el | fr | en | +
Accéder au menu

Δεξιά στροφή για το Κόμμα Εργατών

Μην πειράζετε το ουίσκι των πλουσίων

«Η Ντίλμα παραδόθηκε στις αγορές». Η διαπίστωση, που δημοσιεύτηκε στις 16 Ιανουαρίου από τη βραζιλιάνικη εφημερίδα «Valor Econômico», δεν προέρχεται από κάποια ακροαριστερή οργάνωση. Ανήκει στον Λουίς Γκονζάγκα Μπελούζο, μετριοπαθή οικονομολόγο και, μέχρι πρόσφατα, σύμβουλο της κυβέρνησης της Ντίλμα Ρούσεφ. Μόλις λίγους μήνες μετά τη δύσκολη νίκη της υποψήφιας του Κόμματος Εργατών (ΡΤ, Κεντροαριστερά) στις προεδρικές εκλογές, με ποσοστό 51,64%, η ετυμηγορία του Μπελούζο αναστάτωσε το προοδευτικό στρατόπεδο. Και επιβάλλει έναν αυστηρό απολογισμό των αντιφάσεων που ταλανίζουν το ΚΕ.

Η πορεία που ακολουθήθηκε από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2014 αποσυσπειρώνει όλο και περισσότερο τα μέλη του κόμματος. Ενώ, κατά την προεκλογική περίοδο, το ΚΕ εμφανίστηκε ως το τελευταίο ανάχωμα απέναντι στην απειλή επιστροφής των νεοφιλελεύθερων στην εξουσία, τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης μοιάζουν να έχουν προέλθει κατευθείαν από μονεταριστικό εγχειρίδιο. Ο ορισμός του Ζοακίμ Λέβι στην περιζήτητη θέση του υπουργού Οικονομικών αποτυπώνει τη στροφή της Ρούσεφ. Ο Λέβι, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Σικάγο και πρώην πρόεδρος θυγατρικής διαχείρισης κεφαλαίων της τράπεζας Bradesco, δεν υπήρξε ποτέ μέλος του ΚΕ, σε αντίθεση με όλους τους προκατόχους του από την εκλογή του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα στην προεδρία, το 2003.

Πριν ακόμη από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Λέβι αποφάσισε να περικόψει ορισμένα κοινωνικά ευεργετήματα, όπως τα επιδόματα ανεργίας και τις συντάξεις χηρείας. Ο λόγος που επικαλέστηκε; Η επείγουσα μάχη κατά της «κατάχρησης του κοινωνικού κράτους». Παρά τη μεγάλη μείωση του ποσοστού ανεργίας από το 2003 (από 12,7% τον Ιανουάριο του 2003, σε 4,8% τον Δεκέμβριο του 2014), τα επιδόματα ανεργίας που χορηγούνται έχουν αυξηθεί κατά 183%. Η σχετική αύξηση, όμως, η οποία, κατά τον Λέβι, προκαλεί «αιμορραγία» στα δημόσια οικονομικά, έχει απλή εξήγηση: οι επιχειρήσεις προσλαμβάνουν ανέργους, οι οποίοι συνεχίζουν να εισπράττουν τα επιδόματά τους για την προβλεπόμενη από τον νόμο διάρκεια (μεταξύ τριών και πέντε μηνών), γεγονός που, φυσικά, απαλλάσσει τους εργοδότες από τις ασφαλιστικές εισφορές τους. Αντί να βάλει τέλος στην πασίγνωστη αυτή πρακτική, η κυβέρνηση προτίμησε να ροκανίσει τα δικαιώματα όλων των ανέργων -μεταξύ τους και της συντριπτικής πλειοψηφίας που δεν παρανομεί.

Ο Λέβι δεσμεύτηκε να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα (δημοσιονομικό πλεόνασμα πριν από τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους) ύψους 1,2% του ΑΕΠ για το 2015. Για να το καταφέρει, ανακοίνωσε σημαντικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και στις δημόσιες επενδύσεις, ακόμη και στους κλάδους της υγείας και της εκπαίδευσης. Εξάλλου, ο νέος υπουργός κατάργησε τις επιδοτήσεις που χορηγούνταν στις δημόσιες τράπεζες και, έτσι, τις υποχρέωσε να ανεβάσουν τα επιτόκιά τους και να κάνουν αυστηρότερες τις προϋποθέσεις χορήγησης δανείων, αφαιρώντας ρευστότητα από την οικονομία. Το ίδρυμα που επλήγη περισσότερο, η Εθνική Τράπεζα Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης (BNDES), είχε, μέχρι τότε, αναδειχθεί σε ατμομηχανή της εθνικής οικονομίας, με χαρτοφυλάκιο δανείων αξίας πάνω από 575 δισεκατομμύρια ρεάις (περίπου 180 δισεκατομμύρια ευρώ). Την ίδια ώρα, το βασικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας (της Selic) αυξήθηκε από 11% τον Οκτώβριο του 2014 σε 12,75% τον Μάρτιο του 2015. Όμως, η εξόφληση των πιστωτών της χώρας είναι συνδεδεμένη με το συγκεκριμένο επιτόκιο και, επομένως, κάθε αύξησή του επιβαρύνει το δημόσιο χρέος.

Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Λέβι δεν αγγίζουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τους πλούσιους Βραζιλιάνους. Πρόκειται για επιλογή που διχάζει το Κόμμα Εργατών, την Αριστερά στο σύνολό της, αλλά και τα κοινωνικά κινήματα. Βέβαια, οι κεντρικές πολιτικές που εγκαινίασε ο Λούλα ντα Σίλβα διατηρήθηκαν, ιδιαίτερα η σύνδεση των μισθών τόσο με την ανάπτυξη όσο και με τον πληθωρισμό (πράγμα που σημαίνει ότι οι μισθοί αυξάνονται γρηγορότερα από τις τιμές), αλλά και τα προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας, όπως η Bolsa Família (1). Η χώρα, όμως, απομακρύνεται από τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ισορροπίες της τελευταίας δεκαετίας.

Στον πυρήνα της στρατηγικής του πρώην εργάτη στη μεταλλουργία που έγινε πρόεδρος της Βραζιλίας, βρισκόταν η διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς μέσω πολιτικών που κατεύθυναν τις δημόσιες δαπάνες στη δημιουργία απασχόλησης, την αναδιανομή του πλούτου, τη διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων, την ανάπτυξη των δημόσιων υπηρεσιών και των έργων υποδομής. Αξιοποιώντας την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία -ιδιαίτερα μεταξύ 2003 και 2008, με την εκτίναξη της ζήτησης και των τιμών των πρώτων υλών-, ο Λούλα ντα Σίλβα κατάφερε να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά, εφαρμόζοντας, ταυτόχρονα, μεγάλης εμβέλειας κοινωνικά προγράμματα, που έβγαλαν 40 εκατομμύρια Βραζιλιάνους από την εξαθλίωση και μείωσαν τις ανισότητες.

Την περίοδο εκείνη, η Βραζιλία, που επωφελήθηκε από το ολοένα θετικότερο εμπορικό ισοζύγιο (τη διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών) και την αύξηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της, κατόρθωσε να προχωρήσει σε εσωτερικό δανεισμό στο εθνικό νόμισμα και να μειώσει τα επιτόκια δανεισμού της. Η επείγουσα ανάγκη εξισορρόπησης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με την προσέλκυση κεφαλαίων σιγά σιγά υποχώρησε (2). Μολονότι η χώρα ακολουθούσε αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και επιτύγχανε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μεταξύ 2003 και 2008, κατάφερε να μειώσει το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες και τις επενδύσεις. Το κράτος ήταν πιο γενναιόδωρο απέναντι στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, χωρίς να θορυβηθούν οι κυρίαρχοι κύκλοι (καθώς η κυβέρνηση δεν απείλησε το οικονομικό μοντέλο που τους ευνοούσε). Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση έβαζε περισσότερο ρύζι και φασόλια στο πιάτο των φτωχών, χωρίς να πειράζει το ουίσκι των πλουσίων.

Η κρίση του 2008, όμως, άλλαξε τα δεδομένα, ιδιαίτερα όταν ο αντίκτυπός της έγινε περισσότερο αισθητός στη Βραζιλία, μετά το 2011. Σταδιακά, η εικόνα επιδεινώθηκε: μείωση της ζήτησης πρώτων υλών, ανατροπή του εμπορικού ισοζυγίου, ανάγκη αύξησης των επιτοκίων για να γίνει προσέλκυση κεφαλαίων, πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων, ισχνή ανάπτυξη και μεγάλη μείωση των δημόσιων εσόδων…

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο δείχνει την έκταση της μεταφοράς ρευστού προς το εξωτερικό, υπερβαίνει πια τα 90 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή κινείται πάνω από το 4% του ΑΕΠ. Έχει φτάσει στο πιο ανησυχητικό επίπεδο από το 1947, όταν άρχισαν να τηρούνται εθνικοί λογαριασμοί. Για πρώτη φορά από το 2003, το εμπορικό ισοζύγιο είναι αρνητικό, ενώ κατά την πρώτη θητεία του προέδρου Λούλα ντα Σίλβα (2003-2006) εμφάνιζε μέσο πλεόνασμα πάνω από 34,5 δισεκατομμύρια δολάρια και κατά τη δεύτερη (2007-2010) πάνω από 25 δισεκατομμύρια. Για πρώτη φορά από το 2009, τα δημόσια έσοδα μειώθηκαν μεταξύ 2013 και 2014 (κατά 1,79%), προδιαγράφοντας, έτσι, δυσκολίες στη διατήρηση των πολιτικών τόνωσης της ανάπτυξης που ακολουθούνται τα επτά τελευταία χρόνια.

Επομένως, δεν φαίνεται να συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις για να επαναληφθούν οι επιτυχίες των δώδεκα τελευταίων χρόνων. Επιπλέον, μάλιστα, επειδή οι κοινωνικές πολιτικές του ΚΕ χάνουν σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους: η βαθμιαία υπερχρέωση των νοικοκυριών βραχυκυκλώνει τις πολιτικές πρόσβασης στον δανεισμό, η αποβιομηχάνιση -που συνδέεται με την ανατίμηση του ρεάλ και τη συνακόλουθη επίπτωση στις βραζιλιάνικες εξαγωγές- δυσχεραίνει τις προσπάθειες της Μπραζίλια να τονώσει την απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ρούσεφ θα μπορούσε να επιλέξει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα άλλαζαν πραγματικά το οικονομικό μοντέλο που είχε εγκαθιδρύσει ο νεοφιλελεύθερος πρώην πρόεδρος, Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο (1995-2002). Αυξήσεις φόρων (στα κέρδη, στις κληρονομιές, στις δωρεές και τις μεταβιβάσεις) και μείωση των επιτοκίων θα μπορούσαν να εξυγιάνουν τα δημόσια οικονομικά και να εγκαινιάσουν έναν κύκλο βιομηχανικής ανάπτυξης, τη στιγμή που τα σημερινά επιτόκια διοχετεύουν το 40% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού στην εξυπηρέτηση του χρέους. Μια τέτοια πολιτική, όμως, θα μεταφραζόταν σε άμεση σύγκρουση με την ελίτ της χώρας: τις 20.000 οικογένειες που κατέχουν το 80% των βραζιλιάνικων κρατικών ομολόγων.

Είναι φανερό ότι η πρόεδρος έκανε μια διαφορετική επιλογή. Ανήσυχη από την εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας, από το ενδεχόμενο δεύτερης συνεχόμενης χρονιάς οικονομικής στασιμότητας -ίσως και ύφεσης-, από την καχεξία των ιδιωτικών επενδύσεων και από την απειλή του πληθωρισμού (που κινείται γύρω στο 6,5%), η Ρούσεφ αποφάσισε να κρατήσει λευκή σημαία, τουλάχιστον για την ώρα. Έθεσε ως στόχο τη διαμόρφωση ενός στέρεου πλαισίου συνεννόησης με το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις επιταγές του, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Δεν είναι η πρώτη φορά. Ήδη το 2011, η Ρούσεφ είχε πειστεί για την επείγουσα ανάγκη να εφαρμοστεί παρόμοια στρατηγική, για τους ίδιους λόγους. Έτσι, είχε αποφασίσει την αύξηση του βασικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας από το 9,9% στο 12,5% μέσα σε οκτώ μήνες, περικόπτοντας σχεδόν κατά το ήμισυ το ομοσπονδιακό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων. Το αποτέλεσμα αποδείχτηκε οδυνηρό: καθίζηση της ανάπτυξης, από το 7,5% του 2010 σε 2,73% το 2011 (και πρόβλεψη για 0,20% το 2014). Τα δημόσια οικονομικά υπέφεραν από το εκρηκτικό μίγμα που χορήγησε η Ρούσεφ: ταυτόχρονη αύξηση των λειτουργικών και των χρηματοδοτικών (κατά βάση εξυπηρέτηση του χρέους) δαπανών του Δημοσίου σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της θητείας της. Η πρόεδρος θα μπορούσε να επιλέξει να δώσει προτεραιότητα στις πρώτες, περιορίζοντας τα περιθώρια των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Προτίμησε να περικόψει και άλλες δημόσιες δαπάνες για να αποφύγει μια πολιτική σύγκρουση που θεωρούσε παρακινδυνευμένη.

Απειλή «συνταγματικού πραξικοπήματος»

Οι οικονομικές υποχωρήσεις αποτυπώθηκαν και σε πολιτικό επίπεδο. Η κυβέρνηση συνασπισμού που ανέλαβε καθήκοντα την 1η Ιανουαρίου 2015, χαρακτηρίζεται από την αυξημένη συμμετοχή μετριοπαθών πολιτικών στελεχών (από το Κόμμα του Δημοκρατικού Κινήματος Βραζιλίας, PMDB), αλλά και συντηρητικών (κυρίως από το Προοδευτικό Κόμμα, ΡΡ). Τα στελέχη του ΚΕ δεν κατέχουν παρά τα δεκατρία από τα τριάντα εννιά υπουργεία και εθνικές γραμματείες, έναντι δεκαέξι θέσεων στην πρώτη θητεία της Ρούσεφ. Εκτός από το υπουργείο Οικονομικών, το Κόμμα Εργατών έχασε τα υπουργεία Παιδείας, Ανάπτυξης, Βιομηχανίας και Εξωτερικού Εμπορίου, τα οποία παραδοσιακά έλεγχε. Η σύνθεση της κυβέρνησης αντανακλά έναν πολύ δυσμενέστερο συσχετισμό δυνάμεων στο Κογκρέσο, που προέκυψε μετά τις περσινές βουλευτικές εκλογές. Βέβαια, οι αριστερές δυνάμεις δεν διέθεταν ποτέ απόλυτη πλειοψηφία στο Κογκρέσο, αλλά, από τη στιγμή που το ΚΕ είδε τον αριθμό των βουλευτών του να μειώνεται από 88 σε 70, αυτή τη φορά δεν διαθέτουν παρά 120 έδρες σε σύνολο 513. Στη Βραζιλία, όμως, το κοινοβούλιο έχει σημαντικό πολιτικό βάρος: παρά το προεδροκεντρικό καθεστώς, η κυβέρνηση πρέπει να λάβει την έγκριση της Γερουσίας και του κοινοβουλίου σχεδόν για κάθε μέτρο που συνδέεται με τα δημόσια έσοδα και τις δημόσιες δαπάνες.

Η δυσκολία για τη Ρούσεφ: οι επιλογές της δεν μεταφράζονται σε οποιαδήποτε χειροπιαστή βελτίωση της κατάστασης. Οι δημοσιονομικές περικοπές προκαλούν τόσο οργή όσο και ένα αίσθημα προδοσίας στους κόλπους του λαού. Η δημοτικότητα της κυβέρνησης καταρρέει, την ώρα που ένα νέο σκάνδαλο διαφθοράς κηλιδώνει λίγο περισσότερο την εικόνα της.

Τον Μάρτιο του 2014, οι Βραζιλιάνοι ανακάλυψαν ότι η εθνική πετρελαϊκή εταιρεία Petróleo Brasileiro SA (Petrobras) και οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου των κατασκευών και των δημοσίων έργων βρίσκονταν σε συνεννόηση για να υπερτιμολογούν τα διάφορα έργα. Σε αντάλλαγμα, τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα εισέπρατταν μίζες. Μεταξύ τους και το ΚΕ, τον ρόλο του οποίου ανέλαβαν να υπογραμμίσουν τα μέσα ενημέρωσης.

Στις 15 Μαρτίου, περίπου 500.000 άνθρωποι διαδήλωσαν σε περισσότερες από εκατό πόλεις μετά από κάλεσμα δεξιών οργανώσεων, όπως το Κίνημα Ελεύθερη Βραζιλία (Movimento Brasil Livre) και οι Εξεγερμένοι του Διαδικτύου (Revoltados On Line). Απαιτούσαν την παραίτηση της προέδρου. Δύο ημέρες νωρίτερα, οι δυνάμεις της Αριστεράς είχαν κατέβει στον δρόμο, χωρίς να καταφέρουν να συγκεντρώσουν τόσο πολύ κόσμο. Το προοδευτικό στρατόπεδο, που πλήττεται ευθέως από τη νέα οικονομική πολιτική της Ρούσεφ, γίνεται ευάλωτο στη σύγχυση και την απογοήτευση και δυσκολεύεται να κινητοποιηθεί ενάντια στις εξελίξεις που το ίδιο χαρακτηρίζει απόπειρα «συνταγματικού πραξικοπήματος» (3) των συντηρητικών κομμάτων.

Στις συνθήκες αυτές, το κοινοβούλιο -το πιο συντηρητικό από το τέλος της δικτατορίας, το 1985 (4)- βλέπει τον ρόλο του να ενισχύεται. Μπορεί να υπολογίζει στη στήριξη των μέσων ενημέρωσης και της δικαστικής εξουσίας για την παρεμπόδιση υλοποίησης των δύο βασικών προτάσεων του ΚΕ κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2014: της μεταρρύθμισης του πολιτικού συστήματος, με στόχο να μπει τέλος στη χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών από τις επιχειρήσεις (5) και να καθιερωθεί νέο εκλογικό σύστημα, καθώς και της ρύθμισης του κλάδου της ενημέρωσης, ο οποίος σήμερα ελέγχεται από ελάχιστες οικογένειες της βραζιλιάνικης ολιγαρχίας (6).

Στους κόλπους της κυβέρνησης, η στρατηγική που επικρατεί συνίσταται στην εξασφάλιση χρόνου, στον κατευνασμό της αντιπολίτευσης και στην υιοθέτηση του πολιτικού προγράμματος των μεγάλων επιχειρήσεων. Για την ώρα, τα αποτελέσματα του εγχειρήματος δεν αποδεικνύονται καθόλου πειστικά. Μερικοί φαντάζονται, ωστόσο, ότι μια ελαφρά βελτίωση της παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα να επαναληφθεί ο κύκλος που άνοιξε με τον πρώην πρόεδρο Λούλα ντα Σίλβα.

Τμήμα της βάσης του ΚΕ και των κοινωνικών κινημάτων απαιτεί, από την πλευρά του, τον αναπροσανατολισμό της πολιτικής του κόμματος και την επιστροφή στο πρόγραμμά του: την αποφασιστική αναμέτρηση με τον ραντιέρικο καπιταλισμό, ακόμη κι αν χρειαστεί να αναζητήσει αλλού συμμάχους που του λείπουν από τις τάξεις του. Ένας από τους τρόπους επίτευξης του στόχου θα ήταν η αντικατάσταση της σημερινής κυβέρνησης συνασπισμού με μια κυβέρνηση μειοψηφίας, που θα είναι αποφασισμένη να προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα προτιμήσει τη στήριξη των λαϊκών κινητοποιήσεων και όχι ενός αντιδραστικού Κογκρέσου.

Διαιρεμένο από εσωτερικές διαμάχες, στριμωγμένο από τη Δεξιά και ευάλωτο από την ορθοδοξία της προέδρου του, το ΚΕ περνά τη σοβαρότερη κρίση του από το 2003. Με δεδομένη τη θέση της Βραζιλίας στη Λατινική Αμερική, ο τρόπος που θα την ξεπεράσει θα επηρεάσει ολόκληρη την περιοχή.

Breno Altman

Δημοσιογράφος και διευθυντής της ηλεκτρονικής σελίδας Opera Mundi
Χάρης Λογοθέτης

(1Βλ. Geisa Maria Rocha, «Bourse et favelas plébiscitent “Lula”», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2010.

(2Βλ. Renaud Lambert, «Le Brésil, ce géant entravé», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2009.

(3Βλ. Maurice Lemoine, «En Amérique latine, l’ère des coups d’Etat en douce», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 2014.

(4Βλ. Lamia Oualalou, «Les évangélistes à la conquête du Brésil», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 2014.

(5Βλ. Silvio Caccia Bava, «Elus à vendre», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 2014.

Μοιραστείτε το άρθρο