Οι επιστημονικές ανακαλύψεις δεν εγείρουν πάντοτε ενθουσιασμό. Όταν οι ερευνητές ανακοινώνουν τον εντοπισμό ενός μορίου ή ενός υβριδίου στο οποίο αποδίδονται θαυματουργές ιδιότητες, έρχονται συχνά αντιμέτωποι με τον σκεπτικισμό της κοινής γνώμης, η οποία έχει την τάση να ανησυχεί για τις συνέπειες αυτών των καινοτομιών στο περιβάλλον, στην υγεία ή στην κοινωνία. Κανένας, ωστόσο, στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας δεν περίμενε τη θύελλα αγανάκτησης με την οποία έγινε δεκτό το μεγάλο εύρημα του ελβετικού κέντρου ερευνών Agroscope Changins-Wädenswil (ACW).
Το 2006, οι αγρονόμοι του ACW ανακοινώνουν με δελτίο τύπου ότι πέτυχαν να καλλιεργήσουν ένα εκμεταλλεύσιμο εμπορικά στέλεχος του εντελβάις, το οποίο ονόμασαν «Helvetia». Ήδη η βιομηχανία των καλλυντικών εποφθαλμιούσε το άγριο λουλουδάκι των Άλπεων για τις καταπραϋντικές του ιδιότητες, υπαρκτές ή φανταστικές. Η ήμερη εκδοχή του θα μπορούσε, σύμφωνα με τους επιστήμονες, να δώσει ώθηση στην αγορά και να προσφέρει μια πολύτιμη πηγή εισοδήματος τόσο στους κατοίκους των ορεινών περιοχών, όσο και σε ολόκληρη την Ελβετία. Μόνο που η ενδεχόμενη τυποποίηση του εντελβάις ξεσηκώνει αναβρασμό σε ολόκληρη τη χώρα. Μια επιστολή αναγνώστη που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «La Tribune de Genève» αποτυπώνει το κοινό αίσθημα: «Ας αφήσουμε στην ησυχία του αυτό το όμορφο άνθος που αποτελεί σύμβολο για την Ελβετία». Εθνικό έμβλημα γαρ, το «ασημένιο άστρο» δεν θα πρέπει να προσφέρει τις χάρες του σε άλλον πέρα από τον αναβάτη των βουνών που «τολμά να αναζητήσει την περιπέτεια στους βράχους με κίνδυνο της ζωής του (1)».
Το περιστατικό αυτό αντανακλά τις αρετές που πολλοί προέβαλαν στο εντελβάις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και οι οποίες, με το πέρασμα του χρόνου, ενσωματώθηκαν στο συμβολικό του DNA: τις αρετές της σπανιότητας και της αγνότητας. Όσο και αν αυτές οι φαντασιώσεις δεν τονίζονται σήμερα τόσο έντονα όσο παλιότερα, έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στη σύγχρονη Ελβετία. Η διένεξη που προκάλεσε η ανακάλυψη του Helvetia μας καλεί να εξετάσουμε από πιο κοντά τις ιστορικές ρίζες της συλλογικής αυτής προβολής.
Ένα φυτικό Άγιο Δισκοπότηρο
H πρακτική του αλπινισμού (2), η οποία έγινε πολύ της μόδας στην Ευρώπη από το 1860 και μετά, σημάδεψε το συμβολικό βάρος του εντελβάις. Σε αυτό το περιβάλλον που αποτελούνταν στο μεγαλύτερο μέρος του από ανθρώπους των πόλεων με υψηλή μόρφωση, εξήραν όχι μόνο τις αρετές της προσπάθειας και της αναρρίχησης, αλλά και μια εξιδανικευμένη ιδέα περί σώματος και φύσης. To εύθραυστο, πλην, όμως, πολύτιμο λουλούδι των Άλπεων συμπύκνωνε στην εντέλεια αυτές τις παραστάσεις, σε σημείο μάλιστα η Γερμανοαυστριακή Ομοσπονδία Αλπινιστών, που ιδρύθηκε το 1873, να το επιλέξει ως έμβλημά της. Το γεγονός ότι οι νέες ελίτ των βουνών οικειοποιήθηκαν την εικόνα του, αποτέλεσε μια απρόσμενη διαφήμιση για το εντελβάις . Χωρίς καμία θεραπευτική ή διατροφική ιδιότητα σύμφωνα με την τοπική παράδοση, άρα χωρίς ενδιαφέρον από οικονομική σκοπιά, φύτρωνε έως τότε μέσα στη γενική αδιαφορία των κατοίκων των βουνών.
Όμως, για να μπορέσει η μαργαρίτα του χιονιού να παίξει στην εντέλεια το νέο της ρόλο ως σύμβολο των αρετών των αστών, έπρεπε να της βρουν απαραιτήτως εξαιρετικές ιδιότητες. Τότε αποφάσισαν να υμνήσουν τη σπανιότητά της. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και κόντρα σε όλες τις γνώσεις γύρω από τη βοτανική, διάφοροι διασκέδαζαν με ποιήματα και πίνακες ζωγραφικής όπου το αδιάφορο λουλουδάκι των Άνδεων περιγράφεται περίπου σαν ένα φυτικό Άγιο Δισκοπότηρο. Έλεγαν πως φύτρωνε μόνο σε απόκρημνους γκρεμούς ή μέσα σε χιονισμένες ή παγωμένες χαράδρες. Ο σκοπός της μυθοποίησης δεν είναι μόνο ποιητικός: όσο πιο δυσεύρετο θεωρείται το φυτό, τόσο πιο εκκωφαντική η δόξα για τον ατρόμητο αλπινιστή που θα κατορθώσει να το κόψει. Από την «Πριγκίπισσα Σίσυ» μέχρι τον «Αστερίξ ση χώρα των Ελβετών», αυτή η εξιδανικευμένη εικόνα αναπαράχθηκε και διαδόθηκε έως τις μέρες μας στη λαϊκή κουλτούρα, συμβάλλοντας ώστε το φυτό να αποκτήσει μια φήμη πέρα από τα συνηθισμένα, την οποία δεν άξιζε και τόσο.
Οι πίνακες και τα ποιήματα του 19ου αιώνα αναδεικνύουν άλλη μια από τις αρετές που κατείχε το ασημένιο άστρο στη φαντασία των εραστών των βουνοκορφών: την αγνότητα. Αφ’ ενός, η εξύψωση του φυτού σε νεραϊδένιο πλάσμα –τη «λευκή κυρία» (3)- αντανακλά μια αντίληψη των φύλων στην οποία ο ορειβάτης, η ενσάρκωση της δύναμης και της γενναιότητας του αρσενικού, φεύγει για να κατακτήσει το αέρινο λουλούδι-γυναίκα που ο ήρωας, μόλις το πλησιάσει, εκτίθεται σε τραγικό θάνατο. Aφετέρου, ενσαρκώνει μια απολύτως ελιτίστικη κοσμοθεωρία. Οι άσπιλες λευκές κορυφές όπου φυτρώνει το εντελβάις είναι απρόσιτες για το νοσηρό γκρίζο των πόλεων και των εργατικών τους τάξεων, και, άρα, αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την ουτοπία των αστών σχετικά με μια ζωή ανώτερη από εκείνη των κοινών θνητών.
Αγκιστρωμένος σε αυτά τα ιδεώδη, ο κύκλος των ορειβατών αντιδρά μετά βδελυγμίας σε ό,τι πραγματικό ή φανταστικό απειλεί τη μαργαρίτα του χιονιού στο λυκόφως του 19ου αιώνα. Ο χειρότερος κίνδυνος για αυτούς προέρχεται από το εμπόριο λουλουδιών, το οποίο γνωρίζει μεγάλη έξαρση μετά την εμφάνιση του αλπικού τουρισμού. Οι ανθοπώλες της πόλης επωφελούνται της νέας μόδας, ενώ οι κάτοικοι των βουνών συμπληρώνουν το πενιχρό τους εισόδημα πουλώντας στους τουρίστες μπουκέτα τα οποία μαζεύουν από τα γύρω μέρη.
Θορυβημένος από αυτό το φαινόμενο, ο Ανρί Κορβόν από τη Γενεύη και μια ομάδα ορειβατών, μελών του Ελβετικού Αλπικού Κλαμπ, ιδρύουν τον Σύνδεσμο για την προστασία των φυτών (4). Προσπαθούν μέσα από ενημερωτικές εκστρατείες να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη ως προς τις επιπτώσεις του εμπορίου και να αποθαρρύνουν τους τουρίστες να συμμετάσχουν σε αυτό. Οι πρωτοπόροι της οικολογίας βλέπουν με δυσπιστία την οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση. Ως αδιάλλακτοι φιλελεύθεροι είναι αντίθετοι ακόμα και στη θέσπιση νόμου προστασίας των φυτών. Εκ των υστέρων, η επιχειρηματολογία τους ίσως να προκαλεί έκπληξη: εστιάζει αποκλειστικά στο βουνό, το οποίο ενδύεται τα χρώματα του πατριωτισμού και της αισθητικής. Δεν αφιερώνουν την παραμικρή προσοχή στα περιβαλλοντικά προβλήματα των αστικοποιημένων κοιλάδων και στα μεγάλα έργα τα οποία πολλαπλασιάζονται εκείνη την εποχή: κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων, αποξήρανση ελών. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος των συγκεκριμένων οργανώσεων στην ανάδυση μιας σύγχρονης συνείδησης σχετικά με τον ευάλωτο χαρακτήρα της φύσης.
Ένας κόσμος αγνότητας
Οι προστάτες της χλωρίδας των Άλπεων διεκδικούσαν μια αντίληψη περί φύσης η οποία ήταν στενά συνδεδεμένη με την ταξική οπτική. Αδιάφοροι απέναντι στις συνθήκες διαβίωσης των τοπικών πληθυσμών, στη φτώχεια των οποίων οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη στο εμπόριο ανθέων, οι πλούσιοι ορειβάτες των πόλεων απογύμνωναν το φαινόμενο από την κοινωνική του διάσταση. Σύμφωνα με το δικό τους πνεύμα, οι ορεσίβιοι ήταν απλά κάτι άξεστοι φιλάργυροι και τυφλοί απέναντι στις ομορφιές της φύσης. Παραδόξως, οι ελίτ αρνούνταν με αυτό τον τρόπο στους ντόπιους το δικαίωμα χρήσης σε έναν χώρο, στον οποίο εκείνες οι ίδιες προσέδωσαν πρώτες αξία –συμβολική στην αρχή, κατόπιν και οικονομική.
Οι διενέξεις περί χρήσης πήραν ακόμα πιο έντονη μορφή στις γειτονικές χώρες με την Ελβετία. Ο Σύνδεσμος για την Προστασία των Αλπικών Φυτών που ιδρύθηκε το 1900 από μέλη του Γερμανοαυστριακού Συνδέσμου Αλπινισμού, ξεχωρίζει για την πολεμική ρητορική του. Η προστασία του εντελβάις δικαιολογεί, κατά τη γνώμη του, τη λήψη κατασταλτικών, αν όχι στρατιωτικών μέτρων. Έτσι, το 1920, μέλη του συνδέσμου ιδρύουν τη «φρουρά του βουνού», μια πολιτοφυλακή με καθήκον να επιθεωρεί τους τόπους ανθοφορίας και να επιβάλει σωματική τιμωρία στους παρείσακτους. Στην εφημερίδα τους, οι ρωμαλέοι φίλοι της φύσης κηρύσσουν τον πόλεμο στους «κλέφτες του εντελβάις» και άλλους «βάνδαλους της βλάστησης (5)».
H φιλοδοξία των αλπινιστών να οικειοποιηθούν τη χρήση και τις «αξίες» του βουνού εγγράφεται στα πλαίσια μιας ταξικής πάλης, η οποία γίνεται όλο και πιο σκληρή καθ’ όλη τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Στο στόχαστρό της δεν βρίσκεται πια μόνο ο λαουτζίκος των ορεινών περιοχών, σιγά σιγά, ο όγκος των Άλπεων γίνεται επίσης το πεδίο ενός κατ’ ανάθεση πολέμου ανάμεσα στην μπουρζουαζία των πόλεων και το προλεταριάτο στο σύνολό του. Το γεγονός ότι ολοένα ευρύτερες κατηγορίες του πληθυσμού –συμπεριλαμβανομένων και των εργατών- ανακαλύπτουν τις χαρές του βουνού, συνιστά μείζονα πηγή δυσαρέσκειας για τους αλπινιστές. Στο συντηρητικό αυτό περιβάλλον, την εμφάνιση του μαζικού τουρισμού την αντιλαμβάνονται όχι μόνο ως κίνδυνο για τη χλωρίδα, αλλά κυρίως, ως πλήγμα στα δικά τους προνόμια. Με την άφιξη των λαϊκών μαζών, η παρακμή της ζωής στα αστικά κέντρα έρχεται να διαβρώσει έναν κόσμο αγνότητας, ο οποίος μέχρι τότε προσφερόταν αποκλειστικά προς τέρψη της αφρόκρεμας. Οι οργανώσεις των αλπινιστών, οι οποίοι ορθώνονται ως πατέρες προστάτες της φύσης, διεκδικούν κατά κύριο λόγο τη διατήρηση του μονοπωλίου τους στο δικό τους πεδίο παιχνιδιού. Ως παράδειγμα αυτής της μοιρασιάς, το ελβετικό κλαμπ αλπινιστών παραμένει απαγορευμένο για το γυναικείο φύλο από το 1907 ώς το 1980 (σήμερα πρόεδρός του είναι γυναίκα).
Στους κύκλους των ορειβατών, τα ιδεολογικά διακυβεύματα είχαν, αν μη τι άλλο, το ίδιο βάρος με τις περιβαλλοντικές ανησυχίες. Εξάλλου, οι διατριβές τους κατά του «εκχυδαϊσμού», ξεπερνούσαν κατά πολύ τα πλαίσια του βουνού. Στα περιοδικά για τα βουνά, οι χρονικογράφοι κατακεραύνωναν τακτικά τη χρήση της εικόνας του ασημένιου άστρου στη διαφήμιση και στη λαϊκή κουλτούρα, καθώς η σύνδεση ανάμεσα στο ευγενές άνθος και στη χυδαία κατανάλωση θεωρούνταν «κακόγουστη». Περισσότερο από έναν αιώνα πριν από τη διαμάχη του Helvetia, κάθε απόπειρα για καλλιέργεια του φυτού-φετίχ προσέκρουε σε ζωηρές διαμαρτυρίες. Έτσι, το 1884, οι πρώτες ποικιλίες ήμερου εντελβάις χαρακτηρίζονται «τέρατα» στο δελτίο του Συνδέσμου για την Προστασία των Φυτών (6). Ένας Αυστριακός συγγραφέας ταυτίζει τα φυτά που φυτρώνουν εκτός του φυσικού τους χώρου με «ποταπούς προλετάριους (7). Η εμπορευματοποίηση και η καλλιέργεια θέτουν και οι δύο σε κίνδυνο τις αρετές της σπανιότητας και της αγνότητας που έπλασαν οι αλπινιστές. Ξάφνου, το λουλούδι το οποίο λατρεύουν ξεφυτρώνει στο κέντρο της πόλης και προσφέρεται στον πρώτο τυχόντα σε προσιτή τιμή.
Οι διαμαρτυρίες τους φανερώνουν μια ελάχιστα συγκεκαλυμμένη περιφρόνηση απέναντι στις λαϊκές μάζες. Μαρτυρούν τη νοοτροπία μιας μπουρζουαζίας, η οποία ανησυχεί για τα προνόμιά της μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον που εκδημοκρατίζεται. Η άγρια επίθεση που εξαπολύει για την προστασία της πολιτικής και πολιτισμικής της ηγεμονίας δεν διεξάγεται μόνο στα εργοστάσια και στους δρόμους των επικέντρων του καπιταλισμού. Μεταφέρεται επίσης και στα εξιδανικευμένα εδάφη της ορεινής φύσης, όπου το εντελβάις, εν αγνοία του και για μεγάλο χρονικό διάστημα, γίνεται ένας συμβολικός φορέας της πάλης των τάξεων.