Σάββατο 27 Φεβρουαρίου, στο Μόμπιλ της Αλαμπάμα. Η ετήσια συνεδρίαση της εκτελεστικής επιτροπής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος διεξάγεται στη μεγάλη αίθουσα ενός συνεδριακού κέντρου, τρεις ημέρες πριν από τη διεξαγωγή προκριματικών εκλογών σε αρκετές Πολιτείες του Νότου των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη συνεδρίαση συμμετέχουν εκατοντάδες μεσαία και υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος. Όμως, πιο εύκολα διασταυρώνεται κάποιος με μαύρο Ρεπουμπλικάνο εκλεγμένο από την Αλαμπάμα στο Κογκρέσο παρά με οπαδό του Ντόναλντ Τραμπ. Πρόκειται δε για μια εντελώς παράδοξη κατάσταση, αν σκεφθεί κανείς ότι, αφενός, ο Νεοϋορκέζος δισεκατομμυριούχος είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Πολιτεία –θα το αποδείξει άλλωστε τρεις ημέρες αργότερα, υπερισχύοντας των εσωκομματικών αντιπάλων του με μεγάλη διαφορά– και, αφετέρου, ότι εκεί η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων είναι λευκοί (1).
Το όνομα του κ. Τραμπ δεν ακούστηκε ούτε μία φορά από το στόμα των ομιλητών που ανέβηκαν στο βήμα. Η επιτυχία του εκλογικού εγχειρήματός του ενδέχεται να αποδειχθεί καθοριστική για το μέλλον του κόμματος. Βέβαια, κάθε φορά που πραγματοποιούνται προκριματικές εκλογές, πάντα υπάρχουν ένας ή δύο υποψήφιοι για τους οποίους τα στελέχη του κόμματος δεν τρέφουν καμία εκτίμηση –για παράδειγμα, είναι δυνατόν να στρατευθεί κάποιος στην προεκλογική εκστρατεία ενός ατόμου τόσο αντιπαθητικού όσο ο Τεντ Κρουζ, γερουσιαστής του Τέξας και κυριότερος αντίπαλος του κ. Τραμπ; Σχεδόν κανένας από τους συναδέλφους του στο Κοινοβούλιο δεν το έχει κατορθώσει. Ωστόσο, στην περίπτωση του κ. Τραμπ, πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό: για εκείνο που τα εγχειρίδια μάρκετινγκ αποκαλούν «επιθετική απόκτηση του ελέγχου μιας επιχείρησης». Πράγματι, πολλοί Ρεπουμπλικάνοι, και μεταξύ αυτών η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του κόμματος που έχουν εκλεγεί σε κάποιο αξίωμα, υποπτεύονται ότι το μοναδικό ιδεολογικό εφόδιο του Τραμπ είναι ο αχαλίνωτος ναρκισσισμός του και οι αυταρχικές παρορμήσεις του. Ή ότι ενδιαφέρεται λιγότερο για το ιστορικό «κόμμα του Λίνκολν και του Ρήγκαν» και περισσότερο για τη φήμη των πολυτελών ξενοδοχείων ή της μάρκας της βότκας του. Έτσι, αυτό το Σάββατο στο Μόμπιλ, τα στελέχη των Ρεπουμπλικάνων επιδίδονται σε μια πιθανότατα απέλπιδα προσπάθεια, της οποίας σε κάθε περίπτωση το μέλλον είναι εξαιρετικά αβέβαιο: επανεπιβεβαιώνουν με ηλεκτρονική ψηφοφορία τις θεμελιώδεις αρχές του κόμματός τους, αν και φοβούνται ότι πολύ σύντομα ο Τραμπ θα τις μετατρέψει σε χαρτοπόλεμο.
Για να βεβαιωθούν ότι λειτουργούν σωστά τα τηλεχειριστήρια με τα οποία θα εγκρίνουν ή θα καταψηφίσουν τα ψηφίσματα που τους προτείνονται, οι περίπου τριακόσιοι εκπρόσωποι των Ρεπουμπλικάνων «εκλέγουν» καταρχάς την αγαπημένη τους πολεμική ταινία. Ο Πάτον καταγάγει συντριπτική νίκη επί του Περλ Χάρμπορ. Τόσο από την επιλογή που τους προσφέρεται όσο και από το τελικό αποτέλεσμα, μπορεί κάποιος να μαντέψει ότι τα στελέχη του κόμματος αγαπούν τις μεγάλες μάχες και προτιμούν τις νίκες.
Στη συνέχεια, ακολουθούν ορισμένες πιο ουσιαστικές ψηφοφορίες: το 76% ζητούν να είναι «κλειστές» οι επόμενες προκριματικές εκλογές της Αλαμπάμα, δηλαδή να έχουν δικαίωμα ψήφου σε αυτές μονάχα οι ψηφοφόροι του κόμματος (οι φετινές προκριματικές εκλογές ήταν «ανοιχτές»). Ο στόχος τους είναι προφανής: να μπουν το 2020 εμπόδια στον δρόμο τυχόν «ανορθόδοξων» Ρεπουμπλικάνων υποψηφίων όπως ο κ. Τραμπ, οι οποίοι προσελκύουν στις κάλπες των προκριματικών και πολλούς Δημοκρατικούς ή ανένταχτους ψηφοφόρους. Στην περίπτωση όπου το μήνυμα δεν θα ήταν αρκετά ξεκάθαρο για τον κ. Τραμπ, ο οποίος είναι μεταξύ άλλων ιδιοκτήτης αρκετών καζίνο, ένα άλλο ψήφισμα αποδοκιμάζει «κάθε μορφή στοιχήματος σε τυχερά παιχνίδια» στην Πολιτεία της Αλαμπάμα. Το υπόλοιπο πρόγραμμα της συνάντησης έχει πιο κλασικό χαρακτήρα: καταγγελία του «καταστροφικού προγράμματος του Μπάρακ Ομπάμα και της Χίλαρι Κλίντον», υπενθύμιση του γεγονότος ότι το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών θα είναι καθοριστικό για την πολιτική ισορροπία στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκ νέου απαίτηση για περιορισμό του δικαιώματος στην έκτρωση, επανεπιβεβαίωση της άρνησης να ληφθούν μέτρα για τον έλεγχο της κατοχής πυροβόλων όπλων.
Στην είσοδο της αίθουσας, αρκετά τραπέζια και μεγάλες αφίσες προβάλλουν τους υποψήφιους του κόμματος που μέχρι εκείνη τη στιγμή συνεχίζουν τον προεκλογικό αγώνα για την εξασφάλιση του χρίσματος (Τεντ Κρουζ, Μάρκο Ρούμπιο, Τζον Κέισιτς, Μπεν Κάρσον) και μοιράζουν προεκλογικό υλικό: κονκάρδες και αφίσες με το όνομά τους. Τίποτε ανάλογο όμως δεν συμβαίνει για τον κ. Τραμπ. Απ’ ό,τι φαίνεται, το μαύρο πρόβατο του κόμματος από τη Νέα Υόρκη έχει ελάχιστους υποστηρικτές ανάμεσα στα στελέχη των Ρεπουμπλικάνων, που ήδη προβλέπουν την καταστροφή: Αν συντριβεί τον Νοέμβριο… Και από την άλλη, αν εκλεγεί…
Τη μεγαλύτερη ενόχληση όμως την προκαλεί όταν επιτίθεται στους Μουσουλμάνους. Μάλιστα, η υπ’ αριθμόν 2016-06 πρόταση ψηφίσματος προτείνει να αρνηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες τη χορήγηση ασύλου σε «όλους τους πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες που έχουν δεσμούς με το ριζοσπαστικό Ισλάμ». Ένα στέλεχος του κόμματος δηλώνει υπερασπιζόμενος το ψήφισμα: «Έχουμε την εντύπωση ότι η μισή υφήλιος θέλει να έρθει εδώ και να σκοτώνει Αμερικανούς». Η εντύπωσή του, όπως εξάλλου και η ασάφεια του ψηφίσματος που υποστηρίζει, προδίδει μια πολύ θολή και ατελή γνώση της διεθνούς πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας Γάλλος που παρευρίσκεται στις εργασίες ερωτάται –με κάθε σοβαρότητα– εάν αληθεύει ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας του είναι Μουσουλμάνοι. Το εν λόγω ψήφισμα απορρίφθηκε, με ελάχιστη όμως διαφορά.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου που ακολουθεί (τα εδέσματα είναι κακής ποιότητας, παρά το γεγονός ότι το δείπνο κοστίζει 150 δολάρια), τα δύο τρίτα των σερβιτόρων είναι μαύροι, ενώ το 98% των συνδαιτυμόνων λευκοί. Εδώ, καθένας από τους υποψήφιους για το χρίσμα έχει στείλει τον εκπρόσωπό του. Ο κ. Κάρσον εκπροσωπείται από τον γιο του. Επιτιθέμενος έμμεσα στον κ. Τραμπ (τον οποίο ωστόσο ο πατέρας του θα αποφασίσει να υποστηρίξει δεκατρείς ημέρες αργότερα), αρχίζει τον λόγο του με μια βιβλική ρήση: «Να φυλάγεστε από τους ψευδοπροφήτες». Ο εκπρόσωπος του κ. Κρουζ υιοθετεί το ίδιο ρεπερτόριο, τονίζοντας όμως την ιδεολογική συνέπεια του υποψηφίου του: «Θα κριθείτε από τους καρπούς των πράξεών σας». Από την πλευρά του, ο απεσταλμένος του κ. Ρούμπιο είναι μια σημαντική προσωπικότητα: ο Ρικ Σαντόρουμ, ιδιαίτερα δημοφιλής στους ευαγγελικούς κύκλους. Ήταν και αυτός υποψήφιος στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων το 2012 –και μάλιστα είχε κερδίσει στην Πολιτεία της Αλαμπάμα. Στη συνέχεια, ένας αιρετός του κόμματος, απ’ ό,τι φαίνεται ελάχιστα γνωστός, υπερασπίζεται την υποψηφιότητα του κ. Τραμπ: «Το καλύτερο στοιχείο του είναι ότι κινητοποιεί τις μάζες».
Στη συνέχεια φτάνει η ώρα για το (προαναγγελθέν) αποκορύφωμα της βραδιάς, που αναμφίβολα θα πρέπει να είχε το μεγαλύτερο κόστος για τους διοργανωτές: ο λόγος του Μαρκ Γκάιστ, πρώην στελέχους ιδιωτικής εταιρείας ασφαλείας στη Λιβύη, που έχει μετατραπεί σε επαγγελματία ομιλητή πολυτελείας. Αφηγείται με πλήθος από λεπτομέρειες –τόσες πολλές, ώστε καταλήγει εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβεις τι ακριβώς συνέβη– την επίθεση ενάντια στο αμερικανικό προξενείο της Βεγγάζης το 2012 (2). Οι ακροατές του καταλήγουν ομόφωνα στο εξής συμπέρασμα: η ανικανότητα της Χίλαρι Κλίντον (εκείνη την εποχή υπουργός Εξωτερικών) ευθύνεται για τον θάνατο του Αμερικανού πρέσβη Κρίστοφερ Στίβενς. Ο τόνος στον οποίο θα κινηθεί η προεκλογική εκστρατεία είναι ξεκάθαρος. Και μάλιστα, δεν δίνεται από τους θυμωμένους Αμερικανούς, από τα θύματα της εργασιακής επισφάλειας, της ανεργίας και της μεταφοράς της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλότερο εργατικό κόστος: κάθε συμμετέχων σε αυτήν την εκδήλωση έχει πληρώσει το ταξίδι, το ξενοδοχείο και το δείπνο του. Για την κάλυψη αυτού του ποσού, μόλις και μετά βίας θα έφταναν δύο ή τρία βδομαδιάτικα ενός εργαζόμενου που αμείβεται με τον τοπικό κατώτατο μισθό: 7,25 δολάρια την ώρα (λιγότερα από 6,50 ευρώ), ο χαμηλότερος σε ολόκληρη την χώρα.
Θα κατορθώσει άραγε το απίστευτο κύμα απέχθειας που πυροδοτούν ο κ. Ομπάμα και η κ. Κλίντον στα στελέχη των Ρεπουμπλικάνων να τους κάνει να ξεπεράσουν τη δυσπιστία που τους προκαλεί ο κ. Τραμπ; Σύμφωνα με τον Βον Πόε –πρόεδρο της οργάνωσης του κόμματος σε μια από τις κομητείες της Αλαμπάμα, ο οποίος μάλιστα παρουσιάζει και την ιδιαιτερότητα ότι είναι μαύρος– κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου αυτονόητο. Κατά τη γνώμη του, η δημοφιλία του Νεοϋορκέζου μεγαλοεργολάβου αποδεικνύει την επιρροή της συνδυασμένης δύναμης των ριάλιτι σόου και του εξτρεμισμού στο αμερικανικό εκλογικό σώμα. Αν ισχυριζόμασταν πως απλώς ανησυχεί, θα ήμασταν άδικοι απέναντί του: «Και ο Χίτλερ δημοφιλής ήταν. Πού όμως κατέληξε όλο αυτό; Αν ο Τραμπ είναι ο υποψήφιός μας, θα βρεθώ σε πολύ δύσκολη θέση. Να τον ψηφίσω; Δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα στη χώρα μου». Ένας καθηγητής ασφάλειας συστημάτων πληροφορικής στο πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα συμπληρώνει: «Όταν ένα άτομο διαθέτει εγκέφαλο, ο Τραμπ δεν περιλαμβάνεται στις επιλογές του».
Ωστόσο, το χειρότερο θα το ακούσουμε στη συνέχεια: «Ο Τραμπ δεν είναι Ρεπουμπλικάνος, είναι Δημοκρατικός. Ο Τραμπ δεν μπορεί να κοροϊδέψει τους πραγματικούς συντηρητικούς. Ο τύπος είναι επιχειρηματίας, κλείνει επιχειρηματικές συμφωνίες, αυτή είναι η δουλειά του. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου εάν στα μέσα Σεπτεμβρίου (σ.σ. δηλαδή την περίοδο όπου οι υποψήφιοι των δύο μεγάλων πολιτικών σχηματισμών έχουν ήδη λάβει το χρίσμα του κόμματός τους) αποφασίσει να γίνει ο νούμερο δύο της Χίλαρι. Σε αυτήν την περίπτωση, το κόμμα μας δεν θα έχει τον χρόνο να διαλέξει άλλον υποψήφιο».
Όσο κι αν εκπλήσσει μια τέτοια αλλόκοτη θεωρία πολιτικής συνωμοσίας, πολλοί Ρεπουμπλικάνοι, που ανησυχούν για την ασυνήθιστη πολιτική διαδρομή του κ. Τραμπ και για τις θέσεις του, συχνά σε πλήρη ρήξη με την κομματική ορθοδοξία, δεν ξεχνούν ποτέ το γεγονός ότι είχε καλέσει τη Χίλαρι Κλίντον στον τρίτο γάμο του. Αυτά τα γεμάτα καχυποψία αναμασήματα δεν τα συναντάει κανείς μόνο ανάμεσα σε θυμωμένους εκπροσώπους της Πολιτείας στο Κογκρέσο και στη Γερουσία ή σε μέλη της βάσης του κόμματος εξαγριωμένα από τα ρεπορτάζ του Fox News, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από τις θεωρίες συνωμοσίας. Στις 16 Μαρτίου στην Αριζόνα, ο Τεντ Κρουζ κατηγόρησε τα μέσα ενημέρωσης, «τα οποία ελέγχονται σχεδόν όλα από τους οπαδούς της Αριστεράς», ότι «κάνουν τα πάντα για να επιλέξουμε τον Ντόναλντ, μια και γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι ο μοναδικός υποψήφιος πάνω στη Γη τον οποίο θα κατόρθωνε να νικήσει η Χίλαρι Κλίντον».
Η Μπάρμπαρα Πρίστερ είναι μέλος της εκτελεστικής γραμματείας του κόμματος. Η αειθαλής ογδοντάρα είναι στρατευμένη στους Ρεπουμπλικάνους από τα νιάτα της, σε μια Πολιτεία που κυβερνήθηκε επί 136 χρόνια από τους Δημοκρατικούς (1874-2010), για να μετατραπεί στη συνέχεια σε μία από τις Πολιτείες όπου οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν τη μεγαλύτερη δύναμη. Η Πρίστερ γνώρισε και πολέμησε τον Δημοκρατικό κυβερνήτη Τζορτζ Γουάλας, έναν γραφικό πολιτικό με τον οποίο συχνά παρομοιάζουν τον κ. Τραμπ. Οι λόγοι του ενάντια στο κατεστημένο και στους διανοούμενους, η ρατσιστική δημαγωγία του και η βίαιη καταστολή του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα έχουν σημαδέψει βαθιά τη σύγχρονη αμερικανική ιστορία.
Ο Γουάλας, ο οποίος είχε θέσει τέσσερις φορές υποψηφιότητα για το χρίσμα στις προεδρικές εκλογές, το 1968 παρουσιάστηκε ως ανεξάρτητος υποψήφιος, υπερισχύοντας σε πέντε Πολιτείες του Νότου (μεταξύ των οποίων και η Αλαμπάμα) με ποσοστό 66% (3). Η επίδοσή του καθίσταται ακόμα περισσότερο εντυπωσιακή από το γεγονός ότι βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο ιδιαίτερα ισχυρούς αντιπάλους, τον Ρίτσαρντ Νίξον (ο οποίος τελικά εξελέγη) και τον Δημοκρατικό αντιπρόεδρο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ. Συχνά, ομάδες διαφωνούντων παρενέβαιναν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις συγκεντρώσεις του Τραμπ. Κάτι που επέτρεπε στον Γουάλας να αντιμετωπίσει τους ταραξίες λέγοντάς τους να πάνε να πλυθούν ή να ξυριστούν. Κι όταν ήταν στα κέφια του, τους πρότεινε να «βάλει ένα αυτόγραφο στα σανδάλια τους». Και όταν, κατά τη διάρκεια της τρίτης υποψηφιότητάς του για τον Λευκό Οίκο, μια απόπειρα ανθρωποκτονίας (4) τον καθήλωσε σε αναπηρικό καρότσι, δεν τον απομάκρυνε από το ύπατο αξίωμα της Πολιτείας του, της οποίας υπήρξε κυβερνήτης επί τέσσερις θητείες. Η Αν Μπένετ –κόρη της Πρίστερ και μέλος επίσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όπως και ο άντρας της Κέβιν (και οι δύο ήταν εκλέκτορες στο συνέδριο του κόμματος το 2012) – θεωρεί ότι «η δύναμη του Γουάλας οφειλόταν στο ότι εξέφραζε έναν νικημένο λαό, τον λαό του Νότου. Αυτό ακριβώς εξηγεί και την ισχύ του Τραμπ σήμερα. Ο Ομπάμα μετέτρεψε τον λαό της Αμερικής σε νικημένο λαό. Νικηθήκαμε στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, νικηθήκαμε και από την Οργάνωση του Ισλαμικού Κράτους. Έτσι, ο κόσμος είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί οποιονδήποτε θα του υποσχεθεί ότι στο εξής θα ανταποδίδει τα πλήγματα που δεχόμαστε».
Ένας λαός νικημένος εξαιτίας της υπερβολικά αδύναμης ηγεσίας του: αυτό τουλάχιστον είναι ένα λίγο-πολύ σταθερό μοτίβο στη σκέψη του κ. Τραμπ. Διότι, πέρα από τον ναρκισσισμό του επιχειρηματία, που τον παρακινεί να θέλει να «κερδίσει» (ένα από τα αγαπημένα του ρήματα) όλες τις μάχες στις οποίες ρίχνεται, και άρα και την προεδρία, ο αυταρχικός εθνικισμός τού χρησιμεύει ως πυξίδα, από τη στιγμή που η ιδιωτική ζωή και η περιουσία του έχουν γίνει η χαρά των περιοδικών. Όσο κι αν όλα αυτά έχουν γίνει σήμερα του συρμού, ο κ. Τραμπ ήδη τα είχε εκφράσει εδώ και περισσότερο από εικοσιπέντε χρόνια σε μια μακρά συνέντευξη που παραχώρησε στο «Playboy» (5). Είχε μιλήσει με περιφρόνηση για τους προέδρους των δύο υπερδυνάμεων της εποχής, τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο και τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
«Καλύτερα ψήφους, παρά σφαίρες»
Στον πρώτο, ο Τραμπ προσήπτε την αδυναμία και τη μαλθακότητα που επεδείκνυε απέναντι στους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών (κυρίως την Ιαπωνία, τη Γερμανία και τις χώρες του Κόλπου), οι οποίοι, τη στιγμή που προστατεύονταν δωρεάν από τον αμερικανικό στρατό, επιδίδονταν σε ξέφρενο εμπορικό ανταγωνισμό εναντίον του επικυρίαρχου ηγεμόνα τους. Όσον αφορά τον σοβιετικό ηγέτη, δήλωνε: «Προβλέπω ότι θα ανατραπεί επειδή είναι εξαιρετικά αδύναμος». Τον Μάρτιο του 1990, ένας Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος βρισκόταν στον Λευκό Οίκο μετά από δύο θητείες του Ρόναλντ Ρήγκαν. Ωστόσο, ο κ. Τραμπ ήδη θεωρούσε ότι οι ηγέτες όλου του πλανήτη «δεν μας σέβονται καθόλου», «γελούν με την ηλιθιότητά μας» και «μας πατάνε τον κάλο». Αυτή τη φορά, μπήκε στην αρένα της πολιτικής για να «αποκαταστήσει το μεγαλείο της Αμερικής» («make America great again») αγωνιζόμενος ενάντια στις συμφωνίες για το ελεύθερο εμπόριο και κατασκευάζοντας ένα οχυρωμένο τείχος κατά μήκος των νότιων συνόρων της χώρας. Στο μεταξύ, η Κίνα και το Μεξικό έχουν προστεθεί στον κατάλογο των κρατών που, σύμφωνα με εκείνον, εκμεταλλεύονται τη μωροπιστία της Ουάσιγκτον, της αγελάδας που ολόκληρος ο πλανήτης αρμέγει.
Με τον Γουάλας, η κ. Πρίστερ έχει ήδη γνωρίσει έναν δημαγωγό που φόρτωνε τα περισσότερα από τα προβλήματα της χώρας του στην τάξη των πολιτικών, υπερβολικά προστατευτικών απέναντι στις μειονότητες, τους ξένους και τους εγκληματίες. Θυμάται επίσης ότι ήταν ειδικός στη χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης, επιπλήττοντας διαρκώς τους δημοσιογράφους και αυτοανακηρυσσόμενος σε μοναδικός εκπρόσωπος του μέσου πολίτη, χρησιμοποιώντας ωμή γλώσσα και υπερασπιζόμενος τις ιδέες του, όποιο κι αν ήταν το τίμημα. Γι’ αυτό λοιπόν είναι δύσπιστη απέναντι στον κ. Τραμπ. Και όπως η κόρη της Αν και ο γαμπρός της Κέβιν, συμβουλευόταν τακτικά τις δημοσκοπήσεις προκειμένου να προσανατολίσει τους γείτονες (και ενορίτες) της προς τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο με τις περισσότερες πιθανότητες να νικήσει τον κ. Τραμπ. Και οι τρεις τους δίσταζαν μεταξύ του κ. Ρούμπιο και του κ. Κρουζ, για να καταλήξουν τελικά στον τελευταίο. Μάταια όμως (6).
Κανείς δεν είναι πιο ξένος από τον κ. Τραμπ στο κοινωνικό και πολιτισμικό σύμπαν του ζεύγους Μπένετ. Η Αν είναι ιδιοκτήτρια μιας παλιάς φυτείας 8.000 στρεμμάτων κοντά στη μικρή πανεπιστημιακή πόλη του Όμπερν, γνωστή για την ομάδα της στο αμερικανικό φούτμπολ. Ο άντρας της διαχειρίζεται το κτήμα και οργανώνει εκεί κυνήγια ελαφιού. Η πίστη τους στο δόγμα των Βαπτιστών κατευθύνει την ύπαρξή τους και ρυθμίζει μεγάλο μέρος της ζωής τους. Κατά τη γνώμη τους, η πολιτική απαιτεί ικανότητα και εμπειρία. Ευγενικοί, χωρίς να υψώνουν ποτέ τον τόνο της φωνής τους, υπερασπίζονται μια μορφή κυβέρνησης με περιορισμένες αρμοδιότητες, με τη λογική του Τζέφερσον, που σέβεται με σχολαστικότητα τη δέκατη τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος (7), την τοπική εξουσία και τις αγροτικές παραδόσεις του Νότου. Και ξαφνικά, καταφθάνει απρόσκλητος στην ηγεσία του κόμματος ένας διαζευγμένος δισεκατομμυριούχος που επιδεικνύει την ιδιωτική ζωή του στα σκανδαλοθηρικά έντυπα και κάνει φιγούρα ανεβασμένος σε ένα ρινγκ του κατς, ανάμεσα σε δύο τοπ μόντελ με εφαρμοστά φορέματα. Αυτό το άτομο, το οποίο δεν έχει ποτέ εκλεγεί στο παραμικρό αιρετό αξίωμα, δηλώνει στην τηλεόραση ότι, εάν εκλεγεί πρόεδρος, δεν θα διστάσει να διατάξει τους Αμερικανούς στρατιώτες να παραβιάσουν τους νόμους που δεν τον βολεύουν. Δηλώνει επίσης ότι θα αμφισβητήσει πολλές εμπορικές συμφωνίες, αδιαφορώντας για την έγκριση του Κογκρέσου. Ο κ. Μπένετ ομολογεί τη θλίψη και την αμηχανία του: «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τον σταματήσουμε. Κι όμως, αν κάτι δεν είμαστε εμείς, αυτό είναι το κατεστημένο που καταγγέλλει ο Τραμπ. Ωστόσο, δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα μας τσαλαπατήσουν η Νέα Υόρκη και οι βορειοανατολικές Πολιτείες».
Ο Μπένετ, πρώην ανώτερο στέλεχος της Eastman Kodak, εντόπισε προς μεγάλη του ανησυχία ότι, κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής αναμέτρησης, ο Τραμπ χρησιμοποίησε τον όρο «βασιλεία» για να αναφερθεί στην προεδρία του Τζορτζ Μπους. Ήδη, στον Μπένετ, λάτρη της ιστορίας –ιδιαίτερα του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου– και οπαδό της σημαίας της Συνομοσπονδίας των (ηττημένων) Νότιων Πολιτειών, δεν αρέσει ιδιαίτερα το γεγονός ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δηλώνει κληρονόμος του Αβραάμ Λίνκολν. Και αυτά τα αυταρχικού τύπου γλωσσικά ολισθήματα του δισεκατομμυριούχου από το Μανχάταν τού θυμίζουν παραπάνω απ’ όσο επιθυμεί τις στρατιές των Βορείων, τις στρατιές του «μεγάλου ήρωα της χειραφέτησης των μαύρων» που κατέστρεψαν τον Νότο.
Τι σκέφτονται για όλα αυτά οι οπαδοί του κ. Τραμπ στις Πολιτείες του Νότου; Στο Όμπερν συναντήσαμε την Νταϊάν Τζέι, ανέκαθεν ψηφοφόρος των Ρεπουμπλικάνων, όπως εξάλλου και η οικογένειά της. Κουβαλάει πάντα στην τσάντα της ένα τριανταοχτάρι περίστροφο Smith & Wesson και δεν διαβάζει την τοπική εφημερίδα, την οποία θεωρεί υπερβολικά αριστερή (άποψη ιδιαίτερα συζητήσιμη κατά τη γνώμη μας). Τίποτε δεν την εκνευρίζει περισσότερο από την τάση να παρουσιάζονται οι ψηφοφόροι του κ. Τραμπ ως θυμωμένα άτομα. Κατά τη γνώμη της, πρόκειται μάλλον για ένα «κίνημα Αμερικανών, των οποίων οι επιθυμίες είχαν αγνοηθεί, με αποτέλεσμα να αποσυρθούν από τα δύο κόμματα και να χάσουν την εμπιστοσύνη τους σε αυτά. Το κατεστημένο των Ρεπουμπλικάνων έχει δώσει πολλές υποσχέσεις που δεν τήρησε. Και αντιμετωπίζει τον Τραμπ με την περιφρόνηση που επιφυλάσσει συνήθως για τους χειρώνακτες εργαζόμενους, τη στιγμή που ο Τραμπ είναι δισεκατομμυριούχος. Όμως, τα λεφτά του τα έχει κερδίσει, έχει κάνει πράγματα, δεν περιορίστηκε μονάχα στα λόγια. Ενώ το δικό μας το κατεστημένο, το μόνο που κάνει είναι να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει». Η ηγεσία του κόμματος συνασπίστηκε για να φράξει τον δρόμο στον κ. Τραμπ. Αποτέλεσμα: γεννήθηκε το εναντίον τους «κίνημα». «Ο Μάικ Χάκαμπι, τον οποίο αγαπώ πολύ, το είπε με τον καλύτερο τρόπο: το κατεστημένο των Ρεπουμπλικάνων θα πρέπει να αισθάνεται ευχαριστημένο που αυτή η εξέγερση χρησιμοποιεί ψήφους και όχι σφαίρες».
Η διαλεκτική μεταξύ των «ballots» (ψήφοι) και των «bullets» (σφαίρες) εμπνέεται από έναν διάσημο λόγο που εκφώνησε το 1964 ο… Μάλκολμ Χ, ο ηγέτης των Μαύρων Πανθήρων (8). Με άλλα λόγια, όσο κι αν την δυσαρεστεί, η εχθρότητα της κ. Τζέι απέναντι στους αντιπροσώπους των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο μπορεί όντως να παρομοιαστεί με τον θυμό. Όπως μας τονίζει, «προτιμούν να διαιρέσουν το κόμμα και να προσφέρουν τη νίκη στη Χίλαρι Κλίντον, παρά να αποκαλυφθεί ο ρόλος τους και το τι συμβαίνει στο εσωτερικό του κόμματος: δράση των λόμπι, κρυφές συμφωνίες, λαδώματα. Αυτό που εκτιμώ στον Ντόναλντ Τραμπ είναι ότι χρηματοδοτεί ο ίδιος την προεκλογική εκστρατεία του και δεν έχει αναλάβει καμία υποχρέωση απέναντι στις διαπλεκόμενες ομάδες συμφερόντων. Ο Μιτς Μακ Κόνελ, ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ρεπουμπλικάνων στην Γερουσία, κερδίζει περισσότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια τον χρόνο. Κι ο Πολ Ράιαν, ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας στο Κογκρέσο, κερδίζει περισσότερα από 900.000 δολάρια. Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι έχουν πολλά να χάσουν αν βρεθεί κάποιος και τους πει: “ΟΚ, και τώρα θα κάψουμε τα λίπη”».
«Την εποχή της κρίσης του 2008, θα έπρεπε να τα είχαμε αφήσει όλα να καούν»
Αν και διάκειται εξαιρετικά εχθρικά απέναντι στον κ. Τραμπ, ο κ. Μπένετ τρέφει τα ίδια ακριβώς αισθήματα για εκείνο που αποκαλεί «η συμμορία της Γουόλ Στριτ»: «Στα δύο κόμματα κυριαρχεί η ίδια ακριβώς κουλτούρα, η κουλτούρα των αστικών κέντρων και των εύπορων στρωμάτων. Γι’ αυτούς, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας δεν είναι τίποτα άλλο από μια λωρίδα γης, την οποία διασχίζουν πετώντας με το αεροπλάνο για να πάνε από τη μια ακτή στην άλλη. Την εποχή της κρίσης του 2008, θα έπρεπε να τα είχαμε αφήσει όλα να καούν. Η κατάσταση θα ήταν δύσκολη, ωστόσο μεγάλο μέρος της διαφθοράς θα είχε εξαλειφθεί». Η αξιοπιστία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και των δύο μεγάλων κομμάτων έχει καταρρεύσει.
Τον λόγο έχει η υπεράσπιση. Την Δευτέρα, 29 Φεβρουαρίου, στην Οπέλικα, σε μια πρώην υαλουργία κοντά στο Όμπερν, πραγματοποιείται το καθιερωμένο ετήσιο δείπνο-συνάντηση των Ρεπουμπλικάνων της κομητείας. Το 1994, η πρώτη τέτοια εκδήλωση είχε συγκεντρώσει λιγότερα από σαράντα άτομα, ενώ σήμερα ο αριθμός τους πλησιάζει τους τριακόσιους. Μετά τον όρκο μπροστά στη σημαία και την προσευχή, ο Μάικ Ρότζερς, ο αντιπρόσωπος της περιφέρειας στο Κογκρέσο, γνωρίζει ότι θα είναι υποχρεωμένος να απαντήσει στις κατηγορίες για διαφθορά και συνενοχή, οι οποίες δεν εκτοξεύονται μονάχα εναντίων των Δημοκρατικών συναδέλφων του στην Ουάσιγκτον. Οι οπαδοί του κ. Τραμπ, όπως εξάλλου και του κ. Κρουζ, κατηγορούν ασταμάτητα τους Ρεπουμπλικάνους βουλευτές ότι, παρά το γεγονός ότι έχουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, δεν ακύρωσαν καμία από τις σημαντικές αποφάσεις του Λευκού Οίκου (τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας ή «Obamacare», τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, το πάγωμα της απέλασης ορισμένων κατηγοριών μεταναστών), τη στιγμή που είχαν εκλεγεί με εντολή να πράξουν αυτό ακριβώς. Μήπως εξαγοράστηκαν από «το σύστημα» σε σημείο ώστε να γίνουν μέλη αυτού που ο κ. Κρουζ αποκαλεί «καρτέλ της Ουάσιγκτον»; Ο κ. Ρότζερς ανταπαντά ότι απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων για να υπερπηδηθεί το προεδρικό βέτο. Και συνιστά στους φίλους του να κάνουν υπομονή: «Κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς αυτής της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, δεν θα επιτύχουμε πολλά πράγματα. Ωστόσο, η δουλειά μας θα είναι να εγγυηθούμε ότι δεν θα γίνουν χειρότερα. Στη συνέχεια, εάν εκλέξουμε έναν Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο, το πρώτο νομοθετικό κείμενο που θα του ζητήσουμε να υπογράψει θα είναι η κατάργηση του “Obamacare”. Μετά, θα προχωρήσουμε στην κατάργηση του νόμου Dodd–Frank που προβλέπει νομοθετικές ρυθμίσεις για τις τράπεζες. Και, πολύ σύντομα, η σημερινή σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μια άσχημη ανάμνηση».
Ωστόσο, ένα μυστήριο εξακολουθεί να πλανάται. Πώς είναι δυνατόν, σε ένα κόμμα και σε μια περιοχή όπου η ψήφος των Ευαγγελιστών έχει τόσο μεγάλη βαρύτητα, να κατορθώσει να υπερισχύσει ο κ. Τραμπ με τόσο μεγάλη ευκολία; Η Νταϊάν Τζέι υποστήριζε στο παρελθόν τον Μάικ Χάκαμπι, έναν Βαπτιστή πρώην πάστορα ο οποίος μαχόταν για την προάσπιση των «παραδοσιακών οικογενειακών αξιών». Και τώρα υποστηρίζει έναν ιδιοκτήτη καζίνων, με διόλου φλογερή θρησκευτική πίστη, που βρίζει σαν χαμάλης και περιγράφει στην τηλεόραση την ανατομία των γεννητικών οργάνων του. Δεν δυσκολεύεται διόλου να μας το εξηγήσει: «Ο Τραμπ είναι κατά των εκτρώσεων και υπέρ της προσευχής στα σχολεία. Απ’ όλους τους υποψήφιους, αυτός είναι ο πιο παραδοσιακός. Εξάλλου, δείτε τον: η οικογένειά του είναι η εκπλήρωση του αμερικάνικου ονείρου. Εντάξει, είναι αλήθεια ότι έχει παντρευτεί τρεις φορές. Όμως κι ο Ρήγκαν είχε παντρευτεί περισσότερες από μία φορές, ήταν ηθοποιός και είχε και εξωσυζυγικές περιπέτειες. Εάν εξετάσετε οποιοδήποτε άτομο σφαιρικά, τότε θα διαπιστώσετε ότι όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί. Κι ύστερα, αν αρχίζαμε να ρίχνουμε πέτρες στους αμαρτωλούς, τότε θα υπήρχε ο κίνδυνος να λιθοβολήσουμε ολόκληρη τη Γερουσία». Χωρίς αμφιβολία, ο κ. Τραμπ έχει δημιουργήσει στέρεους κι αδιαμεσολάβητους δεσμούς με τους οπαδούς του: σε ολόκληρη τη χώρα, υπάρχουν ήδη περισσότερα από 900.000 άτομα τα οποία –όπως η κ. Τζέι– λαμβάνουν στο κινητό τους τα μηνύματα της προεκλογικής εκστρατείας του κ. Τραμπ. Και αντί να κλονίσουν την πίστη τους σε αυτόν, οι ενοχλητικές αποκαλύψεις και η κριτική των περισσότερων μέσων ενημέρωσης, των καλλιτεχνών και των διανοουμένων μάλλον την ενισχύουν. Η κ. Τζέι μάς εξηγεί: «Εμπιστεύομαι τον Τραμπ. Χρειαζόμαστε έναν επιχειρηματία. Αυτός δεν έχει τίποτα να αποδείξει. Έχει ήδη μια υπέροχη οικογένεια και δέκα δισεκατομμύρια δολάρια».
Καταστροφή των θέσεων εργασίας, μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, χαμηλοί μισθοί, αλλοίωση της χριστιανικής ταυτότητας της χώρας, σχεδόν όλα αυτά τα προβλήματα οδηγούν αρκετά γρήγορα τη συζήτηση στο ζήτημα της μετανάστευσης (9). Όπως μας επιβεβαιώνει ο κ. Μπένετ, «αυτό είναι το ζήτημα στο οποίο οφείλεται η άνοδος της δημοτικότητας του Τραμπ. Κανένας άλλος δεν ήθελε να ασχοληθεί με το πρόβλημα. Αυτός όμως το έκανε. Τα σχολεία μας κατακλύζονται από μετανάστες, όμως δεν έχουν το δικαίωμα να ελέγξουν κατά πόσον οι γονείς των μαθητών διαμένουν νόμιμα στη χώρα. Οι νόμοι δεν είναι σαφείς και μας αποκαλούν ρατσιστές όταν ζητάμε τον σεβασμό της νομοθεσίας. Η ιδέα της ανέγερσης ενός τείχους είναι ρεαλιστική. Ωστόσο, για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει καταρχάς να υπάρχουν σύνορα. Κι ο Ομπάμα τα έχει ανοίξει. Ο κόσμος έχει κουραστεί. Βλέπει ότι κανένα από τα δύο κόμματα δεν παίρνει το ρίσκο να δυσαρεστήσει τους Ισπανόφωνους ψηφοφόρους».
Πλήθος φόβων διαπλέκονται και τροφοδοτούν το ρεύμα της υποψηφιότητας του κ. Τραμπ. Μερικές ημέρες στην Αλαμπάμα αρκούν για να ακούσει κανείς να γίνεται λόγος για μέλη τρομοκρατικών πυρήνων που διεισδύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες από το Μεξικό, για τα τούνελ κάτω από τα σύνορα μέσα από τα οποία μεταφέρονται τόνοι ναρκωτικών, για έναν ξένο στρατό ο οποίος θα μπορούσε ένα υποστηριχθεί από δώδεκα εκατομμύρια μετανάστες… Όμως, από την εποχή της εκλογής του κ. Ομπάμα, το 2008, και της επανεκλογής του, το 2012, οι δημοσκόποι και τα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που καταθέτουν προτάσεις για τη χάραξη στρατηγικής, δεν παύουν να επαναλαμβάνουν ότι η προσκόλληση σε παρόμοιες απόψεις είναι επικίνδυνη από εκλογική άποψη για το κόμμα, καθώς και ότι κανένας υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο δεν θα κατορθώσει ποτέ στο εξής να υπερισχύσει, εάν δεν εξασφαλίσει ένα σημαντικό ποσοστό της ισπανόφωνης ψήφου.
Μάλιστα, η Αν Κούλτερ –θορυβώδης αρθρογράφος, την οποία στοιχειώνει ο φόβος της μετανάστευσης– έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι, με τη σημερινή δημογραφία των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία είναι πολύ λιγότερο «λευκή» απ’ ό,τι την περίοδο που ο Τζίμι Κάρτερ ή ο Ουόλτερ Μοντέιλ ήταν υποψήφιοι για την προεδρία απέναντι στον Ρόναλντ Ρήγκαν, οι δύο Δημοκρατικοί υποψήφιοι θα είχαν υπερισχύσει του Ρεπουμπλικάνου προέδρου. Ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, η κ. Κούλτερ δηλώνει βέβαιη για τις πιθανότητες επιτυχίες του κ. Τραμπ, παρά το γεγονός ότι αυτός φαίνεται να απευθύνεται σε μια ολοένα πιο περιορισμένη, «μονόχρωμη» και ανδρική μερίδα του πληθυσμού της χώρας. Τον ερχόμενο Νοέμβριο, είναι πολύ πιθανό η Χίλαρι Κλίντον να αποτελεί μια υποχρεωτική επιλογή για τις μειονότητες αλλά και για τη Γουόλ Στριτ, για τις φεμινίστριες αλλά και για τους οπαδούς του ελεύθερου εμπορίου, της Γκόλντμαν Σακς και του κατεστημένου. Θα της έχει ανατεθεί μία και μόνον αποστολή, μονάχα μία εντολή: να φράξει τον δρόμο στον Ντόναλντ Τραμπ.
Η τρίλεπτη σκηνή που έχει προκαλέσει αγανάκτηση στην Αμερική
Εάν υπερίσχυε ένας συνασπισμός τέτοιου είδους, δεν θα μπορούσε να αντέξει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γιατί η προεκλογική εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς απέδειξε ότι μια τέτοιου τύπου διευθέτηση έχει φθάσει στα όριά της και έχει εξαντλήσει κάθε δυναμική. Σε σημείο μάλιστα ώστε τα στοιχεία της ρητορικής του που κατακεραυνώνουν τη διαφθορά του αμερικανικού πολιτικού συστήματος να έχουν αρχίσει να υιοθετούνται και από το αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο. Και όχι μόνον από τον κ. Τραμπ: και ο κ. Κρουζ θεωρεί με τη σειρά του ότι «οι Ρεπουμπλικάνοι είναι σχεδόν εξίσου κακοί με τους Δημοκρατικούς. Υπερβολικά μεγάλος αριθμός τους “πλαγιάζει” με τη Γουόλ Στριτ, τα λόμπι και το μεγάλο κεφάλαιο, που όλοι τους βλέπουν την παράνομη μετανάστευση ως πηγή χαμηλόμισθου εργατικού δυναμικού».
Και όταν τίθεται το ζήτημα των μετεγκαταστάσεων επιχειρήσεων σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, του διεθνούς εμπορίου ή της ελευθερίας των συναλλαγών, τότε δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνεις την κ. Τζέι από μια ψηφοφόρο του Μπέρνι Σάντερς. Και είναι αυτή ακριβώς η συντηρητική ψηφοφόρος των Ρεπουμπλικάνων που επέστησε την προσοχή μας σε ένα τρίλεπτο βίντεο, το οποίο κυκλοφορεί ευρύτατα στο Διαδίκτυο και την εξόργισε: το αφεντικό της Carrier, μιας επιχείρησης που αναλαμβάνει υπεργολαβίες της United Technologies, ανακοινώνει στους 1.400 εργαζόμενους της μονάδας της Ινδιανάπολης ότι σύντομα η παραγωγική δραστηριότητα θα μεταφερθεί στο Μεξικό (10). Εξηγεί –κάτω από τα γιουχαΐσματα του προσωπικού– ότι στόχος είναι «να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί και να εξασφαλίσουμε τη μακροπρόθεσμη επιβίωση της επιχείρησης». Η ιστορία αυτή πλέον αποτελεί κομμάτι του προεκλογικού υλικού του κ. Τραμπ. Και οι εργάτες –ακόμα και όσοι είναι συνδικαλισμένοι– ακούν πλέον με προσοχή όσα λέει. Και σε αυτόν τον τομέα είναι πιθανό να ξαναμοιραστεί η εκλογική τράπουλα.
Από την αρχή της προεκλογικής εκστρατείας, οι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικάνων εκφράζουν θέσεις διαμετρικά αντίθετες από εκείνες των πρώην προέδρων τους, του μεγαλύτερου μέρους των εκπροσώπων τους στο Κοινοβούλιο, καθώς και εκείνων που χρηματοδοτούν ή συμβουλεύουν το κόμμα τους. Δεδομένου ότι δεν πρόκειται να απαρνηθούν ελαφρά τη καρδία όλα όσα συγκρότησαν την πολιτική ταυτότητά τους από την εποχή του Ρήγκαν, και από τα οποία άντλησαν πολλά οφέλη, ο εμφύλιος πόλεμος στις τάξεις των Ρεπουμπλικάνων δείχνει απλώς να βρίσκεται στην αρχή του.