Στα 37 της χρόνια, η Μόρι Ντομόκο είναι μια γυναίκα δραστήρια, η οποία αισθάνεται πολύ καλά. Ζει στο Τόκυο και εργάζεται στο εμπορικό τμήμα ενός μεγάλου αμερικανικού ξενοδοχειακού ομίλου. Περήφανα μας λέει ότι πρόσφατα πήρε και προαγωγή: έγινε διευθυντικό στέλεχος. «Τα ωράρια εργασίας μου έχουν αυξηθεί σημαντικά, αλλά είμαι ευχαριστημένη. Η εταιρεία μού έχει εμπιστοσύνη». Παντρεμένη εδώ και λίγο καιρό, θα ήθελε να αποκτήσει παιδί πριν γίνει 40 χρόνων. Αλλά μας εμπιστεύεται ντροπαλά: «Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει φρένο στην καριέρα μου».
Ακόμα και σήμερα, οι γιαπωνέζες μοιάζουν να πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στην εργασία και τη μητρότητα. Η Μόρι προσπαθεί να αποφορτίσει την κατάσταση: «Αν μπορώ να επωφεληθώ ταυτόχρονα από τη βοήθεια της κυβέρνησης και από τη βοήθεια της εργασίας μου, τότε θα ήταν δυνατό να μεγαλώσω ένα παιδί…». Όμως, χωρίς να το θέλει, εκφράζει τις επιφυλάξεις της και τελικά αποφεύγει το θέμα. Στην Ιαπωνία, μια γυναίκα που γίνεται μητέρα έχει πολύ λίγες πιθανότητες να αποκτήσει μια θέση εργασίας με ευθύνες: τα διευθυντικά στελέχη μιας εταιρείας εκτιμούν ότι το μυαλό της είναι στραμμένο προς αυτά που συμβαίνουν στο σπίτι.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: ενώ ποτέ πριν τόσες γιαπωνέζες δεν έκαναν ανώτατες σπουδές, το 60% από αυτές σταματούν να εργάζονται όταν γεννούν το πρώτο τους παιδί. Σε 30 χρόνια, η επαγγελματική τους κατάσταση έχει χειροτερέψει σημαντικά: μόνο το 44,2% έχει σταθερή δουλειά και με πλήρες ωράριο, ενώ το 1985 το ποσοστό αυτό ήταν 67,9%. Παράλληλα, η αναλογία εκείνων που έχουν εργασία με μειωμένο ωράριο ανέβηκε παρά πολύ, περνώντας από το 28,5% το 1985 στο 43,9% το 2015.
Η κυβέρνηση του Άμπε Σίνζο διαβεβαιώνει ότι το ζήτημα αυτό αποτελεί προτεραιότητα. Ο πρωθυπουργός δημιούργησε τον Μάρτιο του 2014 ένα συμβούλιο για την προώθηση της απασχόλησης των γυναικών. Τον Απρίλιο του 2013 είχε ήδη υιοθετήσει μια «δήλωση δράσης για μία κοινωνία όπου οι γυναίκες λάμπουν» και ξεκίνησε αυτό που ονομάστηκε «womenomics», με στόχο 30% γυναίκες σε θέσεις ευθύνης το 2020.
Μέχρι στιγμής είμαστε πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. Το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται είναι 64% (μαζί και το μειωμένο ωράριο), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες είναι 84% (1). Αν η γυναικεία εργατική δραστηριότητα ήταν αντίστοιχη με εκείνη των ανδρών, «η εργατική δύναμη θα ήταν 14% περισσότερη» εξηγεί η κυρία Τακεγκάουα Κέικο, γενική διευθύντρια του γραφείου ισότητας των φύλων της κυβέρνησης.
Βέβαια, μετά τον νόμο για την ισότητα των φύλων, το 1987, οι γιαπωνέζες ξεκίνησαν να κατακτήσουν τον επαγγελματικό κόσμο. Το 1985 το ποσοστό δραστηριότητας ήταν μόνο 53%. Όμως βγαίνουν από την αγορά εργασίας με την άφιξη ενός παιδιού και μόνο 11% ανάμεσά τους έχουν θέσεις ευθύνης.
Το 2011, το Πανεπιστήμιο Γυναικών του Τόκυο έκανε μια έρευνα σε 5.000 γυναίκες για να κατανοήσει τι ήταν αυτό που τις έκανε να φεύγουν από την εργασία. «Ο πρώτος λόγος που αναφέρεται και ο πιο σημαντικός (63%) ήταν η έλλειψη επαγγελματικών προοπτικών. Οι πιο φιλόδοξες είναι αυτές που εγκαταλείπουν πρώτες», εξηγεί η Οσάουα Μασίκο, διευθύντρια του Πανεπιστήμιου. Ο επόμενος λόγος είναι η εκπαίδευση των παιδιών (32%), η οποία γίνεται περισσότερο περίπλοκη από την έλλειψη θέσεων στους βρεφονηπιακούς σταθμούς και η φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών (38%), η οποία συχνά είναι ευθύνη της συζύγου.
Η κατάσταση εξηγείται επίσης από τις κατάφωρες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, που είχαν ως αποτέλεσμα το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ να κατατάσσει τη χώρα στην 104η θέση μεταξύ 142 όσον αφορά την ισότητα των φύλων (2).
Οι γυναίκες περιορίζονται σε δευτερεύουσες εργασίες, γνωρίζοντας ότι σε επίπεδο ίσων ικανοτήτων, ένας άνδρας πάντα έχει το προβάδισμα κι εκείνες μένουν με μια πικρή γεύση στο στόμα.
Η ειδικός στην ιστορική κοινωνιολογία και στις σπουδές φύλου στο Πανεπιστήμιο της Οσάκα, Μούτα Κάζουε, δεν μασάει τα λόγια της: «Η ιαπωνική κοινωνία έχει ένα δομικό πρόβλημα περιφρόνησης και έλλειψης σεβασμού προς τις γυναίκες. Η προώθηση της εργασίας των γυναικών έχει γίνει αντικείμενο των επίσημων πολιτικών, ωστόσο δεν θεωρούνται πλήρως ενταγμένες στον κόσμο της εργασίας. Και το ποσοστό των επισφαλών συμβάσεων δεν σταματά ν’ αυξάνεται: (…). Η φτώχεια των γυναικών αποτελεί ένα πραγματικό πρόβλημα, όπως ακριβώς και η παρενόχληση» (3).
Επί πολλά χρόνια η κοινωνιολόγος υποστηρίζει τα δικαιώματα των γυναικών. Το 1989 η ίδια είχε υποστηρίξει μια υπάλληλο που είχε καταθέσει καταγγελία κατά συναδέλφου της για προσβολές και φήμες περί της σεξουαλικής της ζωής –η πρώτη περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης που δημοσίως συζητήθηκε στην Ιαπωνία. Κατά τη διάρκεια της δίκης, μάλιστα, έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της και η λέξη sekuhara («σεξουαλική παρενόχληση»).
Σύμφωνα με την αστυνομία, 21.089 περιπτώσεις καταγράφηκαν το 2013, δύο φορές περισσότερες από το 2002. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Matahara Net, μια στις τέσσερις γυναίκες θα γίνει θύμα παρενόχλησης λόγω εγκυμοσύνης ή απόκτησης παιδιού. Παρότι υφίσταται η άδεια μητρότητας, στην πραγματικότητα λίγες κάνουν χρήση της (17%), επειδή δέχονται πιέσεις από τους ανωτέρους τους. Ένας ειδικός όρος δημιουργήθηκε: Matahara, δηλαδή «μητρική παρενόχληση». Έκτοτε άνθισε μέχρι και το 2014, όταν μια γιαπωνέζα 37 ετών αποφάσισε να δημιουργήσει μια ένωση για την υπεράσπιση των γυναικών που υπήρξαν θύματα τέτοιας παρενόχλησης. Η ιδρύτρια του Matahara Net, η Οσακάμπε Σαγιάκα, έχει η ίδια δεχτεί πίεση από τον εργοδότη της ώστε να κάνει καθημερινά υπερωρίες, παρά την εγκυμοσύνη και τον πόνο στο στομάχι της. Η πίεση και το άγχος την έκαναν να έχει δύο συνεχόμενες αποβολές. «Στην Ιαπωνία, οι γυναίκες που επιθυμούν να λάβουν άδεια μητρότητας στιγματίζονται από τους εργοδότες τους και εμπαίζονται από τους συναδέλφους τους», μας εξηγεί. «Μέχρι να σπάσουν».
Την επομένη της δεύτερης αποβολής της, έκανε μήνυση και υπέβαλε την παραίτησή της. «Ένιωσα τόσο λυπημένη. Είχα τόσο πολύ θυμό κατά της συγκεκριμένης εταιρείας. Με αποκάλεσαν ψεύτρα και προσπάθησαν να αποκρύψουν τα πραγματικά γεγονότα στο δικαστήριο. Ενώ το θύμα ήμουν εγώ».
Δεδομένου ότι συνέχισε να πολλαπλασιάζει τις δημόσιες ομιλίες της, πολλές γυναίκες είδαν τον εαυτό τους στις μαρτυρίες της. Εκατόν ογδόντα ήδη έχουν διηγηθεί τις ιστορίες τους στη ΜΚΟ, επιβεβαιώνοντας τις πρακτικές ορισμένων εργοδοτών: προσβολές, άδικες και καταχρηστικές απολύσεις κ.λπ. Αυτό το είδος των συμπεριφορών είναι ακόμα πιο συχνό για τις γυναίκες που εργάζονται σε επισφαλείς εργασίες (σχεδόν μία στις δύο) και σε συγκεκριμένα επαγγέλματα: νοσοκόμες, δασκάλες, βοηθοί, υπάλληλοι γραφείου. «Κι αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου», λέει η νεαρή γυναίκα. «Εμφανίζεται όλο και περισσότερο, σε όλες τις ηλικίες και τους τομείς δραστηριότητας. Η πλειονότητα δεν αντιλαμβάνεται ότι αποτελούν θύματα παρενόχλησης». Σε μια χώρα όπου είναι δύσκολο να πεις «όχι», πολλοί υποφέρουν σιωπηλά.
Μόλις αυτές οι μητέρες αποφασίσουν να σταματήσουν να δουλεύουν, «δεν έχουν άλλη επιλογή από το να διακόψουν την καριέρα τους. Όταν, μετά τον τοκετό, θέλουν να επιστρέψουν στην εργασία τους, δεν μπορούν να βρουν παρά μια επισφαλή θέση εργασίας. Οι δεξιότητές τους ακυρώνονται», καταλήγει η Οσάουα.
Η κυβέρνηση ζητά από τις γιαπωνέζες να πάρουν το προβάδισμα, αλλά οι περισσότερες δεν είναι προετοιμασμένες. «Έχουν τις ικανότητες, αλλά δεν ξέρουν πώς να τις αξιοποιήσουν». Έχοντας σπουδάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από την επιστροφή της στην Ιαπωνία το 1987, κατά την ακριβή στιγμή της ψήφισης του νόμου για την Ισότητα των Φύλων, η Οσάουα θυμάται τις πρώτες της διαλέξεις στο πανεπιστήμιο. «Αυτοεξοριζόμενη, απέκτησα μια αυτοπεποίθηση η οποία εξέλιπε από τις γιαπωνέζες».
Στο Πανεπιστήμιο Γυναικών του Τόκιο υπάρχει ένα πρόγραμμα ειδικά σχεδιασμένο για να υποστηρίξει την επιστροφή των νέων μητέρων στην εργασία. «Τις βοηθούμε να βγουν και πάλι στο προσκήνιο», εξηγεί η Οσάουα. «Από το 2008, τρεις εκατοντάδες από αυτές ήταν σε θέση να βρουν σταθερή δουλειά. Αλλά δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε σε όλες τις απαιτήσεις».
Το 2013, για την αντιμετώπιση του προβλήματος της φροντίδας των παιδιών, η κυβέρνηση άρχισε να επιταχύνει την αύξηση της δυναμικότητας των βρεφονηπιακών σταθμών. «Μέσα σε δύο χρόνια δημιουργήθηκαν επιπλέον 200.000 βοηθητικοί χώροι. Ευχόμαστε ο αριθμός αυτός να διπλασιαστεί μέχρι το 2018», λέει η Τακεγκάουα. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να εκτιμάται σε 23.000 ο αριθμός των παιδιών που θα παραμείνουν στη λίστα αναμονής κατά τη λήξη του προγράμματος , σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα «Nikkei Shimbun» (30 Σεπτεμβρίου, 2015).
Παράλληλα, ένα σχέδιο δράσης, που καλύπτει όλες τις ιαπωνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις με περισσότερους από τριακόσιους εργαζόμενους, ξεκίνησε στα τέλη του 2015 από την κυβέρνηση. Είχαν «μέχρι την 1η Απριλίου 2016 για να παρουσιάσουν ένα πρόγραμμα θετικής δράσης για τις γυναίκες», λέει η Τακεγκάουα. Η προσπάθεια θα τύγχανε υποστήριξης για δέκα χρόνια και, εάν κρινόταν απαραίτητο, το σχέδιο θα επεκτεινόταν. Δίνονται βαθμοί, οι οποίοι τους επιτρέπουν να αποκτήσουν αξία μέσω μιας κατάταξης. Οι ιδέες τους «έπρεπε να εφαρμοστούν αμέσως». Για τις επιχειρήσεις τις μικρότερες των 300 εργαζομένων, «δεν υπάρχουν υποχρεώσεις, αλλά καλούνται να καταβάλουν προσπάθειες».
Αυτή η πρωτοβουλία ήρθε μετά από ένα προηγούμενο πρόγραμμα, που υλοποιείται από το 2014 με τον ίδιο τρόπο στις επιχειρήσεις. Υποσχόταν αποζημίωση 300.000 γεν (περίπου 2.400 ευρώ). Εκατοντάδες υποψήφιοι παρέστησαν. Ένας φάκελος των 120.000.000 γεν (σχεδόν ένα εκατομμύριο ευρώ) εμφανίστηκε στο τραπέζι. Αλλά, στο τέλος του προγράμματος, τέλος του Σεπτεμβρίου 2015, καμία εταιρεία δεν εμφάνισε υποψήφιο. «Τα οικονομικά ανταλλάγματα ήταν πολύ χαμηλά για μια τέτοια σημαντική ανάληψη ρίσκου: απαιτείτο να διορίσουν γυναίκες σε θέσεις ευθύνης αμέσως, ενώ πρέπει πρώτα να προηγηθεί περίοδος κατάρτισης», εξηγεί ο Ακίρα Καβαγκούτσι, ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Doshisha του Κιότο και εξειδικευμένος στο ζήτημα της ισότητας των φύλων. «Το σχέδιο που καταρτίζεται για το τρέχον έτος είναι πολύ πιο ελπιδοφόρο. Ο καθένας θα προσπαθήσει, σύμφωνα με τις δυνάμεις του, να βρει μια λύση. Δηλώνοντας δημοσίως τα προγράμματά τους, οι εταιρείες θα αισθάνονται υποχρεωμένες να τα πραγματοποιήσουν».
Από την πλευρά του, ο Χιντετόσι Σακούμα, γενικός διευθυντής της Chiba Bank, με πρωτοβουλία ενός μανιφέστου, ενώνει 27 κορυφαία στελέχη επιχειρήσεων, στις οποίες ο ενεργός ρόλος των γυναικών στην οικονομία εκτιμάται ιδιαίτερα. Η πρωτοβουλία αυτή, που έχει συσταθεί παράλληλα με το πρόγραμμα του κράτους, έχει ως στόχο να σπάσει τη μάτσο εικόνα των Ιαπώνων εργοδοτών. Από τον Ιούλιο του 2015, έχουν ληφθεί μέτρα: να επιτρέπεται στις γυναίκες να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους, διαμορφώνοντας ή μειώνοντας τον χρόνο εργασίας τους επιστρέφοντας από την άδεια μητρότητας (Cross Company), δημιουργώντας πυρήνες κατάρτισης (Mitsubishi), ή επιβραβεύοντας οικονομικά τους εργαζόμενους –άνδρες ή γυναίκες– που επιστρέφουν σπίτι στην ώρα τους (Johnson & Johnson) προσφέροντας το συμβολικό ποσό των επιπλέον 50 γεν (λιγότερα από 40 λεπτά) την ημέρα…
Αυτό το τελευταίο σημείο μπορεί να αποτελεί έκπληξη αλλά, σύμφωνα με μια ιαπωνική ιδιαιτερότητα, ο εργαζόμενος οφείλει να παραμείνει στην εργασία του μέχρι την αναχώρηση του προϊσταμένου του, ακόμα και αν έχει ολοκληρώσει τα καθήκοντά του. Περίπου το 20% των ανδρών εργαζομένων ηλικίας 30 έως 50 ετών δουλεύουν εξήντα ώρες και περισσότερο ανά εβδομάδα. Για τον Καβαγκούτσι, το κλειδί για μια νέα δυναμική είναι η μείωση των ωρών για τους άνδρες και τις γυναίκες που εργάζονται: «Ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας είναι 45 ώρες, στις οποίες πρέπει να προστεθούν δέκα επιπλέον ώρες ως οφειλόμενα στην εταιρεία. Αυτό είναι πάρα πολύ!». Η Τακεγκάουα λέει πως «ένα τέτοιο χρονοδιάγραμμα δημιουργεί κόπωση και οι εργαζόμενοι νυχτώνουν για την περάτωση των εργασιών».
Ο αριθμός των γάμων πέφτει
Μια απασχόληση με πιο ευέλικτο ωράριο θα μπορούσε σίγουρα να παίξει θετικό ρόλο στην καλύτερη ισορροπία μεταξύ εργασίας και οικογένειας για τη μητέρα, αλλά και για τον πατέρα, ο οποίος δεν αφιερώνει σήμερα παρά μία ώρα της ημέρας του για το σπίτι του (λιγότερο κατά δύο ώρες και δώδεκα λεπτά σε σχέση με έναν γάλλο εργαζόμενο πατέρα (4)). Η εικόνα του άνδρα στη δουλειά και της γυναίκας στο σπίτι είναι βαθιά ριζωμένη στη νοοτροπία της χώρας.
Από τον Απρίλιο του 2014, η άδεια για τη φροντίδα για του παιδιού προσφέρεται και στους δύο γονείς και τα επιδόματα έχουν αυξηθεί: το 67% του τελικού μισθού, αντί του 50%. Παρά ταύτα, μόνο το 2,30% των πατεράδων έχουν επωφεληθεί (ποσοστό 2,03% πριν από την αύξηση). Όταν το παιδί γεννιέται, στο 85% των περιπτώσεων είναι η μητέρα που σταματά τη δουλειά της.
Ένα πρόσθετο εμπόδιο στην καριέρα των γυναικών: η μετάθεση του συζύγου σε άλλο τμήμα της εταιρείας ή σε άλλη πόλη, κάτι που είναι απαραίτητο για την προαγωγή του. «Όταν ένας κάτοικος του Τόκιο θέλει προαγωγή, θα πρέπει πρώτα να δεχτεί μια θέση στην επαρχία, επιβεβαιώνει η Οσάουα. Οι γυναίκες ακολουθούν, χωρίς άλλη επαγγελματική εναλλακτική».
Υπό αυτούς τους περιορισμούς, οι Ιάπωνες παντρεύονται λιγότερο: 5,3 ανά 1.000 το χρόνο σήμερα, έναντι 10 ανά 1.000 το 1970. Και το ποσοστό αυτό οδηγεί σε υπογεννητικότητα: 1,42 παιδιά ανά γυναίκα, έναντι 2,2 το 1970. Στην Ιαπωνία είναι σπάνιο να γεννιούνται παιδιά εκτός γάμου (λιγότερο από 2%).
Η Οσακάμπε εξιστορεί μια ανέκδοτη ιστορία που έχει τη σημασία της: για το έργο της ως επικεφαλής της Ένωσης, έλαβε το Μάρτιο του 2015 από τα χέρια της Μισέλ Ομπάμα το Διεθνές Βραβείο Θάρρους για τις γυναίκες. Δεν είχε αποφασίσει, λέει, πριν από την τελετή, αν θα έπρεπε να είναι χαρούμενη ή βαθιά αναστατωμένη από τη συγκεκριμένη διάκριση: «Το βραβείο δίνεται σε υποψήφιες στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ως γιαπωνέζα, δεν καταλάβαινα γιατί θα έπρεπε να το πάρω. Και τότε είδα την παγκόσμια κατάταξη, όπου η Ιαπωνία ήταν στο κάτω μέρος της σε θέματα ισότητας των φύλων. Τότε είπα “Είναι αλήθεια, ομολογουμένως: σε αυτό το θέμα, είμαστε αναπτυσσόμενη χώρα”».