Το 1979, η ιρανική επανάσταση εγκαθίδρυε το πρώτο επίσημα «ισλαμικό» πολιτικό καθεστώς, που στην πραγματικότητα όμως ήταν αποκλειστικά σιιτικό. Έτσι αναβίωνε την πανάρχαια σύγκρουση μεταξύ σουνιτών και σιιτών, η οποία αντιπροσωπεύει την πρώτη στρώση μιας αργής στρωματοποίησης. Όταν, μετά από την κατάληψη της εξουσίας στην Τεχεράνη, ο αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί αξιώνει μια συλλογική διαχείριση των ιερών τόπων του Ισλάμ, η πρόκληση θεωρείται αβάσταχτη από τη Σαουδική Αραβία. Έναν χρόνο πριν χάσει τη ζωή του, κοντά στη Λυών, μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία, το 1995, ο νεαρός τζιχαντιστής Χαλέντ Κελκάλ δήλωνε στον Γερμανό κοινωνιολόγο που του έπαιρνε συνέντευξη: «Το σιιτικό δόγμα το εφηύραν οι Εβραίοι για να διχάσουν το Ισλάμ» (1). Οι ουαχαμπίτες της Σαουδικής Αραβίας έχουν από παλιά τη συνήθεια να σφαγιάζουν σιίτες, όπως απέδειξε, από το 1802, η κατάκτηση της Κερμπάλα (σήμερα στο Ιράκ), που προκάλεσε την καταστροφή των ιερών και των τάφων, μεταξύ των οποίων αυτού του Ιμάμη Χουσεΐν, και τη θανάτωση πλήθους κατοίκων.
Ο «θρησκευτικός πόλεμος» σπαράσσει σήμερα επτά χώρες της περιοχής: το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, το Πακιστάν, τον Λίβανο, την Υεμένη και το Μπαχρέιν. Κάνει σποραδικά την εμφάνισή του στη Σαουδική Αραβία και στο Κουβέιτ. Στη Μαλαισία το σιιτικό δόγμα είναι επισήμως απαγορευμένο. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι πλέον τυφλές τρομοκρατικές ενέργειες, όπως αυτές που διαπράττονται στη διάρκεια των προσκυνημάτων, σκοτώνουν δέκα φορές περισσότερους μουσουλμάνους από ό,τι μη μουσουλμάνους και οι τρείς χώρες που πλήττονται περισσότερο από αυτές είναι το Αφγανιστάν, το Ιράκ και το Πακιστάν. Η Ούμμα, η κοινότητα των πιστών την οποία ισχυρίζονται πως υπερασπίζονται οι τζιχαντιστές σαλαφιστές, καταλαμβάνει σήμερα μια τεράστια έκταση θρησκευτικών συγκρούσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί το Ριάντ κινητοποιεί πολύ πιο εύκολα την αεροπορία και τον στρατό ξηράς του κατά των Χούτι (2) της Υεμένης, παρά για να προσφέρει βοήθεια στο σιιτικό καθεστώς της Βαγδάτης. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς για ποιον λόγο θα έπρεπε οι δυτικοί να πάρουν θέση σε αυτή τη σύγκρουση και με ποια νομιμοποίηση.
Ο δεύτερος πόλεμος είναι αυτός των Κούρδων, οι οποίοι προσπαθούν να γίνουν κύριοι του πεπρωμένου τους, εναντίον, κυρίως, του τουρκικού κράτους. Οι ρίζες του είναι στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, που διαμέλισε το Κουρδιστάν σε τέσσερις χώρες, στην Τουρκία, τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Οι πολυάριθμες εξεγέρσεις που ξέσπασαν μεταξύ του 1925 και του 1939 συνετρίβησαν όλες από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Από το 1960 και μετά, όλες οι εξεγέρσεις στην Τουρκία, στο Ιράκ ή στο Ιράν, πνίγηκαν στο αίμα εν μέσω αδιαφορίας της διεθνούς κοινότητας. Από το 1984, ο πόλεμος έχει προκαλέσει περισσότερους από 40.000 νεκρούς στην Τουρκία, όπου καταστράφηκαν 3.000 κουρδικά χωριά, με κόστος που εκτιμάται στα 84 δισεκατομμύρια δολάρια (3).
Σε αυτό το πλαίσιο κανείς δεν θα πρέπει να νιώθει έκπληξη από το γεγονός ότι η Άγκυρα επέτρεψε τη μαζική ενίσχυση με επίδοξους τζιχαντιστές του Μετώπου Αλ-Νόσρα και της Οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες οργανώσεις αντιμάχονται τους Κούρδους του Ιράκ και, κυρίως, τους Κούρδους της Συρίας, που έχουν στενές σχέσεις με αυτούς της Τουρκίας. Κυριότερη απειλή για την Άγκυρα είναι το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), που παραμένει χαρακτηρισμένο ως τρομοκρατική οργάνωση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ και δεν μπορεί να πάρει δυτική στρατιωτική βοήθεια. Μοναδική χώρα της περιοχής που ανήκει στο ΝΑΤΟ και η οποία έχει την ικανότητα να αλλάξει τον στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων στο πεδίο της μάχης, η Τουρκία εντάχθηκε τελικά στη συμμαχία κατά του IK. Συγκεντρώνει όμως τα μέσα της στην επανέναρξη των συγκρούσεων με το ΡΚΚ και βλέπει με κακό μάτι τους Κούρδους του Ιράκ και της Συρίας να αποκτούν εκ των πραγμάτων την ανεξαρτησία τους.
Τρίτος πόλεμος: οι εμφύλιοι των ισλαμιστών που ξεκίνησαν από τον πόλεμο του Κόλπου (1990-1991) και εντάθηκαν από την εποχή των αραβικών εξεγέρσεων. Ο πιο γνωστός ανταγωνισμός αντιπαραθέτει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, που έχουν την υποστήριξη του Κατάρ, με τους σαλαφιστές που υποστηρίζονται από τη Σαουδική Αραβία, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και στην Τυνησία. Πιο πρόσφατος είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ Αλ-Κάιντα και των παρακλαδιών της από τη μια και των πιστών του Αμπού Μπακρ Αλ-Μπαγκντάντι, του αρχηγού του ΙΚ, από την άλλη. Στη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2014, οι τελευταίοι επικράτησαν του Μετώπου Αλ-Νόσρα, θυγατρικής της Αλ-Κάιντα στη Συρία, με τίμημα περισσότερους από 6.000 νεκρούς (4). Η ανακήρυξη του «χαλιφάτου» προκάλεσε πολλές προσχωρήσεις. Οι ξένοι μαχητές του ΙΚ προέρχονται από περίπου εκατό χώρες. Χαρακτηρίζοντας τον Αλ-Μπαγκντάντι ως κύριο εχθρό, οι δυτικές χώρες προσανατολίζουν κατά τρόπο αποφασιστικό την κινητοποίηση των τζιχαντιστών στο πλευρό του.
Τέλος, ένας από τους πιο φονικούς πολέμους, που έχει προκαλέσει περίπου 250.000 νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες, είναι αυτός του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ-Άσαντ εναντίον όλων των αντικαθεστωτικών.
Η μάχη των Δυτικών μοιάζει με νέο επεισόδιο ενός πολύ παλαιότερου πολέμου. Πρέπει, μήπως, να ανατρέξουμε στη συμφωνία Sykes-Picot (5), δηλαδή το αποικιακό μοίρασμα της περιοχής μεταξύ της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Πρέπει, μήπως, να ανατρέξουμε στον Ουίνστον Τσώρτσιλ, υπουργό Πολέμου εκείνη την εποχή στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος διέταξε να σβήσουν από τον χάρτη κουρδικές πόλεις και χωριά – βομβαρδίστηκαν με υπερίτη (6)– δολοφόνησε τα δυο τρίτα του πληθυσμού της κουρδικής πόλης Σουλεϊμανίγε και κατέστειλε βίαια τις εξεγέρσεις των σιιτών του Ιράκ μεταξύ 1921 και 1925; Πώς να ξεχαστεί ο πόλεμος μεταξύ του Ιράν και του Ιράκ (1980-1988), στον οποίο δυτικοί και Σοβιετικοί υποστήριξαν τον επιτιθέμενο (τη Βαγδάτη) και επέβαλαν εμπάργκο στον αμυνόμενο (Τεχεράνη); Ο Μπαράκ Ομπάμα είναι ο τέταρτος Αμερικανός πρόεδρος που στέλνει βομβαρδιστικά στο Ιράκ, μια χώρα που φέρει τα σημάδια είκοσι τριών χρόνων δυτικών στρατιωτικών επιδρομών. Μετά την αμερικανική εισβολή, μεταξύ του 2003 και του 2011, σκοτώθηκαν περίπου 120.000 πολίτες (7). Το 2006, η ιατρική επιθεώρηση «The Lancet» υπολόγιζε σε 655.000 τον αριθμό των θανάτων που οφείλονταν στον πόλεμο, μια δημογραφική καταστροφή που προστέθηκε στις 500.000 νεκρούς, οι οποίοι προκλήθηκαν από το εμπάργκο μεταξύ του 1991 και του 2002. Κατά τα λεγόμενα της Αμερικανίδας πρώην υπουργού Εξωτερικών Μαντλίν Ωλμπράιτ στο δίκτυο CBS στις 12 Μαΐου 1996, «άξιζε τον κόπο».
Για ποιον λόγο σήμερα οι δυτικοί επεμβαίνουν κατά του ΙΚ; Για την υπεράσπιση των ανθρωπιστικών αξιών; Έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε, όταν τρεις χώρες της συμμαχίας προβαίνουν σε αποκεφαλισμούς και λιθοβολισμούς και κόβουν τα χέρια των κλεφτών: το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και –μακράν πρώτη– η Σαουδική Αραβία. Η θρησκευτική ελευθερία; Κανείς δεν τολμάει να την απαιτήσει από το Ριάντ, όπου ένα εφετείο καταδίκασε πρόσφατα σε θάνατο έναν Παλαιστίνιο ποιητή με την κατηγορία της αλλαξοπιστίας (8). Μήπως τότε για να μπει ένα τέλος στις σφαγές; Η αραβική κοινή γνώμη δυσκολεύεται να το πιστέψει, όταν δυο μήνες μετά από τους 1.900 νεκρούς των ισραηλινών βομβαρδισμών στη Γάζα, που είχαν αφήσει τις δυτικές πρωτεύουσες παράδοξα απαθείς, ο αποκεφαλισμός τριών δυτικών ήταν αρκετός για να αποφασίσουν τον βομβαρδισμό του βορείου Ιράκ. «Για χίλιους νεκρούς στη Γάζα δεν κάνουν τίποτα· για τον αποκεφαλισμό τριών δυτικών στέλνουν τον στρατό», κατάγγελλε μια γαλλόφωνη σαλαφιστική ιστοσελίδα.
Μήπως πρόκειται για το πετρέλαιο, λοιπόν; Το κύριο μέρος των υδρογονανθράκων της περιοχής κατευθύνεται προς την Ασία, η οποία είναι απούσα από τη συμμαχία. Μήπως για να ανακοπεί η ροή των προσφύγων; Στην περίπτωση αυτή, όμως, πώς να δεχτούμε ότι τα πάμπλουτα κράτη του Κόλπου δεν δέχονται ούτε έναν; Για να προστατευτούν τα «ανθρώπινα δικαιώματα», μέσω της υπεράσπισης της Σαουδικής Αραβίας, μήπως; Το Ριάντ έδωσε απτά δείγματα της νεωτεριστικής λογικής του καταδικάζοντας τον Αλή Αλ-Νίμρ, έναν νεαρό σιίτη διαδηλωτή, σε αποκεφαλισμό και σταύρωση σε δημόσιο χώρο έως ότου το σώμα του αποσυντεθεί (9).
Σε στρατιωτικό επίπεδο οι αντιφάσεις είναι ακόμα πιο κραυγαλέες. Σήμερα μόνο τα δυτικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν πραγματικά το ΙΚ. Οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει περίπου 400, η Γαλλία σχεδόν σαράντα στο πλαίσιο της επιχείρησης «Chammal», με τη συμμετοχή του αεροπλανοφόρου Σαρλ Ντεγκώλ (10). Η Σαουδική Αραβία διαθέτει περίπου 400 μαχητικά, αλλά έχει δεσμεύσει μόλις δεκαπέντε από αυτά στο Ιράκ, δηλαδή όσα η Ολλανδία και η Δανία μαζί. Αντίθετα, στην Υεμένη, περίπου εκατό σαουδικά αεροσκάφη συμμετέχουν στους βομβαρδισμούς της συμμαχίας των δέκα σουνιτικών χωρών κατά των Χούτι (σιίτες), υπό την ηγεσία του Ριάντ. Δέκα αραβικές χώρες εναντίον των σιιτών της Υεμένης, αλλά μόνο πέντε εναντίον του ΙΚ: παράξενη ανισορροπία! Και φυσικά το Ριάντ κινητοποιεί όλες του τις δυνάμεις εναντίον των Χούτι και όχι εναντίον της Αλ-Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο (AQPA), μέλος της οποίας φέρεται να ήταν ο Σερίφ Κουασί, δράστης της τρομοκρατικής επίθεσης στο Charlie Hebdo στο Παρίσι. Η οργάνωση, την οποία ο πρώην διευθυντής της CIA Ντέιβιντ Πετραίους χαρακτήριζε τον «πιο επικίνδυνο κλάδο» της Αλ-Κάιντα, έχει θέσει υπό τον έλεγχό της το Άντεν, τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Υεμένης.
Πλέον το ΙΚ έχει πετύχει τρεις στρατηγικούς στόχους. Πρώτα απ’ όλα εμφανίζεται ως υπερασπιστής των καταπιεσμένων σουνιτών στη Συρία και στο Ιράκ. Τα θύματά του είναι σε ποσοστό 90% μουσουλμάνοι. Στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Συρία και στο Πακιστάν, τα θύματα των τρομοκρατικών ενεργειών είναι πρώτα απ’ όλα σιίτες, στη συνέχεια «κακοί μουσουλμάνοι» –κυρίως σούφι (11)– ακολουθούν οι εκπρόσωποι των αραβικών καθεστώτων και, τελευταίοι, οι εκπρόσωποι των θρησκευτικών μειονοτήτων ή οι δυτικοί.
Άλλωστε το ΙΚ κατόρθωσε να απονομιμοποιήσει την Αλ-Κάιντα και τον κλάδο της στη Συρία, το Μέτωπο Αλ-Νόσρα. Οι εκκλήσεις του διαδόχου του Ουσάμα Μπιν Λάντεν, του Αϋμάν Ζαουάχρι προς τον Αλ-Μπαγκντάντι να αποδεχθεί την εξουσία του, είναι ενδείξεις αδυναμίας. Το σύνολο των αποσκιρτήσεων στις τζιχαντιστικές οργανώσεις δείχνει τη νέα δυναμική που έχει δημιουργήσει το ΙΚ.
Στο μέλλον ο «χαλίφης» Αλ-Μπαγκντάντι θα αναγκαστεί να αμφισβητήσει τη Σαουδική Αραβία
Επιτέλους, το ΙΚ κατόρθωσε να γίνει ο κύριος εχθρός της Δύσης. Η τελευταία έχει κηρύξει εναντίον του μια «σταυροφορία», που δεν έχει ονομαστεί έτσι, αλλά μπορεί εύκολα να παρουσιαστεί ως τέτοια από τους προπαγανδιστές του τζιχάντ. Η αμερικανική επιχείρηση «Inherent Resolve» (Απόλυτη Αποφασιστικότητα) συσπειρώνει κυρίως δώδεκα χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ (συν την Αυστραλία) και η ανανέωση της συμμαχίας με τη Ρωσία θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τον χαρακτηρισμό του «χριστιανικού μετώπου», που η διαδικτυακή προπαγάνδα ξέρει πώς να τον χρησιμοποιήσει. Σύμφωνα με μια διαδικτυακή έκκληση που υπογράφουν 53 κληρικοί της Σαουδικής Αραβίας, οι ρωσικές αεροπορικές επιδρομές της Ρωσίας στοχεύουν «τους μαχητές του ιερού πολέμου στη Συρία», οι οποίοι «υπερασπίζονται το μουσουλμανικό έθνος στο σύνολό του» (12).
Η στρατιωτική στρατηγική των Σαούντ δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: είναι προσανατολισμένη κυρίως εναντίον των σιιτών. Το Ριάντ, όπως και οι άλλες πρωτεύουσες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, δεν μπορούν να θεωρήσουν το ΙΚ ως κύρια απειλή, καθώς διακινδυνεύουν να αμφισβητηθούν από την ίδια την κοινωνία τους. Η στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στο Μπαχρέιν το 2012 είχε ως στόχο την καταστολή του αντιμοναρχικού κινήματος αμφισβήτησης, κυρίως σιιτικού, που απειλούσε τη μοναρχία των Αλ-Χαλίφα. Στην Υεμένη η επιχείρηση «Αποφασιστική Καταιγίδα», που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2015, έχει ως στόχο την αποκατάσταση του προέδρου Μανσούρ Χάντι, που ανέτρεψε η εξέγερση των Χούτι. Είναι προφανές πως δεν τίθεται για το Ριάντ ζήτημα να στείλει στρατό ξηράς κατά του ΙΚ, τη στιγμή που 150.000 άνδρες είναι ανεπτυγμένοι στο μέτωπο της Υεμένης. Όμως, ο επόμενος στόχος του ΙΚ λογικά θα είναι να θεμελιώσει τη θρησκευτική νομιμότητα του «χαλίφη» του, που ονομάστηκε από μόνος του Ιμπραήμ (Αβραάμ) Αλ-Μουμίνιν («ηγέτης των πιστών», τίτλος από την εποχή των Αββασιδών) (13) Αμπού Μπακρ (όνομα του πρώτου Χαλίφη) Αλ-Μπαγκντάντι Αλ- Χουσεΐνι Αλ-Κουράσι (όνομα της φυλής του Προφήτη). Ένας πραγματικός ανταγωνισμός είναι σε εξέλιξη με την άλλη δύναμη που επιθυμεί να τεθεί επί κεφαλής της Ούμμα και να εκπροσωπήσει το Ισλάμ: η Σαουδική Αραβία αμφισβητείται πλέον στο ίδιο της το γήπεδο. Για να επικρατήσει ο Αλ-Μπαγκντάντι πρέπει να προκαλέσει τον «υπερασπιστή των αγίων τόπων». Μπορεί λοιπόν να θεωρήσει κανείς ότι, αφού πρώτα περιοριστούν οι σιιτικές ζώνες, ο «χαλίφης» θα βάλει στο στόχαστρο τη Σαουδική Αραβία.
Ποιες είναι οι πιθανές επιπτώσεις για την Ευρώπη; Μετά από τις αφίξεις Αφγανών, Ιρακινών, και Σύρων προσφύγων θα δει σύντομα να καταφθάνουν και πρόσφυγες από την Υεμένη. Χώρα με μεγαλύτερο πληθυσμό από τη Συρία, η Υεμένη δεν μπορεί να διώξει τον πληθυσμό της προς τις γειτονικές χώρες, όλες μέλη της συμμαχίας που τη βομβαρδίζει. Από το 2004, ο πόλεμος έχει προκαλέσει περισσότερους από 340.000 ξεριζωμένους, το 15% των οποίων ζούσαν σε στρατόπεδα, σύμφωνα με το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ. Επιπλέον, η Υεμένη δεχόταν 246.000 πρόσφυγες, κατά 95% Σομαλούς. Οι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου θα δείξουν τον ίδιο εγωισμό που έδειξαν στη συριακή έξοδο, δηλαδή: ούτε μια θέση διαθέσιμη για τους πρόσφυγες. Απομένει επομένως η Ευρώπη.
Γίνονται αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους η συμμαχία διεξάγει έναν πόλεμο για τον οποίο δεν μπορεί να θέσει έναν σαφή στρατηγικό στόχο: ο καθένας από τους συμμάχους είναι σε σύγκρουση με τους υπόλοιπους. Οι επεμβάσεις στο Ιράκ, στη Συρία, στο Μαλί ή στο Αφγανιστάν ασχολούνται με τη διαχείριση των μεταστάσεων· το σαλαφιστικό καρκίνωμα έχει την έδρα του στον στις χώρες του Κόλπου, τις οποίες προστατεύουν οι δυτικές δυνάμεις. Είναι εφικτό να συντριβεί το ΙΚ χωρίς να ενισχυθούν άλλα ισλαμιστικά κινήματα, το καθεστώς του Αλ-Άσαντ ή η Τεχεράνη; Ο πόλεμος θα είναι μακρύς και αδύνατο να κερδηθεί, καθ’ όσον κανένας από τους περιφερειακούς συμμάχους δεν θα στείλει δυνάμεις στρατού ξηράς, διότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο να δικά του συμφέροντα.
Η στρατηγική των Δυτικών που βασίζεται στους βομβαρδισμούς και στην εκπαίδευση τοπικών μαχητών, απέτυχε στη Συρία και στο Ιράκ, όπως και στο Αφγανιστάν. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί επιδιώκουν στόχους που αγνοούν τους μηχανισμούς των εσωτερικών κρίσεων του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου. Όσο θα εντείνεται η στρατιωτική παρουσία, τόσο θα αυξάνει ο κίνδυνος της τρομοκρατίας, πριν από την προβλεπόμενη καταστροφική σύγκρουση που θα φέρει το ΙΚ αντιμέτωπο με τη Σαουδική Αραβία. Είναι αυτός «δικός μας» πόλεμος;