Γιατί να χάνεις την ώρα σου με έναν βουλευτή, όταν μπορείς να απευθυνθείς άμεσα σε εκείνους που κατέχουν την εξουσία; Σε ένα σικ εστιατόριο των Βρυξελλών, ο λομπίστας Έρικ Πόλνιους (1) μιλάει δίχως περιστροφές : «Για μένα, υπάρχουν δύο τύποι λομπίστα: καταρχάς, εκείνοι που πηγαίνουν να δουν ένα μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όταν πρέπει να προωθήσουν μια πρόταση νομοθετικού κειμένου…». Η κοροϊδευτική γκριμάτσα του προσώπου του μας αποκαλύπτει αμέσως τι ιδέα έχει για τα άτομα που προβαίνουν σε αυτό το εγχείρημα, οπότε τίθεται αυτόματα το εξής ερώτημα: ποια είναι λοιπόν αυτά τα τόσο ισχυρά άτομα στα οποία προτιμούν να απευθύνονται οι λομπίστες της δεύτερης κατηγορίας; «Μα, φυσικά, οι γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Δεν πρόκειται για ευφυολόγημα. Οι ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδίδουν εξαιρετικά εκτεταμένη εξουσία νομοθετικής πρωτοβουλίας στους 21.000 υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κυρίως στους 11.000 διαχειριστές της («AD» στην αργκό των Βρυξελλών).
Ο Πόλνιους δεν είναι ο μοναδικός λομπίστας που έχει ανακαλύψει πόσο σημαντικά είναι τα συγκεκριμένα άτομα. Πράγματι, πολλοί είναι εκείνοι που πολιορκούν τα γραφεία τους. Όμως, η δημιουργία δεσμών με αυτήν την κατηγορία απαιτεί χρόνο, είναι μια μορφή επένδυσης. Όπως παραδέχεται ανασηκώνοντας τους ώμους του ένας λομπίστας που εργάζεται για την Orgalime, την ισχυρή εργοδοτική ομοσπονδία του κλάδου των εργαλειομηχανών και των μηχανικών συσκευών, «υπάρχουν κοινοτικοί υπάλληλοι που φτάνουν και ξαναφεύγουν, αυτό είναι βέβαιο. Ωστόσο, εάν γνωρίζετε κάποιον που ήταν διευθυντής κάποιας υπηρεσίας και γίνεται γενικός διευθυντής, αυτή είναι η ιδανική περίπτωση: οι καλές σχέσεις συνεργασίας που αναπτύχθηκαν στο παρελθόν δεν χάνονται».
Οι γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιλέγονται κατόπιν διαγωνισμού και είναι μόνιμοι υπάλληλοι. Κι αν οι νεοπροσλαμβανόμενοι εισπράττουν καθαρό μηνιαίο μισθό 4.359 ευρώ (η παρακράτηση φόρου πραγματοποιείται στην πηγή), μπορούν να ελπίζουν ότι στο τέλος της καριέρας τους ο μισθός τους θα ανέρχεται στα 14.953 ευρώ. Επιπλέον, βρίσκονται στην καρδιά της λήψης των αποφάσεων που αφορούν την ευρωπαϊκή κοινότητα. Οι τμηματάρχες συντάσσουν την πρόχειρη μορφή των κειμένων που θα μετατραπούν σε ευρωπαϊκές οδηγίες. Οι διευθυντές υπηρεσιών και οι γενικοί διευθυντές αναλαμβάνουν ρόλο διαιτητή στις συγκρούσεις που πυροδοτούν τα υπό συζήτηση κείμενα. Συνεπώς, χάρη σε αυτούς, είναι δυνατόν να υπάρξει επέμβαση δύο φορές, σε δύο επίπεδα: αφενός, στο αρχικό στάδιο, επηρεάζοντας προς τον επιθυμητό προσανατολισμό τόσο τα θεμέλια στα οποία στηρίζονται οι νομοθετικές ρυθμίσεις, όσο και τη διατύπωσή τους ως κείμενο. Αφετέρου, είναι δυνατόν να υπάρξουν επεμβάσεις και στο επόμενο στάδιο, στη διαβούλευση που πραγματοποιείται ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (αυτό αποκαλείται «τριμερής διάλογος» (2)). Ένας καλός λομπίστας μπορεί επίσης να παρέμβει και κατά τη διάρκεια της «επιτροπολογίας» ή «διαδικασίας επιτροπής», δηλαδή στο στάδιο της διαδικασίας που συνίσταται στην ανάθεση της σύνταξης των εφαρμοστικών πράξεων που συγκεκριμενοποιούν τα ήδη ψηφισμένα κοινοτικά νομοθετικά κείμενα, σε ομάδες εργασίας που αποτελούνται από κοινοτικούς υπαλλήλους και εθνικούς εμπειρογνώμονες.
Για έναν επιχειρηματία που εμπορεύεται την άσκηση επιρροής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φαντάζει ως ένας πολύ πιο αβέβαιος χώρος. Οι επιχειρηματικοί κύκλοι δεν μπορούν ποτέ να είναι σίγουροι ότι η άποψη που προωθούν δεν θα απειληθεί από κάποια Μη Κυβερνητική Οργάνωση που πρόσκειται στους Πράσινους ή στο Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς (GUE). Η συζήτηση με τους γραφειοκράτες –παρουσιάζει επιπλέον το πλεονέκτημα της διακριτικότητας– εγγυάται συχνά πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Όπως μας εξηγεί η Πολίνα Ντράγκα, της κλαδικής ένωσης επιχειρήσεων του φυσικού αερίου (Eurogas), «αντιληφθήκαμε ότι μπορούσαμε να επηρεάσουμε περισσότερο τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πριν καν γίνουν γνωστά τα σχέδια των κοινοτικών οδηγιών. Γι’ αυτόν τον λόγο, επικεντρωνόμαστε σε αυτού του είδους τη δουλειά». Αναφερόμενη δε στις μελλοντικές συζητήσεις σχετικά με τις υποδομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ομολογεί : «Για παράδειγμα, σε αυτήν την περίπτωση, είχαμε τα κείμενα εργασίας πολύ νωρίτερα, από τη στιγμή που έφεραν ακόμα τον χαρακτηρισμό του διαβαθμισμένου εγγράφου».
Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε πολύ για να αρχίσει να μας περιγράφει ο Πόλνιους τις επιτυχίες του. Κατόρθωσε η οδηγία για τα απόβλητα και τα απορρίμματα που υιοθετήθηκε το 2008 να περιλαμβάνει και ένα σκέλος ανακύκλωσης, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των εργοδοτών του. Αυτό του επέτρεψε στη συνέχεια να προτείνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συγχρηματοδοτήσει την ανάπτυξη νέων τρόπων παραγωγής χαρτιού, οι οποίοι παρουσιάζονται ως καινοτόμοι: η εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα να αποκλειστούν από την συγκεκριμένη αγορά οι Ασιάτες ανταγωνιστές του κλάδου, καθώς δε θα έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάσουν βιοδιυλιστήρια, όπως εκείνα στα οποία επενδύουν οι πελάτες του χάρη στην κοινοτική συγχρηματοδότηση. Η περίπτωση είναι κλασική και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των καταστροφικών επιπτώσεων τέτοιου λόμπινγκ που επιχειρείται σε δύο φάσεις: καταρχάς, το ζητούμενο είναι να πειστούν οι κοινοτικοί υπάλληλοι να θεσπίσουν αυστηρότερες προδιαγραφές για ορισμένα περιβαλλοντικά ή υγειονομικά ζητήματα. Ο επόμενος στόχος είναι η εξασφάλιση επιδοτήσεων για τη δημιουργία των ενδεδειγμένων τεχνολογιών, μέσω των Συμπράξεων του Δημόσιου και του Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Προβάλλεται συνεπώς η υπεράσπιση του περιβάλλοντος, των εργαζόμενων, των καταναλωτών κ.λπ., τη στιγμή που το ζητούμενο είναι να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Έτσι, στις 17 Δεκεμβρίου του 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανήγγειλε τη δρομολόγηση οκτώ ΣΔΙΤ που θεωρούνται «στρατηγικής σημασίας για την βιομηχανία». Κι ο προϋπολογισμός τους; 6 δισεκατομμύρια ευρώ για μια περίοδο έξι ετών.
Συνεπώς, για τους τομείς της οικονομίας, οι οποίοι είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό, τα ποσά που δαπανώνται για την «εκπροσώπησή» τους στους κοινοτικούς θεσμούς αποτελούν μια εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση: 25 από τις 40 εταιρείες που έχουν λάβει τις υψηλότερες επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιλαμβάνονται επίσης και στο top 50 με τις μεγαλύτερες δαπάνες λόμπινγκ στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα μπορούσε άραγε ένας όμιλος όπως η EADS να διατηρήσει την περίοπτη θέση του στην αεροναυπηγική και στα οπλικά συστήματα χωρίς να δαπανά κάθε χρόνο 4,5 εκατομμύρια ευρώ για λόμπινγκ στις Βρυξέλλες; Είναι μάλλον απίθανο. Η εταιρεία λαμβάνει ταυτόχρονα 39 εκατομμύρια ευρώ άμεσων επιδοτήσεων κάθε χρόνο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και 239,7 εκατομμύρια ευρώ έμμεσης ετήσιας χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό μορφή ανάθεσης δημόσιων προμηθειών. Σπανιότερα, ορισμένοι όμιλοι που έχουν την έδρα τους σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατορθώνουν να επιτύχουν παρόμοια αποτελέσματα: έτσι, η Microsoft, η οποία επενδύει κάθε χρόνο 4,5 εκατομμύρια ευρώ για την εκπροσώπησή της στις Βρυξέλλες, έχει συνάψει συμβάσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της τάξης των 17,8 εκατομμυρίων ευρώ κι έχει αποσπάσει επιδοτήσεις 1,4 εκατομμυρίων ευρώ (στοιχεία του 2013).
Ο κυριότερος στόχος κάθε λομπίστα είναι οι κοινοτικοί υπάλληλοι που χειρίζονται ζητήματα πιστώσεων για την έρευνα, αλλά και αποφάσεων των τεχνικών υπηρεσιών. Πράγματι, ολοένα περισσότερο, οι ευρωπαϊκές εργοδοτικές ομοσπονδίες μετατρέπονται σε ερευνητικά κέντρα: αποκτούν τη μορφή επιστημονικών βιομηχανικών οργανισμών και γίνονται νομικά πρόσωπα υποκείμενα στο βελγικό δίκαιο. Με αυτόν τον τρόπο, αποσκοπούν στην αλλαγή των προσανατολισμών του επιστημονικού και ερευνητικού πεδίου που εμπίπτει στην περίμετρο των δραστηριοτήτων τους. Και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι εξελίξεις τέτοιου είδους συνοδεύονται από την αλλαγή του προφίλ του λομπίστα που χρησιμοποιούν.
Έτσι, οι εργοδοτικές ομοσπονδίες του κλάδου της χημείας πραγματοποιούν συστηματικά προσλήψεις επιστημόνων των θετικών επιστημών που είναι κάτοχοι διδακτορικού τίτλου. Ο Μπάρι Τζίλιατ, εκτελεστικός διευθυντής του Eurochlor, του λόμπι του χλωρίου, διηγείται σε μια διάλεξη που οργάνωσε η Ernst & Young, αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως «μια στροφή που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, μετά από τις δύσκολες αρχές για το προϊόν» (3). Ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή το χλώριο βρισκόταν αντιμέτωπο με πλήθος κατηγοριών επειδή υπήρχαν ενδείξεις ότι προκαλεί αλλεργία και άσθμα, η πρόσληψη πέντε επιστημόνων με διδακτορικό στην τοξικολογία επέτρεψε μια πολύ καλύτερη προσέγγιση των Γενικών Διευθύνσεων Έρευνας (DGR) και Ενέργειας (DGE) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και ορισμένων ερευνητών που ήταν διατεθειμένοι να αμφισβητήσουν την άποψη ότι το χλώριο που χρησιμοποιείται στις πισίνες είναι υπεύθυνο για την εμφάνιση άσθματος σε ορισμένα παιδιά.
Όπως κατόρθωσε να αποδείξει ο Αμερικανός επιστήμονας Ρόμπερτ Νιλ Πρόκτορ, στην έρευνά του για τα λόμπι του καπνού, η χρηματοδότηση των επιστημόνων από τους επιχειρηματικούς κύκλους δεν αποσκοπεί στη συστηματική επίτευξη «κακών επιστημονικών αποτελεσμάτων» (4). Αντίθετα, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη η χρηματοδότηση κάποιου μεγάλου ονόματος της τοξικολογικής έρευνας, έτσι ώστε να αυξηθεί το κύρος ενός ιδιωτικού ερευνητικού ινστιτούτου το οποίο, αργότερα, θα προσκληθεί να συμμετάσχει στους κύκλους όπου χαράσσεται το μέλλον της επιστημονικής έρευνας. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον να παρασύρεις μερικούς ειδικούς να δουλέψουν για λογαριασμό σου. Στο εξής, για τους εκπροσώπους των οικονομικών συμφερόντων, το διακύβευμα συνίσταται στον έλεγχο ολόκληρης της γραφειοκρατίας της επιστημονικής έρευνας.
Όπως μας εξηγεί ένας κοινοτικός υπάλληλος της DGR, ο σχεδιασμός των μελλοντικών προγραμμάτων πλαισίων για την έρευνα και την ανάπτυξη (PCRD) πραγματοποιείται μέσα σε αδιαφανείς επιτροπές, «χωρίς υποχρέωση αντιπροσωπευτικότητας» και χωρίς να υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη για την παρουσία εκπροσώπων των κρατών μελών ή της επιστημονικής κοινότητας. Καλούνται κατά προτεραιότητα οι εκπρόσωποι του κόσμου της επιστημονικής έρευνας που πρόσκεινται όσο το δυνατόν περισσότερο στους κύκλους της βιομηχανίας, καθώς κι εκείνοι των οποίων η γνώμη θα γίνει αποδεκτή τόσο από τους επιχειρηματίες όσο και από τους ομόλογούς τους. Και ποιος είναι ο ιδανικός προσκεκλημένος; «Ένας μεγάλος επιστήμονας ο οποίος έχει περάσει ένα μέρος της σταδιοδρομίας του εργαζόμενος για λογαριασμό της βιομηχανίας. Έτσι, δεν θα βρεθούμε αντιμέτωποι με επιθέσεις».
Η διαπλοκή της κοινοτικής γραφειοκρατίας, της επιστημονικής έρευνας και της εκπροσώπησης των επιχειρηματικών συμφερόντων έχει φθάσει σε τόσο μεγάλο εύρος, ώστε, σε πολλούς τομείς, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιος εργάζεται για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για το πανεπιστήμιο ή για τη βιομηχανία. Από τις 32 προσωπικότητες που κάλεσε η DGR για να πλαισιώσουν την ομάδα των ειδικών στις νανοτεχνολογίες η οποία υποτίθεται ότι προετοιμάζει τον «Ορίζοντα 2020», οι 15 εργάζονται άμεσα για λογαριασμό της βιομηχανίας και οι 17 προέρχονται από τον κόσμο της έρευνας (5). Όμως, από τους τελευταίους, οι 8 διευθύνουν τη δική τους επιχείρηση έρευνας ή μια κοινοπραξία στην οποία συνυπάρχουν δημόσιες επενδύσεις και ιδιωτικά συμφέροντα. Η αλλαγή των εκλογικών πλειοψηφιών μπορεί άραγε να αποδειχθεί αρκετή για να τεθεί τέλος σε όλες αυτές τις πρακτικές;