Στον μικροσκοπικό κήπο που περιβάλλει το σπίτι του, ο Φρανσίσκο Γκουζμάν δεν έχει το δικαίωμα να αφήνει αντικείμενα να κρέμονται. Ούτε μπορεί να βγάζει τον σκουπιδοτενεκέ πριν από την ημέρα που συλλέγονται τα απορρίμματα, αλλά ούτε και να ακούει μουσική. «Μπορώ να έχω κατοικίδιο, αλλά δεν πρέπει να ξεπερνά σε ύψος τα 40 εκατοστά. Και, αν θέλω να φιλοξενήσω κάποιον, ακόμη και τον αδελφό ή τη μητέρα μου, πρέπει να ζητήσω άδεια από τον διαχειριστή. Είναι απίστευτο: μα αφού βρίσκομαι στο σπίτι μου!» Αν και ο κ. Γκουζμάν και η σύντροφός του έχουν την πλήρη ιδιοκτησία της κατοικίας τους, ένα προκατασκευασμένο ρυμουλκούμενο σπίτι (1) δύο κυρίων δωματίων, ενοικιάζουν τον χώρο της εγκατάστασής του σε ένα πάρκο με τροχοβίλες στην Ωρόρα του Κολοράντο.
Προκειμένου να έχει το δικαίωμα να καταλάβει μία από τις 440 θέσεις του πάρκου, το νεαρό ζευγάρι καταβάλλει 500 δολάρια (460 ευρώ) τον μήνα. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε 250 δολάρια για την αποπληρωμή του οκταετούς δανείου που συνήψαν για να αγοράσουν το τριαράκι των 75 τ.μ., με την τυπική αρχιτεκτονική των τροχοβιλών της δεκαετίας του 1970: επίπεδη οροφή, εξωτερικές επιφάνειες από αλουμίνιο, με λευκή πρόσοψη κιτρινισμένη από τα χρόνια. «Στο ενοίκιο συμπεριλαμβάνεται παροχή τρεχούμενου νερού, αποχέτευση και συλλογή απορριμμάτων. Υπάρχει μέχρι και μια μικρή κοινόχρηστη πισίνα», διευκρινίζει ο νεαρός άντρας. «Θα προτιμούσα βεβαίως να έχω ένα πραγματικό σπίτι, με πραγματικό κήπο, να μην έχω γείτονα στα πέντε μέτρα δίπλα μου. Στην Ωρόρα όμως, με αυτά τα χρήματα, είναι αδύνατο.» Οι Γκουζμάν έχουν περιορισμένα εισοδήματα: εκείνος δουλεύει σε πρατήριο καυσίμων και εκείνη κάνει μερικά ημερομίσθια ως αντικαταστάτρια σε εταιρεία καθαρισμού, συγκεντρώνοντας συνολικά 2.000 δολάρια μηνιαίως.
Είναι πολύ λίγα για να ζήσεις σε αυτό το άχρωμο και αδιάφορο προάστιο, το οποίο όμως εφάπτεται στο Ντένβερ, τη δυναμική πρωτεύουσα της Πολιτείας, όπου οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 50% μετά το 2012. Τον Οκτώβριο του 2015, κανένα ακίνητο στην Ωρόρα δεν προσφερόταν προς ενοικίαση σε τιμή χαμηλότερη των 1.000 δολαρίων, ενώ το φθηνότερο σπίτι προς πώληση, με χρεία πλήρους ανακαίνισης, κόστιζε 130.000 δολάρια. Την ίδια περίοδο, μια προκατασκευασμένη ρυμουλκούμενη κατοικία με το ίδιο εμβαδό, κατασκευής 1973, πωλούνταν προς 14.500 δολάρια και τα ενοίκια στα πάρκα κυμαίνονταν μεταξύ 400 και 600 δολαρίων τον μήνα. «Προς το παρόν, όλες οι θέσεις είναι νοικιασμένες. Πρέπει να γραφτείτε στη λίστα αναμονής. Υπάρχει όμως μεγάλη εναλλαγή στους ενοίκους, μπορεί να έρθει γρήγορα η σειρά σας», μας ενημερώνει ο διαχειριστής του Friendly Village.
Η Ωρόρα μετράει περισσότερες από 2.500 θέσεις για μετακινούμενες κατοικίες, οργανωμένες σε εννέα μεγάλα πάρκα, σχεδόν όλα τους γύρω από τη λεωφόρο Κόλφαξ, σε μια περιφερειακή, πολύ λίγο ελκυστική περιοχή της πόλης: το Hillcrest Village (ιδιοκτησία της Equity Lifestyle Properties, ηγέτιδας εταιρείας του κλάδου, με 140.000 τέτοια οικόπεδα σε όλη τη χώρα), το Green Acres (που στεγάζει μόνο ηλικιωμένους), το Foxridge Farm, το Cedar Village, το Meadows κ.λπ. Ούτε τα ονόματα, που παραπέμπουν σε κάτι βουκολικό (2), ούτε οι προσπάθειες των κατοίκων να διακοσμήσουν τις προσόψεις τους με αμερικανικές σημαίες, με αγάλματα της Παρθένου Μαρίας ή με λουλούδια δεν καταφέρνουν να κρύψουν την πολεοδομική μονοτονία.
Όπως οι συνοικίες με τις «εργατικές» πολυκατοικίες, δηλαδή τα σχέδια κοινωνικής στέγασης που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των τριάντα «ευτυχών» μεταπολεμικών χρόνων, έτσι και τα πάρκα με τις τροχοβίλες της Ωρόρα έχουν σχεδιαστεί ώστε να βρίσκονται έξω από τον κλασικό αστικό ιστό, διαχωρισμένα από την υπόλοιπη πόλη, με δικό τους οδικό δίκτυο, σηματοδότηση και ρυμοτόμηση. Μικροί δρόμοι, κάποιοι καλά ασφαλτοστρωμένοι και κάποιοι όχι, προσφέρουν πρόσβαση στα εφαπτόμενα σε αυτούς ορθογώνια οικόπεδα-θέσεις, που χωρίζονται το ένα από το άλλο με μικρές συστάδες θάμνων, μια αλυσίδα ή ένα απλό σημάδι στο χώμα. Κάθε κατοικία χαρακτηρίζεται από έναν αριθμό που φιγουράρει στην ταχυδρομική διεύθυνση των κατοίκων, δίπλα στο όνομα του πάρκου τους. «Πότε-πότε, θα μας άρεσε να μην λέμε ότι ζούμε στο πάρκο, αλλά μόλις οι άνθρωποι βλέπουν τη διεύθυνσή μας, ξέρουν», οικτίρει ο κ. Γκουζμάν. «Και αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Κάποιοι μπορεί να πουν: “Αυτός ο τύπος ζει σε πάρκο με τροχόσπιτα, δεν θα τον προσλάβω γιατί θα μου φέρει μπελάδες”».
Φθηνή κατοικία με μηδενικό κόστος για το κράτος
Η απόκτηση ενός προκατασκευασμένου ρυμουλκούμενου σπιτιού στις ΗΠΑ είναι μια απλή και ανέξοδη διαδικασία. Σε αντίθεση με ένα συμβατικό σπίτι, το οποίο χτίζεται σε συγκεκριμένο μέρος όπου εργάζονται ηλεκτρολόγοι, ξυλουργοί, υδραυλικοί κ.λπ., κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου σε εργοστάσιο, από ανειδίκευτους εργαζομένους. Βγαίνει από την αλυσίδα συναρμολόγησης έτοιμο για χρήση, σε ανταγωνιστική τιμή. Και, καθώς απαξιώνεται με το πέρασμα του χρόνου (κάπως σαν αυτοκίνητο), τα μοντέλα που κατασκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 ή του 1970 μπορούν να πωληθούν για λιγότερα από 10.000 δολάρια. Για ένα νέο μοντέλο, η χαμηλότερη τιμή είναι 25.000 δολάρια για 70 τετραγωνικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης. Σήμερα, τα προκατασκευασμένα ρυμουλκούμενα σπίτια στεγάζουν είκοσι εκατομμύρια Αμερικανούς (εκ των οποίων το 23% είναι συνταξιούχοι), έναντι εννέα εκατομμυρίων το 1975. Στις Ηνωμένες Πολιτείες καταμετρώνται επτά φορές περισσότερες μετακινούμενες κατοικίες (8,6 εκατομμύρια μονάδες) από δημόσιες κατοικίες με χαμηλό ενοίκιο (1,2 εκατομμύρια) (3). Τα προτιμούν μειονεκτούντα νοικοκυριά, των οποίων το μέσο εισόδημα το 2011 ήταν μικρότερο από το μισό του εθνικού μέσου εισοδήματος (26.000 δολάρια έναντι 52.000) (4). Με αυτό τον τρόπο, λειτουργούν ως κοινωνική κατοικία χωρίς κόστος για τις δημόσιες υπηρεσίες, αφού δεν χρειάζεται να κατασκευάσουν κάτι, αλλά με μεγάλα κέρδη για τις επιχειρήσεις που τα πωλούν.
«Το πρόβλημα δεν είναι να αγοράσεις μια τροχοβίλα, αλλά να βρεις μια θέση γι’ αυτήν», προειδοποιεί ο υπάλληλος του υποκαταστήματος των Clayton Homes, του μεγαλύτερου πωλητή προκατασκευασμένων κατοικιών στις ΗΠΑ. Η συντριπτική πλειοψηφία των αμερικανικών πόλεων έχει αυστηρούς κανόνες όσον αφορά τις ζώνες κατοικίας, οι οποίοι περιορίζουν τις δυνατότητες εγκατάστασης σε ιδιωτικές εκτάσεις, σε συγκεκριμένες περιοχές που είναι ήδη κορεσμένες. Καθώς τις μετακινούμενες κατοικίες συνοδεύει η φήμη ότι υποτιμούν την αξία των γύρω οικοπέδων, οι τοπικές αρχές αποφεύγουν προσεκτικά την ανάπτυξη χώρων εγκατάστασης. Με μόνη τους εναλλακτική να αποτραβηχτούν σε αγροτικές περιοχές, πολλοί ιδιοκτήτες αναγκάζονται να απευθυνθούν στα ιδιωτικά πάρκα, όπου στεγάζονται δώδεκα εκατομμύρια Αμερικανοί (5).
Καθώς πλησιάζουμε στο Νέο Μεξικό, όπου το ποσοστό τους στο συνολικό όγκο των κατοικιών είναι πάνω από 15%, οι μετακινούμενες κατοικίες κάνουν όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία τους. Απλώνονται στις παρυφές των μεγάλων δρόμων και των μικρών επαρχιακών οδών, όπου η δόμηση είναι λιγότερο πυκνή και οι πολεοδομικοί κανονισμοί πιο χαλαροί. Στο Τρινιντάντ, συγκεντρώνονται σε μια ντουζίνα πάρκα που βρίσκονται στις παρυφές της πόλης, σε φθηνά οικόπεδα. Αυτές οι μικρού μεγέθους εγκαταστάσεις δεν θυμίζουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις ούτε έχουν τον απρόσωπο χαρακτήρα των πάρκων της Ωρόρα.
Το Τρινιντάντ, μια μικρή πόλη 8.000 κατοίκων χαμένη στα υψώματα του Κολοράντο κοντά στα σύνορα με το Νέο Μεξικό, γνώρισε μεγάλη ακμή της στις αρχές του εικοστού αιώνα, μέσα από την εξόρυξη άνθρακα και την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου. Όμως, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη έχασε το 40% του πληθυσμού της και μόνο λίγα απομεινάρια αυτής της παρελθούσας ευημερίας παραμένουν: το παλιό Γκραντ Οτέλ του κεντρικού δρόμου, η επιβλητική βιβλιοθήκη που χτίστηκε το 1904, χάρη σε δωρεά του βαρώνου του χάλυβα Άντριου Κάρνεγκι, το βαγόνι του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου που εκτίθεται στο πάρκινγκ του σούπερ μάρκετ. «Δεν υπάρχουν δουλειές. Εδώ και πέντε χρόνια που ζω εδώ, ποτέ δεν βρήκα συμβόλαιο με διάρκεια μεγαλύτερη από δύο μήνες», λέει η Ζακλίν Τζόνσον. Χρόνια εργαζόμενη σε νοσοκομείο του Λας Βέγκας, έφυγε από τη Νεβάδα όταν εγκατέλειψε τον σύζυγό της το 2010. Πήγε να μείνει με την ετεροθαλή αδελφή της, που ζούσε στο δωμάτιο ενός μοτέλ. «Στην αρχή μέναμε και οι δύο στον ίδιο χώρο, με την κουζίνα δίπλα στο κρεβάτι. Στη συνέχεια νοικιάσαμε αυτή την τροχοβίλα για 550 δολάρια τον μήνα. Είναι αρκετά ακριβή, αλλά έχουμε τρία δωμάτια, κανονική κουζίνα και μπορούμε να φάμε έξω όταν έχει καλό καιρό».
Η ζωή στην κοινότητα προωθεί το κουτσομπολιό
Με τα βοηθήματα της Πρόνοιας και τις δουλειές του ποδαριού, οι δύο αδελφές συγκεντρώνουν περίπου 2.000 δολάρια τον μήνα. «Αφού πληρωθούν οι λογαριασμοί και τα έξοδα διατροφής, δεν μας μένει σχεδόν τίποτα. Εξάλλου, έχουμε μονάχα ένα αυτοκίνητο και για τις δυο μας». Πρόκειται για σοβαρό μειονέκτημα: εδώ, τίποτα δεν είναι προσβάσιμο με τα πόδια, εκτός από ένα κινέζικο εστιατόριο με ανοιχτό μπουφέ όλη μέρα. «Όταν χρειάζομαι το αυτοκίνητο και η αδελφή μου έχει καθυστερήσει, πραγματικά θυμώνω», λέει η κυρία Τζόνσον. «Εδώ όμως όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, πάντα υπάρχει ένας γείτονας για να μας πετάξει κάπου. Ένα πάρκο με τροχόσπιτα είναι μια πραγματική κοινότητα».
Σύμφωνα με τον Χάρι Βαγιέχος, είναι σχεδόν σαν μια «μικρή οικογένεια». Είναι ένας συνταξιούχος που κατοικεί στο πάρκο Cedar Ridge του Τρινιντάντ, πληρώνοντας 250 δολάρια τον μήνα. Ανάπηρος από μια ασθένεια που μειώνει την ικανότητα κίνησης, περνάει εδώ το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του και γνωρίζει όλους τους κατοίκους. Μπορεί να σου μιλήσει για τις συνήθειες, την οικογενειακή κατάσταση ή τις πολιτικές απόψεις κάθε ενός: η Άννι ΜακΝτάνιελ, 91 ετών, δεν μπορεί να οδηγήσει και δέχεται την επίσκεψη της κόρης της δύο φορές την εβδομάδα. Ο Χάρολντ και η Χανελόρ Τόμασον, 85 ετών, ζουν εδώ επί τέσσερις δεκαετίες κ.ο.κ.
Η ζωή σε ένα πάρκο με τροχόσπιτα δεν προσφέρει την ιδιωτικότητα ενός παραδοσιακού σπιτιού, όπου μπορείς να βρεις καταφύγιο στην πίσω αυλή, ούτε την ανωνυμία μιας πολυκατοικίας. Με μια ματιά έξω από το παράθυρό του, ένας κάτοικος μπορεί να γνωρίζει αν ένας γείτονας βρίσκεται εκεί ή έχει πάει στη δουλειά, αν έχει επισκέπτες ή αν έχει φράξει η υδρορροή του. Δεν είναι ασυνήθιστο να ακούγονται φωνές ή πόρτες που κλείνουν. Η κοινοτική ζωή επιτρέπει τον σχηματισμό μιας κοινωνικότητας μεταξύ γειτόνων, προωθεί εξίσου όμως και τη δημιουργία φημών και κουτσομπολιών. Το Cedar Ridge συγκροτείται από περίπου είκοσι σπίτια, ως επί το πλείστον κατοικούμενα από ηλικιωμένους, που είναι και οι ιδιοκτήτες τους. Οι λίγοι νεότεροι άνθρωποι, ιδίως μια οικογένεια που ήρθε πρόσφατα από το Τέξας και ένας άντρας που δεν μένει στο τροχόσπιτό του παρά μερικούς μήνες τον χρόνο, ξυπνούν τις υποψίες των γερόντων. «Υπάρχουν πολλά πήγαιν’-έλα σε αυτά τα σπίτια και πρέπει να προσέχω την ιδιοκτησία μου», λέει ο κ. Βαγιέχος, ο οποίος παρ’ όλα αυτά υποστηρίζει ότι ζει «στην καλύτερη κοινότητα της πόλης».
Αυτός ο συνταξιούχος για τίποτα στον κόσμο δεν θα έμενε στο πάρκο Almar, που θεωρείται κακόφημο. Την άνοιξη του 2015, η αστυνομία σκότωσε εκεί έναν νεαρό μαύρο που κρυβόταν σε μια εγκαταλελειμμένη παράγκα. Η υπόθεση, η οποία είχε συναρπάσει τους τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, παραμένει στη μνήμη όλων. «Κάνουμε συνεχώς περιπολίες, είτε εγώ είτε ο σύζυγός μου», λέει η διαχειρίστρια, προκειμένου να καθησυχάσει τους πιθανούς μισθωτές. «Ο γιος μου φροντίζει για τη συντήρηση, κάνει γύρους όλη μέρα, το ίδιο και η φίλη του. Ο πατέρας της Νίκι [κάτοικος του πάρκου] είναι επιθεωρητής της αστυνομίας, ενώ εδώ ζουν και τα αδέλφια μου… Ξέρετε, όλος ο κόσμος παρακολουθεί όλον τον κόσμο. Διώχνω πολύ συχνά κακούς ενοικιαστές!» Σύμφωνα με την ίδια, μάλλον το πάρκο Lakeside θα πρέπει να αποφεύγεται.
Σε λειτουργία εδώ και μια δεκαπενταετία, το πάρκο Lakeside απλώνεται σε μια μεγάλη έκταση με χώμα και χαλίκι, που μετατρέπεται σε λασπότοπο με την πρώτη καταιγίδα. Το ενοίκιο για τη θέση μόνο φτάνει τα 150 δολάρια το μήνα· με 300 δολάρια επιπλέον, μπορείς να νοικιάσεις μια παλιά τροχοβίλα τριών δωματίων. Κι όμως, εκεί συμβαίνει κάτι μοναδικό στο Τρινιντάντ: πολλές θέσεις είναι κενές, παρ’ ότι οι τιμές είναι οι χαμηλότερες στην πόλη. «Κανείς δεν θέλει να ζήσει εκεί. Υπάρχουν προβλήματα με ναρκωτικά, γίνονται τσακωμοί, πέφτουν πυροβολισμοί. Είναι πολύ κακό για την περιοχή», αναλύει μια γειτόνισσα, ιδιοκτήτρια ενός απλού σπιτιού σε απόσταση 200 μέτρων από το πάρκο. Όταν την ρωτάμε εάν μπορεί να μας αναφέρει συγκεκριμένα γεγονότα, διστάζει, λέει ότι ακούγονται συχνά σειρήνες και στη συνέχεια δηλώνει με ενοχλημένο ύφος «δεν μου αρέσουν οι δημοσιογράφοι». Πριν βάλει τέλος στη συζήτηση, παραδέχεται ότι δεν έχει ποτέ πατήσει το πόδι της στο πάρκο και ότι δεν γνωρίζει κανέναν από τους ενοίκους.
Οι μετακινούμενες κατοικίες, οι κάτοικοι των οποίων έχουν το υποτιμητικό παρατσούκλι trailer trash («σκουπίδια των τροχόσπιτων»), πάντα συνοδεύονταν από αρνητική εικόνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά το γεγονός ότι σε αυτά καταφεύγει το 8,7% των Αφροαμερικανών, συσχετίζονται με το υπο-προλεταριάτο των λευκών, τα «λευκά σκουπίδια» (6), με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που οι περιοχές με κατοικίες ελεγχόμενου ενοικίου συσχετίζονται, στο αμερικανικό φαντασιακό, με τους μαύρους. Η ιστορία αρχίζει στον Μεσοπόλεμο, όταν πλασιέ, εργάτες γης και οικοδόμοι που οργώνουν τη χώρα με τροχόσπιτα κατηγορούνται ότι εναντιώνονται στα χρηστά ήθη και δεν πληρώνουν φόρους στις πόλεις όπου εγκαθίστανται. Την επόμενη δεκαετία, το 1937, το περιοδικό «Fortune» επιτίθεται και πάλι σε αυτές τις «κατάμεστες αποικίες των ελεεινών περιοδευόντων ξενοδοχείων» (7).
Ο πληθυσμός αυτών των κατοικιών αλλάζει από τη δεκαετία του 1950, με τη διάθεση στην αγορά της μετακινούμενης κατοικίας πλάτους 10 ποδιών (3 μέτρων), αντί των 8 προηγουμένως (2,40 μέτρων): δεν είναι πλέον απαραίτητο να περάσεις από το πρώτο δωμάτιο για να έχεις πρόσβαση στο δεύτερο. Σε ένα πλαίσιο στεγαστικής κρίσης, τούτη η αύξηση της ιδιωτικότητας οδηγεί πολλούς Αμερικανούς με χαμηλά εισοδήματα, ιδίως ηλικιωμένους και νεαρά ζευγάρια εργατών και υπαλλήλων, να μετατρέψουν τα τροχόσπιτα σε σταθερή και μόνιμη κατοικία τους. Εκείνα που κατασκευάζονται σήμερα έχουν πλάτος μέχρι 5 μέτρα· υπάρχουν πολυτελή μοντέλα στους οίκους ευγηρίας της Φλόριντα και της Καλιφόρνια που συνυπάρχουν με μαρίνες και γήπεδα του γκολφ. Άλλωστε, επίσημα δεν ονομάζονται πλέον mobile homes, αλλά manufactured homes («κατοικίες βιομηχανικής παραγωγής»).
Ωστόσο, μια ενορχηστρωμένη από ορισμένους κατασκευαστές σημασιολογική εξαπάτηση σπάνια είναι σε θέση να σταματήσει την πλημμυρίδα των εικόνων –και έτσι, τα κάθε είδους τροχόσπιτα διατηρούν τη δηλητηριώδη φήμη τους. Στην τηλεόραση, τα τοπικά δελτία καλύπτουν ακούραστα τα διάφορα γεγονότα (πυροβολισμούς, αστυνομικές επιδρομές, υποθέσεις ναρκωτικών) που λαμβάνουν χώρα στα πάρκα. Στο Διαδίκτυο, βρίσκουμε το «Trailer Park Boys», ένα πρόγραμμα που εκπέμπεται επί 15 χρόνια στις οθόνες του Καναδά και των ΗΠΑ. Σκηνοθετημένη σαν ψευδο-ντοκιμαντέρ, η σειρά παρουσιάζει μερικά σχεδόν καθυστερημένα άτομα που ψευτοζούν με μικροαδικήματα μπαινοβγαίνοντας στη φυλακή. Στον κινηματογράφο, επιτυχημένες ταινίες όπως Τα αγόρια δεν κλαίνε (1999) ή το 8 Mile (2002), αφιερωμένο στα νεανικά χρόνια του ράπερ Eminem, επίσης παρουσιάζουν περιοχές όπου η βία είναι πανταχού παρούσα. Ακόμη και στη γεμάτη αποχρώσεις εικόνα μιας κοινότητας του Νιου Χαμσάιρ που σκιαγραφεί ο συγγραφέας Ράσελ Μπανκς στο βιβλίο του Trailerpark (1981), τα θέματα των ναρκωτικών και του αλκοόλ είναι παρόντα.
Με μια τέτοια εικόνα στη λαϊκή κουλτούρα, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί από τους κατοίκους του Τρινιντάντ έχουν συγκεκριμένη άποψη σχετικά με τους κατόχους τροχόσπιτων. «Λένε ό,τι να ’ναι για μας», παραπονιέται μια κάτοικος του Lakeside που προτιμά να παραμείνει ανώνυμη. «Οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ είναι τίμιοι και εργάζονται σκληρά, είναι καλό μέρος για να ζήσεις. Υπάρχουν όμως πολλά τροχόσπιτα προς ενοικίαση και οι ένοικοι αλλάζουν. Είναι λοιπόν φυσιολογικό, καμιά φορά έχουμε και κακούς ανθρώπους. Αυτή τη στιγμή, έχουμε κάτι νεαρούς που καπνίζουν χόρτο όλη την ημέρα. Έχουν και ένα κακιασμένο σκυλί που γαβγίζει όταν περνάει κάποιος». Η νεαρή γυναίκα μέμφεται και την ιδιοκτήτρια, μια συνταξιούχο δασκάλα που και εκείνη ζει στο Τρινιντάντ, για μια κάποια ελαφρότητα στην επιλογή των ενοικιαστών, από τους οποίους δεν απαιτεί καμία εγγύηση: «Θέλει απλώς να γεμίζουν οι κενές θέσεις, αδιαφορώντας για το ποιος ζει εδώ. Έτσι κι αλλιώς, δεν συντηρεί καθόλου το πάρκο. Όταν κάποιος έχει πρόβλημα, δεν απαντά ποτέ: δεν κάνει τις δουλειές που πρέπει».
Έξωση εντός εβδομήντα δύο ωρών
Σύμφωνα με τον Ντέιβ Άντερσον, γενικό διευθυντή του συλλόγου All Parks Alliance for Change («Παν-συμμαχία πάρκων για την αλλαγή»), που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των ιδιοκτητών μετακινούμενων κατοικιών, το πρόβλημα απασχολεί όσους επιλέγουν να ζήσουν σε αγροτικές περιοχές. «Στις μητροπολιτικές ζώνες», εξηγεί, «όπου η δόμηση είναι πυκνή και η τιμή της γης υψηλή, ο κίνδυνος για τους ενοικιαστές είναι ότι τα ενοίκια αυξάνονται συχνά ή ότι μπορεί να τους κάνουν έξωση όταν οι ιδιοκτήτες βρουν μια πιο προσοδοφόρα πρόταση για το ακίνητό τους. Στις αγροτικές κοινότητες, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν τέτοια προβλήματα. Όμως, οι μικροϊδιοκτήτες έχουν πολύ περιορισμένα κεφάλαια για τη λειτουργία των πάρκων τους και δεν μπορούν πάντοτε να προχωρήσουν σε επισκευές όταν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με το αποχετευτικό σύστημα ή με το σύστημα ύδρευσης». Αν ζεις σε ένα οικογενειακό πάρκο μιας μικρής πόλης, δεν είσαι κατ’ ανάγκη προφυλαγμένος από τις ανεπιθύμητες αυξήσεις. Στο Almar του Τρινιντάντ, λόγου χάρη, τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 11% τον περασμένο Νοέμβριο, από τα 220 στα 245 δολάρια, χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο, ενώ ήδη είχε γίνει αύξηση πριν από δύο χρόνια…
Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες Πολιτείες, κανένας νόμος δεν εμποδίζει έναν ιδιοκτήτη πάρκου να αυξήσει τα ενοίκια, με την προϋπόθεση ότι προειδοποιεί μερικές εβδομάδες νωρίτερα. Είναι εξάλλου ένα από τα πρώτα πράγματα που ο Φρανκ Ρολφ διδάσκει τους μαθητές στο δικό του «πανεπιστήμιο τροχόσπιτου». Αυτός ο πτυχιούχος οικονομικών από το πανεπιστήμιο Στάνφορντ της Καλιφόρνια έκανε περιουσία επενδύοντας, με τον συνεργάτη του Ντέιβ Ρέινολντς, στον τομέα των μετακινούμενων κατοικιών. Ξεκινώντας από το μηδέν το 1996, υπερηφανεύεται σήμερα ότι είναι ο έκτος παίκτης του κλάδου, με 170 πάρκα διεσπαρμένα σε όλη τη χώρα –«εκτός από την Καλιφόρνια, τη Φλόριντα και την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου οι νόμοι είναι υπερβολικά ευνοϊκοί για τους ενοικιαστές», διευκρινίζει.
Στην προσπάθειά τους να μεταδώσουν την τεχνογνωσία τους, οι Ρολφ και Ρέινολντς δημιούργησαν ένα εντατικό τριήμερο σεμινάριο, με χρέωση 2.000 δολαρίων, όπου διδάσκονται τα βασικά της διαχείρισης ενός πάρκου: να δείχνεις άτεγκτος σε περίπτωση καθυστέρησης του ενοικίου, να επιβάλλεις πρόστιμα για τη μη συμμόρφωση με τους κανόνες, να αποφεύγεις την εγκατάσταση πλυντηρίων ή άλλων κοινόχρηστων υπηρεσιών που θα δημιουργούσαν περιττά έξοδα, να κάνεις έξωση σε ανεπιθύμητους ενοικιαστές… «Οι μαθητές είναι κυρίως στελέχη επιχειρήσεων γύρω στα πενήντα, πολύ απογοητευμένοι με τις αποδόσεις των επενδύσεων στο αμερικανικό χρηματιστήριο. Είναι καλή στιγμή για μπεις σε αυτή τη δουλειά, καθώς η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται σε κρίση εδώ και χρόνια και υπάρχει μεγάλη ζήτηση για φθηνή κατοικία», αναλύει ψυχρά ο κ. Ρολφ. Η μέθοδος των δύο συνεταίρων βασίζεται σε εκείνη που έχουν αναπτύξει οι εργολάβοι όταν ασχολούνται με την αστική ανάπλαση υποβαθμισμένων συνοικιών: αγοράζουν τα πάρκα, ιδιαίτερα τα «πάρκα της μαμάς και του μπαμπά» που ανήκουν σε μικροϊδιοκτήτες οι οποίοι δεν ασχολούνται εντατικά με την κερδοφορία τους, στη συνέχεια τα ανακαινίζουν, εγκαθιστούν ορισμένες πρόσθετες παροχές (υποδοχή, πλυντήρια, παιδική χαρά κ.λπ.) και ζητούν υψηλότερα ενοίκια.
Οι ενοικιαστές είναι ανίσχυροι έναντι αυτών των αυξήσεων. Δεδομένου ότι είναι πλάτους τουλάχιστον 3 μέτρων, οι μετακινούμενες κατοικίες έχουν γίνει πολύ δύσκολο να μεταφερθούν: ένα αυτοκίνητο δεν είναι πλέον αρκετό και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ειδικό φορτηγό, μεγαλύτερο απ’ όσο ένας συνηθισμένος δρόμος. Η συναλλαγή χρεώνεται αρκετές χιλιάδες δολάρια. Συνεπώς, για πολλούς κατοίκους είναι πιο συμφέρον να αγοράσουν καινούργιο σπίτι παρά να μετακινήσουν το δικό τους. Η ακινησία των «κινητών» σπιτιών αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση των κατόχων τους, οι οποίοι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την απειλή της μετακόμισης όταν ο ιδιοκτήτης δεν συντηρεί επαρκώς τον χώρο ή αυξάνει τα ενοίκια.
Η Έμιλι Μοντόγια (8) δεν ξέρει πού θα έβρισκε τα απαραίτητα χρήματα εάν θα έπρεπε να φύγει από το Ρατόν, μια μικρή πόλη των 6.500 κατοίκων στο Νέο Μεξικό, όπου νοικιάζει μια θέση για 150 δολάρια το μήνα. Η νεαρή γυναίκα, που ζει με τα παιδιά και τον σύντροφό της, δεν εργάζεται. Το ζευγάρι δεν έχει καθόλου αποταμιεύσεις. Ωστόσο, η οικογένεια μπορεί να χρειαστεί να μετακινηθεί σύντομα. Το πάρκο «Enchanted Hills» («Μαγεμένοι Λόφοι») –το οποίο βρίσκεται δίπλα στο δημοτικό νεκροταφείο…– έχει βγει προς πώληση: 320.000 δολάρια για 8 στρέμματα γης και 46 θέσεις. «Το ανακάλυψα γυρίζοντας μια μέρα στο σπίτι μου. Είχαν βάλει μια ταμπέλα “Προς πώληση” στην είσοδο», αφηγείται. «Δεν ξέρουμε καθόλου ποιος θα το αγοράσει ούτε τι θα γίνει, ξέρουμε όμως ότι δεν μπορούμε να πληρώσουμε μια πιθανή μετακόμιση».
Οι γείτονες της κ. Μοντόγια ζουν κάτω από τον ίδιο φόβο, επειδή στο Νέο Μεξικό ο νόμος ελάχιστα προστατεύει τους ενοικιαστές των πάρκων. Μπορεί να τους γίνει έξωση με προθεσμία εβδομήντα δύο ωρών, αν δεν πληρώσουν το ενοίκιό τους· με προθεσμία ενός μηνός, αν δεν ακολουθούν τους κανόνες ή αν «ενοχλούν τους άλλους ενοίκους». Και όταν ένα πάρκο κλείνει τις πύλες του, απλά λαμβάνουν μια ειδοποίηση εξήντα ημερών. «Σε ορισμένες Πολιτείες, όπως η Μινεσότα, αν χρειαστεί να μετακινήσεις το τροχόσπιτό σου ή αν είναι σε πολύ κακή κατάσταση για να μετακινηθεί, ο ιδιοκτήτης πρέπει να σου καταβάλει αποζημίωση. Μερικές φορές, υπάρχει επίσης η δυνατότητα να σχηματίσεις ομάδα με άλλους ιδιοκτήτες για να προαγοράσετε τη γη στην τρέχουσα τιμή της αγοράς, προκειμένου να δημιουργήσετε συνεταιρισμό. Τις περισσότερες φορές όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση για τους κατοίκους», λέει ο κύριος Άντερσον. Το πάρκο του Ρατόν πιθανότατα θα παραμείνει ανοικτό: αυτή η γωνία δύσκολα προσελκύει εργολάβους και το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος όταν κατέχει γη σε ζώνη μετακινούμενων κατοικιών είναι να συνεχίσει να ενοικιάζει τις θέσεις σε αυτές.
Στην Καλιφόρνια συναντάμε την αντίθετη κατάσταση: ο νόμος προστατεύει καλά τους ενοικιαστές, οι εργολάβοι όμως είναι πολλοί. Μέσα σε είκοσι χρόνια, η Πολιτεία είδε να εξαφανίζονται περισσότερα από 400 οικόπεδα προορισμένα για πάρκα τροχόσπιτων, παρασυρμένα από την εκτίναξη της αγοράς ακινήτων (9). Από το 2012, 400 κάτοικοι του Πάλο Άλτο αγωνίζονται ενάντια στην εξαφάνιση του πάρκου τους, του παλαιότερου στη Σίλικον Βάλεϊ, όπου ωστόσο η θέση ενοικιάζεται αντί 1.000 δολαρίων (έναντι του τριπλάσιου ποσού που απαιτείται για το μικρότερο κατάλυμα εντός της πόλης). Αφού πρώτα αποδέχθηκε το κλείσιμο, η δημοτική αρχή έκανε στροφή 180 μοιρών μετά την έκταση που έλαβε η ιστορία. Υποστηρίζει πλέον ενεργά τους ενοικιαστές και μάλιστα έκανε και προσφορά για την εξαγορά της γης: 39.000.000 δολάρια για 18 στρέμματα και 117 θέσεις. Ο ιδιοκτήτης αρνήθηκε, καθώς η περιουσία του αξίζει, σύμφωνα με τους μεσίτες, περισσότερα από 50 εκατομμύρια δολάρια (10).
Η υπόθεση βρίσκεται προς το παρόν στα χέρια της δικαιοσύνης. Εν αναμονή της απόφασης, οι κάτοικοι του πάρκου Buena Vista στο Πάλο Άλτο δεν ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον, όπως συμβαίνει και με τους κατοίκους των «μαγεμένων λόφων» του Ρατόν. Όπως λέει ο κ. Άντερσον, «οι ιδιοκτήτες μετακινούμενων κατοικιών έχουν διπλή ταυτότητα: είναι και ιδιοκτήτες και ενοικιαστές, αλλά δεν καλύπτονται ούτε από τους νόμους που παραδοσιακά διέπουν τη σχέση μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών ούτε από εκείνους που προστατεύουν τους ιδιοκτήτες». Χωρίς σαφή ιδιότητα, δεν μπορούν να υπολογίζουν παρά μόνο στον εαυτό τους.