Χρειάστηκε να περάσουν 16 χρόνια έως ότου οι ΗΠΑ αναγνωρίσουν τη Σοβιετική Ένωση. Εικοσιπέντε για το Βιετνάμ. Τριάντα για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Πενήντα τέσσερα χρόνια έχουν παρέλθει από την ανατροπή του Φουλχένσιο Μπατίστα και η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να μη διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με την Κούβα.
Για ορισμένους, ωστόσο, δεν χωρά αμφιβολία: οι πάγοι αρχίζουν επιτέλους να λιώνουν στα τυρκουάζ νερά που περιβάλλουν το νησί. Η πεποίθησή τους βασίζεται εν πολλοίς σε μια χειραψία: εκείνη που αντάλλαξαν ο Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, και ο Κουβανός ομόλογός του, Ραούλ Κάστρο, στην κηδεία του Νέλσον Μαντέλα στο Σοβέτο, στις 10 Δεκεμβρίου του 2013. Η στιγμή χαρακτηρίστηκε ομόφωνα «ιστορική» από τα ΜΜΕ, τα οποία άρχισαν σύντομα να διακατέχονται από ένα ερώτημα: η κίνηση αυτή ήταν προμελετημένη; Αδύνατο να το προσδιορίσει κανείς με ακρίβεια. Πάντως, ένα σύνολο συγκυριών αφήνει να εννοηθεί ότι το σενάριο περί σκηνοθεσίας δεν έχει τίποτα το παρατραβηγμένο.
Mια εβδομάδα μετά την κηδεία του Νοτιοαφρικανού ηγέτη, ένα εντιτόριαλ των «Financial Times» εκτιμούσε ότι «τα επιχειρήματα υπέρ μιας χαλάρωσης και, εν συνεχεία, άρσης του εμπάργκο» ήταν «πειστικά», ώσπου στο τέλος απαιτούσε από τον Λευκό Οίκο να «μεταβάλει την πολιτική του απέναντι στην Κούβα» (1). Ο συντηρητικός δημοσιογράφος Τζον Μακλάφλιν, από την πλευρά του, συγκέντρωσε διαφόρους συναδέλφους του προκειμένου να αναλύσει την «υπόθεση». Όλοι τους κατήγγειλαν τις κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένου και του Πάτρικ Μπιουκάναν, πρώην υποψήφιου της υπερσυντηρητικής πτέρυγας του ρεπουμπλικανικού στρατοπέδου στις προεδρικές εκλογές. Πάντως, όπως ο Μακλάφλιν, έτσι και ο Μπιουκάναν είχαν υποστηρίξει στο παρελθόν τον Ρόναλντ Ρίγκαν, για τον οποίο μια προσέγγιση με το καθεστώς του Φιδέλ Κάστρο δεν φιγουράριζε μεταξύ των προτεραιοτήτων του (2)...
Τον Φεβρουάριο του 2013, ο Πάτρικ Λίχι, ο πρεσβύτερος της ομάδας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, ηγήθηκε μιας διμερούς κοινοβουλευτικής αποστολής στην Αβάνα. Έναν χρόνο αργότερα, απηύθηνε ανοιχτή επιστολή στον πρόεδρο Ομπάμα, την οποία συνυπέγραφε ο ρεπουμπλικανός ομόλογός του από την Αριζόνα, Τζεφ Φλέικ. Και οι δύο ζητούσαν την άρση του εμπάργκο και την εξομάλυνση των σχέσεων, πράγμα που επιθυμούσε και το 56% των Αμερικανών πολιτών, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Atlantic Council, τον Φεβρουάριο του 2014 (3). Αφού αναφέρθηκαν στις ανταλλαγές και στις επενδύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Καναδά και των μεγαλύτερων χωρών στην Κεντρική και Νότια Αμερική (Μεξικό, Βραζιλία, Κολομβία), έκαναν την εξής διαπίστωση: «Αντί να απομονώσουμε την Κούβα, το μόνο που καταφέραμε ήταν να απομονώσουμε τη χώρα μας με απαρχαιωμένες πολιτικές (4)». Στις 16 Μαΐου του 2014, η Αμερικανίδα υφυπουργός Εξωτερικών, Ρομπέρτα Τζέικομπσον, είχε συνομιλίες στην Ουάσινγκτον με την αρμόδια γραμματέα αμερικανικών υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών της Κούβας, Χοσεφίνα Βιδάλ. Στην ατζέντα: η πρωτοφανής έως τότε δυνατότητα ανταλλαγής κρατουμένων. Λίγες μέρες αργότερα, την 1η Μαΐου, 44 προσωπικότητες (βουλευτές, πρώην υψηλόβαθμοι δημόσιοι λειτουργοί, κυβερνητικά στελέχη, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι σε φάση συνταξιοδότησης, επιχειρηματίες, στελέχη ιδρυμάτων και μη κυβερνητικών οργανώσεων) απηύθηναν με τη σειρά τους ανοιχτή επιστολή στον Ομπάμα, με τίτλο «Στηρίξτε την κοινωνία της Κούβας» (Support Cuban society). Σε αυτή διατύπωναν δεκαέξι προτάσεις, οι οποίες στόχευαν στην ανάπτυξη των επαφών με την κοινωνία της Κούβας, καθώς και στις ανταλλαγές εμπορικού και τουριστικού χαρακτήρα, παρά την εχθρική στάση του Κογκρέσου –του μόνου που έχει την αρμοδιότητα να άρει το εμπάργκο. Ανάμεσα στους υπογράφοντες ήταν ο Τζον Νεγκρεπόντε, ο πρώην αρχηγός της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών, αρχιτέκτονας της πολιτικής του πολέμου κατά της κυβέρνησης των Σαντινίστας στη Νικαράγουα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ενόσω ήταν πρεσβευτής στην Ονδούρα, μια πολιτική ενάντια στην οποία το Διεθνές Δικαστήριο εξέδωσε δύο καταδικαστικές αποφάσεις, το 1986.
Ωστόσο, η ουσία της έκτακτης νομοθετικής διάταξης απέναντι στη νησιωτική χώρα παραμένει. Η Κούβα εξακολουθεί να φιγουράρει στη λίστα με τις «χώρες τρομοκράτες». Το εμπάργκο έχει επεκταθεί και στις ξένες εταιρείες (Cuban Democracy Act, 1992, Helms-Burton Act, 1996), πράγμα που στραγγαλίζει την οικονομία και επιβάλλει στις άλλες χώρες μονομερείς κυρώσεις απέναντι στην Κούβα. Ειδικές διατάξεις περί μετανάστευσης επιφυλάσσουν ευνοϊκή μεταχείριση στους Κουβανούς φυγάδες που εισέρχονται παράνομα σε αμερικανικό έδαφος. Το Κογκρέσο ψηφίζει κάθε χρόνο την παροχή οικονομικής βοήθειας σε αντικαστρικά σχέδια για «υπεράσπιση της δημοκρατίας». Από το 2006, ένα ενισχυτικό πρόγραμμα έχει ως στόχο την απόλυση των Κουβανών γιατρών που δρουν στο πλαίσιο συμφωνιών συνεργασίας στο εξωτερικό (5). Τέλος, η Ουάσινγκτον, κατά τη διάρκεια της θητείας του Τζορτζ Γ. Μπους (2001 – 2009), ηγήθηκε της επεξεργασίας ενός σχεδίου μετάβασης στη μετά Κάστρο εποχή, το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί από τον Ομπάμα.
Ούτε η σοκολάτα...
Πριν από το εμπάργκο, το οποίο χρονολογείται από τον Γενάρη του 1962, τα δύο τρίτα των ανταλλαγών του νησιού γίνονταν με τις ΗΠΑ. Σήμερα, τα κουβανέζικα λιμάνια είναι απαγορευμένα για τα καράβια με αμερικανική σημαία, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, και από το 2000 και για τα αγροτικά προϊόντα και τα φάρμακα. Ο επιτετραμμένος οργανισμός ελέγχου κεφαλαίων στο εξωτερικό (Office of Foreign Assets Control, OFAC) ο οποίος υπάγεται στο παράρτημα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, αφιερώνει μεγάλο τμήμα των δραστηριοτήτων του στην τήρηση του μονόπλευρου αυτού εμπάργκο. Ενίοτε προσφεύγει σε ακραίες μεθόδους: με το πέρασμα του χρόνου, απαγόρευσε την εισαγωγή στις ΗΠΑ εξοπλισμού που να περιέχει νικέλιο κουβανικής προέλευσης, ελβετικής σοκολάτας από κακάο Κούβας ή και κουβανέζικο καπνό, ακόμα κι αν έχει αγοραστεί σε άλλη χώρα ή σε duty free. Τον Ιανουάριο του 2011 κατάσχεσε τη συνεισφορά του Παγκόσμιου Ταμείου για την καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας, ύψους 4,2 εκατομμυρίων δολαρίων που προορίζονταν για την Κούβα.
Από το 2009, μεγάλες διεθνείς τράπεζες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν βαριά πρόστιμα για οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποίησαν με την Κούβα. Κατέβαλαν πάνω από 3,2 δισεκατομμύρια δολάρια στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών. Και τα ποσά των προστίμων αυξάνονται: 619 εκατομμύρια δολάρια για την ING τον Ιούνιο του 2012, 1,9 δισ. δολάρια για την HSBC τον Δεκέμβρη του 2012, 8,9 δισ. δολάρια για την BNP-Paribas τον Μάιο του 2014 (το τελευταίο ποσό περιλαμβάνει επίσης τις παραβιάσεις των εμπάργκο κατά του Ιράν και του Σουδάν (6)). Αλλά, ούτε και ο πρέσβης της Γαλλίας στην Κούβα γλύτωσε από τον OFAC (Office of Foreign Assets Control): ο προσωπικές λογαριασμός του στην Banque transatlantique (groupe CIC) κατασχέθηκε από την αμερικανική Δικαιοσύνη, αφού προηγουμένως είχε εξαργυρώσει σε δολάρια μια επιταγή που προοριζόταν για αγορά αυτοκινήτου γαλλικής μάρκας για προσωπική του χρήση στην Αβάνα. Εξάλλου, υπάρχει διάταξη η οποία απαγορεύει σε επιχειρήσεις τρίτων χωρών να ενοικιάζουν ή να πωλούν στην Κούβα αγαθά και υπηρεσίες που η τεχνολογία τους περιέχει αμερικανικά συστατικά σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10% -κάτι που ισχύει σε συντριπτικά μεγάλο ποσοστό για τις πετρελαϊκές πλατφόρμες και για σημαντικό τμήμα του υγειονομικού εξοπλισμού.
Bέβαια, από το 2000 και μετά έχουν σημειωθεί ορισμένες παρεκκλίσεις στις έκτακτες νομοθεσίες που έχουν ψηφιστεί από την εποχή που ήταν πρόεδρος ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι (1961 – 1963). H τροποποίηση Nethercutt επιτρέπει τις αμερικανικές αγροτικές εξαγωγές. Το 2012, η Κούβα αποτελούσε για τον αμερικανικό αγροτικό τομέα την 47η (επί συνόλου 229) εξαγωγική αγορά, αξίας 457 εκατομμυρίων δολαρίων (οι αγορές από την Κούβα πρέπει να πληρώνονται σε μετρητά). Από το 2002 και μετά, οπότε οργανώθηκε στην Αβάνα μια έκθεση αμερικανικών αγροτικών προϊόντων από τον κυβερνήτη της Μινεσότα, τη σκυτάλη πήραν οι κυβερνήτες σιτοπαραγωγών και ενίοτε πολύ συντηρητικών πολιτειών (Μοντάνα, Βόρεια Ντακότα, Μινεσότα, Αϊντάχο...). Επίσης, έχουν γίνει με επεισοδιακό τρόπο διάφορες διμερείς διαβουλεύσεις για θέματα μετανάστευσης, μετεωρολογίας, ταχυδρομικών υπηρεσιών (διακόπηκαν το 1963) και καταπολέμησης του λαθρεμπορίου ναρκωτικών.
Εξακόσιες χιλιάδες Αμερικανοί κουβανικής καταγωγής πήγαν, με τη σειρά τους, στην Αβάνα το 2013, πράγμα που μεταφράζεται σε δεκαοχτώ πτήσεις ημερησίως. Κι ενώ οι εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανοί πολίτες που φεύγουν κάθε χρόνο για την Κούβα χρειάζονται προηγουμένως άδεια, οι μετακινήσεις των Αμερικανών πολιτών που γεννήθηκαν στο νησί, δεν υπόκεινται σε κανέναν έλεγχο. Η άρση της απαγόρευσης εξόδου από την Κούβα, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2012, επέφερε αξιοσημείωτη αύξηση των τακτικών δρομολογίων: την 1η Σεπτεμβρίου του 2013, 47.000 έφυγαν από τη χώρα, στη συντριπτική πλειοψηφία τους για τη Φλόριντα. Η κουβανέζικη νομοθεσία δεν φέρνει πια εμπόδια στην επιστροφή τους, αρκεί η παραμονή τους στο εξωτερικό να μην έχει υπερβεί τους 24 μήνες. Για τους 16 πρώτους μήνες του 2013, ο τομέας αμερικανικών συμφερόντων εξέδωσε πάνω από 16.700 βίζες, αριθμός κατά 79% μεγαλύτερος σε σχέση με το 2012.
Περίπου τα δύο τρίτα των κατοίκων του νησιού επωφελούνται από εμβάσματα που προέρχονται από την κουβανική κοινότητα στις ΗΠΑ. Το ποσό τους υπολογιζόταν, σύμφωνα με κυβερνητική πηγή της Κούβας, περίπου στα 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα στο 2012: αύξηση γύρω στο 13% σε σχέση με το 2011, παρά τους περιοριστικούς κανονισμούς (7). Αντιμέτωπος με μια απαρχαιωμένη οικονομία (με εξαίρεση ορισμένους αποδοτικούς τομείς, όπως ο τουρισμός, η ιατρική συνεργασία και η βιοτεχνολογία) κι επιθυμώντας να κινητοποιήσει έναν πληθυσμό ο οποίος απλώς προσπαθεί να τα βγάλει πέρα όπως όπως, ο πρόεδρος Κάστρο έθεσε σε εφαρμογή μέτρα οικονομικού ανοίγματος (8). Αυτό ενθαρρύνει τα οικονομικά εμβάσματα τα οποία μεταφράζονται σε επενδύσεις ιδιωτικού χαρακτήρα: λιανεμπόριο, ακίνητα, ανακαινίσεις, οικιακές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις...
Στις ΗΠΑ, οι Κουβανοί εξόριστοι είναι συγκεντρωμένοι στη Φλόριντα, όπου αποτελούν το 5% με 8% ενός εκλογικού σώματος εξίσου μοιρασμένου ανάμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς. Η πολιτεία αυτή εκλέγει 25 από τους 135 αντιπροσώπους στο Κογκρέσο. Διαδραμάτισε μάλιστα αποφασιστικό ρόλο στις προεδρικές εκλογές του 2000 και του 2004.
Μέχρι πρότινος, οι υποψήφιοι για τον Λευκό Οίκο πίστευαν ότι δεν μπορούσαν να εκφραστούν υπέρ της βελτίωσης των σχέσεων με την Αβάνα χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την εκλογή τους ή την εκλογή των βουλευτών του κόμματός τους στη Φλόριντα. Τα πράγματα όμως εξελίσσονται. Ενώ ο σύζυγός της είχε τεθεί ξεκάθαρα υπέρ του εμπάργκο και στις δυο θητείες του, η Χίλαρι Κλίντον, η οποία φιλοδοξεί να είναι η υποψήφια των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές το 2016, γράφει στο τελευταίο βιβλίο της: «Στο τέλος της θητείας μου, ζήτησα από τον πρόεδρο Ομπάμα να αναθεωρήσει το εμπάργκο μας απέναντι στην Κούβα. Δεν χρησίμευε σε τίποτα και διακύβευε τα σχέδιά μας με την υπόλοιπη Λατινική Αμερική (9)».
Οι νέοι παίρνουν τις αποστάσεις τους από τις πολιτικές επιλογές των παλιότερων γενεών. Στις προεδρικές εκλογές του 2012, τα ποσοστά της ρεπουμπλικανικής ψήφου υποχώρησαν στους κόλπους της κουβανικής κοινότητας. Επιπλέον, το Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι δημοσίευσε πρόσφατα τα αποτελέσματα μιας αποκαλυπτικής δημοσκόπησης, σύμφωνα με την οποία, η πλειονότητα των εξόριστων επιθυμεί πλέον ένα ευρύτερο άνοιγμα απέναντι στη γενέτειρά τους κι εκφράζονται κατά του εμπάργκο. Το 1991, το ποσοστό αυτό ανερχόταν μόλις στο 13% του πληθυσμού, συγκριτικά με το 22% το 1997, 24% το 2004, 46% το 2011 και 52% το 2014 («The Miami Herald», 17 Ιουνίου 2014).
Πάντως, τα μέλη του Κογκρέσου που κατάγονται από την Κούβα αντιμάχονται την όποια προσέγγιση με το νησί. Και αυτό ισχύει και για Δημοκρατικούς, όπως ο Ρόμπερτ Μενέντες, ο Άλμπιο Σίρες και ο Χοσέ Αντόνιο «Τζο» Γκαρσία (10), και για Ρεπουμπλικανούς, όπως ο Ραφαέλ Έντουαρντ «Τεντ» Κρους, ο Μάριο Ρούμπιο (και οι δυο πιθανοί υποψήφιοι για τον Λευκό Οίκο), ο Μάριο Ραφαέλ Ντίας-Μπάλαρτ και η Ιλεάνα Ρος-Λετίνεν. Πρόσκεινται στις αντικαστρικές οργανώσεις US Cuba Democracy και Cuban American National Foundation κι εξακολουθούν να ασκούν αποφασιστική επιρροή. Προεδρεύουν ή έχουν προεδρεύσει στις επιτροπές εξωτερικών της Γερουσίας (Μενέντες) και της Βουλής των Αντιπροσώπων (Ρος-Λετίνεν).
Η Μόσχα και το Πεκίνο στην πρώτη γραμμή
Υπό αυτές τις συνθήκες, η πολυπόθητη αλλαγή θα μπορούσε να αργήσει. Βέβαια, η Λατινική Αμερική, υπό την ώθηση κυβερνήσεων φιλικών προς την Αβάνα, έχει αποκτήσει οργανισμούς περιφερειακής ενσωμάτωσης, οι οποίοι αφήνουν εκτός τις ΗΠΑ (11). Επίσης, οι χώρες της Νότιας Αμερικής απείλησαν να μποϊκοτάρουν την επόμενη Αμερικανική Σύνοδο που έχει προγραμματιστεί για το 2015, αν δεν συμμετάσχει και η Κούβα. Είναι επίσης γεγονός ότι 22 διαδοχικές ψηφοφορίες στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ απαίτησαν την άρση του εμπάργκο (188 ψήφοι υπέρ και 2 κατά, στην 68η συνεδρίαση, το 2013). Όλα αυτά όμως θα μείνουν χωρίς συνέχεια, όσο οι προβληματισμοί ως προς τις επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα υπερισχύουν έναντι του συμφέροντος για βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Υπάρχει, εντούτοις, κάτι καινούργιο: ο αμερικανικός επιχειρηματικός κόσμος δείχνει επιτέλους θετικός απέναντι στο θέμα. Τον Μάιο του 2014, μια εξέχουσα μορφή του, ο Τόμας Ντόναχιου, πήγε στην Αβάνα συνοδευόμενος από αντιπροσωπεία επιχειρηματιών, προκειμένου να αξιολογήσει την πολιτική οικονομικού ανοίγματος του προέδρου Κάστρο. Με την επιστροφή του, παρακίνησε τον Ομπάμα να «λάβει νέα μέτρα χαλάρωσης», ούτως ώστε να «ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κούβα» (12). Γιατί, όντως, να μείνει κανείς εκτός μιας αγοράς με την οποία η Βραζιλία και η Βενεζουέλα διατηρούν πολύ στενή σχέση και που θα μπορούσε να αποτελέσει προσεχώς αντικείμενο για μια νέα, πιο ελαστική συμφωνία-πλαίσιο με την Ευρωπαϊκή Ένωση; Χωρίς να υπολογίσουμε το γεγονός, ότι και η Ρωσία επιδεικνύει το ενδιαφέρον της: τον Φεβρουάριο του 2013, ο πρωθυπουργός της, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ήταν επικεφαλής μιας σημαντικής αποστολής επιχειρηματιών στην Αβάνα. Η δε Κίνα είναι ο τρίτος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Κούβας μετά την Ευρωπαϊκή Ένωση...