el | fr | en | +
Accéder au menu

Εμπρός παιδιά, πιάστε δουλειά!

Τον Δεκέμβριο του 2013, βίαιες συγκρούσεις έφεραν αντιμέτωπες τις αστυνομικές δυνάμεις της Βολιβίας με τα παιδιά που κατέβηκαν στο δρόμο για να απαιτήσουν το δικαίωμα στην εργασία. Ο πρόεδρος Έβο Μοράλες, ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους πιο προοδευτικούς ηγέτες της ηπείρου, ισχυριζόμενος ότι «τα ακούει», αποφάσισε να κατεβάσει τη νόμιμη ηλικία εργασίας από τα 14 στα 10. Βεβαίως η απόφαση αυτή προκάλεσε κάτι παραπάνω από έκπληξη…

Ο δεκαεξάχρονος Ντανιέλ ζει στο Ελ Άλτο, στα υψίπεδα της Λα Παζ, στη Βολιβία. Εδώ και δέκα χρόνια, η μητέρα του μετανάστευσε στο Μπουένος Άιρες, την πρωτεύουσα της Αργεντινής, για να ξεφύγει από την αστάθεια της αγοράς εργασίας της Βολιβίας. Παρατημένος από τον πατέρα του πριν γεννηθεί, ο Ντανιέλ ζει με τον παππού, τη γιαγιά και τους θείους του από τη μεριά της μητέρας του. Από την ηλικία των 11 ετών δουλεύει δύο μέρες την εβδομάδα στη θεία του που πουλάει προϊόντα φροντίδας του σώματος στην «Αγορά 16 ντε Χούλιο», την πιο μεγάλη λαϊκή αγορά της Νότιας Αμερικής. Ξεπακετάρει και στη συνέχεια τακτοποιεί το εμπόρευμα, βάζει σε τάξη τη βιτρίνα του περιπτέρου και διαπραγματεύεται με τους πελάτες.

JPEG - 262.5 kio
Η “κοινωνικοπολιτιστική ιδιομορφία” των χωρών των Άνδεων δίνει επιχειρήματα στους υπερμάχους της παιδικής εργασίας (φωτ.: Pixabay).

«Την Πέμπτη πολύ νωρίς, από τις 6, αρχίζω να βγάζω τα προϊόντα από τις κούτες. Στη συνέχεια, πηγαίνω στο σχολείο όλο το πρωϊνό, μετά επιστρέφω να βοηθήσω τη θεία μου νωρίς το απόγευμα και μένω μαζί της μέχρι το τέλος της μέρας για να πουλώ και να τακτοποιώ. Την Κυριακή είναι πιο εύκολα τα πράγματα διότι δουλεύω μαζί της όλη μέρα, χωρίς διακοπή», μας εξηγεί. Διαβεβαιώνει πως η σταθερή δουλειά δεν εμποδίζει ούτε τη σχολική του φοίτηση ούτε το χρόνο που αφιερώνει στη μελέτη των μαθημάτων του. Κερδίζει καμιά εικοσαριά μπολιβάρ (περίπου 2 ευρώ) την εβδομάδα για τα προσωπικά του έξοδα και θεωρεί τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ως «φυσιολογική» στήριξη της θείας του που δέχθηκε να αναλάβει την εκπαίδευσή του όταν έφυγε η μητέρα του. Τα 50 δολάρια (περίπου 43 ευρώ) που του στέλνει εκείνη κάθε δύο μήνες δεν φτάνουν να καλύψουν όλα τα έξοδα διατροφής και σχολικού εξοπλισμού του γιου της. Στη Βολιβία δεν υπάρχει καμία κρατική μέριμνα επιδόματος για τα εγκαταλελειμμένα παιδιά ή τα παιδιά γονιών που έχουν μεταναστεύσει.

Η Ελίζαμπεθ, 16 ετών, ζει στους λόφους της περιοχής 12 ντε Νοβιέμπρε στην Παμπλόνα Άλτα, ένα προάστιο της Λίμα, πρωτεύουσας του Περού (1). Ο πατέρας της είναι εργάτης οικοδομών και η μητέρα της μαγείρισσα σε μια λαϊκή καντίνα. Εδώ, παρά τις μακροοικονομικές επιδόσεις της χώρας και μια μέση ανάπτυξη 6,6% κατά την τελευταία δεκαετία, η φτώχεια δεν υποχώρησε καθόλου. Γι’ αυτή την οικογένεια με τα τρία παιδιά, που κατάγεται από την περιοχή Πούκιο των Άνδεων, η άφιξη στην περιφέρεια της Λίμα συνοδεύτηκε από βελτίωση του επιπέδου ζωής: έχουν ευκολότερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας (που παραμένουν ακριβές), καθώς κι ένα σχολικό σύστημα καλύτερης ποιότητας από εκείνο της επαρχίας.

Οικιακοί βοηθοί ή πωλητές γλυκών

Παρ’ όλα αυτά, όπως και το 24,9% των εργατών του Περού που ζουν σε αστικές περιοχές και δεν έχουν νόμιμη δουλειά (2), οι γονείς της Ελίζαμπεθ δεν κερδίζουν αρκετά για να ζουν αξιοπρεπώς. Σε αυτήν τη συγκυρία, ο πρωτότοκος της οικογένειας, αγόρι ή κορίτσι, αναγκάζεται να εξασφαλίζει ένα σημαντικό μέρος των σχολικών δαπανών (εξοπλισμός, μετακινήσεις) των αδελφών του, εις βάρος της δικής του σχολικής φοίτησης. Η Ελίζαμπεθ λοιπόν, δουλεύει κάθε μέρα ως οικιακή βοηθός σε ένα άτομο με αναπηρία, ηλικίας 94 ετών, στην κοντινή αριστοκρατική συνοικία Λας Καζουαρίνας. Εδώ και δύο χρόνια, της ετοιμάζει τα γεύματα, καθαρίζει το σπίτι, ασχολείται με την υγιεινή της και πλένει τα ρούχα της, εννέα ώρες την ημέρα, Δευτέρα με Σάββατο, με βδομαδιάτικο μισθό 120 σολ (περίπου 35 ευρώ). Το εισόδημα αυτό το μοιράζεται με τη μητέρα της, εν μέρει για να βοηθά τη μικρή της αδελφή να συνεχίζει το σχολείο χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει.

Εδώ και ένα χρόνο περίπου, η Ελίζαμπεθ εγκατέλειψε το δημόσιο σχολείο για να πάει σε ένα φθηνό ιδιωτικό που κοστίζει 40 σολ (11 ευρώ) το μήνα. Τα μαθήματά της συσσωρεύονται σε μια μόνο μέρα, την Κυριακή. «Χρειάστηκε να δουλέψω περισσότερο για να συμβάλλω στα εισοδήματα της οικογένειας. Τα οικονομικά προβλήματα αυξήθηκαν και χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα από τότε που ο πατέρας μου δεν έχει πια σταθερή σύμβαση εργασίας», μας εξηγεί.

Η Βολιβία και το Περού είναι οι δύο χώρες της Νότιας Αμερικής με το υψηλότερο ποσοστό απασχολούμενων παιδιών, 6 ως 17 ετών: 27,9% στην πρώτη και 29% στη δεύτερη, με 64,9% και 47% αντίστοιχα στις αγροτικές περιφέρειες (3). Τα ποσοστά αυτά καλύπτουν διάφορες περιπτώσεις, όπως εκείνη του νεαρού κοριτσιού που βοηθάει τη γιαγιά του να πουλάει φρούτα και λαχανικά το απόγευμα για να κερδίζει έτσι το χαρτζιλίκι του ή εκείνη ενός εφήβου που πλένει παρμπρίζ αυτοκινήτων σ’ ένα σταυροδρόμι δεκαπέντε ώρες τη μέρα και εκπορνεύεται τη νύχτα για να καλύπτει τις βασικές ανάγκες των αδελφών του. Η δραστηριότητα των παιδιών και των εφήβων, που δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά χρηματική αμοιβή, συνοψίζεται στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τις τέχνες, το εμπόριο ή τις οικιακές εργασίες.

Συμβαίνει μερικές φορές κάποια παιδιά να μη γράφονται πια στο σχολείο (6,4% κατά μέσο όρο, από το 2005 ως το 2014 (4)) ή να εγκαταλείπουν το σχολείο κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους (5,7 % το 2014 (5)), καθώς το οικογενειακό τους εισόδημα εξαρτάται, τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο μέρος, από την επαγγελματική δραστηριότητά τους. «Ζω με τη μητέρα και τα τρία μικρότερα αδέλφια μου», μας εξηγεί ο δεκατριάχρονος Κριστιάν. «Καθώς η μητέρα μου δεν μπορεί να εργαστεί, μένει στο σπίτι και ασχολείται με τα αδέλφια μου. Εγώ πηγαίνω και πουλάω καραμέλες στους δρόμους της Λίμα κάθε μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ό,τι κερδίζω της το δίνω και αυτό της επιτρέπει να αγοράζει τροφή για τους πέντε μας. Ο πατέρας μου με εγκατέλειψε μόλις γεννήθηκα και η μητέρα μου δεν μπορεί να βασιστεί στον πατέρα των αδελφών μου».

Όμως συνήθως η επαγγελματική δραστηριότητα του παιδιού δεν εμποδίζει τις σχολικές του επιδόσεις –στη Βολιβία, όπως και στο Περού, το σχολείο είναι υποχρεωτικό από τα 6 ώς τα 16 και τα παιδιά μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο ωράρια, το πρωϊνό, από τις 8 ώς τη 1, και το απογευματινό, από τη 1 ώς τις 6. Το αντίθετο συχνά νομιμοποιείται από το γεγονός ότι «θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή» τη φοίτηση που θεωρείται ως ο καλύτερος δρόμος για να ξεφύγει κανείς από τη φτώχεια. Αυτή την άποψη υποστηρίζει η Ρακέλ, 15 ετών, που φυλάει μικρά παιδιά κάθε μέρα, από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή στην περιφερειακή συνοικία Παμπλόνα Μπάγια στη Λίμα. «Για μένα δεν είναι πολύ δύσκολο να δουλεύω και να σπουδάζω ταυτόχρονα. Πηγαίνω στο σχολείο το απόγευμα και το βράδυ κάνω τα μαθήματά μου, αφού δειπνήσω. Ετοιμάζω τα πράγματά μου και την επομένη μπορώ να μαγειρεύω και να φυλάω τα παιδιά όλο το πρωινό. Οι σπουδές παραμένουν για μένα ό,τι πιο σημαντικό έχω αν θέλω ν’ αποκτήσω μια καλύτερη θέση από εκείνη των γονιών μου, που δεν έχουν τελειώσει ούτε το γυμνάσιο. Θέλω να φτάσω ψηλά, να έχω μια καλή δουλειά κι έτσι να βοηθήσω αργότερα τους γονείς μου».

Κατά παράβαση των διεθνών συμβάσεων, που απαγορεύουν την εργασία πριν από τα 14, το Κοινοβούλιο της Βολιβίας ενέκρινε στις 2 Ιουλίου ένα νέο Κώδικα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, που επιτρέπει την εργασία από τα 10. Αν και επισήμως διατηρείται το όριο των 14 ετών, η απασχόληση των παιδιών έχει καταστεί πλέον δυνατή σε περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται ως «εξαιρέσεις», αλλά που στην πραγματικότητα αποτελούν την πλειονότητα. Η εργασία επιτρέπεται από 10 ετών αν είναι «ανεξάρτητη» (μικροπωλητής ή λούστρος παπουτσιών σε δημόσιο δρόμο) και από 12 ετών αν είναι «εξαρτημένη» (για λογαριασμό εργοδότη σε εμπορικό κατάστημα). Η οικογένεια και ο συνήγορος του παιδιού (defensoría de la niñez y adolescencia) πρέπει να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, ενώ η οικονομική δραστηριότητα δεν πρέπει να βλάπτει ούτε τη σχολική φοίτηση ούτε το «δικαίωμα στην εκπαίδευση». Πρέπει δηλαδή να εξασφαλίζεται μια εκπαίδευση «ποιοτική, ενδοπολιτιστική, διαπολιτιστική και πολύγλωσση, που να επιτρέπει την ολοκληρωμένη και προσαρμοσμένη στις διαφορετικές ανάγκες του κάθε ατόμου ανάπτυξη, προκειμένου να το προετοιμάσει για τη ζωή του πολίτη και του εργαζόμενου» (άρθρο 115).

Η απόφαση αυτή αντανακλά τις δημόσιες συζητήσεις που προκαλεί το θέμα στις χώρες των Άνδεων. Από τη μια πλευρά, συνδικάτα εργαζόμενων παιδιών και εφήβων που προέρχονται από το εργατικό κίνημα χριστιανικής έμπνευσης, γέννημα της δεκαετίας του 1970 στη Λατινική Αμερική, υπερασπίζονται το δικαίωμά τους να οργανώνονται για να εξασφαλίζουν την προστασία τους, τη συμμετοχή και την εκπροσώπησή τους στην κοινωνία, σύμφωνα με μια θεώρηση της παιδικής ηλικίας που δεν αποκλείει την εργασία σε αυτήν την περίοδο της ζωής. Προσπαθούν να ασκούν επιρροή στους δημόσιους φορείς σε πολλές χώρες (Περού, Βολιβία, Κολομβία, Παραγουάη, κ.λ.π.), προκειμένου να τους παρέχουν επαγγελματική κατάρτιση ή βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους. Συνδυάζοντας την κριτική της οικονομικής καταπίεσής τους με την αναγνώριση του δικαιώματός τους στην εργασία, αγωνίζονται για την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας σε αξιοπρεπείς συνθήκες, που να είναι συμπληρωματική της σχολικής φοίτησής τους και για την απόκτηση δεξιοτήτων που θα τους επιτρέπουν να αποφεύγουν την εκμετάλλευση. Εν ολίγοις, αγωνίζονται για να καταφέρουν να εκπαιδεύονται εναλλακτικά.

Το πνευματικό αυτό ρεύμα, γέννημα της θεωρίας της απελευθέρωσης και της λαϊκής παιδείας (6), εκπροσωπείται στο Περού από το Κίνημα Εργαζόμενων Εφήβων και Παιδιών, επιγόνων των χριστιανών εργατών (Manthoc), του πρώτου συνδικάτου εργαζόμενων παιδιών του κόσμου, που ιδρύθηκε το 1976. Στη Βολιβία, το ρεύμα εκπροσωπείται από την Ένωση Εργαζόμενων Παιδιών και Εφήβων (Unatsbo). Αυτές οι οργανώσεις, με δεκάδες χιλιάδες μέλη η καθεμιά, έχουν τη μορφή κοινωνικών κινημάτων και διεκδικούν το δικαίωμα των παιδιών στην εργασία στο όνομα της «πολιτικής εμπλοκής» τους στη ζωή της κοινότητας (7). Η δουλειά τους θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, κατά την άποψή τους, από την «κοινωνικοπολιτιστική» ιδιομορφία των χωρών των Άνδεων.

Ταυτόχρονα αιτία και αιτιατό της φτώχειας

Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ), που υιοθετήθηκε το 1989, αντανακλά μια άλλη όψη των πραγμάτων. Το άρθρο 32 διευκρινίζει: «Τα κράτη-μέλη αναγνωρίζουν το δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται ενάντια στην οικονομική εκμετάλλευση, τον εξαναγκασμό σε οποιαδήποτε εργασία που εμπεριέχει κινδύνους ή που μπορεί να διακυβεύσει την εκπαίδευσή του ή να βλάψει την υγεία ή τη σωματική, πνευματική, διανοητική, ηθική ή κοινωνική ανάπτυξή του». Η απαγόρευση εργασίας στα παιδιά κάτω των 14 ετών κωδικοποιήθηκε στις περισσότερες εθνικές νομοθεσίες σύμφωνα με τη Σύμβαση 138 του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ΔΓΕ). Οι εκπρόσωποι των Ηνωμένων Εθνών, οι περισσότερες μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι εθνικοί δημόσιοι θεσμοί (υπουργεία Εργασίας, Ανάπτυξης, Παιδείας) υπογραμμίζουν την ανάγκη εφαρμογής των οδηγιών της ΔΣΔΠ και τις αρνητικές συνέπειες της εργασίας των παιδιών, η οποία διαιωνίζει το φαύλο κύκλο της φτώχειας και επιφέρει τεράστιες δυσκολίες στη σχολική φοίτησή τους. «Η εργασία των παιδιών αποτελεί μια όψη της φτώχειας», υπογραμμίζει το ΔΓΕ. «Κάθε μέρα τριάντα χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν εξαιτίας της απόλυτης φτώχειας. (…) Η παιδική εργασία συνιστά ταυτόχρονα το αποτέλεσμα της φτώχειας και ένα φαινόμενο που τη διαιωνίζει. Στη χειρότερη μορφή της, αφαιρεί από το παιδί την ανθρώπινη υπόστασή του και το μειώνει σε οικονομικό αγαθό, τροφοδοτώντας έτσι τη δημογραφική ανάπτυξη στις χώρες που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το θέμα. Τα παιδιά που εξαναγκάζονται να δουλεύουν δεν μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα που έχουν τα υπόλοιπα παιδιά: πρόσβαση στην εκπαίδευση, προστασία από τη βία, τις απάτες, την εκμετάλλευση» (8).

Όλα αυτά όμως δεν έχουν σημασία για τον πρόεδρο της Βολιβίας. Αναφερόμενος στην προσωπική ιστορία του, ο Έβο Μοράλες ανέδειξε τις θετικές όψεις της παιδικής εργασίας, χαρακτηρίζοντάς την ως φορέα εκπαίδευσης και αλληλεγγύης για τις οικογένειες. Κατ’ αυτόν, η παιδική εργασία επιτρέπει στα παιδιά να αναπτύξουν την «κοινωνική συνείδησή τους». Τα προσκαλεί κατά κάποιο τρόπο να τα βγάλουν πέρα με την εργασία και την προσωπική πρωτοβουλία, με άλλα λόγια, επιβάλλει στη χειραφέτηση μια ατομικιστική λογική. Από μια κυβέρνηση που διεκδικεί την «επαναστατική» αποστολή της, κάποιος μάλλον θα περίμενε να ενθαρρύνει τους νέους να υιοθετήσουν πολιτικές πρακτικές που χτυπούν τη φτώχεια στη ρίζα της και όχι να πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να την καταπολεμήσουν αν απαρνηθούν την παιδική τους ηλικία.

Robin Cavagnoud

Kοινωνιοδημογράφος, διδάσκων-ερευνητής στο τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του πανεπιστημίου Universidad Catόlica del Peru (PUCP), συγγραφέας του βιβλίου «Η παιδική ηλικία ανάμεσα στο σχολείο και τη δουλειά στο Περού. Έρευνα σε εργαζόμενους εφήβους στη Λίμα» (Καρθάλα, Παρίσι, 2012).
Δέσποινα Θεοδωράκη

(1Βλ. Elizabeth Rush, «Spéculation immobilière pour les pauvres de Lima», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 2013.

(2«Informe Anual del Empleo en el Perú», Περουβιανό υπουργείο Εργασίας (MTPE), Λίμα, 2012.

(3«Encuesta Nacional de Trabajo Infantil en Bolivia», Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (INE), Λα Παζ, 2008 και «Encuesta Nacional de Hogares», Εθνική Στατιστική και Πληροφορική Υπηρεσία (INEI), Λίμα, 2008.

(4«Encuesta Nacional de Hogares», ο.π. μη εγγραφή στο σχολείο των 12-16 ετών.

(5Σύστημα πληροφόρησης και υποβοήθησης της διαχείρισης των σχολικών ιδρυμάτων, Περουβιανό υπουργείο Παιδείας, Λίμα, 2014.

(6Alejandro Cussiánovich, «Aprender la condición humana. Ensayo sobre pedagogía de la ternura», Ifejant, Λίμα, 2010.

(7Domic Jorge, «Niños trabajadores: paradigmas de socialización», «Revista Ciencia y Cultura», αρ. 8, Λα Παζ, 2000.

(8«La fin du travail des enfants: un objectif à notre portée», Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, Γενεύη, 2006.

Μοιραστείτε το άρθρο