el | fr | en | +
Accéder au menu

Επάγγελμα: μαχητής

«Εκεί όπου συμβαίνουν σημαντικά πράγματα»

«Δεν γνωρίζουμε πόσοι θα επιστρέψουν. Κι από εκείνους που θα επιστρέψουν, δεν γνωρίζουμε πόσοι θα στραφούν στη βίαιη δράση. Όμως, δεδομένου του μεγάλου αριθμού τους, η κατάσταση είναι πολύ ανησυχητική». Τόσο το ύφος όσο και η ουσία των λόγων του Ζιλ ντε Κερσόβ, του συντονιστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας («Libération», 20 Νοεμβρίου 2014), συνοψίζουν τις ανησυχίες της ευρωπαϊκής ηγεσίας όσον αφορά τους 3.000 υπηκόους των ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίοι έχουν πάει στη Συρία ή στο Ιράκ για να πολεμήσουν στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους ή του Μετώπου Αλ-Νόσρα.

Και ο Ντε Κερσόβ συνεχίζει: «Ας υποθέσουμε ότι θα επιστρέψουν οι μισοί και ότι το 10% θα στραφεί στην τρομοκρατία. Έχουμε, συνεπώς, 150 άτομα τα οποία έχουν εκπαιδευτεί στη χρήση όπλων κι εκρηκτικών, έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυο συμπολεμιστών ανά τον κόσμο και χαρακτηρίζονται από μεγάλη εξοικείωση με τη βία. Η υπόθεση Νεμούς αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του κινδύνου που διατρέχουμε (1). Ο κίνδυνος είναι τόσο μεγάλος, ώστε οι υπεύθυνοι των υπηρεσιών πληροφοριών έχουν χάσει τον ύπνο τους». Πράγματι, οι στρατιωτικές επιτυχίες αυτών των οργανώσεων στις χώρες όπου δρουν, συμπίπτουν χρονικά με τις τρομοκρατικές επιθέσεις που πραγματοποιούν στο ευρωπαϊκό έδαφος μεμονωμένα άτομα ή μικρές ομάδες: επίθεση στο Εβραϊκό Μουσείο των Βρυξελλών (2014), στο Παρίσι (Ιανουάριος 2015), στην Κοπεγχάγη (Φεβρουάριος 2015).

Πυροδοτείται έτσι μια ρητορική που καλλιεργεί την ανησυχία, ακόμα και ερμηνείες περί «πολέμου των πολιτισμών»: από αυτό το κλίμα δεν ξέφυγε ούτε ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς, ο οποίος προέβη σε αντίστοιχες δηλώσεις, στις 28 Ιουνίου, στον ραδιοφωνικό σταθμό Europe 1.

Εντωμεταξύ, πολλαπλασιάζονται οι κοινοβουλευτικές επιτροπές, οι εκθέσεις των ειδικών σε ζητήματα τρομοκρατίας και οι διεθνείς διασκέψεις. Διάφορες πρωτοβουλίες κάνουν την εμφάνισή τους, όπως το πρόγραμμα «Focal Point Travellers» («Σημείο επαφής “ταξιδιωτών”») της Europol, της ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας. Αναπτύσσεται ένα ολόκληρο οπλοστάσιο μέτρων για να εμποδιστεί, τόσο η αναχώρηση των υποψήφιων τζιχαντιστών, όσο και η επιστροφή τους. Στο παραδοσιακό αντιτρομοκρατικό οπλοστάσιο προστίθεται η στέρηση της υπηκοότητας, η κατάσχεση των ταξιδιωτικών εγγράφων και των εγγράφων ταυτότητας, η διακοπή της καταβολής των κοινωνικών παροχών, οι ανακρίσεις των υπόπτων, η καταστολή της προπαγάνδας (κυρίως στο Ίντερνετ) και η ενίσχυση των συνοριακών ελέγχων.

Ορισμένες χώρες, όπως η Δανία, έχουν δημιουργήσει κέντρα «αποριζοσπαστικοποίησης», τα οποία έχουν ως αποστολή τη «θεραπεία» όσων επιστρέφουν. Σχεδόν παντού στρατολογείται στον αντιτρομοκρατικό αγώνα το προσωπικό των κοινωνικών, εκπαιδευτικών και υγειονομικών υπηρεσιών, ακόμα και οι οικογένειες: τους ζητείται να αναφέρουν οποιαδήποτε υπόνοια υπάρχει ότι κάποιο άτομο ετοιμάζεται να φύγει για να στρατευθεί στην τζιχάντ.

Υποτίθεται ότι ο πρωτοφανής χαρακτήρας του φαινομένου και η πρωτόγνωρη έκτασή του δικαιολογούν την τεράστια κινητοποίηση και τους περιορισμούς στην ελευθερία που αυτή συνεπάγεται (κυρίως στην ελεύθερη μετακίνηση). Ωστόσο, καθόλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, από τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στην Ισπανία (1936-1939) ως τις ταξιαρχίες εθελοντών που υποστήριξαν το 1979 την επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα ή τους εθελοντές που πολέμησαν στο Αφγανιστάν, στη Βοσνία ή στην Τσετσενία, υπάρχουν πολλά παραδείγματα ατόμων τα οποία –παρά την εξαιρετικά επιφυλακτική στάση των κρατών από τα οποία κατάγονταν- συμμετείχαν σε συγκρούσεις οι οποίες εκ πρώτης όψεως δεν τους αφορούσαν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης και ορισμένες λιγότερο γνωστές περιπτώσεις, όπως τους Γάλλους εθελοντές εναντίον του μπολσεβικισμού, που πολέμησαν στο πλευρό των Γερμανών, την περίοδο 1941-1944 ή τους εθελοντές της Machal στον πόλεμο που οδήγησε στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, το 1948. Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Ντέιβιντ Μάλετ κατέγραψε την παρουσία ξένων εθελοντών σε περισσότερο από το 20% των πολέμων που καταγράφηκαν την περίοδο 1816-2005. Ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ μερικών εκατοντάδων και αρκετών δεκάδων χιλιάδων (2).

Ανεξάρτητα από την ποικιλία αυτών των ιστορικών εμπειριών και την άποψη που έχουμε σχηματίσει για κάθε μια από αυτές, η συγκεντρωτική παράθεσή τους οδηγεί στην ανάδειξη των κοινών μηχανισμών που τις διέπουν. Μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που παρακινεί ορισμένα άτομα να εγκαταλείψουν την οικογένειά τους, τους φίλους τους, όλο το μέχρι τότε πλαίσιο της ζωής τους και της εργασίας τους για να στρατευθούν σε μια μακρινή υπόθεση, η οποία μερικές φορές αποδοκιμάζεται από τον περίγυρό τους και συχνά είναι επικίνδυνη. Κι όλα αυτά για μια ανταμοιβή η οποία παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των μισθοφόρων.

Μια πρώτη προσέγγιση –αναμφίβολα η πλέον προφανής- συνίσταται στην ιδεολογία. Μεγάλο μέρος των μαρτυριών των μαχητών αφιερώνεται στις «μεγάλες αφηγήσεις» στις οποίες συγκρούονται δύο στρατόπεδα που έχουν μια ανταγωνιστική κοσμοθεωρία. Όπως εξηγεί ο Μουράντ Φαρές, ο οποίος βρίσκεται στη Συρία, «στο Ισλάμ δεν υπάρχουν ούτε σύνορα, ούτε εθνικισμός: οι Μουσουλμάνοι αποτελούν μια ενιαία κοινότητα. (…) Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχει αρχίσει ο τρίτος και τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος. Ολόκληρος ο κόσμος ενάντια στο Ισλάμ» (3).

Τέτοιες αντιλήψεις θυμίζουν την επιστολή που άφησε τον Αύγουστο του 1944 (4) στον πατέρα του, ο Ανρί Ντυβάλ: «Στο Λονδίνο (5) έχουν στρατευθεί στον αγώνα υπέρ των κερδών του άγριου καπιταλισμού, ο οποίος ελέγχεται από την παγκόσμια Εβραιοκρατία. Στο [(Σ.τ.Μ.) γερμανοκρατούμενο ακόμα] Παρίσι, εμείς στρατευόμαστε για να πολεμήσουμε τον κομμουνισμό και να καταστήσουμε δυνατή την έλευση μιας Νέας Τάξης. Μη θυμώνετε μαζί μου, εγώ έκανα την επιλογή μου: κατατάσσομαι στη Γαλλική Λεγεώνα Εθελοντών Ενάντια στον Μπολσεβικισμό (LVF)» (6).

Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι αναμνήσεις του Σιμόν Λαγκυνά, μέλους του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος, τον Δεκέμβριο του 1936, κατατάχτηκε στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στην Ισπανία: «Υπάρχει κάτι που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει και το οποίο εμείς το ζήσαμε, κάτι πολύ σημαντικό: ο αντιφασισμός. Ήταν το τσιμέντο που μας ένωνε. Στον αντιφασισμό συναντούσες διάφορες τάσεις, ωστόσο όλους μας ένωνε η επιθυμία να φράξουμε το δρόμο στον φασισμό» (7).

Η περιγραφή μιας σύγκρουσης με κατηγορίες πολύ γενικές και ιδιαίτερα χαλαρές από εννοιολογική άποψη (φασισμός-αντιφασισμός, κομμουνισμός-αντικομουνισμός, πιστοί-άπιστοι κ.λπ.) κινητοποιεί άτομα τα οποία αρχικά δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να αποσιωπηθούν οι πολιτικές και στρατηγικές διαιρέσεις, καθώς και οι διχόνοιες που επικρατούν στο εσωτερικό ενός στρατοπέδου και –κυρίως- να εστιαστεί η αντιπαράθεση σε ταυτότητες τις οποίες έχουν ήδη ενστερνιστεί τα άτομα μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας όπου ζουν. Η παρουσίαση του πολέμου της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης με όρους κοινοτικούς (επίθεση εναντίον των Μουσουλμάνων) και όχι εθνοτικούς (Βόσνιοι εναντίον Σέρβων ή Κροατών) αυξάνει τις πιθανότητες να προσελκυστούν ξένοι μαχητές. Διευρύνει το φάσμα των προσώπων που αφορά η σύγκρουση και διευκολύνει την ταύτιση με εκείνους που υποφέρουν.

Ο Εμανουέλ Μινιάρ, νεαρό μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το Ισύ-λε-Μουλινό (βιομηχανική πόλη στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα του Παρισιού), εξηγούσε με τον εξής τρόπο την αναχώρησή του για την Ισπανία, τον Νοέμβριο του 1936: «Το κυριότερό κίνητρό μου; Αρκετά ασαφές, μια και δεν ήμουνα έμπειρο μέλος του κόμματος και δεν μπορούσα να εξηγήσω με μεγάλη ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους προχωρούσα σε αυτήν την κίνηση. Αυτό που καταλάβαινα καλά ήταν ότι υπήρχαν εργάτες, εργάτης ήμουνα κι εγώ, ένας από εκείνους που υφίστανται την εκμετάλλευση –γι’ αυτό ήμουνα απόλυτα σίγουρος- κι αυτούς τους εργάτες είχαν αρχίσει να τους σφάζουν, και θα ήταν παράλογο να μην τους βοηθήσω. (…) Το έκανα σχεδόν ενστικτωδώς». Επρόκειτο για «ταξικό ένστικτο», όπως έλεγε κι ο σύντροφός του Μαρσέλ Μπερτόν. Παρόμοια κίνητρα παρατηρούμε και σε μουσουλμάνους που έφυγαν να πολεμήσουν στη Συρία, όπως φαίνεται από το γράμμα που έστειλε μια νεαρή γυναίκα στη μητέρα της: «Νοιώθω την ανάγκη να βοηθήσω όσο περισσότερο μπορώ τα αδέλφια μου και τις αδελφές μου. Δεν είναι δυνατόν να υφίστανται όλα αυτά κι εμείς να καθόμαστε και να κοιτάμε χωρίς να κάνουμε τίποτε για να αλλάξουν τα πράγματα» (8).

Πράγματι, η περιγραφή μιας σύγκρουσης υπό το πρίσμα μιας παγκόσμιας ταυτότητας, η οποία απειλείται σε ένα συγκεκριμένο σημείο του πλανήτη από μια συμμαχία εχθρικών δυνάμεων, αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα που ελκύει ξένους εθελοντές. Σε ορισμένους –χωρίς αμφιβολία στους περισσότερο πολιτικοποιημένους- το όραμα της υπεράσπισης μιας υπόθεσης συνδυάζεται και με την επιθυμία για συμμετοχή στη χειροπιαστή υλοποίηση μιας ουτοπίας, είτε πρόκειται για την κοινωνική επανάσταση, είτε για τη «Νέα Τάξη», είτε ακόμα για ένα «εβραϊκό» ή «ισλαμικό» κράτος.

Όταν οι προοπτικές αλλαγής και υλοποίησης του οράματος φαίνονται μακρινές στον κόσμο σου, ενώ γίνονται περισσότερο πιθανές κάπου αλλού, η αναχώρηση γι’ αυτόν τον τόπο μπορεί να μετατραπεί σε επιλογή. Μια Ελβετίδα ακτιβίστρια που εντάχθηκε το 1983 στις Ταξιαρχίες Εθελοντικής Εργασίας στη Νικαράγουα, εξηγούσε: «Στην μπατσοκρατούμενη κοινωνία μας, που είναι πνιγμένη στο μπετόν κι απειλείται από τα πυρηνικά, στην κοινωνία μας όπου κυριαρχεί ο μίζερος ατομικισμός, μας φαίνεται μερικές φορές πολύ δύσκολη υπόθεση να κρατήσουμε ζωντανό το λουλούδι της ελπίδας που έχει αρχίσει να μαραίνεται». Μια συντρόφισσά της πλειοδοτούσε: «Για πρώτη φορά, υπήρχε η χειροπιαστή δυνατότητα να πάμε σε μια χώρα και να έρθουμε σε επαφή με έναν λαό που πέτυχε την επανάστασή του» (9).

Χτες στην Ισπανία, στη ναζιστική Γερμανία, στην Παλαιστίνη το 1948 υπέρ των Ισραηλινών ή σήμερα στο Ιράκ ή στη Συρία, «ο συνδυασμός, αφενός της οικουμενικότητας η οποία κατορθώνει να ανυψωθεί πάνω από τους τοπικισμούς και, αφετέρου, του ριζώματος μέσα στην οικοδόμηση μιας χειροπιαστής “ουτοπίας” σε έναν συγκεκριμένο τόπο» (10) φαίνεται να εξηγεί τη μαζική κινητοποίηση ξένων εθελοντών. Εκφράζουν την ικανοποίησή τους που βρίσκονται «εκεί όπου συμβαίνουν σημαντικά πράγματα». Ο Σουλεϊμάν, εικοσιτετράχρονος μηχανοτεχνίτης που έφυγε την άνοιξη του 2013 για τη Συρία, μαζί με τη γυναίκα του και το παιδί τους, εξηγεί: «Πρόκειται για μια περίοδο που θα περάσει στην ιστορία κι εγώ θέλω να έχω συμμετάσχει σε αυτήν. (…) Γνωρίζουμε ότι ο Μαχντί («Σωτήρας») θα έρθει από εκεί κάτω, κι εγώ θέλω να είμαι εκεί» (11).

Στην πράξη, η απόκτηση των ερμηνευτικών εργαλείων με τα οποία γίνεται αντιληπτή η κατάσταση, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη δουλειά που έχουν πραγματοποιήσει οι «διαμεσολαβητές» που δρουν μέσα στις χώρες από τις οποίες κατάγονται οι ξένοι εθελοντές: τα πολιτικά κόμματα, οι εργατικές, σιωνιστικές ή μουσουλμανικές οργανώσεις, οι αθλητικοί, πολιτιστικοί ή φιλανθρωπικοί σύλλογοι αποτελούν χώρους στους οποίους παράγεται και διαχέεται η ιδεολογική εικόνα μιας σύγκρουσης. Εκτός από τους λόγους για τους οποίους μπορεί κάποιος να επιθυμεί να εγκαταλείψει τη χώρα του για να στρατευθεί ως εθελοντής στο εξωτερικό, σε ορισμένες περιπτώσεις του προσφέρουν και τα μέσα για να το κάνει, συγκεντρώνοντας χρήματα, δημιουργώντας ολόκληρο τον μηχανισμό που απαιτείται για να φτάσουν οι εθελοντές στον προορισμό τους, αγοράζοντας όπλα ή άλλο εξοπλισμό, και δημιουργώντας σημεία υποδοχής των εθελοντών στην εμπόλεμη ζώνη. Ορισμένοι από αυτούς τους «διαμεσολαβητές» είχαν στρατευθεί ανοιχτά στην υπόθεση που υποστήριζαν, όπως, για παράδειγμα, η American League for a Free Palestine, που έδρασε υπέρ του Ισραήλ ή οι δοσίλογοι του Parti Populaire Français του Ζακ Ντοριό, που προωθούσε τη στράτευση στην LVF. Άλλοι, έδρασαν με περισσότερο διακριτικό τρόπο, όπως το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην περίπτωση της Ισπανίας. Μερικές φορές τυχαίνει οι επίσημες αρχές να στηρίζουν αυτές τις ενέργειες, όπως συνέβη στην περίπτωση της CIA η οποία διευκόλυνε, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τον ακτιβισμό σε ορισμένα αμερικανικά τζαμιά, αποσκοπώντας στη στρατολόγηση εθελοντών και στην αποστολή τους στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές τις αποδοκιμάζουν.

Με την άνθηση του Ίντερνετ και των νέων τεχνολογιών γνώρισαν μεγάλη εξάπλωση και οι εικονικοί «διαμεσολαβητές», οι οποίοι διαδίδουν προπαγανδιστικά βίντεο, συμμετέχουν στο διάλογο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή, δίνουν πληροφορίες για τις αναγκαίες επαφές και για τις διαδρομές που θα πρέπει να ακολουθήσει ο εθελοντής. Έτσι, ο Φαρές και ο Ομάρ Ντιαμπύ (γνωστότερος με το ψευδώνυμο Ομάρ Ομσέν) απέκτησαν κάποια φήμη στους κύκλους των γαλλόφωνων που ενδιαφέρονται για τη σύγκρουση στη Συρία. Όμως, όπως υποστηρίζει ένας υπεύθυνος των γαλλικών υπηρεσιών πληροφοριών, «δεν πρέπει ποτέ να παραγνωρίζουμε τον παράγοντα της ζωντανής παρουσίας ενός ατόμου, το οποίο συγκεκριμενοποιεί και συνθέτει στην πραγματική ζωή τις θεωρίες που έχουν σταχυολογηθεί μέσα στα διάφορα διαδικτυακά φόρουμ» («Libération», 2 Ιουλίου 2015).

Ο ρόλος των «διαμεσολαβητών» ενισχύεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι η κινητοποίηση εθελοντών που θα αναχωρήσουν για το εξωτερικό στηρίζεται κυρίως σε μια άμιλλα μεταξύ συμμαθητών ή φίλων από την ίδια συνοικία, συναδέλφων, συντρόφων στο ίδιο κόμμα, ατόμων που ανήκουν στον ίδιο κύκλο προσευχής, ακόμα και μελών μιας οικογένειας. Έτσι, ο Πιέρ Αντριέ διηγείται ότι, όταν τέλειωσε μια εκδήλωση για την Ισπανία, ο ομιλητής ολοκλήρωσε τον λόγο του ρωτώντας «ποιος ήταν έτοιμος να φύγει για εκεί κάτω»: «Είχα πάει μαζί με τον φίλο μου τον Ζορζ Βαλέ, ήμασταν μαζί στην ίδια τοπική οργάνωση. Σήκωσε αμέσως το χέρι. Όταν τον είδα σκέφθηκα: “Στο κάτω κάτω, γιατί όχι;” Σήκωσα κι εγώ το χέρι». Για να φτάσουν στον προορισμό τους, οι πρώτοι εθελοντές προχωρούν διστακτικά, ψάχνοντας. Στη συνέχεια, όταν βρουν τον δρόμο τους και φτάσουν στον προορισμό τους, μεταδίδουν χρήσιμες πληροφορίες στους οικείους τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μερικές φορές στον τόπο προορισμού τους ολόκληρες ομάδες γνωστών. Έτσι, για ένα διάστημα, στη Συρία και στο Ιράκ προέκυψε μια ομάδα αποτελούμενη από μια εικοσαριά άτομα που προέρχονταν από την περιοχή του Λυνέλ (νομός του Ερώ στη Νότια Γαλλία), κι άλλη μια που αποτελούνταν από δεκαπέντε γείτονες της συνοικίας του Μεϊνό του Στρασβούργου.

Εάν η ιδεολογία δεν αποδεικνύεται αρκετή για να πυροδοτήσει αυθόρμητα τη στράτευση σε μια υπόθεση, της δίνει αναμφίβολα ένα νόημα το οποίο εύκολα αντιλαμβανόμαστε ακούγοντας τις μαρτυρίες των περισσότερων ξένων μαχητών. Ωστόσο, οι διηγήσεις είναι ατελείς, ενώ μερικές φορές αποδεικνύονται και απατηλές. Πράγματι, αποτελούν κυρίως τρόπους παρουσίασης και προβολής του εθελοντή, δικαιολογίες απέναντι στους οικείους τους ή στους δημοσιογράφους και στους ερευνητές που τους θέτουν ερωτήσεις. Είναι πολύ πιο δύσκολο να προβάλλει κανείς ορισμένα πολύ πιο πεζά κίνητρα, για παράδειγμα τη ρήξη με την οικογένεια, μια σχέση που τέλειωσε, την ανάγκη κοινωνικής αναγνώρισης ή ακόμα και την επιθυμία να ανακαλύψουν τον κόσμο. Έτσι, οι λόγοι που επικαλούνται συμπίπτουν συχνά με εκείνους που προβάλλουν οι οργανώσεις στις οποίες εντάσσονται, με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνεται και να ενισχύεται η ψευδαίσθηση της απόλυτης ταύτισης ανάμεσα στους μαχητές και στην υπόθεση στην οποία έχουν στρατευθεί (12).

Συνεπώς, πέρα από τη ρητορική, για να αναδειχθούν οι ατομικές και οι συλλογικές παράμετροι που καθορίζουν τη στράτευση, αποδεικνύεται ότι είναι αναγκαία η εξέταση των κοινωνικών χαρακτηριστικών και της ατομικής πορείας τους.

Το πρώτο κοινό στοιχείο τους: τα νιάτα. Από την ανάλυση που πραγματοποίησε ο ιστορικός Ρεμί Σκουτέλσκι στις 3.910 καρτέλες που είχαν συμπληρώσει οι Γάλλοι εθελοντές στην Ισπανία, προκύπτει ότι τα άτομα ηλικίας μικρότερης των 30 ετών αποτελούσαν το 60% του συνόλου, ενώ οι άνω των 40 ετών αποτελούσαν μονάχα το 4,4%. Το μητρώο των 595 «ξένων μαχητών» που έπεσε στα χέρια του αμερικανικού στρατού στην πόλη του Σιντζάρ τον Οκτώβριο του 2007, αποκαλύπτει ότι περισσότεροι από τους μισούς είχαν ηλικία μικρότερη των 22 ετών (13). Όσο για την περίπτωση των 235 μελών των Ταξιαρχιών Αλληλεγγύης προς τη Νικαράγουα που μελέτησε ο Κάντελμπαχ, το 65% είχαν ηλικία μικρότερη των 29 ετών και μόνο το 6,8% ήταν άνω των 40 ετών. Τέλος, εάν πιστέψουμε το πόρισμα της επιτροπής του γαλλικού Κοινοβουλίου, οι Γάλλοι εθελοντές στη Συρία είναι «κατά κύριο λόγο νέοι 15-30 ετών» (14).

«Στρατιώτες Gucci» από τις χώρες του Περσικού Κόλπου

Αν και περισσότερο δύσκολη, η ανάλυση της κοινωνικής και επαγγελματικής κατάστασης των εθελοντών αποκαλύπτει επίσης ορισμένες σταθερές. Καταρχάς, η στράτευση αφορά περισσότερο τους εργάτες και τους χειρώνακτες: οι δύο αυτές ομάδες αποτελούσαν το 82% των Γάλλων εθελοντών στις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Για τη (γαλλική φασιστική) LVF, o Φιλίπ Καράρ αναφέρει ότι «οι υπάλληλοι, οι εργάτες στα εργοστάσια και οι εργάτες γης αποτελούσαν το κύριο μέρος της οργάνωσης, αποδεικνύοντας ότι αυτή στρατολογούσε τα μέλη της κυρίως από τα χαμηλότερα στρώματα της μικροαστικής τάξης και από το λούμπεν προλεταριάτο» (15). Αντίθετα, στην περίπτωση του Ιράκ και της Νικαράγουας, κυριαρχούν οι φοιτητές: 43% και 20% των στρατολογημένων εθελοντών αντίστοιχα.

Αν και κατατοπιστικές, οι στατιστικές απαιτούν περισσότερες διευκρινήσεις. Πράγματι, υπονοούν ότι μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις της στράτευσης είναι η «διαθεσιμότητα του βιογραφικού» (16). Η απουσία σταθερής δουλειάς, η οποία δίνει ένα νόημα στη ζωή του εργαζόμενου και η απουσία σταθερής οικογενειακής ζωής (κυρίως τα παιδιά) αποτελούν στοιχεία τα οποία σε πολλές περιπτώσεις διευκολύνουν την αναχώρηση, καθώς «τίποτε δεν σε κρατάει στον τόπο σου». Η διαθεσιμότητα αφορά περισσότερο τους νέους και τους φοιτητές, αν και μερικές φορές αφορά επίσης και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που βίωσαν την απώλεια της εργασίας τους, έναν χωρισμό ή τον θάνατο ενός οικείου τους.

Η στράτευση προσφέρει καταρχάς μια ρήξη με την κοινοτοπία της καθημερινότητας. Ο αναρχικός Λεό Βολίν, βετεράνος της μάχης του Τερουέλ, μιας από τις σκληρότερες του ισπανικού εμφυλίου, εξηγεί: «Έφτιαχνα ραδιόφωνα ολημερίς, έξι μέρες τη βδομάδα, για να πάω ένα σινεμά την Κυριακή και να συνεχίσω τη δουλειά από Δευτέρα, για να ξαναπάω το κυριακάτικο σινεμαδάκι. Αυτή ήταν η ζωή μου εκείνη την εποχή! Ε, λοιπόν, όχι, τέρμα αυτή η μονότονη ζωή. Η ζωντάνια των είκοσι χρόνων μου μίλησε, και νομίζω ότι το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση πολλών άλλων». Από την πλευρά του, ο Μάλετ αναφέρει την παρουσία στο Αφγανιστάν γόνων «καλών οικογενειών» του Περσικού Κόλπου, οι οποίοι «πηγαινοερχόντουσαν λες και βρίσκονταν σε οργανωμένο ταξίδι, σε διακοπές». Αυτό το φαινόμενο πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε οι ντόπιοι μαχητές αποκαλούσαν «στρατιώτες Gucci» όλους τους ξένους που συμμετείχαν σε αυτά τα «jihad tours».

Η έλξη που ασκεί το άγνωστο συνδυάζεται ορισμένες φορές και με την επιθυμία για κοινωνική αναγνώριση. Όσοι έχουν κάποια στρατιωτική, τεχνική ή ιατρική εκπαίδευση μπορούν να ελπίζουν ότι θα ανελιχθούν σε θέσεις οι οποίες ήταν αδιανόητες γι’ αυτούς στη χώρα από την οποία κατάγονται. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός Γάλλου μουσουλμάνου ο οποίος είχε υπηρετήσει στη Λεγεώνα των Ξένων και του ανατέθηκε η διοίκηση μάχιμων στρατιωτικών μονάδων στο Βόρειο Ιράκ. Όσοι στερούνται κατάρτισης μπορούν τουλάχιστον να επιτύχουν την κοινωνική ένταξή τους στην ομάδα των μαχητών, και μερικές φορές να εξασφαλίσουν έναν μισθό. Αναζητούν επίσης τη δυνατότητα να αποκαταστήσουν την αξιοπρέπειά τους με το «να φανούν χρήσιμοι», τη στιγμή που –πολύ συχνά- η κοινωνία στην οποία ζούσαν προηγουμένως τους αντιμετώπιζε ως περιττούς και άχρηστους.

Αυτό συμβαίνει κυρίως στην περίπτωση των ατόμων που είχαν ένα παρελθόν παραβατικότητας και τα οποία έχουν μαζική παρουσία σε όλες τις περιπτώσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης. Φυσικά, ο φόβος της δίωξης ή η αναμονή μιας δίκης επιταχύνουν την αναχώρηση για το εξωτερικό. Παράλληλα, η ένοπλη στράτευση αποτελεί συνέχεια των ριψοκίνδυνων συμπεριφορών του παρελθόντος (βία, προκλητική αδιαφορία απέναντι στον κίνδυνο, κατανάλωση ναρκωτικών… ). Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι αυτή η εμπειρία προσφέρει πολλές ευκαιρίες για την οικοδόμηση της αυτοεκτίμησης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συνδικαλιστή Φρανσουά Μαζού, «υπήρξαν Γάλλοι που είχαν κάπως παρεκτραπεί από κοινωνική άποψη και οι οποίοι πήγαν στην Ισπανία. Εκεί επέστρεψαν στον ίσιο δρόμο και μπήκαν στο πνεύμα και στον τρόπο δράσης των Διεθνών Ταξιαρχιών. Κι είχαν μια ηθική συμπεριφορά εντελώς διαφορετική από την… αμφιλεγόμενη συμπεριφορά της προηγούμενης ζωή τους». Οι ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες προσφέρουν ένα ιδανικό, ενώ μπορούν να εξασφαλίσουν κι ένα είδος αναγέννησης μέσα από την αλλαγή του ονόματος του πολεμιστή (17). Πιστεύεται ότι οι φωτογραφίες με το πολεμοχαρές ύφος που με τόσο απερίσκεπτο τρόπο δημοσιεύονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μαρτυρούν αυτήν ακριβώς την αλλαγή που συμβαίνει στα συγκεκριμένα άτομα.

Έτσι, η στράτευση στο εξωτερικό εμφανίζεται ως η συνάντηση, από τη μια πλευρά μιας ιδεολογικής δουλειάς που δημιουργεί ένα ιδεολογικό προφίλ της σύγκρουσης και, από την άλλη, των προσωπικών λόγων που παρακινούν στην αναχώρηση στο εξωτερικό. Αλλά, ο πίνακας δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης δίχως μια τρίτη –και καθοριστική- παράμετρο: το τι συμβαίνει όταν ο εθελοντής βρεθεί στον τόπο προορισμού του.

Κατά την άφιξή τους –μετά από ταξίδια τα οποία συχνά αποδεικνύονται περιπετειώδη, καθώς χρειάστηκε να ξεφύγουν από τους ελέγχους των αρχών και να βρουν τρόπο να περάσουν κρυφά τα σύνορα (συνήθως πληρώνοντας επαγγελματίες διακινητές)- οι υποψήφιοι μαχητές ανακαλύπτουν καταστάσεις ιδιαίτερα περίπλοκες. Μπορεί μια πόλη ή μια περιοχή να ελέγχεται τη μια μέρα από μια παράταξη ή από μια φατρία και την επόμενη μέρα από μια άλλη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαδραματίζει η τύχη σημαντικό ρόλο στην επιλογή της μονάδας στην οποία θα καταταγούν: κομμουνιστές εθελοντές εντάχθηκαν τελικά σε φάλαγγες αναρχικών στην Ισπανία, ενώ δεν είναι διόλου αυτονόητο για τους νεαρούς Ευρωπαίους εθελοντές ότι θα κατορθώσουν σίγουρα να συναντήσουν τις μονάδες της Οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους ή του Μετώπου Αλ-Νόσρα. Πράγματι, αντίθετα απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι ηγεσίες τους, καμία από αυτές τις δύο οργανώσεις δεν είναι μια πραγματικά ενοποιημένη οργάνωση: πρόκειται μάλλον για ομαδοποιήσεις ομάδων μάχης («katibas»), οι οποίες ελέγχουν μια περιοχή και στρατολογούν μαχητές κυρίως από την περιφέρειά τους, και οι οποίες τάσσονται κάτω από τη σημαία της μιας ή της άλλης οργάνωσης. Μάλιστα, σε μια από τις σπάνιες μελέτες για τη σύγκρουση στη Συρία, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν επί τόπου, ο Ρομέν Υέ αποδεικνύει ότι ορισμένοι μαχητές που είχαν ενταχθεί αρχικά στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, στη συνέχεια εντάχθηκαν σε μια από τις δύο ισλαμιστικές οργανώσεις, ανάλογα με τις αλλαγές που προέκυψαν στον συσχετισμό δυνάμεων (18).

Τους κρατάνε μακριά από τα πυρά του μετώπου

Επίσης, εκείνη ακριβώς τη στιγμή πραγματοποιείται η συνάντηση της επιθυμίας των νεοαφιχθέντων να ριχθούν στη μάχη, με τις επιχειρησιακές ανάγκες των ένοπλων ομάδων της περιοχής, οι οποίες όμως δεν συμπίπτουν πάντοτε. Η καλή θέληση, ακόμα και μερικές εβδομάδες στρατιωτικής εκπαίδευσης, δεν αρκούν για τη δημιουργία εμπειροπόλεμων μαχητών. Ο Αμπού Χαζάρ, Γάλλος μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών συριακής καταγωγής και μέλος των Γερακιών του Σαμ, το εξηγεί δίχως περιστροφές και ωραιοποιήσεις: «Τέτοιοι νεαροί είναι μερικές φορές ένα βαρίδι για μας. Δεν έχουν πιάσει ποτέ όπλο στη ζωή τους. Έτσι, αυτό που συμβουλεύω τους αδελφούς μας που επιθυμούν να ενταχθούν στις τάξεις των μουτζαχεντίν, είναι σε πρώτη φάση να αρχίσουν να τους υποστηρίζουν οικονομικά». Την ίδια άποψη συμμεριζόταν και ο Αντρέ Μαρτύ, γενικός επιθεωρητής των Διεθνών Ταξιαρχιών στην Ισπανία, όταν έγραφε, το 1936, στους υπεύθυνους του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος: «Το απόσπασμα των 515 ατόμων που υποδεχθήκαμε σήμερα το πρωί είναι ακόμα χειρότερο κι από το προηγούμενο: περίπου το 42% από αυτούς δεν έχουν ποτέ εκπληρώσει στρατιωτική θητεία. Υπάρχουν επίσης και ασθενείς και άτομα που απαλλάχθηκαν από τη στράτευση λόγω τραυματισμού».

Δεδομένης της σπανιότητας των υλικών πόρων (όπλα, πυρομαχικά, τρόφιμα), οι οργανώσεις επιδιώκουν να τους διαθέσουν σε εκείνους οι οποίοι είναι σε θέση να τους χρησιμοποιήσουν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, καθώς επίσης και να επιλέξουν όσους είναι σε θέση να προσαρμοστούν γρήγορα στις απαιτήσεις της στρατιωτικής τακτικής τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, σε πολλούς νεαρούς εθελοντές στο Ιράκ και στη Συρία ανατίθενται μονότονα και κατώτερα καθήκοντα, όπως η φύλαξη ενός στρατοπέδου ή ενός σημείου ελέγχου, ενώ οφείλουν να αγοράσουν οι ίδιοι τον οπλισμό τους και τα πυρομαχικά τους (1.300 έως 1.500 ευρώ για ένα καλάσνικοφ). Ο Γιασίν, ο οποίος κατάγεται από το Σεν-Σαιν Ντενί (19) εξηγεί ότι, «όταν στέλνεσαι στο μέτωπο, τις σφαίρες σού τις εξασφαλίζει η κατίμπα, η μονάδα σου. Όμως, για τη δική σου την ασφάλεια, είναι καλύτερο να τις αγοράζεις εσύ ο ίδιος. Κάθε σφαίρα κοστίζει ένα ευρώ».

Δεν συμβαίνει το ίδιο με όσους διαθέτουν σπάνιες δεξιότητες. Ο Μαρτύ εξηγεί σε επιστολή του: «Κατά τη γνώμη μας, τα μόνα άτομα που δεν έχουν κάνει τη στρατιωτική θητεία τους και μπορούν να σταλούν στην Ισπανία είναι όσοι έχουν μια εξειδίκευση (πιλότοι, μηχανικοί οχημάτων κ.λπ.)». Η Haganah, παράνομη σιωνιστική οργάνωση η οποία υπήρξε εξαιρετικά δραστήρια κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Παλαιστίνη (1947-1949), προσέγγισε άμεσα και προσωπικά Αγγλοσάξονες πιλότους της πολεμικής και της πολιτικής αεροπορίας για να ενταχθούν στις τάξεις της. Πιο πρόσφατα, οι προπαγανδιστές του Ισλαμικού Κράτους απηύθυναν μέσα από τις στήλες της Dabiq, της αγγλόφωνης επιθεώρησης που εκδίδουν, «μια ειδική έκκληση στα άτομα που διαθέτουν στρατιωτική εμπειρία και διοικητικές γνώσεις, καθώς επίσης και στους γιατρούς και στους μηχανικούς κάθε ειδικότητας. Τους καλούμε και τους υπενθυμίζουμε ότι οφείλουν να φοβούνται τον Αλλάχ και ότι η αναχώρησή τους είναι “γουαζίμπ αγιανί” (ατομική υποχρέωση του πιστού). Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην πιεστική ανάγκη που υπάρχει για άτομα αυτού του είδους: οι μουσουλμάνοι τους χρειάζονται» (20).

Παρ’ όλο που οι «ειδικοί» αποτελούν πολύτιμα αποκτήματα, αντιμετωπίζονται συνήθως με σεβασμό και πληρώνονται καλά, οι υπόλοιποι ξένοι εθελοντές δυσκολεύονται να ενσωματωθούν πλήρως στις τάξεις των ντόπιων μαχητών. Εκτός από τη μετριότατη στρατιωτική τους αξία, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καθόλου –ή ελάχιστα- την τοπική γλώσσα, γεγονός που αυξάνει τα προβλήματα συντονισμού των επιχειρήσεων και τους κινδύνους στο πεδίο της μάχης. Έτσι, ομαδοποιούνται κατά γλώσσες, σε αυτόνομες ταξιαρχίες, πράγμα που εντείνει την απόσταση που τους χωρίζει από τις υπόλοιπες μονάδες.

Η άγνοια της γλώσσας συνοδεύεται συχνά από την άγνοια της κατάστασης στο τοπικό επίπεδο, τόσο πολιτισμικό όσο και πολιτικό. Οι ιδεολογικοί όροι με τους οποίους οι ξένοι μαχητές αντιλαμβάνονται τη σύγκρουση –εξάλλου αυτοί ακριβώς οι όροι δικαιολογούσαν τη στράτευσή τους- τους ωθούν να υιοθετούν άκαμπτες θέσεις αρχής εκεί όπου οι ντόπιοι ομόλογοί τους προτιμούν συχνά περισσότερο πραγματιστικές προσεγγίσεις. Οι ντόπιοι μάχονται περισσότερο για να υπερασπιστούν την οικογένειά τους και το χωριό τους και λιγότερο για ένα γενικότερο πρόγραμμα. Όπως διηγείται ο Μαρτύ, «ο σεχταρισμός ήταν η γενική ασθένεια των εθελοντών, αμέσως μόλις έφθαναν στην Ισπανία, όπως επίσης και η έλλειψη κατανόησης της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου και της κατάστασης που επικρατεί στην Ισπανία. Επί τρεις μήνες, Γάλλοι, Πολωνοί, Ιταλοί κ.λπ. είχαν ένα και μόνο σύνθημα: “Σοβιέτ παντού!”». Ο Μάλετ αναφέρει επίσης ότι ήταν φανερές παρόμοιες τριβές στο Αφγανιστάν, στη Βοσνία ή στη Σομαλία ανάμεσα στους οπαδούς της «παγκόσμιας τζιχάντ» και σε όσους επιθυμούσαν καταρχάς την εκδίωξη των σοβιετικών, σερβικών ή αμερικανικών στρατευμάτων, καθώς και οι τριβές ανάμεσα στις αντίπαλες φατρίες. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στην Παλαιστίνη, το αρκτικόλεξο Machal της οργάνωσης των ξένων εθελοντών που πολεμούσαν στο πλευρό των Ισραηλινών (21) μετατράπηκε στα γιντίς (22) σε «τρελοί του εξωτερικού για τη Γη του Ισραήλ».

Από τη στιγμή που εγκατέλειψαν τη χώρα τους για να πολεμήσουν για ένα ιδανικό, οι ξένοι μαχητές αποδεικνύονται συχνά αδιάλλακτοι τη στιγμή που οι τοπικοί ηγέτες αποφασίζουν ότι χρειάζεται να συναφθούν στρατηγικές συμμαχίες με ένοπλες ομάδες που έχουν διαφορετικές πολιτικές θέσεις ή θρήσκευμα ή ανήκουν σε διαφορετική εθνοτική κοινότητα. Μερικές φορές δε, προσπαθούν να επιβάλλουν τις δικές τους απόψεις στον τοπικό πληθυσμό, αγνοώντας την ιστορία του. Κι ο ίδιος ο Όμσεν, εφήμερος «εμίρης» μιας γαλλικής ταξιαρχίας στη Συρία, εξεγείρεται ενάντια στις βιαιοπραγίες που διέπραξαν ορισμένοι νεαροί Ευρωπαίοι, θεωρώντας ότι ενδέχεται να απομακρύνουν τους αυτόχθονες πληθυσμούς από την υπόθεση για την οποία αγωνίζονται: «Πήγα μια μέρα να τους δω και τους είπα τα εξής: “Η σαρία που εφαρμόζετε είναι άδικη”. (…) Πριν προχωρήσει κανείς στο μαστίγωμα ενός ζευγαριού που διατηρούσε ερωτικές σχέσεις χωρίς να είναι παντρεμένο, πρέπει να έχει κάνει διαπαιδαγώγηση. (…) Ο προφήτης χρειάστηκε είκοσι τρία χρόνια για να θέσει τις βάσεις της θρησκείας. Το οινόπνευμα δεν απαγορεύτηκε μονομιάς».

Καθώς οι ξένοι μαχητές δεν έχουν και τόσο καλή φήμη στο στρατιωτικό επίπεδο και βρίσκονται σε διαφορά φάσης με τις απαιτήσεις τακτικής που επιβάλλει η σύγκρουση, δυσκολεύονται να αποκτήσουν νομιμοποίηση στις περιοχές όπου αναπτύσσονται. Έτσι, είτε τους κρατάνε μακριά από τα πυρά του μετώπου (όπως συνέβη στην περίπτωση της λεγεώνας LVF που εντάχθηκε στις «μεραρχίες ασφαλείας» του γερμανικού στρατού που ήταν αρμόδιες για την τήρηση της τάξης στα μετόπισθεν) είτε, αντίθετα, τους χρησιμοποιούν με μεγάλη ευκολία ως σάρκα για κανόνια. Τον χειμώνα του 1937-1938, η μάχη του Τερουέλ στην οποία ένα ολόκληρο τάγμα της 13ης Διεθνούς Ταξιαρχίας τέθηκε εντελώς εκτός μάχης, έμεινε χαραγμένη για πάντα στη μνήμη των επιζώντων: τόσο μεγάλη ήταν η αναλογία νεκρών και τραυματιών σε σχέση με τις υπόλοιπες μονάδες. Στο δε Ιράκ, έχει υποστηριχθεί ότι το πνεύμα αυτοθυσίας σε συνδυασμό με τη χαμηλή στρατιωτική αξία των ξένων εθελοντών εξηγεί γιατί οι τοπικές οργανώσεις τούς χρησιμοποιούν για τη διάπραξη επιθέσεων αυτοκτονίας (23). Εάν σε όλα αυτά προστεθούν η σκληρότητα του πολέμου (ακόμα και μακριά από το μέτωπο), η διάρκειά του, η απόσταση –ή ακόμα και η δυσπιστία- που τους χωρίζει από τους τοπικούς πληθυσμούς, αλλά και οι διαδικασίες της εμπλοκής τους στη μάχη, τότε εύκολα καταλαβαίνει κανείς την κατάρρευση του ηθικού από την οποία πάσχουν συχνά οι ξένοι εθελοντές.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, όσοι συνεχίζουν να μάχονται το κάνουν λιγότερο από ιδεολογική πεποίθηση και περισσότερο από υπερηφάνεια, από αλληλεγγύη απέναντι στην ομάδα ή από αίσθηση καθήκοντος απέναντι στους συντρόφους που έχουν σκοτωθεί. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να το σκάσουν. Τον Φεβρουάριο του 1937, ο ηγέτης της ισπανικής δημοκρατικής κυβέρνησης Φρανσίσκο Λάργκο Καμπαλέρο έκλεισε τα σύνορα και διέταξε τον διευθυντή της Ασφάλειας να εμποδίσει «με κάθε μέσο και με τη συνδρομή των αστυνομικών και των “ομάδων εφόδου”» την αναχώρηση των ξένων εθελοντών. Λέγεται δε ότι, από την πλευρά του, το Ισλαμικό Κράτος δημιούργησε στη Ράκα στρατιωτική αστυνομία με αποστολή το κυνήγι των λιποτακτών και μάλιστα ότι έχει ήδη εκτελέσει μια εκατοντάδα («Financial Times», 19 Δεκεμβρίου 2014). Η Dabiq φρόντισε να δημοσιεύσει μια φωτογραφία η οποία δείχνει την εκτέλεση δύο από αυτούς (24). Όταν πρόκειται για ανήλικους ή για στρατιώτες με μετριότατες επιδόσεις, οι τοπικοί στρατιωτικοί ηγέτες δείχνουν μεγαλύτερη επιείκεια και αφήνουν ορισμένα άτομα να φύγουν. Στις 2 Ιουλίου του 2015, από τα 1.210 άτομα που είχαν εγκαταλείψει τη Γαλλία για να μεταβούν στη Συρία και στο Ιράκ, το 27% είχε ήδη επιστρέψει (25).

Τι θα κάνουν όταν επιστρέψουν στη χώρα τους;

Ακόμα και στην περίπτωση της νίκης, οι ξένοι εθελοντές δεν παραμένουν συνήθως στη χώρα όπου πήγαν να πολεμήσουν. «Ήμουν έτοιμος να πεθάνω για το Ισραήλ, όχι όμως και να ζήσω σε αυτό», συνοψίζει ένας Νοτιοαφρικανός της Machal o οποίος επέστρεψε στη χώρα του, όπως εξάλλου και το 90% των συντρόφων του (26). Οι επιστροφές πάντα ανησυχούσαν –και δικαίως- τις αστυνομικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες πληροφοριών. Άραγε αυτοί οι μαχητές θα συνεχίσουν τη δράση τους στη χώρα από την οποία κατάγονται, απειλώντας να ανατρέψουν την πολιτική ή την κοινωνική τάξη της ή μήπως, κουρασμένοι πλέον, θα αναζητήσουν μια λιγότερο ταραχώδη ζωή;

Φυσικά, η απάντηση εξαρτάται από τα άτομα και από τη συγκυρία, αλλά επίσης και από τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές. Οι Μάλετ και Σκουτέλσκι προβαίνουν στην υπόθεση ότι οι πρώην μαχητές που μπόρεσαν να επανενταχθούν χωρίς πολλές δυσκολίες στην ειρηνική ζωή (αποτελώντας αντικείμενο λιγότερο ή περισσότερο διακριτικών μέτρων αστυνομικής επιτήρησης) συνέχισαν μερικές φορές την πολιτική δράση τους, αλλά με χαμηλότερη ένταση. Αντίθετα, όλοι όσοι κινδύνευαν να βρεθούν αντιμέτωποι με άγρια καταστολή, όπως για παράδειγμα οι εθελοντές στο Αφγανιστάν που κατάγονταν από αραβικές χώρες, ακολούθησαν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Καθώς δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στον τόπο τους, πολλοί από αυτούς μετατράπηκαν σε «επαγγελματίες», οι οποίοι περνούσαν από τη μια σύγκρουση στην άλλη. Έγιναν κατ’ αυτόν τον τρόπο σημεία επαφής ανάμεσα σε διασκορπισμένες ομάδες, συνέβαλαν στην ενοποίησή τους κάτω από μια κοινή σημαία (την «παγκόσμια τζιχάντ») και προσέφεραν και διέδωσαν σε αυτόν τον χώρο την τεχνογνωσία τους στα ζητήματα της οργάνωσης επιθέσεων αυτοκτονίας, της κατασκευής πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων κ.λπ..

Ο κοινωνιολόγος Εμίλ Ντυρκχάιμ καθιέρωσε ως θεμέλιο των κοινωνικών επιστημών την παρατήρηση και τη σύγκριση. Φυσικά, όχι επειδή τα πάντα έχουν την ίδια αξία: τα μέλη των Διεθνών Ταξιαρχιών δεν έχουν καμία σχέση με τους εθελοντές της LVF, της Machal και του Ισλαμικού Κράτους, κι αυτές οι εμπειρίες δεν είναι δυνατόν να μπουν κάτω από την ίδια ετικέτα. Εντούτοις, η συστηματική ανάλυση των συγκεκριμένων μηχανισμών μέσα από τους οποίους στρατεύτηκαν και πολέμησαν τόσο διαφορετικά άτομα για να επιτύχουν την υλοποίηση τόσο διαφορετικών ουτοπιών, μεταθέτει το ζήτημα από το πεδίο της ηθικής αξιολογικής κρίσης στο πεδίο της πολιτικής. Πώς είναι δυνατόν, κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, να καταπολεμηθεί ένα ιδανικό το οποίο ενδέχεται να ωθήσει ένα συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού να εγκαταλείψει τη χώρα του επειδή αυτό ακριβώς το ιδανικό δίνει νόημα στη ζωή του; Είναι βέβαιο ότι για όλα αυτά δεν αποτελεί απάντηση η προσφυγή στην τεμπέλικη ρητορική περί «πολέμου των πολιτισμών», η οποία συνδυάζει στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό και ένταση της υστερίας για μεγιστοποίηση της δημόσιας ασφάλειας στο εσωτερικό της χώρας.

Laurent Bonelli

Επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Paris Ouest Nanterre (Institut des sciences sociales du politique).
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1O Mehdi Nemmouche είναι ένας νεαρός Γάλλος ο οποίος κατηγορείται για την τρομοκρατική επίθεση εναντίον του Εβραϊκού Μουσείου των Βρυξελλών, στις 24 Μαΐου του 2014, η οποία προκάλεσε τέσσερις νεκρούς. Υπάρχουν υπόνοιες ότι είχε περάσει μια χρονιά στη Συρία.

(2David Malet, «Foreign Fighters, Transnational Identity in Civil Conflicts», Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 2013.

(3Jonathan Prod’homme, «Le djihad lol», Vice.com, 12 Φεβρουαρίου

(4(Σ.τ.Μ.) Μερικές ημέρες πριν από την απελευθέρωση του Παρισιού από τις δυνάμεις της Ελεύθερης Γαλλίας του στρατηγού Ντε Γκολ και της Αντίστασης.

(5(Σ.τ.Μ.) Έδρα της κυβέρνησης της Ελεύθερης Γαλλίας του Ντε Γκολ και συντονιστικό κέντρο της γαλλικής Αντίστασης.

(6Philippe Carrard, «Nous avons combattu pour Hitler», Armand Colin, Παρίσι

(7Rémi Skoutelsky, «L’espoir guidait leurs pas. Les volontaires français dans les Brigades Internationales (1936-1939)», Grasset, Παρίσι, 1998. Εάν δεν υπάρχει ένδειξη περί του αντιθέτου, όλες οι παραπομπές που αφορούν τις Διεθνείς Ταξιαρχίες προέρχονται από αυτό το έργο.

(8François Vignolle και Azzeddine Ahmed-Chaouch, «La France du djihad», Editions du Moment, Παρίσι, 2014.

(9Thomas Kadelbach, «Les Brigadistes suisses au Nicaragua (1982-1990)», Université de Fribourg, συλλογή «Αux sources du temps présent», 2006.

(10Pierre-Jean Luizard, «Le Piège Daech. L’Etat islamique ou le retour de l’Histoire», La Découverte, Παρίσι, 2015.

(11David Thomson, «Les Français jihadistes», Les Arènes, Παρίσι Εάν δεν υπάρχει ένδειξη περί του αντιθέτου, όλες οι παραπομπές που αφορούν την Συρία προέρχονται από αυτό το έργο.

(12Pascal Dauvin και Johanna Siméant, «Le Travail humanitaire. Les acteurs des ONG, du siège au terrain», Presses de Sciences Po, Παρίσι, 2002.

(13Brian Fishman και Joseph Felter, «Al-Qaida’s Foreign Fighters in Iraq: A First Look at the Sinjar Records», Combating Terrorism Center, Νέα Υόρκη, 2007.

(14Nathalie Goulet και André Reichardt, «Rapport sur l’organisation et les moyens de la lute contre les réseaux djihadistes en France et en Europe», Γαλλική Γερουσία, Παρίσι, Απρίλιος

(15Philippe Carrard, «Nous avons combattu pour Hitler», ό.π.

(16Doug Mc Adam, «Recruitment to high risk activism. The case of Freedom Summer», American Journal of Sociology, τόμος 92, n°1, Σικάγο

(17(Σ.τ.Μ.) Συνήθως, οι Ευρωπαίοι πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος έχουν μεν μουσουλμανικά ονόματα, αλλά πρόκειται για τα μουσουλμανικά ονόματα με τα οποία είναι περισσότερο εξοικειωμένοι οι Ευρωπαίοι (Μουσταφά, Αχμέτ, Μεχμέτ, Αϊσά κ.λπ.). Έτσι, ένα από τα πρώτα μελήματα των εθελοντών τζιχαντιστών είναι να επιλέξουν ένα πραγματικά παραδοσιακό μουσουλμανικό όνομα.

(18Romain Huët, «Quand les “malheureux” deviennent des “enragés”: ethnographie de moudjahidins syriens (2012-2014)», Cultures et Conflits, n97, Παρίσι, καλοκαίρι

(19(Σ.τ.Μ) Νομός της περιφέρειας του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος του Παρισιού, πρώην βιομηχανική περιοχή που έχει πληγεί από την αποβιομηχάνιση. Το πρώην «κόκκινο κάστρο» είναι σήμερα ένας από τους φτωχότερους νομούς της χώρας, με ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό ανεργίας και υψηλό ποσοστό μεταναστών και κυρίως δίχως χαρτιά. Μάλιστα, οι κάτοικοί του έχουν τόσο πολύ στιγματιστεί, ώστε συχνά θεωρείται σχεδόν «αυτοκτονική ενέργεια» η αποστολή βιογραφικού με διεύθυνση και ταχυδρομικό κωδικό αυτής της περιοχής.

(20Dabiq, n°1, Ramadan 1435 (Ιούλιος 2014).

(21(Σ.τ.Μ.) Ακόμα και σήμερα, πολλοί Εβραίοι -Γάλλοι ή Ευρωπαίοι πολίτες- επιλέγουν να πραγματοποιήσουν στρατιωτική θητεία στον ισραηλινό στρατό (στη Γαλλία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία έχει καταργηθεί), και μάλιστα συχνά προσφέρονται εθελοντικά να υπηρετήσουν στα κατεχόμενα εδάφη.

(22(Σ.τ.Μ.) Γερμανοεβραϊκή γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι της Κεντρικής Ευρώπης και στη συνέχεια οι εβραϊκές κοινότητες των Ηνωμένων Πολιτειών.

(23Mohamed M Hafez, «Suicide Bombers in Iraq: The Strategy and Ideology of Martyrdom», United States Institute of peace, Ουάσιγκτον, 2007.

(24Dabiq, n°5, Muharram 1436 (Νοέμβριος 2014).

(25Sébastien Pietrasanta, «La déradicalisation, outil de lute contre le terrorisme», Έκθεση του γαλλικού υπουργείου Εσωτερικών (και Δημόσιας Τάξης), Παρίσι, Ιούλιος 2015.

(26David Malet, ό.π.

Μοιραστείτε το άρθρο