el | fr | en | +
Accéder au menu

Έργα τέχνης, μια σίγουρη επένδυση στη Βραζιλία

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΙ

Φέτος τον Σεπτέμβρη, για να μπει κανείς στο κτήριο που στέγαζε την πέμπτη έκθεση ArtRio, την έκθεση σύγχρονης τέχνης του Ρίο ντε Τζανέιρο, έπρεπε να καθίσει στην ουρά για δύο ώρες. Οι διεθνείς γκαλερί τέχνης είχαν παρουσία ίδια με αυτή των εγχώριων. Το φαινόμενο δεν εκπλήσσει τους επαγγελματίες του χώρου: όχι μόνο οι επιτυχίες της Βραζιλίας στη διεθνή σκηνή, στη δεκαετία του 2000, συνοδεύτηκαν από μια αύξηση του ενδιαφέροντος για τους καλλιτέχνες της, αλλά η άνοδος των Βραζιλιάνων εκατομμυριούχων δημιούργησε μια νέα κατηγορία αγοραστών.

Η παρισινή γκαλερί Bernard Ceysson έχει καταστήματα στο Λουξεμβούργο, το Παρίσι και τη Γενεύη· εκπροσωπεί τον Κλωντ Βιαλλά και τον όμιλο Supports/Surfaces. Οι απεσταλμένοι του τρίβουν κιόλας τα χέρια τους. «Γενικώς πουλάμε δέκα έως δεκαπέντε σημαντικά έργα στο Ρίο», μας εξηγεί ο Λοΐκ Μπενετιέρ, διευθυντής και ιδρυτικός μέτοχος. «Εδώ έχει κάθε χρόνο νέους συλλέκτες, περίεργους και εκπληκτικούς, που επιδιώκουν να επενδύσουν σε αγορές καλών έργων της παγκόσμιας τέχνης».

Λίγο πιο πέρα είναι το περίπτερο της γκαλερί της Βαρκελώνης Mayoral. Προσφέρει κάποια έργα σύγχρονης τέχνης που εντυπωσιάζουν τους Βραζιλιάνους αγοραστές, τη στιγμή που η ισπανική αγορά δείχνει κόπωση. Ενδεικτικές τιμές: 15.000 δολάρια για ένα κεραμικό του Πάμπλο Πικάσο, 200.000 δολάρια για έναν πίνακα του Σαλβαδόρ Νταλί. Δεν θα μαθευτεί ποτέ το τελικό ύψος των πωλήσεων –η διαφάνεια δεν είναι μια από τις αρετές του χώρου– αλλά ο διευθυντής της, Ζόρντι Μαγιοράλ, διαβεβαιώνει ότι οι πωλήσεις πήγαν πολύ καλά. «Τα έργα αυτά είναι σίγουρες αξίες, που βρίσκουν γρήγορα αγοραστές σε εποχές κρίσης». Από τον Αύγουστο του 2015, η Βραζιλία μπήκε επισήμως σε ύφεση και το εθνικό νόμισμα, το ρεάλ, έχασε το 25% της αξίας του μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου. Εν μέσω καταιγίδας, η αγορά έργων μοντέρνας τέχνης συνιστά εγγυημένη τοποθέτηση: «Μπορείτε να επενδύσετε με κλειστά μάτια σε τέτοιους καλλιτέχνες», επισημαίνει ο Μαγιοράλ, «ενώ το ρίσκο είναι πολύ υψηλότερο στη σύγχρονη τέχνη, όπου η αξία δεν είναι πάντα καλά εκτιμημένη».

Από τους πρωτεργάτες του εγχειρήματος, η Μπρέντα Βαλάνσι δεν εκπλήσσεται από τις καλές πωλήσεις των διεθνών γκαλερί. Η έκθεση του Ρίο ξεκίνησε το 2011, μετά από αυτή του Σάο Πάουλο που ξεκίνησε το 2005, και εξ αρχής είχε μεγάλη επιτυχία. «Είχαμε κατά νου μια μικρή εκδήλωση, με είκοσι γκαλερί. Από την πρώτη κιόλας χρονιά όμως συμμετείχαν ογδόντα δύο». Το 2015, το Σάο Πάουλο, με τη διεθνή του αναγνώριση, υποδεχόταν εκατόν είκοσι γκαλερί. «Ο κόσμος της τέχνης έλεγε ότι όλοι οι συλλέκτες ήταν εκεί, εμείς όμως ξέραμε πως αυτό δεν ίσχυε. Οι παραδοσιακά πλούσιες οικογένειες της Βραζιλίας, αυτές που πάντα έκαναν συλλογές τέχνης, είναι οι ίδιες από την εποχή του αυτοκρατορικού Ρίο  (1). Εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια στο Σάο Πάουλο, αλλά η βάση τους παραμένει πάντα εδώ».

Από την πρώτη της χρονιά, η έκθεση του Ρίο επωφελήθηκε από ένα πλεονέκτημα που εξηγεί σε σημαντικό βαθμό τη γρήγορη επιτυχία της: μια μείωση του φόρου εισαγωγής έργων τέχνης από 41% σε 20% για τους κατοίκους της πολιτείας του Ρίο ντε Τζανέιρο. Όλες οι διεθνείς γκαλερί αναγνωρίζουν ότι αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους της συμμετοχής τους. Είναι κοινός τόπος ότι στη διάρκεια της έκθεσης επισημοποιείται η πώληση έργων που έχουν ήδη παραχωρηθεί. Με όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, η έκθεση του 2015 θα έπρεπε να στεφθεί με επιτυχία, όμως και πάλι πρέπει να πιστέψουμε τα λόγια των ιδιοκτητών των γκαλερί.

Από την πλευρά των καλλιτεχνών, η Μπεατρίς Μιλιάσες είναι μεταξύ των πιο ακριβοπληρωμένων. Το 2008, ο πίνακάς της «O Magico» πουλήθηκε 1,05 εκατομμύρια δολάρια σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s, σπάζοντας το ρεκόρ για Βραζιλιάνα καλλιτέχνιδα εν ζωή. Όπως και η Αντριάνα Βαρεζαίο, η τωρινή βασίλισσα της αγοράς (2), η Μιλιάσες επέλεξε να μείνει στη χώρα της. «Στις μέρες μας δεν υπάρχει λόγος να φύγει κανείς. Το 1982, όταν άρχισα τη σταδιοδρομία μου, δεν είχαμε ιδέα του τι γινόταν αλλού, κι ο υπόλοιπος κόσμος αγνοούσε την παραγωγή μας, εξ αιτίας της δικτατορίας (1964-1985). Όταν η χώρα εκδημοκρατίστηκε, υποδέχθηκα στο Ρίο τους πρώτους οργανωτές εκθέσεων, οι οποίοι μας οργάνωσαν εκθέσεις στο εξωτερικό. Και μονάχα όταν υπήρξε ενδιαφέρον για εμάς στον υπόλοιπο κόσμο απογειωθήκαμε πραγματικά στη Βραζιλία», αφηγείται. Στην περίπτωσή της το σημείο καμπής ήταν η συμμετοχή της στην έκθεση του Carnegie Museum of Art, στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, το 1995.

Ο Ρομπέρτο Καμπό, Γαλλο-Βραζιλιάνος καλλιτέχνης που είχε φύγει από τη Βραζιλία στη δεκαετία του 1980, αποτιμά κι αυτός τα όσα έχουν συμβεί. «Όταν έφυγα, πριν από δεκαπέντε χρόνια, δεν υπήρχε τίποτα: δεν υπήρχε αγορά, μόνο μια χούφτα συλλέκτες και καλλιτέχνες, πολύ λίγοι εκθεσιακοί χώροι και γκαλερί. Σήμερα ένας καλλιτέχνης μπορεί να ζήσει από την τέχνη του, καθ’ όσον οι εκθέσεις έχουν αλλάξει ριζικά τα δεδομένα. Εκτός από αυτές του Ρίο και του Σάο Πάουλο, υπάρχουν πλέον και στην Μπραζίλια, στο Μπέλο Οριζόντε και στο Σαλβαδόρ».

Ανεξάρτητη οργανώτρια εκθέσεων, η Κίκι Ματζουκέλλι εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο πριν από δέκα χρόνια. Εκεί ίδρυσε την Pinta, έναν χώρο για την προαγωγή της σύγχρονης λατινοαμερικανικής τέχνης: «Η αλλαγή στη βραζιλιάνικη τέχνη στα τελευταία δέκα χρόνια είναι χωρίς προηγούμενο, μολονότι αυτό δεν συνέβη από τη μια μέρα στην άλλη. Υπήρξε ένα πραγματικό ενδιαφέρον εκ μέρους των Ευρωπαίων και των Αμερικανών γι’ αυτό που ονόμαζαν ‘’τέχνη της περιφέρειας’’. Στη Βραζιλία εκτόξευσε τις τιμές και ανέπτυξε την αγορά. Οι συλλέκτες μας έγιναν players  (3) της διεθνούς αγοράς». Players: η λέξη αυτή αποδίδει μέρος μόνο της πραγματικότητας… Μήπως δεν είναι Βραζιλιάνα η Λίλυ Σάφρα που, το 2010, πλήρωσε 104,1 εκατομμύρια δολάρια (92 εκατομμύρια ευρώ) για το γλυπτό του Αλμπέρτο Τζιακομέτι «Ο Άνδρας που βαδίζει 1», και που επέστρεψε στο παλάτι των Βερσαλλιών ένα κομοδίνο που ανήκε στον Λουδοβίκο 15ο;

«Ο αριθμός των Βραζιλιάνων συλλεκτών είναι άγνωστος, αλλά, για να έχετε μια ιδέα, μόνο η γκαλερί Nara Roesler, με καταστήματα στο Ρίο, στο Σάο Πάουλο και στη Νέα Υόρκη έχει ένα κατάλογο με πεντακόσιους πελάτες, όλους Βραζιλιάνους», αναφέρει ο Καμπό, που έχει την πληροφορία από τον ιδιοκτήτη της γκαλερί Ντάνιελ Ρέσλερ. «Οι Βραζιλιάνοι συλλέκτες είναι τόσο σεβαστοί στους συλλεκτικούς κύκλους, που πολλοί από αυτούς συμμετέχουν πλέον στα διοικητικά συμβούλια των πιο μεγάλων μουσείων», δηλώνει η Κάτια Μιντλίν Λέιτε Μπαρμπόσα, πρόεδρος του Sotheby’s Βραζιλίας, που οργανώνει κάθε χρόνο δύο δημοπρασίες λατινοαμερικανικής τέχνης στη Νέα Υόρκη. Οι Βραζιλιάνοι έχουν έντονη παρουσία, όπως και στις πωλήσεις σύγχρονης τέχνης. «Ο τομέας είναι εντελώς επαγγελματικός και δεν πιστεύω ότι η κρίση μπορεί να τον πλήξει», παραδέχεται. «Το αντίθετο, η πτώση της ισοτιμίας του ρεάλ θα μπορούσε να προσελκύσει ξένους συλλέκτες».

Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά της. Οι κυριότερες βραζιλιάνικες γκαλερί έχουν δημιουργήσει μια ένωση που από το 2010 πραγματοποιεί μια μελέτη του τομέα, η οποία δείχνει μια μέση ετήσια αύξηση κατά 27,5% της αξίας των πωλούμενων έργων εδώ και πέντε χρόνια (4). Οι μισές από αυτές ιδρύθηκαν μετά από το 2000. Ακόμα και σε περίοδο κρίσης, η μελέτη δείχνει «μια εκπληκτική συνέχεια στην ανάπτυξη του τομέα, με αύξηση των πωλήσεων και των προσλήψεων για τις μισές από τις κυριότερες γκαλερί της χώρας».

Σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Όσκαρ Νημάγερ, στο πρότυπο ενός λουλουδιού, το διάσημο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (MAC) του Νιτερόι, που ιδρύθηκε το 1996 για να υποδεχτεί τα 1217 έργα της συλλογής του Ζοαίο Σαταμίνι, χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τη γειτονική πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο. Όπως και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Ρίο, που δέχτηκε τα 7.000 έργα τα οποία συγκέντρωσε ο Ζιλμπέρτο Σατομπριάν ή το Ινστιτούτο Ινιοτίμ, στην πολιτεία Μίνας Ζεράις, που φιλοξενεί τη συλλογή του Μπερνάρντο Παζ σε μια έκταση 140 εκταρίων, τα μουσεία της χώρας δεν διαθέτουν επαρκή προϋπολογισμό για την αγορά έργων και εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τη γενναιοδωρία των χορηγών. «Η έκρηξη της βραζιλιάνικης τέχνης είχε πολύ θετικές πτυχές, θέτει όμως σήμερα μια μείζονα δυσκολία στα μουσεία. Όπως τους ποδοσφαιριστές μας τους αγοράζουν ευρωπαϊκές ομάδες και δεν ξαναπαίζουν εδώ, πρέπει να πάει κανείς στο εξωτερικό για να δει εκθέσεις Βραζιλιάνων καλλιτεχνών. Δεν έχουμε τα μέσα για να οργανώσουμε μια αντιπροσωπευτική έκθεση του έργου της Λύγια Κλαρκ, όπως έκανε το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης τον περασμένο χρόνο», εξηγεί ο Λουίς Γκιλιέρμε Βεργκάρα, διευθυντής του MAC του Νιτερόι.

Στον χώρο Largo das Artes, που δημιουργήθηκε στο Ρίο για τη φιλοξενία καλλιτεχνών, η ιδρύτριά του Κονσουέλο Μπασανέσι παραδέχεται ότι οι ένοικοι είναι κυρίως ξένοι: αυτοί έχουν πρόσβαση σε υποτροφίες στις χώρες τους. «Θα θέλαμε να υποστηρίξουμε βραζιλιάνους καλλιτέχνες, ιδίως αυτούς από τα βορειοανατολικά της χώρας [η πιο φτωχή περιφέρεια] όμως είναι αδύνατο να βρούμε χρηματοδοτήσεις, ενώ οι ξένοι έχουν πρόσβαση σε πολύ περισσότερες χρηματοδοτήσεις». Ωστόσο ο προϋπολογισμός για τον πολιτισμό τετραπλασιάστηκε από το 2003 έως το 2013 και οι εκθέσεις, τα μουσεία και η διδασκαλία των καλών τεχνών στα πανεπιστήμια πολλαπλασιάστηκαν. «Ο τομέας του πολιτισμού αποδείχτηκε πιο δυναμικός από την υπόλοιπη οικονομία. Το κράτος χρηματοδοτεί πολλές εκθέσεις, μουσεία, φεστιβάλ, γεγονός που επιτρέπει στους καλλιτέχνες να δημιουργούν και τους προσφέρει αναγνωρισιμότητα. Ταυτόχρονα παρεμποδίζει την αγορά κι αυτό πρέπει να αλλάξει», εκτιμά η Σύλβια Φινγκερούτ, συγγραφέας μιας μελέτης για την πολιτιστική οικονομία, για το Ίδρυμα Ζετούλιο Βάργκας (5).

Το κυριότερο από τα εμπόδια στα μάτια των συλλεκτών είναι ο δασμός εισαγωγής στα έργα τέχνης, που αντιπροσωπεύει έως και το 41% της τιμής τους, ενώ είναι ανύπαρκτος στις ΗΠΑ και μόλις 5% στη Γαλλία. Αυτό εμποδίζει, για παράδειγμα, την γκαλερί Daros, με έδρα τη Ζυρίχη, και κάτοχο μιας από τις σημαντικότερες συλλογές σύγχρονης λατινοαμερικάνικης τέχνης, να εισαγάγει τα έργα της για το πολιτιστικό κέντρο που δημιούργησε στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 2007 –πράγμα που δεν είναι άσχετο με την απόφασή της να το κλείσει φέτος. «Η γκαλερί Gagosian, η μεγαλύτερη του κόσμου, δεν ήρθε φέτος στην έκθεση του Ρίο εξ αιτίας των φόρων. Έτσι η κυβέρνηση καταλήγει να υποστηρίζει την έκθεση του Μαϊάμι, όπου οι πλούσιοι Βραζιλιάνοι έχουν σπίτια και δεν πληρώνουν φόρους  (6). Η Βραζιλία είναι μια πραγματική αγορά, με μια μπιενάλε στο Σάο Πάουλο που υπάρχει από το 1951, αλλά είναι μια εσωτερική αγορά, που δείχνει σημάδια κόπωσης, εξ αιτίας των απαγορευτικών κανόνων εισαγωγής και των διοικητικών εμποδίων», εκτιμά από την πλευρά του ο Αλαίν Κεμέν, καθηγητής της κοινωνιολογίας της τέχνης, στο Πανεπιστήμιο Paris-Est και στο Institut Universitaire de France. Το κράτος δείχνει να έχει επίγνωση του προβλήματος· όμως με το υπάρχον κλίμα είναι λίγες οι πιθανότητες να αλλάξει στάση.

Ωστόσο, οι καλλιτέχνες διατρέχουν έναν άλλο κίνδυνο: η επιθυμία τους να μπουν με κάθε τίμημα σε αυτή την αγορά μπορεί να τους οδηγήσει να παράγουν ό,τι πουλιέται και όχι ό,τι ονειρεύονται. Η Ροσάντζελα Ρενό, δημιουργός εγκαταστάσεων που πλέον προορίζονται για εκθέσεις ιδρυμάτων και όχι προς πώληση σε γκαλερί, ασχολείται επίσης με τη διδασκαλία. Η διαπίστωσή της είναι πικρή: «Βλέπω ήδη τόσους νέους καλλιτέχνες να αυτοπεριορίζονται στην παραγωγή τους και να προτιμούν, για παράδειγμα, το μικρό μέγεθος καμβά, γιατί θα βρει πιο εύκολα θέση στην γκαλερί. Όμως ένας καλλιτέχνης στην αρχή της σταδιοδρομίας του δεν πρέπει να νοιάζεται τι θα πουλήσει αλλά, πριν απ’ όλα, πώς θα είναι δημιουργικός. Είναι το αρνητικό αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας. Πριν από την εκρηκτική ανάπτυξη της αγοράς υπήρχε περισσότερη ελευθερία, περισσότερες πιθανότητες πειραματισμού».

Έργα που πωλήθηκαν το 2014:

5750, υπογεγραμμένα από 900 καλλιτέχνες

Κύκλος εργασιών:

περίπου 830.000 ευρώ για περισσότερο από το 60% των γκαλερί

Προέλευση αγοραστών (με βάση το ποσοστό επί του ποσού των συνολικών πωλήσεων):

Ιδιώτες συλλέκτες από τη Βραζιλία: 73%

Ιδιώτες συλλέκτες από το εξωτερικό: 12%

Ιδρύματα της Βραζιλίας: 4%

Ιδρύματα στο εξωτερικό: 3%

Εξαγωγές έργων τέχνης (σε αξία):

82,2 εκ. δολάρια το 2014 (60,1 εκ. το 2011)

Είδη έργων τέχνης που πωλήθηκαν:

Ζωγραφική: 24%

Φωτογραφία: 19%

Κατασκευές: 2%

Βίντεο: 1%

Πηγή: Πρόγραμμα Latitude, Σάο Πάολο, Απρίλιος 2014

Anne Vigna

Δημοσιογράφος στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Γιάννης Χρυσοβέργης

(1(Σ.τ.Μ.) Η αυτοκρατορική περίοδος στη Βραζιλία χρονολογείται από την ανεξαρτησία της χώρας (1822) έως το 1889, όταν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε τον αυτοκράτορα Πέτρο τον 2ο και κατάργησε τη μοναρχία. Σημειωτέον ότι, από το 1808 ώς το 1815, στο Ρίο ντε Τζανέιρο είχε καταφύγει ο πορτογαλικός θρόνος, μετά την κατάληψη της Πορτογαλίας από τον Βοναπάρτη.

(2«Le marché de l’art contemporain 2015. Top 500 des artistes contemporains» (με βάση τις πωλήσεις από τον Ιούλιο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2015), Artprice, Saint-Romain-au-Mont-d’Or, Οκτώβριος 2015.

(3(Σ.τ.Μ.) Η λέξη είναι στα αγγλικά στο πρωτότυπο κείμενο.

(4«4e étude du marché de l’art contemporaine au Brésil», Latitude-Abact, Σάο Πάουλο, Σεπτέμβριος 2015.

(5Silvia Finguerut, «La culture dans l’économie brésilienne», Fondation Getùlio Vargas, Μπραζίλια, 2015.

(6Βλ. Emmanuelle Steels και Anne Vigna «Fièvre acheteuse des Brésiliens à Maiami », «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2013.

Μοιραστείτε το άρθρο