμιση της διάθεσης των μέσων της υπηρεσίας στα έντυπα απαιτούν όργανα με αναγνωρισμένη από όλους νομιμοποίηση.

Το παραπάνω μοντέλο έχει πολλές εκκρεμότητες… Κανείς δεν μπορεί να απομονώσει έναν τομέα από τα βάρη του οικονομικού καθεστώτος και των αρχών, όπως αποδεικνύουν καθημερινά οι εργαζόμενοι στην εκπαίδευση, στην υγεία ή στην έρευνα. Θα ήταν ωστόσο αφελές να περιμένουμε να εξαπλωθεί το κύμα μιας κοινωνικής αναταραχής μέχρι τη βιομηχανία της επικοινωνίας, για να χτίσουμε ένα επιθυμητό και λογικό μοντέλο ενημέρωσης. Πολύ περισσότερο που με την τωρινή λειτουργία τους τα μέσα ενημέρωσης είναι εμπόδια στην αλλαγή. Το σκαρίφημά μας αίρει αυτό το εμπόδιο και προτείνει μια εφαρμογή στον τομέα του Τύπου, αναμένοντας πάντα μια αλληλέγγυα οικονομία. Με την ελπίδα να διαψεύσουμε επιτέλους τον αυστριακό συγγραφέα Ρόμπερτ Μουζίλ, που, εδώ και έναν αιώνα σχεδόν, διαπίστωνε με θλίψη: «Οι εφημερίδες δεν είναι αυτό που θα μπορούσαν να είναι για τη γενική ικανοποίηση, τα εργαστήρια και τους σταθμούς δοκιμασίας του πνεύματος, αλλά, συχνότερα, για τα πορτοφόλια και τα καταστήματα» (8).

Pierre Rimbert

Δημοσιογράφος, «Monde diplomatique»
Χρυσοβέργης Γιάννης (μτφ)Δημοσιογράφος

(1Την άποψη αυτή υποστηρίζει κυρίως ο ιστορικός Πατρίκ Εβενό. Βλ. «Histoire du journal Le Monde 1944-2004», Albin Michel, Παρίσι, 2004.

(2Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, άρθρο 11.

(3Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρθρο 19.

(4Βλ. Sébastien Fontenelle, «Aides à la presse, un scandale qui dure», Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2010.

(5Βλ. «Sociétés de rédacteurs, une rêve de journaliste», «Le Monde diplomatique», Μάιος 2007.

(6(Σ.τ.Μ.) Agence France-Presse, AFP.

(7Βλ. «La cotisation levier de l’émancipation », «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2012. Επίσης, βλ. «Puissances du salariat», νέα έκδοση επαυξημένη, La Dispute, 2012 και «Emanciper le travail. Entretien avec Patrick Zech», La Dispute, 2014.

(8Robert Musil, L’Homme sans qualités, τόμος 1, Points, Παρίσι, 2011 (πρώτη έκδοση 1930).

Μοιραστείτε το άρθρο