Ο δεκαπεντάχρονος Χαμάντ Χαμντανί διηγείται: «Η μητέρα μου έμεινε στο χωριό μαζί με τον μικρότερο αδελφό μου για να φροντίσει τα ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας. Επέμεινε να φύγω στην Τουρκία μαζί με τον θείο μου. Ήθελε να βρεθώ σε ασφαλές μέρος γιατί φοβόταν για μένα, εξαιτίας των παραστρατιωτικών ομάδων που έχουν πλέον τον έλεγχο της Αζάζ». Πάνε κιόλας τρία χρόνια που ο Χαμντανί εγκατέλειψε το χωριό του στη Συρία, το οποίο βρίσκεται στα περίχωρα της μικρής πόλης Αζάζ, βόρεια του Χαλεπίου. Τον Ιούλιο του 2012, ο πατέρας του είχε σκοτωθεί από τη ρίψη ενός βαρελιού γεμάτου εκρηκτικά, την οποία είχε πραγματοποιήσει η αεροπορία του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Μερικές εβδομάδες αργότερα, πριν ακόμα χαράξει, ο έφηβος αποχαιρέτησε τη μητέρα του κι ανέβηκε στο φορτηγάκι στο οποίο είχε στοιβαχθεί η οικογένεια του θείου του, που είχε λιποτακτήσει από τον κυβερνητικό στρατό. Καθένας από τους πρόσφυγες που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, έχει να αφηγηθεί τη δική του ιστορία, η οποία όμως αποτελεί μονάχα μια ψηφίδα του μωσαϊκού του δράματος της Συρίας και των συνεπειών που αυτό έχει στις γειτονικές χώρες.
Αρχικά, ο Χαμντανί και οι δικοί του εγκαταστάθηκαν στο τουρκικό στρατόπεδο προσφύγων του Ονκουπινάρ, στην επαρχία του Κιλίς, από την άλλη πλευρά των συνόρων. Πρόκειται για ένα από τα είκοσι δύο κέντρα υποδοχής προσφύγων που άνοιξαν οι αρχές της Άγκυρας στις οκτώ επαρχίες της χώρας που συνορεύουν με τη Συρία. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), περισσότερα από 4 εκατομμύρια άτομα έχουν εγκαταλείψει τη Συρία για να ξεφύγουν από τον εμφύλιο πόλεμο, ενώ παράλληλα άλλα 7,6 εκατομμύρια άτομα εγκατέλειψαν το σπίτι τους και κατέφυγαν σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας τους (1). Οι μισοί περίπου από τους Σύριους πρόσφυγες ζουν σήμερα στην Τουρκία (1,9 εκατομμύρια σύμφωνα με την HCR). Μάλιστα, το 80% από αυτούς ζει εκτός των στρατοπέδων προσφύγων.
Έτσι, η οικογένεια Χαμντανί βρίσκεται σήμερα σε ένα μικρό διαμέρισμα σε μια λαϊκή συνοικία της Γκαζιαντέπ, μιας πόλης όπου οι Σύριοι ξεπερνούν το 10% του πληθυσμού. Ο Χαμντανί εργάζεται ως γκαρσόνι σε ένα καφενείο και ο θείος του δουλεύει ως βοηθός μάγειρα στο ίδιο μαγαζί, ενώ κάνει και τις παραδόσεις των παραγγελιών. Ο Βαέλ, ο θείος του Χαμντανί, μας εξηγεί: «Αρχικά, το στρατόπεδο του Κιλίς ήταν καθαρό και καλά οργανωμένο. Δεν μας έλειπε τίποτε. Ωστόσο, υπήρχε συνωστισμός. Δεν μπορούσα να υποφέρω τον φράχτη και τον έλεγχο κατά την είσοδο και την έξοδο από το στρατόπεδο. Δεν ρισκάρισα τα πάντα λιποτακτώντας για να ξαναβρεθώ κλεισμένος, λες κι είμαι στο στρατώνα. Ένοιωθα την ανάγκη να είμαι σε κίνηση, να δουλέψω, να θρέψω την οικογένειά μου». Από την πλευρά του, ο Χαμντανί νοσταλγεί το στρατόπεδο προσφύγων λόγω του σχολείου στο οποίο φοιτούσε. Τώρα, συγκαταλέγεται στις χιλιάδες «χρήσιμους νεαρούς».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η μαζική εισροή προσφύγων «αποτελεί μια κολοσσιαία πρόκληση για την Τουρκία». Όπως εξηγεί ο αρθρογράφος Αλί Μπαϊράμογλου, πέρα από όλα τα προβλήματα που δημιουργούνται στους τομείς της ασφάλειας και του εφοδιασμού των προσφύγων με τα αγαθά που απαιτούνται για τη συντήρησή τους, δεδομένου ότι η Τουρκία φροντίζει για την εικόνα της στη διεθνή κοινότητα, επιθυμεί «να τους υποδεχθεί εξασφαλίζοντάς τους όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπείς συνθήκες παραμονής». Πολλά διεθνή μέσα ενημέρωσης έχουν τονίσει την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται στους πρόσφυγες. Τα στρατόπεδα προσφύγων χρησιμεύουν ως ένας πρώτος χώρος υποδοχής και επιτηρούνται στενά από τις τουρκικές υπηρεσίες ασφαλείας, ενώ η διοίκηση πραγματοποιείται από κοινού από τις τουρκικές αρχές και την UNHCR.
Για να εγκαταλείψει κανείς τα στρατόπεδα, οφείλει να αναφέρει στις αρχές τον τόπο στον οποίο σκοπεύει να μεταβεί. Κι όσο κι αν η Άγκυρα τονίζει ότι απαγορεύει την είσοδο στους μαχητές της Οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους, ο τουρκικός Τύπος ασκεί σφοδρή κριτική στις αρχές, κατηγορώντας τες ότι κάνουν πως δεν βλέπουν όλα όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά τη συνοχή της τουρκικής κοινωνίας. Η τουρκοσυριακή μεθόριος έχει μήκος 800 χλμ. και κατοικείται από ένα πολύπλοκο εθνοτικό και θρησκευτικό μωσαϊκό, το οποίο αποτελείται από Τουρκμένους, Κούρδους, Αρμένιους, Ορθόδοξους, Σουνίτες ή Αλεβίτες, Αραβόφωνους ή Τουρκόφωνους. Το τουρκικό κράτος χρειάστηκε έναν αιώνα για να επιτύχει την ειρηνική συνύπαρξη όλων αυτών των πληθυσμών. Η εισροή προσφύγων που ανήκουν σε διάφορες εθνοτικές ομάδες ξανανοίγει ένα κομμάτι της συλλογικής ιστορίας της χώρας στο οποίο δεν είχαν δοθεί οι ενδεδειγμένες λύσεις στο παρελθόν. Κάθε τόσο ξεσπάνε επεισόδια. Στις αρχές του καλοκαιριού, στο νοτιοδυτικό τμήμα, οι αραβόφωνοι Τούρκοι κατηγορήθηκαν ότι ενθαρρύνουν την εισροή Συρίων για να «εξαραβίσουν» την περιοχή και κυρίως το πρώην σαντζάκι της Αλεξανδρέττας, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο μιας ιστορικής διαμάχης με τη Συρία από την εποχή που προσαρτήθηκε στην Τουρκία, το 1939 (2).
Η Τουρκία υπέγραψε, το 1951, τη Σύμβαση της Γενεύης (προσθέτοντας, ωστόσο, μια ρήτρα η οποία περιορίζει τη δέσμευσή της στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς), ενώ τον Απρίλιο του 2013 υιοθέτησε έναν νόμο για τους αλλοδαπούς, ο οποίος προβλέπει μεταξύ άλλων τη μη επαναπροώθηση των Σύριων υπηκόων, καθώς και τη θέσπιση ενός ελαστικότερου νομοθετικού πλαισίου όσον αφορά τη χορήγηση αδειών εργασίας στους αλλοδαπούς. Επίσης, η Άγκυρα δημιούργησε, τον Απρίλιο του 2014, μια Γενική Διεύθυνση Μεταναστεύσεων η οποία τέθηκε κάτω από τον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργού. Εξάλλου, οι τουρκικές αρχές δεν κλείνουν την πόρτα στην οριστική εγκατάσταση προσφύγων στο τουρκικό έδαφος: μάλιστα, οι Σύριοι με τουρκική καταγωγή ή οι Τουρκμένοι ενθαρρύνονται να ζητήσουν την τουρκική υπηκοότητα.
Σκληρή δοκιμασία για την τουρκική φιλοξενία
Τέλος, η τρίτη πρόκληση είναι οικονομικής φύσης. Η άνοδος της τοπικής δημογραφίας, η αύξηση των ενοικίων και του κόστους ζωής, αλλά και η πτώση του τουρισμού, τροφοδοτούν την επιφυλακτική στάση και τη δυσπιστία των τοπικών πληθυσμών απέναντι στους πρόσφυγες. Βέβαια, δεν έχει σημειωθεί καμία σημαντική αντιπαράθεση και, γενικότερα, η Τουρκία εξακολουθεί να αποτελεί ένα σχετικά ασφαλές καταφύγιο για τους εξόριστους. Όμως, ο πόλεμος στη Συρία χρησιμεύει ως πρόσχημα για τον πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος ποντάρει στη στρατηγική της έντασης για να αυξήσει την εκλογική του επιρροή (3). Τα εθνικιστικά κόμματα κατηγορούν την κυβέρνηση ότι θέτει σε κίνδυνο την εθνική ταυτότητα, ενώ η Αριστερά, που είναι υπέρμαχη του κοσμικού κράτους, φοβάται μήπως τα στρατόπεδα προσφύγων καταλήξουν να μετατραπούν σε βάσεις των μετόπισθεν του Ισλαμικού Κράτους. Όπως εξηγεί ο Νάσσερ Αχσέν, επιχειρηματίας από το Χαλέπι, ο οποίος έχει σήμερα εγκατασταθεί στη Σμύρνη, «πριν από το 2011 και μετά την κατάργηση της βίζας, οι Σύριοι ήταν καλοδεχούμενοι στην Τουρκία. Άφηναν χρήματα στη χώρα και τόνωναν τις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη. Σήμερα, εξακολουθούν να τους υποδέχονται με καλό τρόπο, αλλά η κατάστασή τους χειροτερεύει. Υπάρχει δε η αίσθηση ότι θα σημειωθεί κάμψη στις προσπάθειες που καταβάλλονται για τη φιλοξενία των προσφύγων. Γι’ αυτόν τον λόγο ορισμένοι σκέφτονται να φύγουν στην Ευρώπη».
Το οικονομικό κόστος της υποδοχής των προσφύγων αυξάνεται διαρκώς. Ο Νουμάν Κουρτουλμούς, ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, προέβη στην εξής δήλωση στα μέσα Σεπτεμβρίου: «Καταβάλλουμε τη μεγαλύτερη οικονομική προσπάθεια, καιρός είναι να τύχουμε υποστήριξης». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, το σύνολο των δαπανών που έχει πραγματοποιήσει η Τουρκία «από το 2011 ανέρχεται στα 7 δις δολάρια», ενώ κατηγόρησε την Ευρωπαϊκή Ένωση για «ακινησία και εγωισμό».
Από την πλευρά του, ο Λίβανος φιλοξενεί σήμερα περισσότερους από 1,1 εκατομμύρια πρόσφυγες, αριθμό που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην Τουρκία, η παρουσία τους δεν κινητοποιεί σχεδόν καθόλου τις αρχές. Κι αυτό δεν εκπλήσσει διόλου όσους γνωρίζουν την πολιτική κατάσταση της χώρας: εδώ κι έναν χρόνο, ο προεδρικός θώκος είναι κενός (4), το Κοινοβούλιο αποφάσισε μονομερώς να παρατείνει τη θητεία των βουλευτών του και το υπουργικό συμβούλιο περιορίζεται απλά στη διεκπεραίωση των τρεχουσών υποθέσεων. Οι αποφάσεις για το άνοιγμα ή το κλείσιμο των συνόρων διαδέχονται η μια την άλλη δίχως καμία προφανή λογική. Καθώς στον Λίβανο υπάρχει ένα πολιτικό μπλοκάρισμα, η χώρα λαμβάνει μονάχα αποφάσεις ήσσονος σημασίας: υποδοχή ή όχι μιας συγκεκριμένης ομάδας προσφύγων, καθιέρωση βίζας εισόδου από τον Φεβρουάριο του 2015… Παρά τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης, δεν έχει δοθεί καμία οικονομική βοήθεια στον Λίβανο, ούτε και έχει κατασκευαστεί το παραμικρό στρατόπεδο προσφύγων. Παρόλη τη βοήθεια της UNHCR και των πολυάριθμων ξένων και τοπικών ΜΚΟ, οι πρόσφυγες είναι παρατημένοι μέσα «σε μια χώρα που έχει εγκαταλειφθεί στη μοίρα της», όπως σπεύδουν να μας εξηγήσουν πολλοί νεαροί Λιβανέζοι που διαδηλώνουν εκφράζοντας την οργή τους ενάντια στον πολιτικό κόσμο.
Στη Βηρυτό, όταν ρωτάμε έναν περαστικό πού βρίσκονται οι Σύριοι πρόσφυγες, παίρνουμε αμέσως την εξής απάντηση: «Είναι παντού κι οπουδήποτε». Περιδιαβαίνοντας τους δρόμους, συναντάει συχνά κανείς στις εισόδους μιας πολυκατοικίας ή σε μια γωνιά του πεζοδρομίου προστατευμένη από τον άνεμο, οικογένειες προσφύγων καθισμένων καταγής, να μοιράζονται ένα λιτό γεύμα ακουμπημένο πάνω σε εφημερίδες που χρησιμεύουν ως τραπεζομάντηλο. Στα λιγοστά άκτιστα οικόπεδα που έχουν απομείνει στη λιβανική πρωτεύουσα βλέπει κανείς σκηνές με τον λογότυπο της UNHCR. Συναντήσαμε σε ένα καφενείο της συνοικίας Χάμρα τον Λιβανέζο δημοσιογράφο Ραντβάν Ελ Ζαΐντ, ο οποίος μας περιγράφει ως εξής την κατάσταση: «Καταρχάς κατέφτασαν οι πλούσιοι Σύριοι. Στη συνέχεια ήλθαν οι λιγότερο πλούσιοι και τώρα οι φτωχότεροι. Ωστόσο, ορισμένοι, αηδιασμένοι από την κατάσταση που συναντούν, επιστρέφουν στη Συρία. Πρόσφατα μάθαμε τον θάνατο ενός εφημεριδοπώλη που ήταν γνωστός στη συνοικία. Τελικά επέστρεψε σπίτι του και σκοτώθηκε σε έναν βομβαρδισμό».
Για τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, η πλειονότητα των Σύριων προσφύγων υποφέρει από «ψυχολογική απόγνωση που φθάνει σε επικίνδυνα επίπεδα» και ζει «κάτω από εξαιρετικά κακές και επισφαλείς συνθήκες». Από την πλευρά της, η UNHCR θεωρεί εξαιρετικά λυπηρό το γεγονός ότι, από τα 400.000 παιδιά πρόσφυγες, στο σχολείο πηγαίνουν μονάχα 100.000. Το βάρος της πρόσφατης ιστορίας της χώρας, από την οποία είναι αδύνατον να ξεφύγει κανείς, καθώς και οι τρεις δεκαετίες συριακής στρατιωτικής παρουσίας στον Λίβανο (1975-2005) (5) κάνουν τους Λιβανέζους να ανησυχούν κυρίως για τον μεγάλο αριθμό των προσφύγων, τον οποίο μάλιστα θεωρούν σε μεγάλο βαθμό υποεκτιμημένο. Μετά την έναρξη των συγκρούσεων στη Συρία, το 2011, ο Λίβανος έχει χωριστεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τα οποία είναι αδύνατον να συμφιλιωθούν. Ενώ η πλειονότητα των σουνιτών υποστήριζε τη συριακή αντιπολίτευση, η σιιτική Χεζμπολάχ προσέφερε ολοένα μεγαλύτερη υποστήριξη στο καθεστώς του Άσαντ. Ως συνήθως, οι Χριστιανοί ήταν διαιρεμένοι. Όπως σχολιάζει ένας Μαρωνίτης (6) πολιτικός υπεύθυνος, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, «σε ορισμένους κύκλους, η μνησικακία απέναντι στους Σύριους δεν έχει εξαφανιστεί. Ο εμφύλιος πόλεμος στην απέναντι πλευρά των συνόρων εκλαμβάνεται, τόσο ως τιμωρία αυτών που κατείχαν τη χώρα μας επί τριάντα χρόνια, όσο και ως μείζων παράγων αποσταθεροποίησης της περιοχής. Επιπλέον, πιστεύεται ότι η πτώση του καθεστώτος του Άσαντ θα αποτελέσει μεγάλο κίνδυνο για τις μη μουσουλμανικές μειονότητες της περιοχής».
Η Ερσάλ, σουνιτική κοινότητα στην κοιλάδα της Μπεκάα, που συνορεύει με τη Συρία, βρίσκεται σε έναν διάδρομο ο οποίος αποτελεί συνέχεια της συριακής ορεινής περιοχής του Καλαμούν. Στον βαθμό που στην περιοχή εντείνονταν οι μάχες ανάμεσα στις δυνάμεις του συριακού καθεστώτος που υποστηρίζονταν από τη Χεζμπολάχ και στις διάφορες φατρίες της αντιπολίτευσης (κυρίως του Μετώπου Αλ Νόσρα που πρόσκειται στην Αλ Κάιντα), η ροή των προσφύγων αυξανόταν, οδηγώντας στον τριπλασιασμό του πληθυσμού. Οι τζιχαντιστές της ένοπλης συριακής αντιπολίτευσης ανακατεύτηκαν με τις μάζες των αμάχων, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους σημαίες της Οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους. Παρά το γεγονός ότι η Χεζμπολάχ είχε δεσμευτεί να υποστηρίζει το καθεστώς του Άσαντ μονάχα στο συριακό έδαφος, αντέδρασε σε αυτήν την εξέλιξη επικαλούμενη την ύπαρξη σουνιτικής απειλής. Το καλοκαίρι του 2014, και στη συνέχεια τον Μάιο του 2015, σημειώθηκαν αιματηρές αντιπαραθέσεις, οι οποίες προκάλεσαν τον θάνατο δεκάδων ατόμων και τη δυναμική παρέμβαση του λιβανικού στρατού.
Ελλείψει οργανωμένης κρατικής απάντησης στο πρόβλημα των προσφύγων, τη σκυτάλη παίρνουν οι θεσμοί που στηρίζονται στη θρησκευτική πίστη. Οι χριστιανικές ενορίες, όλων των δογμάτων, έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυο αλληλεγγύης το οποίο επιτρέπει την περίθαλψη των ομόδοξών τους προσφύγων. Κατά τον ίδιο τρόπο, ορισμένες λαϊκές συνοικίες της Βηρυτού και της Τρίπολης στις οποίες διέμεναν στο παρελθόν Σύριοι που είχαν έρθει στο Λίβανο για να εργαστούν, μετατρέπονται σε τόπο υποδοχής των προσφύγων. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των παλαιστινιακών στρατοπέδων προσφύγων του Ναχρ Αλ Μπαρέντ, της Σατίλα, του Μπουρζ Αλ Μπαραζνέχ και του Αΐν Ελ Χελουέχ. Τέλος, μερικές συριακές οικογένειες αναζητούν καταφύγιο στην ύπαιθρο ή στην ενδοχώρα, είτε πληρώνοντας για τη φιλοξενία τους, είτε προσφέροντας σε αντάλλαγμα τις υπηρεσίες τους ως φύλακες ή κηπουροί. Μερικές φορές, μετά από κοινή συμφωνία, οι λόγοι που θα μπορούσαν να προκαλέσουν έριδες και διχόνοια θάβονται βαθιά. Για παράδειγμα, στο νότιο τμήμα της χώρας, στην κοινότητα του Μπιντ Τζμπάιλ, η οποία αποτελεί φέουδο της σιιτικής Χεζμπολάχ, ζουν σουνιτικές οικογένειες που εγκατέλειψαν τη Ράκα και την Ντεράα. Για τους πρόσφυγες, η σιωπή -δηλαδή η μη έκφραση των θρησκευτικών και πολιτικών πεποιθήσεών τους- έχει μετατραπεί σε άγραφο νόμο της επιβίωσης: αν και κανένας δεν το απαιτεί ρητά, ο κανόνας τηρείται αυστηρά.
Η τρίτη χώρα που επηρεάζεται από αυτόν τον πόλεμο είναι η Ιορδανία, η οποία σύμφωνα με την UNHCR φιλοξενεί 630.000 πρόσφυγες. Η χώρα δεν σταμάτησε ποτέ να υποδέχεται πρόσφυγες. Το τελευταίο κύμα χρονολογείται από το 2003, όταν η εισβολή της αγγλοαμερικανικής συμμαχίας στο Ιράκ προκάλεσε τη μαζική εισροή Ιρακινών στη χώρα (υποστηρίχθηκε ότι ο αριθμός τους έφτανε τις 300.000). Από αυτούς, οι πλέον εύποροι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ιορδανία, ενώ οι υπόλοιποι είτε βρήκαν τον τρόπο να μεταβούν στην Ευρώπη, είτε επέστρεψαν στο Ιράκ.
Σήμερα, όπως και κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ενεργοποιείται η αλληλεγγύη ανάμεσα σε συγγενικούς πληθυσμούς, όπως συνέβη στην περίπτωση της συριακής Ντεράα και της ιορδανικής Αλ Ράμθα. Πρόκειται για δύο δίδυμες πόλεις, χτισμένες εκατέρωθεν της συνοριακής γραμμής, οι οποίες συνδέονται με ιστορικούς δεσμούς κοινωνικοποίησης και εμπορίου (γάμοι, λαθρεμπόριο, σταθμοί καραβανιών, μετακινήσεις νομαδικών πληθυσμών).
Καθισμένες η μια δίπλα στην άλλη, δύο γυναίκες από την Ντεράα διηγούνται την ιστορία τους. Η μια είναι η μητέρα και η άλλη η θεία δύο νεαρών που συνελήφθησαν το 2011 από τις υπηρεσίες ασφαλείας του συριακού καθεστώτος. Το μοναδικό έγκλημά τους ήταν ότι είχαν γράψει τη λέξη «Ερχάλ» («ξεκουμπίσου», το σύνθημα όλων των εξεγερμένων της Αραβικής Άνοιξης) στον τοίχο του γυμνασίου τους. Φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν. Ο τρόπος με τον οποίο τους φέρθηκε το καθεστώς πυροδότησε τις πρώτες διαδηλώσεις, οι οποίες, παρά την καταστολή, εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την χώρα, για να εκφυλιστούν στη συνέχεια σε αιματηρή σύγκρουση. Η Ουμ Κασέμ, η μητέρα των νεαρών, μας διηγείται: «Μας παρέδωσαν τα παιδιά μας σε φριχτή κατάσταση. Δεν είπαμε τίποτα. Τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε, άλλωστε; Δεν θέλαμε να φύγουμε από τον τόπο μας, αλλά αναγκαστήκαμε να το πάρουμε απόφαση. Το σπίτι μας το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο οι ελεύθεροι σκοπευτές των ειδικών μονάδων του καθεστώτος. Όλοι οι κάτοικοι της Ντεράα θα σας διηγηθούν παρόμοιες ιστορίες. Θα σας πουν ότι κανένας από εμάς δεν εγκατέλειψε με τη θέλησή του τον τόπο του. Θα σας πουν επίσης ότι δεν υπάρχει ούτε ένας κάτοικος της Αλ Ράμθα ο οποίος να μην έχει φιλοξενήσει μια οικογένεια προσφύγων». Αποδείχθηκε ότι ενεργοποιήθηκαν όλοι οι μοχλοί της αλληλεγγύης (σε επίπεδο οικογενειακό ή οικονομικό, σε επίπεδο χωριού ή φυλής), μέσα σε έναν ενθουσιασμό που θύμιζε ξανασμίξιμο, οι πρώτοι που εντυπωσιάστηκαν από αυτήν την εξέλιξη ήταν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Ένοιωθαν σαν να είχε ξαναέλθει η μακρινή και οριστικά χαμένη μέχρι τότε εποχή που ολόκληρη η περιοχή του Χουράν αποτελούσε ένα αρμονικό σύνολο, κομμάτι της Γαλιλαίας, την εποχή που ήταν ακόμα δυνατή η ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων (7).
Η Σαουδική Αραβία προσέφερε τροχόσπιτα
Η ιορδανική κυβέρνηση –η οποία έχει στη διάθεσή της λιγότερους οικονομικούς πόρους από την τουρκική, αλλά επιδεικνύει περισσότερο βολονταρισμό απ’ ό,τι η κυβέρνηση του γειτονικού Λιβάνου- προσπάθησε να μην αφήσει στη μοίρα τους τα κύματα των προσφύγων που συρρέουν στη χώρα. Στα τέλη του Ιουλίου του 2012, δημιουργήθηκε στρατόπεδο προσφύγων στο βόρειο τμήμα, στο Ζαατάρι. Εκείνη την εποχή, η Ιορδανία διέθετε μια κάποια εμπειρία σε αυτόν τον τομέα, μετά το προηγούμενο των Παλαιστίνιων προσφύγων που κατέφυγαν εκεί το 1948 και το 1967 και το κύμα των ξένων εργατών που εγκατέλειψαν το Ιράκ κατά τη διάρκεια του Πρώτου Πολέμου του Κόλπου (1990-1991), στους οποίους προστέθηκε και το κύμα προσφύγων που προκάλεσαν οι διάφορες φάσεις της θρησκευτικής βίας που πυροδοτήθηκε μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, το 2003.
Πολύ σύντομα, οι εντάσεις μεταξύ Ιορδανών και προσφύγων, αλλά και η εμφάνιση τάσεων κοινωνικής αμφισβήτησης μέσα στους κόλπους του τοπικού πληθυσμού, οδήγησαν τις ιορδανικές αρχές να κινητοποιηθούν δυναμικά. Ο όρος «στρατόπεδο προσφύγων» κάνει την εμφάνισή του και υποδηλώνει τους οικισμούς που αποτελούνται από σκηνές και τροχόσπιτα. Επισήμως, υπάρχουν έξι στρατόπεδα, κατανεμημένα στις κυριότερες πόλεις του βόρειου τμήματος. Όμως, κάθε τόσο κάνουν την εμφάνισή τους και νέοι καταυλισμοί προσφύγων, κυρίως στο κέντρο της χώρας, οι οποίοι ξηλώνονται τακτικά. Στην πράξη, οι μοναδικές επιτάξεις γης στις οποίες προέβη η ιορδανική κυβέρνηση πραγματοποιήθηκαν για τη δημιουργία των στρατοπέδων του Ζαατάρι (2012) και του Αζράκ (2014), τα οποία προορίζονταν για τη φιλοξενία αντίστοιχα 120.000 και 130.000 ατόμων. Η χρηματοδότηση των εγκαταστάσεων και της λειτουργίας αυτών των δύο στρατοπέδων από το 2012, η οποία έχει υπολογιστεί στα 2 δισ. δολάρια, προέρχεται κατά 90% από ξένους δωρητές, κυρίως από τις μοναρχίες του Κόλπου.
Στο πρακτικό, καθημερινό επίπεδο, η UNHCR έχει αναλάβει τα διοικητικά βάρη, την καταγραφή των προσφύγων και την παροχή των διάφορων υπηρεσιών προς τους πρόσφυγες, υποβοηθούμενη από την UNRWA, την Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για την Βοήθεια και τα Έργα (8). Γενικότερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, το συνολικό κόστος της υποδοχής των Σύριων προσφύγων στην Ιορδανία θα ανέλθει το 2015 στα 3 δισ. δολάρια. Πρόκειται για σημαντικό ποσό, αν σκεφθεί κανείς ότι το βασίλειο της Ιορδανίας έλαβε, το 2014, μονάχα 854 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 38% των 2,3 δισ. δολαρίων που αναγκάστηκε να δαπανήσει για τους πρόσφυγες.
Καθώς τα στρατόπεδα Ζαατάρι και Αζράκ διαθέτουν καλύτερες υποδομές από τα αντίστοιχα τουρκικά, μετατρέπονται σιγά σιγά σε πόλεις. Οι σκηνές αντικαθιστούνται από τα τροχόσπιτα και τα λυόμενα κτήρια που προσέφερε η Σαουδική Αραβία. Πραγματοποιούνται δενδροφυτεύσεις και οι δρόμοι τους βαφτίζονται με βουκολικά ονόματα: Οδός Γιασεμιών, οδός Τζιτζιφιών κ.λπ.. Κατά μήκος του κεντρικού δρόμου του Ζαατάρι συναντάμε πλήθος εμπορικών καταστημάτων κι εργαστηρίων κάθε είδους. Πολλοί κάτοικοι των στρατοπέδων κυκλοφορούν χάρη στα ποδήλατα που τους χάρισε ο δήμος του Άμστερνταμ.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα χρηματοδοτούν ένα μέρος των έργων υποδομής για την ύδρευση και την αποχέτευση. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, τα δύο στρατόπεδα που είναι χτισμένα καταμεσής της ερήμου, είναι ελάχιστα φιλόξενα και ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί, από τους 156.000 τον Μάρτιο του 2013, στους 79.000 τον Αύγουστο του 2015: στο εξής, λειτουργούν στο ένα τρίτο της δυναμικότητας φιλοξενίας τους. Οι πρόσφυγες διακατέχονται από μια και μόνη έμμονη ιδέα: να φτάσουν μέχρι τις πόλεις -και κυρίως το Αμάν- και να εγκατασταθούν εκεί, περνώντας όσο το δυνατόν απαρατήρητοι. Η συγκεκριμένη εξέλιξη επηρεάζει το αστικό και το κοινωνικό τοπίο, κυρίως στο βόρειο τμήμα της χώρας. Οι Σύριοι φημίζονται ως τεχνίτες με μεγάλη τεχνογνωσία, αλλά και για το εμπορικό τους δαιμόνιο και τις γαστρονομικές τους επιδόσεις. Έτσι, θέτουν τις δεξιότητές τους στην υπηρεσία των ντόπιων. Παντού ανοίγουν ξυλουργεία, σιδεράδικα, εστιατόρια και μαγαζιά χονδρικής πώλησης. Η οικοδομή ωφελείται από τη ζήτηση κατοικιών που προορίζονται για τους πιο εύπορους πρόσφυγες, ενώ οι Σύριοι επιχειρηματίες επενδύουν στη βιομηχανική ζώνη του Αλ Χασάν, ιδίως στον τομέα των τροφίμων. Στο Αμάν έκαναν την εμφάνισή τους φημισμένες αλυσίδες ζαχαροπλαστείων της Δαμασκού, όπως το κατάστημα παγωτών Bakdassh, που ιδρύθηκε το 1885. Ορισμένα καφενεία έχουν σχεδόν αποκλειστικά συριακή πελατεία, η οποία ξαναβρίσκει λίγο πολύ τις παλιές της συνήθειες.
Υποτιθέμενη απειλή για την εθνική ταυτότητα
Αν και στο παρελθόν το αστικό σαβουάρ βιβρ των Σύριων χρησίμευε ως μοντέλο προς μίμηση για την ιορδανική μικροαστική τάξη, σήμερα, λόγω της μαζικής άφιξής τους, οι Σύριοι έχουν μετατραπεί σε φορτικούς και ενοχλητικούς προσκεκλημένους, με αποτέλεσμα οι ιορδανικές αρχές να σκληραίνουν τη στάση τους. Οι συνοριακοί έλεγχοι έχουν ενισχυθεί και τα άτομα που εισέρχονται παράνομα στο ιορδανικό έδαφος ενδέχεται ακόμα και να παραδοθούν στις συριακές αρχές, με πλήρη αδιαφορία για τους κινδύνους που διατρέχουν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η Ιορδανία όσο και ο Λίβανος δεν έχουν υπογράψει τις Συμβάσεις της Γενεύης και, συνεπώς, δεν θεωρούν ότι είναι υποχρεωμένες να σέβονται τη ρήτρα που επιβάλλει την παροχή προστασίας στους πρόσφυγες.
Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του Λιβάνου και της Τουρκίας, έτσι και στην Ιορδανία οι πρόσφυγες έχουν μετατραπεί σε ομήρους των διακυβευμάτων της εσωτερικής πολιτικής. Πολιτικές ομάδες που αυτοχαρακτηρίζονται ως «αριστερή αντιπολίτευση» και προβάλλουν τον προοδευτισμό τους και τον αντιιμπεριαλισμό τους, κατηγορούν τους πρόσφυγες ότι αποτελούν απειλή, τόσο για την εθνική ταυτότητα όσο και για την ασφάλεια της Ιορδανίας. Στις εφημερίδες που πρόσκεινται στο καθεστώς της Δαμασκού μπορεί κανείς να διαβάσει κείμενα όπως το παρακάτω: «Οι περισσότεροι από τους Σύριους πρόσφυγες που βρίσκονται στο εξωτερικό ανήκουν στις κοινωνικές κατηγορίες που είναι ανίκανες να προσαρμοστούν, τόσο στον πλουραλισμό, όσο και στον πολιτισμό που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Συρίας. Συνεπώς, η αναχώρησή τους και η απώλειά τους δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως δημογραφική αιμορραγία της χώρας» (9). Καθώς κατά τη διάρκεια των βουλευτικών και των δημοτικών εκλογών του 2013 το ιορδανικό καθεστώς χρησιμοποίησε και ενθάρρυνε τις ξενοφοβικές φωνές για να τιθασεύσει τη λαϊκή αμφισβήτηση και για να εξασθενίσει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους (10), η συγκεκριμένη ρητορική αποκτά πλέον ολοένα μεγαλύτερη απήχηση. Ταυτόχρονα, η δυσπιστία απέναντι στους πρόσφυγες μεγαλώνει στον βαθμό που οι τζιχαντιστές σημειώνουν επιτυχίες στα πεδία των μαχών. Όσο για την κυβέρνηση, επικαλείται την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που δημιουργήθηκε από την εισροή των προσφύγων, για να δικαιολογήσει τις καθυστερήσεις στην υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων που είχε υποσχεθεί το 2011, αμέσως μετά το ξέσπασμα της «Αραβικής Άνοιξης».
Από αριθμητική άποψη, η έξοδος των Σύριων προσφύγων έχει ξεπεράσει την έξοδο των Παλαιστίνιων προσφύγων το 1948 και εύλογα μπορεί κανείς να αρχίσει να αναρωτιέται για τις τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις που ενδέχεται να προκαλέσουν αυτές οι μετακινήσεις πληθυσμών. Οι αντοχές των κοινωνιών των χωρών υποδοχής και η ικανότητα που επιδεικνύουν στην αντιμετώπιση καταστάσεων που εκ πρώτης όψεως φαίνονται καταστροφικές, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστες. Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα, παραμένει αβέβαιο το μέλλον των εθνικών συνόρων, τα οποία εξασθενούν τόσο από τα κύματα των προσφύγων, όσο και από την κυκλοφορία των ένοπλων ομάδων. Από την άλλη πλευρά, ο πολιτικός βολονταρισμός της Τουρκίας και η τάση της να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, δημιουργούν έντονη αντίθεση με τη φτώχεια των λύσεων με τις οποίες επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα ο Λίβανος και η Ιορδανία, παρά το γεγονός ότι οι κοινωνίες αυτών των δύο χωρών προέρχονται από την ίδια γλωσσική και πολιτισμική μήτρα με τη Συρία.