«Συγκρατήστε με, αλλιώς θα κάνω κακό»: αυτό είναι, μεταφρασμένο σε μη διπλωματική γλώσσα, το μήνυμα του Ντέιβιντ Κάμερον στους 27 υπόλοιπους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως το εξέπεμψε στη σύνοδο της 17ης Δεκεμβρίου 2015, στις Βρυξέλλες. Ακολουθώντας τη μακρά παράδοση των μαραθώνιων συζητήσεων στις συνόδους κορυφής αυτού του είδους, ο Βρετανός πρωθυπουργός είχε ανακοινώσει ότι ήταν διατεθειμένος να δώσει μάχη «όλη τη νύχτα» για να αποσπάσει από τους ομολόγους του συμφωνία για επαναδιαπραγμάτευση των όρων ένταξης της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Κάμερον είχε αφήσει να εννοηθεί ότι, εάν το αποτέλεσμα των συζητήσεων δεν ήταν ικανοποιητικό, θα βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να προτείνει στους συμπολίτες του το «Brexit», δηλαδή την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στην πραγματικότητα, η σύνοδος τελείωσε πολύ νωρίς, τα μεσάνυχτα, και χωρίς αποτέλεσμα, με τις αποφάσεις να μετατίθενται για την επόμενη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Οι εταίροι του Κάμερον, ως καλοί φίλοι, πρόσεξαν να μην πλήξουν την εικόνα του και καλλιέργησαν το κλίμα, για να τον αφήσουν, στη συνέχεια, να δηλώσει μπροστά στα πολυάριθμα βρετανικά μέσα ενημέρωσης: «Το καλό νέο είναι ότι υπάρχει πιθανότητα συμφωνίας». Δύσκολα θα μπορούσε ο Κάμερον να είναι πιο ασαφής, αλλά, με την επιστροφή του στη Βρετανία, ήταν δυνατόν τουλάχιστον να υπολογίζει σε ένα καλό πρωτοσέλιδο, αφού δεν θα μπορούσε στα σοβαρά να πανηγυρίσει.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός είχε κάνει γνωστές τις απαιτήσεις του σε επιστολή προς τον Ντόναλντ Τουσκ, τον (Πολωνό) πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις 10 Νοεμβρίου 2015. Οι απαιτήσεις αυτές είχαν συμπυκνωθεί σε τέσσερα κεφάλαια: οικονομική διακυβέρνηση, ανταγωνιστικότητα, εθνική κυριαρχία και μετανάστευση. Με τον όρο «οικονομική διακυβέρνηση», ο Κάμερον εννοεί κυρίως τη διαφύλαξη των συμφερόντων του Σίτι του Λονδίνου. Απαιτεί να περιληφθεί στα κείμενα ότι το ευρώ δεν αποτελεί το μοναδικό νόμισμα της Ε.Ε. και ότι καμία διάκριση δεν πρέπει να γίνεται απέναντι στις χώρες που δεν το χρησιμοποιούν. Το κεφάλαιο που συνδέεται με την ανταγωνιστικότητα επιδιώκει την περαιτέρω απορρύθμιση της εσωτερικής αγοράς και, ιδιαίτερα, εάν διαβαστεί ανάμεσα στις γραμμές, του εργασιακού δικαίου. Στα θέματα εθνικής κυριαρχίας, ο Κάμερον είναι πολύ σαφής και διατυπώνει τρεις διεκδικήσεις. Την απάλειψη από τις ευρωπαϊκές συνθήκες κάθε αναφοράς στο στόχο «μιας διαρκώς στενότερης ένωσης μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών», την παραχώρηση στα εθνικά κοινοβούλια του δικαιώματος να μπλοκάρουν οποιαδήποτε κοινοτική νομοθετική πρόταση κρίνουν ανεπιθύμητη και την αυστηρή εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας: «Η Ευρώπη όταν είναι απαραίτητο, τα κράτη-μέλη όταν είναι δυνατό».
Στο τέταρτο κεφάλαιο απαιτήσεων της Βρετανίας, που συνδέεται με τη μετανάστευση, εμφανίζεται, μεταξύ άλλων προτάσεων για περιοριστικά μέτρα, η υποχρέωση ενός εργαζόμενου από άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δικαιολογήσει τέσσερα χρόνια παραμονής και εισφορών στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν μπορέσει να έχει την ίδια μεταχείριση με τον Βρετανό εργαζόμενο σε ζητήματα κοινωνικών επιδομάτων ή κοινωνικής κατοικίας. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με παραβίαση της αρχής της μη διάκρισης μεταξύ των πολιτών των 28 κρατών-μελών, οι οποίοι, σύμφωνα με τις συνθήκες –και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μετά από κάποια μεταβατική περίοδο–, έχουν το δικαίωμα να εγκαθίστανται και να εργάζονται σε οποιαδήποτε χώρα της E.E. Με άλλα λόγια, με την πρόταση αυτή απειλείται μία από τις τέσσερις «θεμελιώδεις ελευθερίες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ελευθερία μετακίνησης των πολιτών της.
Αναρωτιέται κανείς για τη στιγμή που επέλεξε ο Κάμερον να βάλει στο τραπέζι –με τη συνοδεία μιας μορφής εκβιασμού– προτάσεις μεταρρύθμισης της E.E. που δεν κομίζουν τίποτε καινούργιο στην άλλη πλευρά της Μάγχης. Στην πραγματικότητα, δεν επέλεξε απολύτως τίποτε. Βρέθηκε αιχμάλωτος μιας δυναμικής και ενός χρονοδιαγράμματος που ο ίδιος ενεργοποίησε. Και το έκανε όχι στο όνομα κάποιων βαθιά εδραιωμένων πεποιθήσεων, αλλά για απολύτως μικροπολιτικούς λόγους: το όλο ζήτημα για τον Κάμερον ήταν απλώς να κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές του 2015! Έχοντας πανικοβληθεί από την ενίσχυση του ευρωφοβικού Κόμματος για την Ανεξαρτησία του Ηνωμένου Βασιλείου (United Kingdom Independence Party, UKIP) (1), το οποίο διείσδυε σε μέρος του παραδοσιακού εκλογικού ακροατηρίου του Συντηρητικού Κόμματος, ο Κάμερον αποφάσισε να προσεγγίσει κάποιες από τις θέσεις του για να το εξουδετερώσει. Στόχος; Η εξασφάλιση άλλης μιας πενταετούς θητείας στη Ντάουνινγκ Στριτ 10, όπου, την επομένη των εκλογών του 2010, εγκαταστάθηκε ως επικεφαλής κυβέρνησης συνεργασίας Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών.
Από το 2011, πέρασε νόμο που επιβάλλει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος –και όχι απλής κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας– για την επικύρωση οποιασδήποτε συνθήκης μεταφέρει νέες σημαντικές εξουσίες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Μέτρο που έφερε σε απελπισία τις Βρυξέλλες, όπου η ιδέα να δίνεται άμεσα ο λόγος στους λαούς προκαλεί εφιάλτες… Τον Ιανουάριο του 2013, ο Κάμερον προχώρησε ακόμη περισσότερο, αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να πραγματοποιήσει πριν από το τέλος του 2017 δημοψήφισμα για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε περίπτωση επανεκλογής του. Το δημοψήφισμα θα γινόταν στη βάση των αποτελεσμάτων της διαπραγμάτευσης μεταξύ Λονδίνου και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Εάν ο πρωθυπουργός εκτιμούσε ότι είχε εισακουστεί από τους εταίρους του, θα καλούσε τον βρετανικό λαό να ψηφίσει «ναι» στην ερώτηση: «Το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;». Στην αντίθετη περίπτωση, θα υποστήριζε το «Brexit».
Τον Μάιο του 2015, το Συντηρητικό Κόμμα, διαψεύδοντας τα προγνωστικά, κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές, και μάλιστα με αυτοδυναμία, και ο Κάμερον βρέθηκε με την καυτή πατάτα μιας προεκλογικής υπόσχεσης που έπρεπε να τηρηθεί. Θα ήταν καλύτερα να την απέφευγε στη σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία, όπου κυριαρχούν τα ζητήματα των μαζικών προσφυγικών ροών και του τζιχαντισμού, τα οποία ενισχύουν την Ακροδεξιά στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά αφού το δημοψήφισμα είχε γίνει αναπόφευκτο, ο Κάμερον θεώρησε ότι είναι καλύτερα να το επισπεύσει όσο μπορεί, ώστε να μην εκτραχυνθεί η συζήτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο –και, πρώτα απ’όλα, στο εσωτερικό του Συντηρητικού Κόμματος–, αλλά και για να μην προκαλέσει απρόβλεπτες παρενέργειες σε άλλες χώρες. Ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου ο Φρανσουά Ολάντ, αν και όχι ακόμη επίσημος υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του 2017, έχει μόνο να χάσει από την ανάδειξη του ευρωπαϊκού ζητήματος στην προεκλογική εκστρατεία. Η ανάμνηση του γαλλικού δημοψηφίσματος της 29ης Μαΐου 2005, το οποίο είχε υποχρεώσει τους Σοσιαλιστές να εκφράσουν δημόσια τις διαφορές τους, πονάει ακόμη…
Ο ευρωσκεπτικισμός του Κάμερον, ο οποίος κυμαίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις, είναι πολιτιστικός και ιστορικός παρά δομικός –σε αντίθεση με μεγάλο αριθμό Συντηρητικών βουλευτών και μερικών υπουργών, της πλειοψηφίας των καθημερινών Λονδρέζων και, κυρίως, του UKIP και του ηγέτη του, του γραφικού ευρωβουλευτή Νάιτζελ Φάρατζ. Ο ευρωσκεπτικισμός του Κάμερον βρίσκεται στη γραμμή του περίφημου λόγου του Ουίνστον Τσόρτσιλ στη Ζυρίχη, το 1946, στον οποίο ο Βρετανός ηγέτης πρότεινε τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, στην οποία το Ηνωμένο Βασίλειο θα προσέφερε την καλοπροαίρετη υποστήριξή του, αλλά από έξω: «Είμαστε μαζί σας, αλλά όχι δικοί σας».
Με την ένταξή του στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1973, το Λονδίνο επανεξέτασε τον συγκεκριμένο στρατηγικό προσανατολισμό, χωρίς όμως να παραιτηθεί από την ιδιαιτερότητά του, η οποία εκδηλώνεται με τη διαρκή αναζήτηση ρητρών εξαίρεσης (opt out) από την κοινοτική πολιτική. Πρόκειται για αναζήτηση που είχε ξεκινήσει, χωρίς επιτυχία, από την επομένη της ένταξης. Σήμερα, η Βρετανία δεν συμμετέχει ούτε στη ζώνη του ευρώ ούτε στις συνθήκες του Σένγκεν, δηλαδή των δύο τοτέμ που κάνουν περήφανους τους ευρωπαϊστές. Το 1984, επωφελήθηκε μιας εξαίρεσης στον τρόπο υπολογισμού της οικονομικής συνεισφοράς κάθε μέλους της ΕΟΚ, η οποία πρακτικά σήμαινε ουσιαστική ελάφρυνση (η περίφημη «βρετανική επιταγή»). Στο πλαίσιο των 28, η Βρετανία είναι ένα από τα τρία κράτη –μαζί με την Κροατία και τη Δημοκρατία της Τσεχίας– που δεν έχουν υπογράψει τη Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση του 2012, πιο γνωστή ως «ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο».
Χωρίς να φτάσουν να συμπεριφέρονται ως εντελώς τρίτο κράτος –ορισμένοι θα το ονόμαζαν κράτος-offshore– στη σχέση τους με την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, οι διαδοχικές βρετανικές κυβερνήσεις καλλιέργησαν τις καταστάσεις που τους επιτρέπουν να βρίσκονται με το ένα πόδι έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός από τους τομείς που τις ενδιαφέρουν πραγματικά. Κατ’ αρχάς, την ολοκλήρωση της εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς. Στη συνέχεια, την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών σε ολόκληρο τον πλανήτη, δηλαδή τις τρεις από τις τέσσερις «θεμελιώδεις ελευθερίες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης (νωρίτερα έγινε λόγος για το ελάχιστο ενδιαφέρον που προκαλεί η τέταρτη, η ελευθερία μετακίνησης των προσώπων). Και, τέλος, τη διατήρηση της κυρίαρχης θέσης του Σίτι του Λονδίνου στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και οι συναλλαγές σε ευρώ.
Με τους ελιγμούς του, ο Κάμερον επιδιώκει να αποσπάσει νέες εξαιρέσεις από τους κοινοτικούς κανόνες για λογαριασμό της Βρετανίας και, μάλιστα, να τις επεκτείνει στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ζήτημα είναι εάν η επιστολή του στον Τουσκ μπορεί να αποτελέσει βάση συμφωνίας όλων των ενδιαφερόμενων μερών, τόσο στο εσωτερικό της Βρετανίας όσο και στο εξωτερικό. Ο Κάμερον μπαίνει σε αυτή την παρτίδα πόκερ με ένα διόλου ευκαταφρόνητο πλεονέκτημα: για διαφορετικούς λόγους, καμία από τις υπόλοιπες κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα επιθυμούσε το Brexit. Μάλιστα, η Άνγκελα Μέρκελ, οι ηγέτες της Ολλανδίας, των σκανδιναβικών χωρών, των κρατών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, είναι διατεθειμένοι να κάνουν σοβαρές παραχωρήσεις για να διατηρήσουν τη νεοφιλελεύθερη πορεία, της οποίας το Λονδίνο είναι ισχυρός εγγυητής. Φοβούνται μήπως η πορεία αυτή αμφισβητηθεί από τη σχετική ενίσχυση της Γαλλίας και των άλλων μεσογειακών χωρών, οι οποίες δεν θεωρούνται και πολύ αξιόπιστες πολιτικά από τους εταίρους τους.
Ωστόσο, ακόμη και μεταξύ πιστών συμμάχων, υπάρχουν κόκκινες γραμμές που δεν μπορούν να παραβιαστούν. Έτσι, για τη Γερμανία απόλυτη προτεραιότητα έχει η σταθεροποίηση, μέσω της μεγαλύτερης ενοποίησης των κρατών-μελών της ευρωζώνης, αυτού του εργαλείου κυριαρχίας και διαιώνισης των πολιτικών λιτότητας. Ούτε το Βερολίνο ούτε η Φρανκφούρτη, έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), μπορούν να δεχτούν να παρεμποδιστεί η διαδικασία από διάφορα βέτο του Λονδίνου, όπως ζητά η επιστολή Κάμερον στο κεφάλαιο της οικονομικής διακυβέρνησης. Σε ένα άλλο μέτωπο, οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι κάθετα αντίθετες με τα μέτρα που ζητεί η Βρετανία στο κεφάλαιο για τη μετανάστευση, τα οποία στοχεύουν ευθέως τους πολίτες τους που βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το συγκεκριμένο σημείο είναι το πιο ευαίσθητο από όλα, ιδιαίτερα για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς θέτει σε κίνδυνο μία από τις τέσσερις «θεμελιώδεις ελευθερίες» του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, με κίνδυνο να δημιουργήσει προηγούμενο και να επιτρέψει την αμφισβήτηση και των άλλων τριών. Και να που αναδύεται ξανά το φάσμα του προστατευτισμού…
Εσωτερικές διαμάχες
Για να αποφευχθεί το Brexit, δεν φαίνεται να υπάρχουν παρά δύο επιλογές: είτε η διαπραγμάτευση μιας νέας συνθήκης είτε, μέσω ενός κατάλληλου νομικού εργαλείου (για παράδειγμα, μιας δήλωσης των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων), η υιοθέτηση ερμηνευτικών ρητρών στις υπάρχουσες ευρωπαϊκές συνθήκες, χωρίς την τροποποίησή τους. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται ομόφωνη απόφαση των 28, αλλά η δεύτερη λύση θα επέτρεπε να αποφευχθεί η διαδικασία αναθεώρησης και, στη συνέχεια, επικύρωσης των συνθηκών, η οποία είναι μακρά και γεμάτη κινδύνους. Διαδικασία για την οποία ούτε η Μέρκελ ούτε ο Ολάντ θέλουν να ακούσουν λίγο πριν από τις εκλογές του 2017 σε Γαλλία και Γερμανία. Για να συγκρατηθούν οι εξελίξεις εντός του σημερινού θεσμικού πλαισίου, θα πρέπει ο Κάμερον να παραιτηθεί από τις κύριες αξιώσεις του και, από την πλευρά τους, οι νομικοί των Βρυξελλών, ειδικοί στη σημασιολογική επένδυση, να συγγράψουν μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με πομπώδεις διατυπώσεις, η οποία θα αποτρέπει την πλήρη συνθηκολόγηση του Βρετανού πρωθυπουργού, χωρίς να είναι ασύμβατη με την έννομη τάξη της EE. Το μονοπάτι είναι απίστευτα στενό…
Στην τελευταία περίπτωση, μπορεί ήδη κανείς να φανταστεί το ξέσπασμα των οπαδών του Brexit, όπως του ευρωβουλευτή των Συντηρητικών Ντάνιελ Χάναν, για τον οποίο ο Κάμερον έχει ήδη υποχωρήσει υπερβολικά στο περιεχόμενο των διεκδικήσεών του και, μάλιστα, πριν ακόμη ξεκινήσει η διαπραγμάτευση: «Το Ηνωμένο Βασίλειο προσποιείται ότι απαιτεί αλλαγές και η Ευρωπαϊκή Ένωση προσποιείται ότι τις μελετά. (…) Πρόκειται για σκηνοθεσία. (…) που επιτρέπει στον Κάμερον να ισχυριστεί ότι απέσπασε μια συμφωνία» (3).
Αντί για τον υγιεινό περίπατο που περίμενε το 2013, ο Κάμερον κινδυνεύει να δει το κόμμα του, ίσως ακόμη και την κυβέρνησή του, να διαλύεται: έδωσε από την αρχή δικαίωμα ψήφου κατά συνείδηση στους υπουργούς του, μεταξύ των οποίων υπάρχουν ήδη έξι γνωστοί ευρωσκεπτικιστές. Η ενδεχόμενη όσο και παράδοξη σωτηρία του δεν θα μπορούσε να προέλθει παρά από τους ψηφοφόρους του Εργατικού Κόμματος, για τους οποίους τα στοιχεία του ευρωπαϊκού εργασιακού δικαίου, αν και όχι πολύ προωθημένα, αποτελούν ανάχωμα απέναντι στην άγρια απορρύθμιση που επιδιώκουν οι Συντηρητικοί –όλων των τάσεων.
Ο Κάμερον έχει ανακοινώσει ότι δεν θα επιδιώξει τρίτη θητεία στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν, το αργότερο, τον Μάιο του 2020. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μπορέσει να παραμείνει στο τιμόνι της χώρας του μέχρι τότε. Τόσο επίφοβη και άδηλη είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται και ο ίδιος εγκλωβισμένος. Και κινδυνεύει να οδηγήσει σε ένα Brexit που θα κληθεί να διαχειριστεί ο διάδοχός του.