el | fr | en | +
Accéder au menu

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετανάστες φυλακισμένοι στις κάστες

«Γαλοπούλες που θα ψήφιζαν υπέρ των Χριστουγέννων»

Ο Ραμ Λάκα ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια της φαρδιάς ξύλινης σκάλας για να ξεναγήσει τους επισκέπτες του μέσα στις πολυτελείς μεσαιωνικές αίθουσες. Ο ευγενικός εξηντάρης γνωρίζει το δημαρχείο του Κόβεντρι σαν την παλάμη του. Για περισσότερα από εικοσιπέντε χρόνια είναι δημοτικός σύμβουλος του παλαιού βιομηχανικού πνεύμονα της Μεγάλης Βρετανίας, στην καρδιά των Μίντλαντς. Διετέλεσε ακόμη και lord mayor (δήμαρχος) το 2005 και το 2006. Αλλά, παρ’όλα αυτά, η πολιτική σταδιοδρομία του δεν είχε ξεκινήσει με καλούς οιωνούς.

JPEG - 93.6 kio
Ο Τζέρεμι Κόρμπιν σε διαδήλωση κατά του συστήματος των καστών στη Βρετανία. Ως βουλευτής, συμμετείχε ενεργά σε επιτροπές για τα δικαιώματα των νταλίτ (φωτ.: IDSN).

Το 1989, το Εργατικό Κόμμα ήθελε να τον υποστηρίξει ως υποψήφιο δήμαρχο σε ένα προπύργιο της ινδικής κοινότητας. Στα μέσα του 20ού αιώνα, οι Ινδοί μετανάστες συνέρρευσαν στο Κόβεντρι και στα αχόρταγα για εργατικά χέρια εργοστάσιά του. 40.000 από τους μετανάστες αυτούς και τους απογόνους τους ζουν σήμερα στην πόλη με τους 330.000 κατοίκους. «Τα λευκά μέλη του κόμματος ήταν όλα υπέρ της υποψηφιότητάς μου, αλλά οι ινδικής καταγωγής σύντροφοί μου ήταν αντίθετοι», θυμάται ο Λάκα. Γι’ αυτούς, η ινδική διασπορά δεν ήταν μια ομοιογενής ομάδα ψηφοφόρων, αλλά ένα λεπτό κράμα από θρησκευτικές ομαδοποιήσεις και κάστες, έτσι η ήττα του Λάκα έμοιαζε βέβαιη. «Κυκλοφορούσε η φήμη ότι το αντίπαλο στρατόπεδο καλούσε τα μέλη της ινδικής κοινότητας να μην ψηφίσουν έναν “chamar”», διηγείται ο πρώην δήμαρχος. Πράγματι, ο Λάκα, που γεννήθηκε στο Πεντζάμπ και έφτασε στη Μεγάλη Βρετανία το 1977, ανήκει στην κοινωνική ομάδα των βυρσοδεψών, οι οποίοι θεωρούνται ανέγγιχτοι, δηλαδή βρίσκονται στην κατώτατη κλίμακα της ιεραρχίας των καστών. Γρήγορα κατάλαβε ότι το στίγμα αυτό τον συνόδευε και στη χώρα που τον υποδέχθηκε. Ήδη με την άφιξή του, υπέστη ταπεινώσεις από συναδέλφους του στο εργοστάσιο λόγω της κάστας του. «Από την παιδική μου ηλικία, έμαθα να σκύβω το κεφάλι και να αναπτύσσω μια μορφή αντίστασης», συνεχίζει. Στο Κόβεντρι, τελικά εξελέγη σε ένα από τα διαμερίσματα με τους λιγότερους ψηφοφόρους ινδικής καταγωγής.

Η αφήγηση του Λάκα συμπίπτει με πολλές άλλες μαρτυρίες Βρετανών «νταλίτ» (ανέγγιχτων). Οι γονείς τους ή οι ίδιοι άφησαν την Ινδία πριν από αρκετές δεκαετίες, ελπίζοντας να ξεφύγουν από το κληρονομικό σύστημα των καστών. Πολλοί από αυτούς έφτασαν στη Μεγάλη Βρετανία τη δεκαετία του 1950, μετά την ανεξαρτησία την Ινδίας, το 1947 –είναι 40.000, 50.000 ή μήπως 200.000; Οι εκτιμήσεις διαφέρουν, καθώς οι ενώσεις συχνά παρουσιάζουν υπερβολικά νούμερα. Η εξορία θα έπρεπε να μετατρέψει τις ταπεινώσεις σε μακρινή ανάμνηση. Ωστόσο, η κοινωνική τους προέλευση τους στοιχειώνει στις σχέσεις τους με τα μέλη της ινδικής διασποράς –περίπου 1,5 εκατομμύρια ανθρώπους– είτε με προσβολές στο σχολείο είτε με περιφρόνηση στην εργασία είτε με ψυχρότητα όταν εξυπηρετούνται σε μια δημόσια υπηρεσία από άλλα μέλη της ινδικής κοινότητας.

Οι κάστες ξαναβρήκαν την παλαιά θέση τους μέσω της θρησκευτικής ζωής. Ρωτώντας κανείς για τον ναό όπου προσεύχεται ο συνομιλητής του, μερικές φορές και το όνομά του ή το χωριό από όπου κατάγεται, μπορεί να τον κατατάξει ανάλογα. Εάν πιστέψει κανείς τον Λάκα, τη δεκαετία του 1950 επικρατούσαν συνθήκες σχετικής κοινωνικής ανάμειξης. Οι πρώτοι μετανάστες, συνάδελφοι στο εργοστάσιο και συγκάτοικοι σε πολύ μικρά διαμερίσματα, αλληλοβοηθούνταν απέναντι στην εχθρότητα της χώρας υποδοχής. Όμως, τα δεδομένα άλλαξαν δέκα χρόνια αργότερα με την επανένωση των οικογενειών. «Οι γυναίκες, πολύ ευσεβείς και λιγότερο μορφωμένες, επανέφεραν τη θρησκευτική καθαρότητα», εξηγεί ο Νικολά Ζαούλ, ερευνητής ανθρωπολόγος στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας (CNRS). «Με τον ερχομό των γυναικών και κάτω από την πίεση των θρησκευτικών και οικογενειακών επιταγών, δημιουργήθηκαν οι ναοί με βάση το σύστημα των καστών και με χρηματοδότηση της ινδικής κοινότητας». Έτσι, η κοινωνική ζωή των μεταναστών κατακερματίστηκε.

Πολλοί νταλίτ αισθάνθηκαν αποκλεισμένοι από τους τόπους λατρείας που ίδρυσαν οι τζατ, η ανώτερη κοινωνική κάστα με την ισχυρότερη παρουσία στη Μεγάλη Βρετανία. «Οι άνθρωποι από διαφορετικές κάστες δεν προσεύχονταν στους ίδιους ναούς και, κυρίως, δεν παντρεύονταν μεταξύ τους», διηγείται ο Σατπάλ Μουμάν. Κατάσταση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο Μουμάν, αμπεντκαριστής (1) όπως ο πατέρας του και ο παππούς του, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη, το 2003, της CasteWatchUK, της πρώτης οργάνωσης που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου γύρω από τη συνέχιση των προκαταλήψεων. «Το ζήτημα επανερχόταν στις συναντήσεις της κοινότητας των νταλίτ, χωρίς κανείς να καταφέρνει να οριοθετήσει το φαινόμενο», εξιστορεί ο Μουμάν.

Ο Μουμάν θυμάται μια κοσμική εκδήλωση στο Λονδίνο, πριν από μερικά χρόνια. Ένας καλεσμένος τού συστήθηκε αυθόρμητα ως βραχμάνος, δηλαδή μέλος της ανώτερης κάστας, και ζήτησε να μάθει τη δική του. «Η εξέλιξη στο εσωτερικό της ινδικής κοινότητας περνά μέσα από τη σύγκρουση με αυτή την ισχυρή αίσθηση ταυτότητας», συνοψίζει ο Μουμάν. «Πολλοί από τους ανθρώπους που συναντάτε έχουν την τάση να θέλουν να μάθουν την κάστα σας. Έτσι, όσοι ανήκουν στις ανώτερες κάστες βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση». Για τους νταλίτ όμως, αυτές οι φαινομενικά ανώδυνες ερωτήσεις αποτελούν πληγή που ανοίγει διαρκώς, πολύ περισσότερο όταν η ανάμνηση των παλαιών ταπεινώσεων παραμένει ζωντανή. Η σύζυγος του Μουμάν, εργαζόμενη σε επιχείρηση στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του 2000, απομονώθηκε από τους συναδέλφους της όταν εκείνοι έμαθαν ότι είναι νταλίτ. «Μετακινούσαν το πιάτο της για να μην έρχεται σε επαφή με το δικό τους, ακολουθώντας μια αυθεντική πρακτική απέναντι στους ανέγγιχτους», διηγείται ο Μουμάν. «Η απάντηση του εργοδότη της ήταν: “Μην ασχολείσαι”. Δεν λέω ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι πολύ διαδεδομένες, αλλά η συνείδηση της κάστας είναι και μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις από την πλευρά ορισμένων όταν βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας».

Τα τελευταία χρόνια, διάφορες εκθέσεις προσπάθησαν να υπολογίσουν την έκταση του φαινομένου. Όχι χωρίς δυσκολίες, καθώς τα θύματα συχνά διστάζουν να μιλήσουν, είτε από ντροπή είτε από διάθεση να ξεχάσουν. Το 2006, μια οργάνωση υπεράσπισης των ανέγγιχτων δημοσίευσε μελέτη (2) με βάση εκατό συνεντεύξεις και συμπλήρωση ερωτηματολογίου. «Κατά 85%, οι άνθρωποι που ερωτήθηκαν εκτιμούν ότι οι Ινδοί της Μεγάλης Βρετανίας συμμετέχουν ενεργά στο σύστημα των καστών», διαπιστώνεται στο κείμενο, το οποίο περιλαμβάνει μαρτυρίες ανθρώπων που υπέστησαν διακρίσεις στην εργασία τους, στην εκπαίδευση, στις υπηρεσίες υγείας και στην πρόσβαση στους λατρευτικούς χώρους. Διαπίστωση που επιβεβαιώθηκε από ερευνητές το 2009: το 58% των 213 νταλίτ που ερωτήθηκαν επιβεβαίωσε ότι είχε υποστεί διακρίσεις από άλλους Ινδούς μετανάστες (3).

Το 2011, μια υπόθεση που έφτασε στα δικαστήρια έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Ο Βιζάι Μπεγκράι, τριαντάρης εργαζόμενος σε δικηγορική εταιρεία του Κόβεντρι, κατέθεσε αγωγή κατά του εργοδότη του. Ο Μπεγκράι, νταλίτ που μόλις είχε παντρευτεί μια δικηγόρο από την κάστα των τζατ, φέρεται να είχε υποστεί προσβολές και παρενόχληση από συναδέλφους που διαφωνούσαν με τον γάμο αυτό. Η υπόθεση δεν είχε συνέχεια για διαδικαστικούς λόγους, αλλά το ζήτημα έρχεται συχνά στην επιφάνεια από τότε. Το 2012, ο Μπόμπι Φρίξιον, μουσικός παραγωγός της ασιατικής υπηρεσίας του British Broadcasting Corporation (BBC), δηλαδή ενός δημόσιου ραδιοφωνικού σταθμού, γνωστοποίησε στο Τουίτερ την άρνησή του να μεταδίδει τραγούδια που εξυμνούν το σύστημα των καστών. Εκείνη την εποχή, η υπερηφάνεια της συμμετοχής στην κάστα των τζατ ήταν συχνό θέμα στα τραγούδια από το Πεντζάμπ και στα βιντεοκλίπ που διαδίδονταν ταχύτατα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Από το 2010, το ζήτημα δηλητηριάζει και τον πολιτικό διάλογο. Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση του Γκόρντον Μπράουν (Εργατικοί) αξιοποιεί τους τελευταίους μήνες της στην εξουσία για να ψηφίσει το Equality Act, που στοχεύει στην ενοποίηση της νομοθεσίας ενάντια στις φυλετικές, σεξουαλικές ή άλλες διακρίσεις. Βουλευτές των Εργατικών με ευαισθησία στην υπόθεση των νταλίτ εγείρουν το ζήτημα των προκαταλήψεων που συνδέονται με τις κάστες. Μια πρώτη τροπολογία προτείνει να προστεθούν στον κατάλογο των ποινικά κολάσιμων συμπεριφορών και απόψεων, ενώ μια δεύτερη τροπολογία προτείνει να ερευνηθεί το φαινόμενο. Μόνο η δεύτερη τροπολογία ψηφίζεται: η κυβέρνηση θα πρέπει να νομοθετήσει εάν υπάρξουν αποδείξεις. Το βρετανικό Εθνικό Ινστιτούτο Οικονομικής και Κοινωνικής Έρευνας (National Institute of Economic and Social Research – Niesr) αναλαμβάνει να υποβάλλει ετήσια έκθεση για το ζήτημα (4). Οι συγγραφείς της δηλώνουν αδυναμία ποσοτικοποίησης του φαινομένου, αλλά συγκεντρώνουν μαρτυρίες ανάλογες με εκείνες των ενώσεων. «Για να περιοριστούν οι διακρίσεις, η κυβέρνηση μπορεί να λάβει εκπαιδευτικά ή νομοθετικά μέτρα», καταλήγουν οι συγγραφείς. «Στο δημόσιο τομέα, θα ήταν χρήσιμες και οι δύο προσεγγίσεις, αλλά, στον ιδιωτικό τομέα, μια μη νομοθετική προσέγγιση θα είναι λιγότερο αποτελεσματική και δεν θα επιτρέπει να δοθεί βοήθεια σε όσους υφίστανται διακρίσεις από τους προϊσταμένους τους». Η επιλογή να αφεθεί η διευθέτηση του προβλήματος στην ινδική κοινότητα κρίθηκε «προβληματική».

Οι υποστηρικτές ενός νόμου εναντίον των καστών βλέπουν στο συγκεκριμένο κείμενο το σήμα που περίμεναν και που θα έπρεπε να πείσει την κυβέρνηση να νομοθετήσει. Αλλά η έκθεση μένει χωρίς συνέχεια. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει με την εκλογική επικράτηση του Ντέιβιντ Κάμερον, τον Μάιο του 2010. «Προσπαθήσαμε ανεπιτυχώς να συναντηθούμε με τη νέα κυβέρνηση», ξεσπάει η Μίνα Βάρμα. Αυτή η δυναμική γυναίκα, επικεφαλής του Δικτύου Αλληλεγγύης των Νταλίτ (Dalit Solidarity Network – DSN-UK), συντονίζει την άσκηση πίεσης προς το βρετανικό κοινοβούλιο. «Ο νόμος δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει τις συνειδήσεις, αλλά μπορεί να τροποποιήσει τις συμπεριφορές», διαβεβαιώνει η Βάρμα. Με βαθιά την πεποίθηση αυτή, οι ενώσεις των νταλίτ αυξάνουν την πίεσή τους το 2013. Και μάλιστα με επιτυχία, καθώς, τον Απρίλιο του 2013, το κοινοβούλιο επιβάλλει στην κυβέρνηση να προσθέσει τις κάστες στις διακρίσεις που απαγορεύει ο νόμος. Αυτή τη φορά, η κυβέρνηση συνεργασίας υπόσχεται ότι ο νόμος θα τεθεί σε ισχύ το καλοκαίρι του 2015. Αλλά οι εκλογές του Μαΐου 2015 ανατρέπουν τα πάντα…

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, Εργατικοί και Φιλελεύθεροι Δημοκράτες υπόσχονται στις ενώσεις των νταλίτ ότι θα ψηφίσουν τον νόμο σε περίπτωση που κερδίσουν τις εκλογές. Οι Συντηρητικοί, από την πλευρά τους, δίνουν υποσχέσεις στους αντίπαλους του νόμου, με πρώτες τις οργανώσεις των ινδουϊστών και των σιχ, οι οποίες εντείνουν την πίεση. Ο Σατίς Σάρμα, πρώην σύμβουλος πληροφορικής και καθηγητής γιόγκα, είναι επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ινδουϊστικών Ναών (National Council of Hindu Temples – NCHT-UK), το οποίο διαχειρίζεται περίπου τριάντα ναούς στη Μεγάλη Βρετανία. Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, το NCHT-UK υπογράφει, μαζί με άλλες λατρευτικές ενώσεις, ανοιχτή επιστολή υπέρ των Συντηρητικών. Στην επιστολή αυτή, οι ινδουϊστές ή σιχ Βρετανοί που θα ψήφιζαν τους Εργατικούς παρομοιάζονται με «γαλοπούλες που θα ψήφιζαν υπέρ των Χριστουγέννων»«Η προοπτική ενός νόμου έρχεται με μια ύπουλη τροπολογία, στη βάση ισχνών αποδείξεων και χωρίς διαβούλευση με τις οργανώσεις μας», υποστηρίζει ο Σάρμα, ο οποίος κατηγορεί την Αριστερά ότι στιγματίζει τους ινδουϊστές και τους μεταχειρίζεται με «αλαζονεία και “αίσθηση ανωτερότητας”».

Καθισμένος σε έναν ναό του Σάουθολ, της «μικρής Ινδίας» του Λονδίνου, αυτός ο ενημερωμένος και επικοινωνιακός παράγοντας, με το σαγηνευτικό ύφος, αρνείται ότι οι τέσσερις varna (κοινωνικο-θρησκευτικές κάστες) της ινδουϊστικής παράδοσης επιβάλλουν κάποια κοινωνική ιεραρχία ή ότι τα άτομα είναι φυλακισμένα στο σύστημα αυτό για όλη τους τη ζωή. Επιχειρήματα που επαναλαμβάνονται συνεχώς από τις ινδουϊστικές ενώσεις. Και τότε πώς εξηγείται η αντοχή των καστών στους κόλπους της ινδικής διασποράς, που είναι εμφανής, για παράδειγμα, σε πληθώρα αναγγελιών γάμου αυστηρά μεταξύ ανθρώπων της ίδιας κάστας; Πρόκειται για απλές προσωπικές προτιμήσεις, σύμφωνα με τον Σάρμα.

Το κατά πόσο χρειάζεται η σχετική νομοθετική ρύθμιση προκαλεί συζητήσεις και έξω από τους θρησκευτικούς κύκλους, για τελείως διαφορετικούς λόγους. Η έκθεση του Niesr αναφέρει πολλές περιπτώσεις, όπως ο σχολικός εκφοβισμός μαθητών νταλίτ ή βιαιοπραγίες, οι οποίες υπερβαίνουν το πεδίο δικαιοδοσίας του Equality Act. Επίσης, ορισμένοι τονίζουν τις δυσκολίες που συναντούν όσοι δεν γνωρίζουν από μέσα την ινδική κοινότητα να κατανοήσουν τις διακρίσεις που συνδέονται με τις κάστες: ένα αδιόρατο μείγμα περιφρόνησης, υπαινιγμών ή απόρριψης, φορτισμένο με πολιτιστικές αναφορές. «Θα έχει άραγε το βρετανικό δικαστικό σύστημα τις απαραίτητες γνώσεις για να επαληθεύσει ότι οι κατηγορίες δεν συγκαλύπτουν άλλες διαφορές, άσχετες με τις κάστες;», αναρωτιέται η Έλεανορ Νέσμπιτ, ειδική σε θέματα μετανάστευσης από το Πεντζάμπ στο πανεπιστήμιο του Γουόρικ. «Εάν υπάρξει νόμος, μάλλον θα υπάρξει και στατιστική παρακολούθηση του συγκεκριμένου δείκτη», υποστηρίζει η Νέσμπιτ. Κατά παράδοξο τρόπο όμως, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ενισχύσει τη συνείδηση της κάστας στους πολλούς ινδικής καταγωγής Βρετανούς που έχουν πάψει να ασχολούνται με το θέμα.

Όξυνση των διαχωρισμών στο όνομα της διαφορετικότητας

Άλλοι παρατηρητές επισημαίνουν τον ρόλο της πολυπολιτισμικότητας στη διαιώνιση του προβλήματος. «Όταν οι Ινδοί έφτασαν στη Μεγάλη Βρετανία, το κράτος τους ενθάρρυνε να διατηρήσουν την κουλτούρα τους. Η προώθηση της διαφορετικότητας συνέβαλε στην επανεμφάνιση των διαχωρισμών στο εσωτερικό των κοινοτήτων μεταναστών από τη νότια Ασία», διαπιστώνει με λύπη ο Νταβιντέρ Πρασάντ, σημερινός γενικός γραμματέας της CasteWatchUK. «Το σύστημα των καστών αναπαράγεται στους πολυπολιτιστικούς θεσμούς, όπως η εκπαίδευση, όπου τα εγχειρίδια το περιγράφουν ακόμη ως συστατικό στοιχείο του ινδουϊσμού. Επίσης, οι τοπικοί παράγοντες και βουλευτές που παίζουν ρόλο στη χρηματοδότηση των ναών ενδέχεται να υιοθετούν ευνοιοκρατικές πρακτικές με βάση την κάστα. Άλλωστε, ακόμη και οι ίδιες οι ενώσεις των ανέγγιχτων εγγράφονται στο συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο».

Το ζήτημα είναι λεπτό και, εάν προστεθούν και οι εκλογικές εμμονές των κομμάτων, λίγες ελπίδες μένουν στους υποστηρικτές μιας νομικής ρύθμισης. «Τα μηνύματα που μας έρχονται δεν είναι καλά», μας εκμυστηρεύεται ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο νέος ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, ο οποίος διετέλεσε για πολύ καιρό επικεφαλής ομάδας βουλευτών για τα δικαιώματα των νταλίτ. «Θα συνεχίσουμε όμως να ζητάμε εξηγήσεις από την κυβέρνηση». Μια απόφαση που εκδόθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου από δικαστήριο επίλυσης εργατικών διαφορών θα πρέπει να τους ικανοποίησε. Η Περμίλα Τίρκεϊ, οικιακή βοηθός, πέτυχε να καταδικαστούν οι, ινδικής καταγωγής, όπως και η ίδια, πρώην εργοδότες της για σύγχρονη δουλεία και ρατσιστικές διακρίσεις. Σύμφωνα με το δικαστήριο, το ζευγάρι την προσέλαβε επειδή ανήκε σε κατώτερη κάστα, γνωρίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε να την κακομεταχειρίζεται. Επομένως, η δικαστική απόφαση εξομοιώνει μια διάκριση που απορρέει από το σύστημα των καστών με ρατσιστική συμπεριφορά. Παρ’ όλα αυτά, «η κυβέρνηση μοιάζει να χρησιμοποιεί την απόφαση ως δικαιολογία για να μην προχωρήσει περισσότερο», λέει με ανησυχία η Βάρμα. «Η συγκεκριμένη απόφαση δεν θεμελιώνει νομολογία. Νέες υποθέσεις μπορεί να μην καλυφθούν από την υπάρχουσα νομοθεσία». Η ακτιβίστρια δυσκολεύεται να κρύψει την απαισιοδοξία της. «Οι κάστες παραμένουν μια έννοια που δύσκολα μπορεί να συλλάβει κανείς», λέει με αναστεναγμό. «Και, με εξαίρεση ορισμένους θύλακες όπως το Κόβεντρι, όπου ζει μεγάλη κοινότητα νταλίτ, το ζήτημα βρίσκεται αρκετά χαμηλά στον κατάλογο με τις ανησυχίες των πολιτικών…».

Alexia Eychenne

Δημοσιογράφος.
Χάρης Λογοθέτης

(1Από το όνομα του ηγέτη των νταλίτ Μπιμράο Ραμτζί Αμπεντκάρ (1891-1956).

(2«No escape: Caste discrimination in the UK», Dalit Solidarity Network UK (DSN-UK), Λονδίνο, Ιούλιος 2006.

(3«Hidden apartheid – Voice of the community», Anti Caste Discrimination Alliance (ACDA), Ντέρμπι, Νοέμβριος 2009.

(4Hilary Metcalf και Heather Rolfe, «Caste discrimination and harassment in Great Britain», National Institute of Economic and Social Research (Niesr), Λονδίνο, Δεκέμβριος 2010.

Μοιραστείτε το άρθρο