«Δεν είμαι εναντίον όλων των πολέμων. Αυτό με το οποίο διαφωνώ είναι ένας ανόητος πόλεμος, ένας αστόχαστος πόλεμος, ένας πόλεμος που δεν στηρίζεται στη λογική, αλλά στην οργή»: Αυτά δήλωνε στις 2 Οκτωβρίου 2002 ένα μέλος της Γερουσίας του Ιλινόις με το όνομα Μπαράκ Ομπάμα. Η «οργή» που ακολούθησε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου δεν κόπασε στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους είχε αποφασίσει να την διοχετεύσει όχι προς τη Σαουδική Αραβία, από την οποία προέρχονταν οι περισσότεροι κομάντος της Αλ-Κάιντα, αλλά προς το Ιράκ, στο οποίο θα επιτίθετο έξι μήνες αργότερα. Τα μέσα ενημέρωσης ήθελαν τον πόλεμο. Οι περισσότεροι Δημοκρατικοί γερουσιαστές, ανάμεσά τους και η Χίλαρι Κλίντον, προσχώρησαν στη γραμμή αυτή. Και η εισβολή στο Ιράκ προκάλεσε το χάος που θα λειτουργούσε ως εκκολαπτήριο του ISIS.
Οι δολοφονικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι κρύβουν τον κίνδυνο να γίνουν αφορμή για την προώθηση των δύο κύριων στόχων του ISIS. Ο πρώτος είναι η δημιουργία μιας συμμαχίας «αποστατών», «απίστων», «σιιτών αρνητών», η οποία θα έρθει να πολεμήσει το ISIS, πρώτα στο Ιράκ και τη Συρία, αργότερα στη Λιβύη. Ο δεύτερος είναι να πειστεί η πλειοψηφία των Δυτικών ότι οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους θα μπορούσαν να αποτελέσουν «πέμπτη φάλαγγα» που κινείται στο σκοτάδι, έναν «εσωτερικό εχθρό» στην υπηρεσία των δολοφόνων.
Πόλεμος και φόβος: ακόμη κι ένα τέτοιου είδους σενάριο Αποκάλυψης περιέχει μια δόση ορθολογισμού. Οι τζιχαντιστές έχουν υπολογίσει ότι οι «σταυροφόροι» και οι «ειδωλολάτρες» είναι κάλλιστα σε θέση να βομβαρδίσουν («να χτυπήσουν») συριακές πόλεις, να εξαπολύσουν ανθρωποκυνηγητό σε ιρακινές επαρχίες, αλλά ότι δεν θα καταφέρουν ποτέ να στεριώσουν ως δύναμη κατοχής σε αραβική γη. Εξάλλου, το ISIS εκτιμά ότι οι επιθέσεις του σε ευρωπαϊκό έδαφος θα προκαλέσουν καχυποψία απέναντι στους μουσουλμάνους της Δύσης και θα γενικεύσουν τα αστυνομικά μέτρα εναντίον τους. Κάτι που θα δεκαπλασιάσει τη δυσφορία τους, σε σημείο που ορισμένοι από αυτούς να προσχωρήσουν στις γραμμές του χαλιφάτου. Μπορεί να είναι ισχνότατη μειοψηφία, αλλά οι γενίτσαροι του σαλαφιστικού τζιχαντισμού δεν έχουν στόχο να κερδίσουν τις εκλογές. Μάλιστα, εάν ένα αντιμουσουλμανικό κόμμα τις κερδίσει, η υλοποίηση του σχεδίου τους θα προχωρήσει ταχύτερα.
«Η Γαλλία βρίσκεται σε πόλεμο», ανακοίνωσε προκαταβολικά ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ στην κοινή συνεδρίαση Βουλής και Γερουσίας στις 16 Νοεμβρίου. Ο Γάλλος πρόεδρος αναζητά εδώ και καιρό τον τρόπο να εμπλακεί στο συριακό μέτωπο και πασχίζει να εμπλέξει περισσότερο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, ένα από τα παράδοξα της ιστορίας έγκειται στο γεγονός ότι ο Ολάντ θέλει σήμερα να διεξαγάγει πόλεμο κατά του ISIS στη Συρία ενώ, πριν από δύο χρόνια, με την ίδια πολεμοχαρή επιμονή, προσπαθούσε να πείσει την Ουάσινγκτον να «τιμωρήσει» το καθεστώς του Μπασάρ Αλ-Άσαντ.
Άραγε ο Ομπάμα θα αντισταθεί για αρκετό καιρό ακόμη στον «ανόητο πόλεμο» που ζητά η Γαλλία; Η πίεση που δέχεται είναι όλο και μεγαλύτερη, πόσω μάλλον αφού το ISIS ακολουθεί το ίδιο σχέδιο με το Παρίσι… Όπως εξηγούσε μερικούς μήνες πριν ο ερευνητής Πιέρ-Ζαν Λουιζάρ, στην αρχή όλα συνέβησαν «σαν το Ισλαμικό Κράτος να είχε καταγράψει σχολαστικά ο,τιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει τον αποτροπιασμό της κοινής γνώμης στις χώρες της Δύσης: παραβίαση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, των δικαιωμάτων των γυναικών, κυρίως με τους αναγκαστικούς γάμους, εκτελέσεις ομοφυλόφιλων, επαναφορά της δουλείας, χωρίς να γίνει λόγος για τις σκηνές αποκεφαλισμών και μαζικών εκτελέσεων» (1).
Όταν η επίδειξη αυτού του μακάβριου καταλόγου δεν αρκούσε πια, το ISIS αποφάσισε να ξεκοιλιάσει έναν Αμερικανό όμηρο, φροντίζοντας να δημοσιοποιήσει τις εικόνες. Στη συνέχεια, οργάνωσε τις δολοφονικές επιθέσεις στο Παρίσι. Η απάντηση των «σταυροφόρων» δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο.
Είναι γεγονός ότι ένας αρχηγός κράτους είναι σχεδόν υποχρεωμένος να αντιδράσει απέναντι σε τέτοιου τύπου θεαματικές ενέργειες. Η πολιτική πίεση τον καλεί να ανακοινώσει αμέσως κάτι, μερικές φορές οτιδήποτε. Να διατάξει την καταστροφή κάποιων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, μιας αποθήκης πολεμοφοδίων, τον βομβαρδισμό μιας πόλης. Να επιδείξει αποφασιστικότητα. Να υποσχεθεί νέους, ακόμη αυστηρότερους νόμους, να στηλιτεύσει τους «οπαδούς του Μονάχου» (2). Να γεμίσει τις φράσεις του με πολεμικούς όρους, να κάνει λόγο για «αίμα», να διαβεβαιώσει ότι «θα είμαστε αμείλικτοι». Να εισπράξει τα χειροκροτήματα του όρθιου κοινού και, βέβαια, δέκα μονάδες στις δημοσκοπήσεις. Στο τέλος, όλα αυτά συχνά αποδεικνύονται παράλογα, «ανόητα»: αλλά μόνο μερικούς μήνες αργότερα. Και η παγίδα της πλειοδοσίας μοιάζει όλο και πιο ακαταμάχητη, ιδιαίτερα σε καθεστώς διαρκούς, φρενήρους ενημέρωσης, όπου καμία ενέργεια, καμία δήλωση δεν μπορεί να μείνει χωρίς άμεση απάντηση.
Το 1991, στον Πόλεμο του Κόλπου, τα γεράκια των Ηνωμένων Πολιτειών προσήψαν στον πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο ότι δεν διέταξε τα αμερικανικά στρατεύματα που μόλις είχαν ελευθερώσει το Κουβέιτ να προελάσουν μέχρι τη Βαγδάτη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο στρατηγός Κόλιν Πάουελ, αρχηγός του αμερικανικού γενικού επιτελείου στον πόλεμο, δικαιολόγησε τη –σχετική– αυτοσυγκράτηση του προέδρου: «Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η συμμαχία μας, ιδιαίτερα τα αραβικά κράτη, δεν ήθελε εισβολή και διαμελισμό του Ιράκ. (…) Ένα Ιράκ κατακερματισμένο σε σουνιτικό, σιιτικό και κουρδικό τμήμα δεν θα είχε συμβάλλει στην επιδιωκόμενη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή. Ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια τέτοια έκβαση θα ήταν η κατάκτηση και κατοχή μιας χώρας 20 εκατομμυρίων κατοίκων από τις Ηνωμένες Πολιτείες. (…) Κατά τα άλλα, θα ήταν αφελές να ελπίζει κανείς ότι, εάν ο Σαντάμ είχε ανατραπεί, θα τον αντικαθιστούσε ένας Ιρακινός Τόμας Τζέφερσον. Κατά πάσα πιθανότητα, θα είχαμε κληρονομήσει έναν νέο Σαντάμ με άλλο όνομα» (3). Είναι γνωστό ότι, το 2003, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος «τέλειωσε τη δουλειά» του πατέρα του. Οι νεοσυντηρητικοί χαιρέτισαν τότε τον νέο Τσόρτσιλ, τη δημοκρατία, το θάρρος. Και ο στρατηγός Πάουελ αναμφίβολα λησμόνησε να ξαναδιαβάσει τις δηλώσεις του, καθώς είδε όλους τους φόβους του να γίνονται πραγματικότητα από έναν πρόεδρο τον οποίο υπηρετούσε πια ως υπουργός Εξωτερικών…
Ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος έχει συχνά επικριθεί για τις παιδικές και εγκληματικές απλουστεύσεις του, για «τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» που εξαπέλυσε. Φαίνεται, όμως, ότι έχει βρει κληρονόμους στο Παρίσι. «Ας επιστρέψουμε στα βασικά» μας εξήγησε, έτσι, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Λοράν Φαμπιούς, με ύφος δασκάλου σαν να ήμασταν όλοι ακόμα στο νηπιαγωγείο. «Το ISIS είναι τέρατα, αλλά είναι 30.000. Εάν όλες οι χώρες του κόσμου δεν είναι σε θέση να εξαλείψουν 30.000 τέρατα, αυτό δεν μπορώ να το κατανοήσω» (4). Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να του το εξηγήσουμε.
Τα «30.000 τέρατα» διαθέτουν πολλαπλά στηρίγματα στις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ και της Συρίας. Στις ζώνες αυτές, τα στρατεύματα που πολεμούν το ISIS συχνά θεωρούνται όργανα σιιτικών δικτατοριών, που είναι επίσης υπεύθυνες για πολλές σφαγές. Αυτός είναι ο λόγος που το ISIS κατέλαβε αρκετές πόλεις, μερικές φορές χωρίς να δώσει μάχη, με τους στρατιώτες που τις υπερασπίζονταν να εγκαταλείπουν τις στολές τους και τα όπλα τους πριν τραπούν σε φυγή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επεδίωξαν να χρηματοδοτήσουν την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό περισσότερων από 4.000 «μετριοπαθών» Σύρων μαχητών. Όμως, σύμφωνα με τους ίδιους τους Αμερικανούς, μόνο «τέσσερις ή πέντε» κατάφεραν να είναι μάχιμοι. Κόστος ανά άτομο: αρκετά εκατομμύρια δολάρια… Στη Μοσούλη, 30.000 Ιρακινοί στρατιώτες ηττήθηκαν από 1.000 μαχητές του ISIS, οι οποίοι απέσπασαν πάνω από 2.000 τεθωρακισμένα οχήματα και εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια που τους περίμεναν στα τραπεζικά θησαυροφυλάκια. Αλλά και στο Ραμάντι, οι τζιχαντιστές νίκησαν εικοσιπενταπλάσιες σε αριθμό ιρακινές δυνάμεις. Οι Σύροι στρατιώτες είναι εξαντλημένοι μετά από τέσσερα χρόνια πολέμου. Και οι Κούρδοι, που έχουν σημειώσει στρατιωτικές επιτυχίες κατά του ISIS, δεν έχουν διάθεση να πεθάνουν για εδάφη που δεν διεκδικούν. «Στην πραγματικότητα», επισημαίνει ο Λαζάρ, «το Ισλαμικό Κράτος είναι δυνατό λόγω της αδυναμίας των αντιπάλων του και ευδοκιμεί στα ερείπια θεσμών που είναι έτοιμοι να καταρρεύσουν» (5).
Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στη Λιβύη. Μέσα σε κλίμα δικαιολογημένης συγκίνησης και κάτω από την αιγίδα του διδύμου Νικολά Σαρκοζί και Μπερνάρ-Ανρί Λεβί (6), η Γαλλία κινήθηκε αποφασιστικά για την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι. Φανταζόταν πως αρκούσε το λιντσάρισμα ενός δικτάτορα και έτσι ο θάνατός του θα γεννούσε μια φιλελεύθερη δημοκρατία δυτικού τύπου. Αποτέλεσμα; Το κράτος διαλύθηκε και το ISIS ελέγχει αρκετές πόλεις της χώρας, από όπου οργανώνει επιθέσεις κατά της γειτονικής Τυνησίας. Σε τέτοιο σημείο που ο Γάλλος υπουργός Άμυνας σήμερα παραδέχεται: «Η Λιβύη με απασχολεί πολύ. Το ISIS έχει ριζώσει στη χώρα, αξιοποιώντας τις συγκρούσεις μεταξύ των Λίβυων». Ωστόσο, εκτιμά, «εάν συνενώσουμε τις δυνάμεις του Τομπρούκ και της Τρίπολης, το ISIS τελειώνει» (7)… Πάντως, το πρόβλημα υποτίθεται ότι είχε λυθεί πριν από τρία χρόνια, όταν ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί εξηγούσε: «Η Λιβύη, σε αντίθεση με όσα προέβλεπαν οι Κασσάνδρες, δεν κατακερματίστηκε σε τρεις ξεχωριστές οντότητες. (…) Ο νόμος των φυλών δεν επικράτησε του αισθήματος εθνικής ενότητας. (…) Για την ώρα, τα γεγονότα μιλούν: στη Λιβύη, σε σύγκριση με την Τυνησία και την Αίγυπτο, η άνοιξη έχει πετύχει –και όσοι τη βοήθησαν μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι για όσα έκαναν» (8).
Σήμερα, ο Γάλλος πρόεδρος καλεί στον σχηματισμό «μιας ευρείας και ενιαίας συμμαχίας» εναντίον του ISIS. Μια τέτοια συμμαχία θα περιλαμβάνει απαραίτητα και τον Σύρο πρόεδρο. Ο Μπασάρ Αλ-Άσαντ, όμως, ήδη απαντά: «Δεν θα μπορέσετε να πολεμήσετε το ISIS παραμένοντας σύμμαχοι με το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, που εξοπλίζουν τους τρομοκράτες» (9). Ο Ρώσος πρόεδρος, από την πλευρά του, κρίνει ότι η Τουρκία, άλλη χώρα υποψήφια να συμμετάσχει στη συμμαχία κατά των τζιχαντιστών, έδωσε «πισώπλατη μαχαιριά» στη χώρα του, καταρρίπτοντας ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος στις 24 Νοεμβρίου. Με λίγα λόγια, μόλις ο πόλεμος κερδηθεί από την ετερόκλητη συμμαχία που προσπαθεί να συγκολλήσει το Παρίσι, το ζήτημα της «επόμενης μέρας» θα τεθεί σε συνθήκες ακόμη πιο επικίνδυνες από ό,τι στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ ή στη Λιβύη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, βέβαια, οι νεοσυντηρητικοί έχουν ήδη ξεχάσει (όπως και ο Γάλλος πρόεδρος;) όλες τις αποτυχίες. Σε σημείο που ζητούν την αποστολή στις ζώνες που ελέγχει το ISIS 50.000 Αμερικανών στρατιωτών (10). Και, χωρίς αμφιβολία, ακόμη περισσότερων αργότερα.
Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Foreign Affairs», δύο πανεπιστημιακοί ειδικοί σε θέματα Μέσης Ανατολής, ο Στίβεν Σάιμον και ο Τζόναθαν Στίβενσον, απαριθμούν τις προϋποθέσεις που θα καθιστούσαν βιώσιμη μια στρατιωτική νίκη των Δυτικών στα εδάφη που σήμερα ελέγχει το ISIS: υποστήριξη της αμερικανικής κοινής γνώμης, αποστολή σημαντικού αριθμού ειδικών για την ανοικοδόμηση, γνώση των τοπικών κοινωνιών, παρουσία στηριγμάτων ή συμμάχων στο έδαφος του Ιράκ και της Συρίας. Και καταλήγουν: «Εάν όλα αυτά μοιάζουν οικεία, είναι επειδή πρόκειται ακριβώς για τον κατάλογο των πραγμάτων που η Ουάσινγκτον απέτυχε να πραγματοποιήσει στις δύο τελευταίες μεγάλου μεγέθους επεμβάσεις της στη Μέση Ανατολή: στην εισβολή στο Ιράκ, το 2003, και στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς της Λιβύης, το 2011. Με απλά λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται ότι θα έχαναν άλλον έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή για τους ίδιους λόγους που έχασαν και τους δύο προηγούμενους» (11).
Η Γαλλία, που έχει ήδη εμπλακεί ενεργά στην Αφρική, δεν έχει διάθεση να κερδίσει έναν πόλεμο με παρόμοια χαρακτηριστικά. Το γεγονός ότι το ISIS επιδιώκει να την παρασύρει σε μια τέτοια παγίδα δεν υποχρεώνει τον Ολάντ να σπεύσει στην κατεύθυνση αυτή και να συμπήξει μια συμμαχία με χώρες που, συνήθως, κινούνται με πολύ μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα. Η τρομοκρατία σκοτώνει πολίτες, ο πόλεμος επίσης. Ο πολλαπλασιασμός των δυτικών βομβαρδισμών στο Ιράκ και στη Συρία, που γεννούν τόσους τζιχαντιστές μαχητές όσους σκοτώνουν, δεν θα αποκαταστήσει ούτε την εδαφική ακεραιότητα των δύο χωρών ούτε τη νομιμοποίηση των κυβερνήσεών τους στα μάτια των λαών τους. Μια βιώσιμη λύση, με πολιτική συμφωνία, θα εξαρτηθεί από τους λαούς της περιοχής, όχι από τις παλαιές αποικιοκρατικές δυνάμεις ούτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες έχει απονομιμοποιήσει τόσο η υποστήριξη που δίνουν στις χειρότερες ισραηλινές πολιτικές όσο και ο τρομακτικός απολογισμός του στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού τους –τρομακτικός ακόμη και από τη δική τους σκοπιά: εισβάλλοντας στο Ιράκ, το 2003, αφού είχαν υποστηρίξει για οκτώ χρόνια τον Σαντάμ Χουσεΐν στον πόλεμο κατά του Ιράν (πάνω από ένα εκατομμύριο νεκροί), μετέτρεψαν τη χώρα σε σύμμαχο της Τεχεράνης… Τέλος, κράτη που πωλούν όπλα στις πετρελαϊκές δικτατορίες του Κόλπου, στις οποίες εκκολάπτεται ο τζιχαντιστικός σαλαφισμός, δεν είναι σε θέση ούτε να μιλούν για ειρήνη ούτε να παραδίδουν στους Άραβες μαθήματα πλουραλιστικής δημοκρατίας.
«Όταν επιχειρούν σε σταθερά κράτη, με σταθερά καθεστώτα και χωρίς την υλική υποστήριξη μερίδας του πληθυσμού», παρατηρούσε ο ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ, το 2007, «οι τρομοκρατικές οργανώσεις αποτελούν αστυνομικό και όχι στρατιωτικό πρόβλημα. (…) Είναι κατανοητό ότι τέτοιες ενέργειες προκαλούν μεγάλη νευρικότητα στην κοινωνία, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις της Δύσης, κυρίως όταν κυβέρνηση και μέσα ενημέρωσης συγκλίνουν στη δημιουργία κλίματος φόβου» (12).
Η αγχωτική ατμόσφαιρα και η επίμονη καταγγελία της «μετριοπάθειας» δίνουν τη δυνατότητα να σκεπαστεί η φωνή όσων, χωρίς να αμφισβητούν την απόλυτη αξία της προστασίας του πληθυσμού, απορρίπτουν την αέναη συσσώρευση κατασταλτικών ρυθμίσεων άχρηστων και επικίνδυνων για τις δημόσιες ελευθερίες. Μέτρα με έντονο άρωμα ξενοφοβίας, όπως η δυνατότητα αφαίρεσης της υπηκοότητας από ορισμένους πολίτες με διπλή ιθαγένεια, έρχονται να προστεθούν στο ήδη ισχύον νομικό πλαίσιο, ικανοποιώντας το αίτημα του Εθνικού Μετώπου. Και όχι μόνο η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα από τους φοβισμένους βουλευτές, αλλά ο πρωθυπουργός τούς ζήτησε να μην προσβάλλουν ενώπιον του Συνταγματικού Συμβουλίου τα νομικά αμφιλεγόμενα μέτρα που τους υπέβαλε προς ψήφιση.
Το 2002, ο Ομπάμα απευθυνόταν σε εκείνον που επρόκειτο να διαδεχθεί με τα εξής λόγια: «Θέλετε να πολεμήσετε, πρόεδρε Μπους; Ας πολεμήσουμε ώστε οι έμποροι όπλων στη δική μας χώρα να σταματήσουν να υποδαυλίζουν τους αμέτρητους πολέμους που μαίνονται στον κόσμο. Ας πολεμήσουμε ώστε οι υποτιθέμενοι σύμμαχοί μας στη Μέση Ανατολή να σταματήσουν να καταπιέζουν τους λαούς τους και να διώκουν την αντιπολίτευση, να ανέχονται τη διαφθορά και την ανισότητα, σε σημείο που η νεολαία τους να μεγαλώνει χωρίς εκπαίδευση, χωρίς προοπτικές για το μέλλον, χωρίς ελπίδα και να γίνεται εύκολη λεία στρατολόγησης για τους πυρήνες της τρομοκρατίας». Ο Ομπάμα δεν ακολούθησε τις συμβουλές που ο ίδιος έδινε. Ούτε και οι άλλοι αρχηγοί κρατών. Είναι κρίμα. Οι επιθέσεις του ISIS και η καταστροφική εξωτερική πολιτική της Γαλλίας οδηγούν σήμερα σε έναν νέο «πόλεμο». Αποκλειστικά στρατιωτικό και, επομένως, χαμένο εκ των προτέρων.