Κατά τη διάρκεια της πολικής νύχτας, η θερμοκρασία δύσκολα ανεβαίνει πάνω από τους –60ο C στα υψώματα της Ανταρκτικής. Μέσα στα παραπήγματα της βάσης του Βοστόκ, τα μέλη της αποστολής τραγουδούν Ζορζ Μπρασένς ή Βλαντιμίρ Βισότσκι για να κρατήσουν ψηλά το ηθικό. Οι λιγοστές ειδήσεις που φτάνουν ως εδώ δεν είναι καλές. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν μόλις έβαλε μπροστά την πρωτοβουλία του για τη στρατηγική άμυνα, προκειμένου να ασκήσει πίεση σε μια σοβιετική γεροντοκρατία ανίκανη να εξέλθει από την οικονομική στασιμότητα και το τέλμα του Αφγανιστάν. Εφοδιαζόμενοι από αμερικανικά αεροπλάνα, Γάλλοι και Σοβιετικοί επιστήμονες αψηφούν τα στοιχεία της φύσης προκειμένου να αποκαλύψουν τα μυστικά του κλίματος. Στόχος, να ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο, κατεβαίνοντας όλο και πιο χαμηλά στα σωθικά του παγετώνα, βάθους 3.700 μέτρων, που βρίσκεται κάτω από τα πόδια τους. Τον Φεβρουάριο του 1985, η ομάδα ολοκληρώνει την εξόρυξη των δειγμάτων πάγου, που εντός τους έχουν διατηρήσει ζωτικής σημασίας πληροφορίες σχετικά με την ατμόσφαιρα και τις θερμοκρασίες των εξήντα χιλιάδων τελευταίων ετών. Μετά από δύο χρόνια αποκρυπτογράφησης, τα δείγματα προσφέρουν τις αποδείξεις που αναζητούνταν: ο πλανήτης μερικές φορές ήταν πιο θερμός απ’ όσο σήμερα, συχνά πιο ψυχρός, όμως αυτές οι διακυμάνσεις ακολουθούσαν πιστά εκείνες της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Και γνωρίζουμε ότι από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, στα μέσα του 19ου αι., η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται και πλέον ξεπερνά κάθε τιμή που έχει καταγραφεί στην ανθρώπινη ιστορία. Τα ευρήματα αυτά, επιβεβαιωμένα από γεωτρήσεις σε υποθαλάσσια ιζήματα και τη μελέτη άλλων αερίων θερμοκηπίου όπως το μεθάνιο, οδηγούν, το 1988, τα Ηνωμένα Έθνη στη δημιουργία της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC: Intergovernmental Panel on Climate Change). Η αποστολή της IPCC είναι να παρουσιάζει στον κόσμο την τρέχουσα κατάσταση των σχετικών με το θέμα δεδομένων, βασισμένη στη μελέτη της επιστημονικής βιβλιογραφίας. Από την πρώτη έκθεσή της, δημοσιευμένη το 1990, έως την πέμπτη, που ολοκληρώθηκε το 2013 (1), δημοσιοποιεί τα συμπεράσματά της: «Η υπερθέρμανση του κλιματικού συστήματος είναι αδιαμφισβήτητη και, από τη δεκαετία του 1950, πολλές από τις παρατηρούμενες αλλαγές δεν έχουν προηγούμενο εδώ και δεκαετίες, ακόμη και χιλιετίες», σημειώνεται στην τελευταία έκθεση. «Η ατμόσφαιρα και ο ωκεανός έχουν υπερθερμανθεί, η κάλυψη από χιόνι και παγετώνες έχει ελαττωθεί, η στάθμη των θαλασσών έχει ανεβεί και οι συγκεντρώσεις των αερίων του θερμοκηπίου έχουν αυξηθεί». Οι εμπειρογνώμονες είναι πλέον όλο και περισσότερο βέβαιοι σχετικά με τις αιτίες του φαινομένου: «Η επίδραση του ανθρώπου στο κλιματικό σύστημα έχει πλέον σαφώς καταδειχθεί (…). Προκειμένου να περιοριστεί η κλιματική αλλαγή, θα πρέπει να μειωθούν σημαντικά και σε μεγάλο βάθος χρόνου οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου». Βασισμένη στη μελέτη κλιματικών μοντέλων, η IPCC παρουσιάζει αποτιμήσεις των πρόσφατων εξελίξεων και, κυρίως, προβολές για τις επερχόμενες δεκαετίες, βασισμένες σε τέσσερα σενάρια εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Η πιο απαισιόδοξη υπόθεση εργασίας –ότι δεν γίνεται πραγματική προσπάθεια για μείωση– προβλέπει έως το 2100 θερμοκρασίες αυξημένες κατά σχεδόν 4ο C σε πλανητική κλίμακα και κατά σχεδόν 6ο C στις χερσαίες εκτάσεις: με άλλα λόγια, το χάος. Ακόμη και τα ενδιάμεσα σενάρια δεν μπορούν να εγγυηθούν μεσοπρόθεσμα μια κάποια σταθεροποίηση. Μόνο η αισιόδοξη υπόθεση εργασίας θα επέτρεπε η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη να συγκρατηθεί κάτω από τους 2ο C, ένα όριο το οποίο ο πλανήτης δεν πρέπει να ξεπεράσει και, κατά προτίμηση, να μην αγγίξει ποτέ. Από αυτό το όριο και πέρα, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ένα ανεξέλεγκτο ξέσπασμα, με γοργό λιώσιμο των παγετώνων της Γροιλανδίας, τροποποίηση των βαθέων ωκεάνιων ρευμάτων και τήξη των μόνιμα παγωμένων εδαφών (πέρμαφροστ) στις αρκτικές ζώνες, οδηγώντας σε μαζική απελευθέρωση διοξειδίου του άνθρακα. Όμως, η αισιόδοξη υπόθεση εργασίας προϋποθέτει ότι οι εκπομπές μειώνονται χωρίς καμία αργοπορία και εκμηδενίζονται μέσα σε δύο ή τρεις γενεές. Επισήμως, μετά τη Σύνοδο Κορυφής του Ρίο για τη Γη, το 1992, και την υιοθέτηση της σύμβασης-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, όλα τα κράτη συμμερίζονται αυτή την επιταγή. Ωστόσο, μετά από εκείνη την παγκόσμια ωδή στη σωτηρία του πλανήτη, η κατάσταση δεν έπαψε να επιδεινώνεται. Το 2013, το σύνολο του CO2 που απελευθερώθηκε στην ατμόσφαιρα ξεπέρασε τα 35,3 δισεκατομμύρια τόνους, έναντι 23 δισεκατομμυρίων τόνων το 1990 (2). Μεταξύ 1980 και 2011, οι «ανθρωπογενείς βιαιότητες» (το κομμάτι της υπερθέρμανσης που συνδέεται με τις ανθρώπινες δραστηριότητες) διπλασιάστηκαν εξαιτίας της ανάδυσης νέων βιομηχανικών χωρών και της αύξησης του πληθυσμού. Το κλίμα εμφανίζεται ως πολλαπλασιαστής των ανισοτήτων, των ανισορροπιών και των απειλών που υφίστανται οι πιο φτωχοί. Ανομβρία, τυφώνες, διατάραξη του κύκλου των μουσώνων: ο Νότος υφίσταται ήδη τις επιπτώσεις των αλλαγών, χωρίς καν να έχει γνωρίσει τα οφέλη της ανάπτυξης. Στην Αφρική, η έρημος εκτείνεται στις υποσαχάριες ζώνες, ενόσω 620 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια. Μια κολοσσιαία ευθύνη πέφτει στους ώμους των αναπτυγμένων χωρών, και ειδικότερα των Ηνωμένων Πολιτειών (βλ. τον σχετικό χάρτη στις επόμενες σελίδες). Από την ίδρυσή της έως σήμερα, η πετρελαϊκή εταιρεία Chevron και μόνο έχει απελευθερώσει στην ατμόσφαιρα υπερδεκαπλάσιες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου απ’ όσες έχουν εκπέμψει όλες μαζί οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής (πλην Νότιας Αφρικής) από το 1850. Με τη σειρά της, η Gazprom έχει τόσες εκπομπές όσες ολόκληρη η Αφρική και η Saudi Aramco περισσότερες από εκείνες ολόκληρης της Νότιας Αμερικής (3). Βασική πηγή της κλιματικής απορρύθμισης αποτελεί η χρήση του άνθρακα, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Και, παρ’ όλα αυτά, το 2013, οι δημόσιες επιδοτήσεις που κατευθύνθηκαν σε ορυκτά καύσιμα φτάνουν στο ποσό των 480 δισ. ευρώ, ήτοι υπερτετραπλάσιο εκείνου που χορηγήθηκε σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Απέναντι σε μια τέτοια πρόκληση, η λογική του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κρατών απλώς δεν μπορεί να λειτουργήσει –εντούτοις η οδός της συνεργασίας παραμένει δύσβατη. Μετά την άρνηση της αμερικανικής Γερουσίας να επικυρώσει το πρωτόκολλο του Κιότο το 1997 (5) και το φιάσκο της Κοπεγχάγης το 2009, για την τωρινή διάσκεψη του Παρισιού έγιναν σχολαστικές προετοιμασίες, ποντάροντας σε εθελοντικές διακηρύξεις: τις «καθορισμένες σε εθνικό επίπεδο προβλεπόμενες συνεισφορές». Στα μέσα του Οκτωβρίου, 148 χώρες, που αντιστοιχούν στο 87% των παγκόσμιων εκπομπών, είχαν παρουσιάσει τους οδικούς χάρτες τους. Από τους μεγάλους ρυπαντές δεν έλειπαν παρά το Ιράν και η Σαουδική Αραβία. Όλοι παρουσιάζονται φιλόδοξοι: η Κίνα θεωρεί ότι θα φτάσει στο μέγιστο των εκπομπών της το 2030· η Ευρωπαϊκή Ένωση υπόσχεται μείωση των αερίων θερμοκηπίου κατά 40% το 2030 σε σχέση με το 1990· οι ΗΠΑ εξαγγέλλουν ένα –26% το 2025 σε σχέση με το 2005. Όμως η Λοράνς Τουμπιανά, πρέσβειρα της γαλλικής κυβέρνησης, επιφορτισμένη με τις διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή, παραδέχεται ότι υπάρχει ένα ζήτημα: «Παρ’ όλο που αυτή η σειρά συνεισφορών είναι πολύ θετική, δεν επαρκεί για να μας θέσει, αμέσως μετά τη διάσκεψη του Παρισιού, σε μια τροχιά συμβατή με το όριο των 2οC. Γι’ αυτό και η συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις που θα επιτρέπουν την τακτική αναθεώρηση των κοινών φιλοδοξιών σε βάθος χρόνου, ώστε κάθε νέος κύκλος συνεισφορών να είναι πιο φιλόδοξος και έτσι να μπορέσουμε να φτάσουμε τους μακροπρόθεσμους στόχους μας» (6). Προκειμένου να επιτευχθεί μια οικουμενική συμφωνία, η οποία θα μπορεί να τεθεί σε ισχύ από το 2020, η στρατηγική της γαλλικής προεδρίας συνοψίστηκε στην αποφυγή των ζητημάτων που προκαλούν εκνευρισμούς. Μεγάλη ασάφεια εξακολουθεί να καλύπτει τον συνολικό στόχο για τις μειώσεις των εκπομπών, τον ορισμό ενός παγκόσμιου ανώτατου ορίου εκπομπών, τους μηχανισμούς ελέγχου… Η φορολόγηση των θαλάσσιων ή των εναέριων μεταφορών παραμένει ταμπού. Και βεβαίως ο στοχασμός πάνω σε έναν τρόπο παραγωγής που σπρώχνει την ανθρωπότητα στον γκρεμό, έχει μπει στην αναμονή. Ορισμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία ή τα εμιράτα του Κόλπου, δεν θα μπορέσουν ποτέ να απαλείψουν τα ίχνη που έχουν αφήσει στην ατμόσφαιρα: το «κλιματικό χρέος» τους είναι μη βιώσιμο. Έτσι, τα κράτη του Νότου εκ μέρους τους προεξοφλούσαν χρηματικές αποζημιώσεις προκειμένου να μπορέσουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε μια ανάπτυξη χωρίς άνθρακα, υπερπηδώντας το θανατηφόρο στάδιο των ορυκτών πηγών ενέργειας. Όμως ο στόχος των 100 δισ. δολαρίων ετησίως, τα οποία θα αφιερώνονταν σε αυτόν τον σκοπό, αργεί να βρει πρόθυμους χορηγούς. Η προετοιμασία της 21ης διάσκεψης χαρακτηρίζεται από τον αυξημένο ρόλο που παίζουν σε αυτήν οι πολυεθνικές, κάτω από ένα δόγμα: το εμπορικό δίκαιο πρέπει πάντοτε να υπερισχύει των κοινωνικών και περιβαλλοντικών φιλοδοξιών. Και οι ηγέτες, που θα έρθουν να υποστηρίξουν με το χέρι στην καρδιά μια συμφωνία σχετικά με το κλίμα, στα παρασκήνια διαπραγματεύονται τη θέσπιση μιας μεγάλης διατλαντικής αγοράς, που στόχο έχει «να εγγυηθεί ένα ανοιχτό οικονομικό περιβάλλον, διαφανές και προβλέψιμο όσον αφορά την ενέργεια και με απεριόριστη και αδιάλειπτη πρόσβαση σε πρώτες ύλες» (7). Το κλιματικό χάος δεν θα αποφευχθεί παρά μόνο αν αφήσουμε τον κύριο όγκο των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων να παραμείνει στο υπέδαφος. Η συλλογική πρόκληση συνίσταται στην εκ μέρους όλων αποδοχή αυτής της προσπάθειας, διακόπτοντας την αύξηση των ανισοτήτων που αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια αλληλεγγύης. Θυμόμαστε τη δήλωση του προέδρου Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου κατά την άφιξή του στη Σύνοδο Κορυφής του Ρίο: «Ο αμερικανικός τρόπος ζωής δεν είναι διαπραγματεύσιμος». Ένας τρόπος ζωής που είναι αδύνατο να γενικευθεί και του οποίου η προσπάθεια για διαιώνιση μας έκανε να χάσουμε είκοσι χρόνια, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο τις αποφάσεις που πρέπει να παρθούν. Ο κίνδυνος είναι να αφήσουμε τον χρόνο να χάνεται, ποντάροντας σε χιμαιρικές ή περιθωριακές λύσεις, όπως η γεωμηχανική, που θεωρεί ότι πρέπει να αυξήσει την απορρόφηση άνθρακα από το έδαφος ή να περιορίσει την ηλιακή ακτινοβολία. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά έχουν ανοίξει έναν νέο δρόμο, ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990, καθιερώνοντας τον «φόρο άνθρακα». Πέτυχαν σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου χωρίς να απαρνηθούν την ευημερία τους, αποδεσμεύοντας τις απαραίτητες πιστώσεις για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτηρίων και των μεταφορών και για την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτές όμως δεν θα επιτρέψουν να αντιμετωπιστεί η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση, καθώς θα προσκρούσουν στη σταδιακή έλλειψη των απαραίτητων μετάλλων για τις αιολικές και τις ηλιακές εγκαταστάσεις. Ο δρόμος των «τριών R» (Reduce, Reuse, Recycle – Μείωση, Επαναχρησιμοποίηση, Ανακύκλωση) οδηγεί στην επανεξέταση της κατανάλωσης, βασίζοντας την ποιότητα ζωής σε κριτήρια διαφορετικά από τη συσσώρευση αγαθών. Οι αισιόδοξοι θα αρχίσουν να επισείουν τα τελευταία στοιχεία της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας (IEA): κατά το 2014, η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε κατά 3%, ενώ οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα παρέμειναν σταθερές (8). Είναι το αποτέλεσμα σύμπτωσης ή η έναρξη της αποσύνδεσης μεταξύ των δύο παραγόντων; Πιο βάσιμες αφορμές για ελπίδα θα ανακαλύψουμε στη βαθύτερη συνειδητοποίηση όλων αυτών των ζητημάτων, η οποία αφυπνίζει μυριάδες νέες συσχετίσεις δεδομένων και εφευρετικές λύσεις, και στις θέσεις που υιοθετούν ορισμένοι πόλοι ηθικής εξουσίας, όπως ο Πάπας Φραγκίσκος. Το 2009, το Πρωτόκολλο που προέκυψε από τη Διάσκεψη για την προστασία του στρώματος του όζοντος, έγινε η πρώτη συνθήκη στην Ιστορία που γνώρισε την οικουμενική επικύρωση από όλα τα κράτη του κόσμου. Η διαφύλαξη του κλίματος της Γης απαιτεί μια τουλάχιστον εξίσου φιλόδοξη συλλογική κινητοποίηση.