el | fr | en | +
Accéder au menu

Η αλγερινή Σαχάρα, Ελντοράντο της ντομάτας

Ακαρεοκτόνα, μυκητοκτόνα, ζιζανιοκτόνα…

Οι τουρίστες που ανακαλύπτουν τα υψίπεδα της Αλγερίας καθώς προχωρούν προς τον Νότο, προς το κέντρο της Σαχάρας, θαμπώνονται από την ομορφιά του τοπίου. Η εθνική οδός 83, η οποία συνδέει την Τεμπέσα με την Μπίσκρα, διασχίζει βραχώδη τοπία σπάνιας ομορφιάς. Στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στα αντερείσματα του ορεινού όγκου Ορές στον Βορρά και των ορέων της Νεμέτσα στον Νότο, κυριαρχούν οι βράχοι, η άμμος και η σκόνη. Βρισκόμαστε 450 χλμ. νοτιοανατολικά του Αλγερίου και μπροστά μας ανοίγονται οι πύλες της απεραντοσύνης της Σαχάρας. Η έρημος αρχίζει να κάνει έντονη την παρουσία της: το καλοκαίρι, η ζέστη είναι ανυπόφορη και η παλέτα των χρωμάτων περιορίζεται στο κίτρινο και στο γκρι, το οποίο παίρνει καμιά φορά και ροζ αποχρώσεις. Και φυσικά, καμιά πρασινάδα δεν μπορεί να φυτρώσει σε ένα έδαφος τόσο φτωχό σε οργανικές ύλες, κάτω από έναν ουρανό ο οποίος τσιγκουνεύεται τη βροχή. Κι όμως, σε διάφορα σημεία, ακόμα και σε απόσταση μερικών μέτρων από την εθνική οδό, ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά σε ένα εκπληκτικό θέαμα: βλέπει πάνω στην άμμο χιλιάδες χαμηλά θερμοκήπια –τα αποκαλούμενα «θερμοκήπια τούνελ» – να απλώνονται μέχρι εκεί που μπορεί να φθάσει η ματιά του. Στο εσωτερικό των μακρών διαδρόμων που έχουν σχήμα μισού βαρελιού, μέσα σε μια ατμόσφαιρα υγρή και χλιαρή, υπάρχουν σειρές από ντοματιές με ολοστρόγγυλους καρπούς, όλες της ίδιας ποικιλίας, της tofane, που δίνει εξαιρετικά τυποποιημένους, μεγάλους και ανθεκτικούς καρπούς.

JPEG - 296.6 kio
Συγκομιδή ντομάτας σε θερμοκήπιο της περιοχής Μ’Ζιράα, στην αλγερινή Σαχάρα (φωτ.: laroussi/vitaminedz).

Εδώ και μερικά χρόνια, από τον Δεκέμβριο ώς τον Μάρτιο, όλες σχεδόν οι ντομάτες που καταναλώνονται στην Αλγερία αυτήν την περίοδο προέρχονται από την περιοχή των Ορέων Ζιμπάν, γύρω από την Μπίσκρα, και ιδιαίτερα από δύο ζώνες: την Ελ Γκρους στα δυτικά και την Μ’Ζιράα στα ανατολικά. Το 2014, η παραγωγή των Ορέων Ζιμπάν έφθασε τους 300.000 τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της ετήσιας παραγωγής της Αλγερίας (1). Οι άνοστες χειμωνιάτικες ντομάτες που αλλοιώνονται πολύ εύκολα δεν είναι δυνατόν να καλλιεργηθούν στις παραδοσιακές παραλιακές ζώνες του Βορρά (Τιπάζα, Μοσταγκανέμ, Σκίκντα, Άναμπα), επειδή εκεί τον χειμώνα την περιοχή κάνει πολύ κρύο. Έτσι, ελλείψει ανταγωνισμού, οι καλλιέργειες αποδεικνύονται εξαιρετικά προσοδοφόρες και η τιμή της ντομάτας φτάνει τα 100 δηνάρια (0,85 ευρώ) το κιλό στους πάγκους των αγορών του Αλγερίου και του Οράν. Η τιμή είναι εξαιρετικά υψηλή σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, οι οποίοι ωστόσο δεν παύουν να ζητούν ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες. Το καλοκαίρι, όταν έρχεται στην αγορά η υπαίθρια ντομάτα εποχής που καλλιεργείται στις πεδιάδες του Βορρά, η τιμή της μειώνεται στο ήμισυ, ακόμα και κατά τα δύο τρίτα. Αυτά είναι και τα επίπεδα τιμών που θεωρούνται λογικά.

Μα, θα ρωτήσετε: «ντομάτες στην έρημο»; Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Η απάντηση αποτελείται από δύο σκέλη: λιπάσματα και γεωτρήσεις. Ο παράγων «φτωχό, άγονο έδαφος» αντιμετωπίζεται με την μαζική προσφυγή στα χημικά λιπάσματα (κυρίως αζωτούχα, φωσφορικά και κάλιο). Όσο κι αν δεν μπορεί να γίνει λόγος για «υδροπονική καλλιέργεια εκτός εδάφους» όπως εκείνη που εφαρμόζεται στην Ευρώπη (2), η κατάσταση έχει πολλά κοινά μαζί της. Οι ρίζες της ντοματιάς μόλις που κατορθώνουν να εισχωρήσουν στο αμμώδες έδαφος, από το οποίο αποσπούν ελάχιστα θρεπτικά στοιχεία. Όσο για το νερό, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει: αρκεί να σκάψεις.

Αν και η επιφάνεια της Σαχάρας χαρακτηρίζεται από την ξηρότητα του εδάφους, στο υπέδαφός της υπάρχουν τεράστια αποθέματα νερού. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το υδροφόρο σύστημα της Βόρειας Σαχάρας (SASS), που απλώνεται στο Μαρόκο, την Αλγερία, την Τυνησία και τη Λιβύη, περικλείει περίπου 60 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού. Το μεγαλύτερο μέρος των υδάτων παγιδεύτηκε εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια μέσα σε γεωλογικά στρώματα, τα οποία είναι ερμητικά διαχωρισμένα αναμεταξύ τους. Τα βαθύτερα μπορούν να βρίσκονται ακόμα και σε βάθος μεγαλύτερο των 2.000 μέτρων, ενώ στα πιο επιφανειακά στρώματα η πρόσβαση είναι πολύ εύκολη, καθώς το βάθος τους κυμαίνεται μεταξύ 10 έως 300 μέτρων. Με 20.000 ευρώ, καθένας μπορεί να πραγματοποιήσει μια γεώτρηση και να μετατρέψει ξαφνικά σε εύφορη γη το κομμάτι της ερήμου που του ανήκει (3). Όπως μας λέει ο σαραντάρης Μοχάμεντ Σαμί Αγκλί, γιος μιας από τις «μεγάλες οικογένειες» της περιοχής και τοπικός εκπρόσωπος του Φόρουμ των Επιχειρηματιών (FCE), της κυριότερης αλγερινής εργοδοτικής οργάνωσης, «αυτήν τη στιγμή, ο Νότος της χώρας είναι ένα πραγματικό χρυσωρυχείο! Μπορείς να κερδίσεις πολλά χρήματα. Το κράτος προσφέρει ενισχύσεις και επιπλέον δεν απαιτεί κανέναν φόρο. Για τους επενδυτές, είναι πραγματικός παράδεισος! Εξάλλου, οι επενδυτές καταφθάνουν από ολόκληρη τη χώρα».

Η εκρηκτική ανάπτυξη των θερμοκηπίων της Μπίσκρα οφείλεται τόσο στην ιδιωτική πρωτοβουλία όσο και στην κρατική παρέμβαση. Όπως μας υπενθυμίζει ο Ταρίκ Χαρτανί, διευθυντής έρευνας στο πανεπιστήμιο της Τιπάζα και επικεφαλής των ερευνητών που έχουν ειδικευθεί στα ζητήματα της αλγερινής γεωργίας, «όσο κι αν το κράτος δίνει την εντύπωση ότι είναι απόν, στην πραγματικότητα αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα της ανάπτυξης της γεωργίας στη Σαχάρα. Το κράτος δημιουργεί όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις, κατασκευάζοντας δρόμους, ηλεκτροδοτώντας αχανείς εκτάσεις, κατασκευάζοντας αρδευτικά κανάλια». Το κράτος παρεμβαίνει επίσης με την επιδότηση της εγκατάστασης των νέων αγροτών και μοιράζοντας τις λιγοστές εκτάσεις γης που είναι ακόμα διαθέσιμες. Θεωρητικά, η διανομή χρημάτων και αγροτεμαχίων πραγματοποιείται με βάση ένα σύνολο κανόνων και προϋποθέσεων. Ο υποψήφιος αγρότης υποβάλλει φάκελο, η υποψηφιότητά του εξετάζεται από μια επιτροπή που είναι αρμόδια για την κατανομή των κρατικών ενισχύσεων κ.λπ. Ωστόσο, στην πράξη, όλοι γνωρίζουν ότι μια καλή «μααρίφα» (γνωριμία, «βύσμα») είναι πάντα πολύ αποτελεσματικότερη από οποιονδήποτε φάκελο υποψηφιότητας, όσο πλήρης κι αν είναι αυτός.

Έτσι, εδώ και είκοσι χρόνια, και κυρίως κατά την τελευταία πενταετία, η περιοχή της Μπίσκρα, παραδοσιακά γνωστή για τους χουρμάδες της, έχει μετατραπεί σε Ελντοράντο, για την κατάκτηση του οποίου ανταγωνίζεται ένα πλήθος χρυσοθήρων. Στην περιοχή συναντάμε ντόπιους αγρότες, εγχώριους μεγαλοεπενδυτές και εργάτες γης που έχουν έρθει από τις περιοχές του Βορρά, καθώς και μερικούς παράνομους μετανάστες από το Μαρόκο ή το Μάλι. Το 2009, έκαναν την εμφάνισή τους τα τεράστια «θερμοκήπια τύπου Καναρίων Νήσων», στα οποία ένα μονάχα μεγάλο φύλλο πλαστικού καλύπτει έκταση 15 στρεμμάτων. Συνήθως, σε παρόμοια έκταση μπορούν να εγκατασταθούν 37 «θερμοκήπια τούνελ». Καθώς το κόστος τους κυμαίνεται γύρω στα 60.000 ευρώ, ο συγκεκριμένος τύπος θερμοκηπίου προορίζεται μονάχα για τους μεγαλοεπενδυτές. Ωστόσο, πρόκειται για μια εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση. Ο Νορντίν Μ., τον οποίο συναντήσαμε στην Μ’Ζιράα, 80 χλμ. ανατολικά της Μπίσκρα, μας εξηγεί: «Τον περασμένο χειμώνα, με την τιμή της ντομάτας στη χονδρική να είναι στα 50 δηνάρια, έβγαλα 6 εκατομμύρια (50.000 ευρώ) καθαρό κέρδος. Μέσα σε σχεδόν μια χρονιά ξεπλήρωσα την επένδυσή μου. Από τώρα και μετά, είναι καθαρό κέρδος!».

Στα μέσα Μαρτίου, μόλις ολοκληρωθεί ο κύκλος της χειμωνιάτικης ντομάτας, αρχίζει η σπορά του πεπονιού και του καρπουζιού. Όπως συμβαίνει και με την ντομάτα, και αυτά τα φρούτα φτάνουν νωρίτερα στους πάγκους των αγορών σε σχέση με εκείνα που καλλιεργούνται υπαίθρια στα χωράφια του Βορρά. Όταν περάσουν μερικά χρόνια και ο ιδιοκτήτης των θερμοκηπίων έχει μαζέψει αρκετά χρήματα, φυτεύει φοινικόδεντρα και τοποθετεί όλες του τις οικονομίες στην παραγωγή χουρμάδων. Η συγκεκριμένη καλλιέργεια είναι πολύ πιο σίγουρη από εκείνη της ντομάτας ή του πεπονιού, δεδομένου ότι απαιτεί λιγότερα εργατικά χέρια και γεωργικά υλικά, ενώ εξασφαλίζει σταθερές αποδόσεις και τιμή είναι πάντα υψηλή (κυμαίνεται γύρω στα 5 ευρώ το κιλό). Επιπλέον, το προϊόν προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες εξαγωγής: η διάσημη ποικιλία «νεγκλέτ νουρ» («χουρμάς του φωτός»), της οποίας η «πρωτεύουσα» βρίσκεται στην Τόλγκα, 40 χλμ. δυτικά της Μπίσκρα, ακριβώς δίπλα από το Ελ Γκρους, είναι το μοναδικό τρόφιμο που εξάγει η Αλγερία. Μέσα σε μια εικοσαετία, ο αριθμός των φοινικόδεντρων της χώρας έχει υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας σήμερα τα 18 εκατομμύρια. Το ένα τέταρτο από αυτά βρίσκεται στην περιοχή των Ορέων Ζιμπάν, όπου έχουν αρχίσει να δημιουργούνται σημαντικές περιουσίες.

Το χωριό Μ’Ζιράα έχει μετατραπεί σε πραγματικό σύμβολο του θεαματικού πλουτισμού. Ο μικροσκοπικός οικισμός, ο οποίος πριν από δέκα χρόνια αποτελούνταν από μερικά ταπεινά σπιτάκια, έχει μετατραπεί σήμερα σε μια εύπορη κωμόπολη, στην οποία κάθε ιδιοκτήτης θερμοκηπίων επιδεικνύει τον νεοαποκτηθέντα πλούτο του κατασκευάζοντας ένα τεράστιο σπίτι –τριώροφο ή και τετραώροφο– με τόσα πολλά δωμάτια ώστε θυμίζει μικρό ξενοδοχείο. Τον Δεκέμβριο του 2015, όταν άρχισε η λειτουργία μιας τεράστιας χονδρεμπορικής λαχαναγοράς που χτίστηκε στο άκρο της πόλης (η οποία βέβαια επεκτείνεται ολοένα περισσότερο, μήνα με τον μήνα), μεγάλες ουρές φορτηγών από κάθε γωνιά της χώρας σχηματίζονταν μπροστά στις πύλες της, ήδη από τις 3 το πρωί. Το αργότερο δύο ημέρες από τη στιγμή της συγκομιδής, οι ντομάτες βρίσκονται στους πάγκους των αγορών, προς μεγάλη ευχαρίστηση των καταναλωτών, πολλοί από τους οποίους θυμούνται τις μεγάλες ελλείψεις αγαθών της δεκαετίας του 1960 και του 1990 (4) και δεν θα ήθελαν με τίποτα να τις ξαναζήσουν.

Όμως, για τι είδους ντομάτες μιλάμε; Για ντομάτες τις οποίες οι περισσότεροι από τους ντόπιους συνομιλητές μας «δεν θα έτρωγαν με τίποτα στον κόσμο!». Γιατί οι καλλιεργητικές αποδόσεις που επιτυγχάνονται στα θερμοκήπια της Σαχάρας θα ήταν αδύνατον να επιτευχθούν χωρίς τη μαζική προσφυγή στα φυτοφάρμακα, η οποία μετατρέπει τις ντομάτες σε τρόφιμα επικίνδυνα για τον καταναλωτή: ακαρεοκτόνα, μυκητοκτόνα, ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα, βακτηριοκτόνα κ.λπ.. Βέβαια, όπως υποστηρίζει ο Αρέζκι Μεκλίς, καθηγητής στην Ανώτατη Εθνική Σχολή Γεωπονικής (ENSA) του Αλγερίου, «και στην Ευρώπη παρατηρείται μαζική χρήση χημικών εισροών [χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων]. Ωστόσο, εκεί οι καλλιέργειες υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες και –θεωρητικά– και σε αυστηρούς ελέγχους. Αντίθετα, στην Αλγερία, ο έλεγχος είναι πιο χαλαρός. Αγοράζουμε γενόσημα προϊόντα που παράγονται στην Κίνα ή στην Τουρκία και τα οποία είναι πολύ φθηνότερα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Όμως, υπόκεινται και σε πολύ λιγότερους ελέγχους ως προς την ποιότητά τους. Επιπλέον, κανένας δεν λαμβάνει υπόψη το ελάχιστο χρονικό διάστημα που πρέπει να μεσολαβήσει ανάμεσα στη χρησιμοποίηση του φυτοφαρμάκου και στη συγκομιδή του αγροτικού προϊόντος, με αποτέλεσμα αυτό να είναι επικίνδυνο για τον καταναλωτή. Οι ντομάτες μας δεν θα ήταν δυνατόν να διατεθούν στην Ευρώπη, γιατί δεν θα ανταποκρίνονταν στις υγειονομικές προδιαγραφές».

Στο πρόβλημα της εντατικής χρήσης επικίνδυνων προϊόντων προστίθεται και το πρόβλημα του νερού. Εδώ και πολλούς αιώνες, η γεωργία στη Σαχάρα συγκεντρωνόταν γύρω από τα πηγάδια και τα λιγοστά σημεία όπου αναβλύζει το νερό του υδροφόρου ορίζοντα. Οι πληθυσμοί της περιοχής κατόρθωσαν να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν υπέροχες οάσεις καταμεσής της απεραντοσύνης της ερήμου. Επρόκειτο για οικοσυστήματα που εξασφάλιζαν μια ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες των κατοίκων και στους διαθέσιμους φυσικούς πόρους (το νερό, το έδαφος, αλλά και τον ίσκιο των φοινικόδεντρων), χάρη σε πανέξυπνα συστήματα καλλιεργειών σε αναβαθμίδες, ανακύκλωσης του νερού και χρησιμοποίησης φυσικών λιπασμάτων. Καθώς ο φελάχος συνειδητοποιούσε πλήρως την αξία αυτού του πολύτιμου υγρού, φρόντιζε να το εξοικονομεί. Ωστόσο, σήμερα, στην Μπίσκρα και σε μερικούς άλλους οικισμούς του αλγερινού Νότου, δεκάδες χιλιάδες γεωτρήσεις έχουν ανατρέψει πλήρως τις παραδοσιακές πρακτικές που εφαρμόζονταν στις οάσεις (βλέπε ένθετο). Καταρχάς, οδήγησαν στο σταδιακό στέρεμα των παραδοσιακών πηγαδιών. Όπως μας εξηγεί ο Σμαΐν Μπεντσούια, τεχνίτης πηγαδιών που εργάζεται εδώ και 30 χρόνια σε ολόκληρη την περιφέρεια των Ορέων Ζιμπάν, «παλιότερα, σκάβαμε μέχρι το βάθος των πενήντα μέτρων και πετυχαίναμε μια απόλυτα ικανοποιητική παροχή νερού. Τώρα, για να έχεις την ίδια παροχή, θα πρέπει να κατεβείς μέχρι τα 250, ακόμα και τα 300 μέτρα».

Στεγασμένοι μέσα σε άθλιες παράγκες

Κατά την τελευταία τριακονταετία, οι ποσότητες του νερού που αντλούνται από τα βάθη της γης έχουν δεκαπλασιαστεί. Όμως, πρόκειται για «απολιθωμένο νερό», δηλαδή για αποθέματα που ελάχιστα ανανεώνονται. Σύμφωνα με τον Κριστιάν Λεντύκ, υδρογεωλόγο στο Ερευνητικό Ινστιτούτο για την Ανάπτυξη (IRD) του Μονπελιέ, «είναι σαν να έχεις γεμίσει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου σου πριν από 6.000 χρόνια και στη συνέχεια να οφείλεις να κινηθείς με αυτήν την ποσότητα καυσίμου. Σήμερα, αντλούμε γύρω στα 3 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το χρόνο. Καθώς το απόθεμα ανέρχεται στα 60 τρισεκατομμύρια, δεν θα ξεμείνουμε άμεσα από νερό. Ωστόσο, υπάρχει κίνδυνος για το μέλλον». Όσο για τη Νόρα Μπουσάμ, ειδική επί των υδάτινων πόρων στο Κέντρο Επιστημονικής και Τεχνικής Έρευνας για τις Άνυδρες Περιοχές (CRSTRA) της Μπίσκρα, «το σημαντικό είναι ότι η ποιότητα των επιφανειακών υδροφόρων οριζόντων επιδεινώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Τα ποσοστά χλωριούχων και θειικών αλάτων έχουν αρχίσει να ξεπερνούν τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια που ισχύουν για το πόσιμο νερό». Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, αυτά τα υδροφόρα στρώματα δέχθηκαν ένα μέρος των χημικών προϊόντων που χρησιμοποιήθηκαν αλόγιστα στα θερμοκήπια. Όμως, από αυτά ακριβώς τα στρώματα προέρχεται και το νερό της βρύσης. Υπάρχει και μία ακόμα χειρότερη εξέλιξη: σε ορισμένα σημεία παρατηρείται ανάμειξη των αστικών λυμάτων και των υδάτων του υδροφόρου ορίζοντα, με αποτέλεσμα να ανιχνεύονται στα τελευταία ποσότητες νιτρικών αλάτων και αμμωνίου. Επιπλέον, σε ορισμένες τοποθεσίες όπου το επιφανειακό υδροφόρο στρώμα βρίσκεται σε μικρό βάθος (δέκα μέτρα), όταν δέχεται ξαφνικά τα χιλιάδες κυβικά μέτρα νερού που αντλήθηκαν από τις γεωτρήσεις σε βάθος 300 μέτρων, παρατηρείται «φούσκωμα» του επιφανειακού αυτού στρώματος, οδηγώντας στην εμφάνιση στάσιμων υδάτων στην επιφάνεια του εδάφους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών χιλιάδων φοινικόδεντρων, καθώς οι ρίζες τους σαπίζουν. Τέλος, παρατηρείται άλλο ένα εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο: το υπόγειο νερό παρουσιάζει εξαιρετικά υψηλή περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα, και ιδιαίτερα σε γύψο. Κι όταν το νερό ποτίζει το καυτό έδαφος των ερημικών περιοχών, εξατμίζεται πολύ γρήγορα, αφήνοντας πάνω στο χώμα μια χοντρή κρούστα αλάτων, που καθιστούν τα χωράφια οριστικά ακατάλληλα για οποιαδήποτε καλλιέργεια.

Λόγω της ρύπανσης του εδάφους από τις χημικές ουσίες των γεωργικών εφοδίων και της δημιουργίας της κρούστας αλάτων, οι γεωργοί της Μπίσκρα γνωρίζουν πολύ καλά ότι ένα αγροτεμάχιο έχει πάντα μικρή διάρκεια ζωής. Κάθε τρία χρόνια, τα θερμοκήπια λύνονται και μεταφέρονται μερικές δεκάδες μέτρα παρακάτω. Βέβαια, δεν υπάρχει πρόβλημα, η έρημος είναι απέραντη…

Κι ύστερα, υπάρχουν και οι άνθρωποι. Ορισμένοι ιδιοκτήτες θερμοκηπίων αποκομίζουν σημαντικά κέρδη. Συχνά, οι ντόπιες οικογένειες ή οι επενδυτές είναι ιδιοκτήτες πολλών εκατοντάδων θερμοκηπίων. Ενδεικτικά, 400 θερμοκήπια που ενοικιάζονται προς 500 ευρώ αποφέρουν εισόδημα 200.000 ευρώ ετησίως. Υπάρχουν επίσης και τα έσοδα που δημιουργούνται από τις περιφερειακές γεωργικές δραστηριότητες: εισαγωγή των αγροτικών εφοδίων, κατασκευή των θερμοκηπίων, γεωτρήσεις… Και φυσικά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το εμπόριο των χουρμάδων «νεγκλέτ νουρ»: μια φυτεία 1.000 φοινικόδεντρων αποφέρει εισόδημα 90.000 ευρώ ετησίως.

Όλο το σύστημα στηρίζεται στην εργασία χιλιάδων εργατών γης, συχνά νεαρών, των οποίων το εργασιακό καθεστώς ποικίλλει. Ορισμένοι πληρώνονται με την ημέρα, με την ωριαία αμοιβή να κυμαίνεται συνήθως γύρω στα 250 δηνάρια (2,10 ευρώ). Έτσι, το μεροκάματο ανέρχεται στα 17 ευρώ για οκτάωρη εργασία, χωρίς ωστόσο οι εργάτες γης να συμπληρώνουν ποτέ έναν πλήρη μήνα εργασίας. Ορισμένοι άλλοι αναλαμβάνουν να εργαστούν ως κολλήγοι για λογαριασμό ενός ιδιοκτήτη θερμοκηπίων, λαμβάνοντας το ένα τέταρτο ή το ένα πέμπτο των καθαρών κερδών στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου, ανάλογα με τη ζώνη στην οποία βρίσκονται οι καλλιέργειες. Τέλος, κάποιοι προτιμούν να νοικιάσουν μερικά θερμοκήπια για μια σαιζόν και να προσπαθήσουν μόνοι τους να βγάλουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κέρδη.

Ο τριανταεξάχρονος Χοσίν Φ. κι ο ανηψιός του, ο εικοσάχρονος Μουσταφά, μοιράζονται μια άθλια παράγκα, στη μέση του πουθενά, μέσα σε ένα ατέλειωτο τοπίο από «θερμοκήπια τούνελ»: τέσσερις τοίχοι από τσιμεντόλιθους, σκεπή από λαμαρίνα, χωμάτινο πάτωμα, δύο ξεχαρβαλωμένα στρώματα, μια λάμπα, ένα καμινέτο με γκαζάκι και δύο μαυρισμένες κατσαρόλες. Τον χειμώνα, οι νύχτες είναι παγερές, ενώ το καλοκαίρι η θερμοκρασία ξεπερνάει τους 50οC. Οι δύο άντρες έφτασαν στην περιοχή πριν από πέντε χρόνια. Κατάγονται από την Aΐν Ντέφλα, μια αγροτική πόλη που βρίσκεται μεταξύ του Αλγερίου και του Οράν. Στην αρχή εργάστηκαν ως μεροκαματιάρηδες, στη συνέχεια ως κολλήγοι και τώρα δουλεύουν για λογαριασμό τους, νοικιάζοντας δέκα θερμοκήπια στο Ελ Γκρους: «Το ενοίκιο είναι 600 ευρώ τον χρόνο για κάθε θερμοκήπιο. Κι αν στο τέλος της σαιζόν η χοντρική τιμή της ντομάτας διατηρηθεί στα 50 δηνάρια, θα έχουμε βγάλει συνολικά 6.000 ευρώ, από 3.000 για τον καθένα μας». Εντούτοις, δεν μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους την παραμικρή πολυτέλεια: η κατοικία πρέπει να είναι δωρεάν (η παράγκα), η τροφή τους φτωχική (πατάτες καθημερινά, σχεδόν ποτέ κρέας) και, κυρίως, δεν πρέπει ποτέ να αρρωστήσουν. Πράγματι, κανένας από τους εργάτες δεν διαθέτει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και το παραμικρό πρόβλημα υγείας μπορεί να τινάξει στον αέρα την εύθραυστη οικονομική ισορροπία τους. Έχουν λοιπόν παράπονο από τη ζωή τους; «Κανένα! Στην Aΐν Ντέφλα, την ντομάτα τη δίναμε στον χονδρέμπορο 10 δηνάρια. Λοιπόν, καταλαβαίνετε…».

Χιλιάδες γεωτρήσεις χωρίς άδεια

Ο ιδιοκτήτης των θερμοκηπίων που νοικιάζουν, ο Αμπντεραζάκ Μ., είναι πτυχιούχος του πανεπιστημίου της Μπίσκρα. Άνεργος τη δεκαετία του 1990 όπως και πολλοί συνάδελφοί του, είχε την τύχη να λάβει από το κράτος γη και χρήματα για να στραφεί στη γεωργία. «Παλιότερα, δούλευα τα θερμοκήπια, χωμένος κάτω από το πλαστικό. Τώρα, στα 45 μου χρόνια, τα χέρια μου είναι τσακισμένα», μας εξηγεί μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο πίνοντας τσάι με τους ενοικιαστές του. Ρωτάμε τον Χοσίν και τον Μουσταφά εάν αυτοί προσέχουν περισσότερο την υγεία τους, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των φυτοφαρμάκων. «Ξέρετε, η ζωή μας είναι στα χέρια του Θεού…».

120 χιλιόμετρα ανατολικά της Μπίσκρα, ο εικοσιπεντάχρονος Μαροκινός Χαμπίμπ Σ. φαίνεται να είναι σε καλύτερη θέση. Αξιοποιώντας τη φήμη που έχουν οι συμπατριώτες του στην καλλιέργεια της ντομάτας, εργάζεται σε ένα μεγάλο «θερμοκήπιο τύπου Καναρίων Νήσων» και πληρώνεται 500 ευρώ τον μήνα, και μάλιστα σε συνάλλαγμα, στο ευρωπαϊκό νόμισμα. Αλλά δεν είναι ελεύθερος να διαλέξει τον τόπο κατοικίας του: η συμφωνία που έκανε με το αφεντικό του τού απαγορεύει να κατέβει στο χωριό. Πρέπει να μένει εφτά μέρες την εβδομάδα στην παράγκα του. Γιατί κανένας Μαροκινός δεν έχει άδεια εργασίας. Ο εικοσιεπτάχρονος Νορντίν Μπ., ο οποίος έχει αναλάβει τη διαχείριση των θερμοκηπίων που ανήκουν στον πατέρα του, μας εξηγεί: «Πριν από έξι μήνες, η αστυνομία συνέλαβε δύο μετανάστες χωρίς χαρτιά που κατέβαιναν στο χωριό. Κι εγώ πλήρωσα 170 ευρώ πρόστιμο».

Όταν τον συναντήσαμε, ο Χαμπίμπ ψέκαζε με ακαρεοκτόνο, χωρίς να φοράει μάσκα ή οποιοδήποτε άλλο προστατευτικό: «Το ξέρω ότι είναι κακό για την υγεία. Όμως, έτσι έχουν εδώ τα πράγματα». Μονάχα τα πόδια του είναι τυλιγμένα με παλιές μισοσκισμένες πλαστικές σακούλες, για να προστατεύονται κάπως τα παλιά, τρύπια αθλητικά του παπούτσια, μήπως κι αντέξουν άλλη μια σαιζόν δουλειάς. Ο Χαμπίμπ βιάζεται να τελειώσει τον ψεκασμό και δεν θα μας μιλήσει άλλο. Κι εμείς επωφελούμαστε για να βγούμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα από το θερμοκήπιο, καθώς τα μάτια μας και ο λαιμός μας έχουν ήδη αρχίσει να ερεθίζονται και να τσούζουν.

Οι αλγερινές αρχές δεν δείχνουν να αντιδρούν στο ζήτημα των οικολογικών και των υγειονομικών κινδύνων που εγκυμονεί η ανάπτυξη της γεωργίας στην περιοχή της Μπίσκρα. Ο Λεντύκ καταγγέλλει ότι «το κράτος γνωρίζει πολύ καλά ότι χιλιάδες γεωτρήσεις πραγματοποιούνται δίχως την παραμικρή άδεια ή με άδειες μαϊμού. Κι όμως, δεν αντιδρά, και αφήνει την κατάσταση να εξελίσσεται». Και ποιος θα παραπονεθεί εξάλλου για ένα σύστημα που αφήνει όλον τον κόσμο ευχαριστημένο; Ο Ομάρ Μπεσαούντ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Γεωπονίας «Μεσόγειος» του Μονπελιέ (ΙΑΜΜ) παρατηρεί: «Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να αναδιανέμονται τα χρήματα που αφήνει στη χώρα το πετρέλαιο. Το 80% των κρατικών ενισχύσεων κατευθύνεται στους μεγαλοεπενδυτές και το υπόλοιπο 20% κατανέμεται σε μικροποσά που διατίθενται σε χιλιάδες φελάχους μικροκαλλιεργητές. Έτσι, όλος ο κόσμος είναι ευχαριστημένος». Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, οι επενδύσεις έχουν την τάση να γίνονται ολοένα πιο δαπανηρές (γεωτρήσεις σε ολοένα μεγαλύτερο βάθος, «θερμοκήπια τύπου Καναρίων Νήσων» κ.λπ.) και οι μικροί καλλιεργητές τείνουν να εξαφανιστούν. Όσο για τις μάζες των Αλγερινών εργατών γης, βλέπουν σε αυτήν την κατάσταση μια μορφή εξαγοράς της κοινωνικής ειρήνης. Σύμφωνα με τον Χαρτανί, «το κράτος προτιμάει να δουλεύει η νεολαία και να κερδίζει τα δικά της χρήματα από το να διαδηλώνει και να ζητάει χρηματικά βοηθήματα. Κι επιπλέον, ο κόσμος είναι ευχαριστημένος με την αφθονία των φρούτων και των λαχανικών στις αγορές. Τελικά, δίνεται προτεραιότητα στην επίλυση βραχυπρόθεσμων κοινωνικών προβλημάτων, με κίνδυνο να υπάρξει μια μη αναστρέψιμη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η οποία όμως θα εκδηλωθεί με αργούς ρυθμούς και θα είναι ελάχιστα ορατή».

Σε μια Αλγερία που δυσκολεύεται να βαδίσει στον δρόμο της εκβιομηχάνισης, το πείραμα του «καινοτόμου μετώπου» της Μπίσκρα, όπως το αποκαλούν οι ξένοι ερευνητές, εμφανίζεται ως ένα πραγματικό αναπτυξιακό μοντέλο. Σύμφωνα με τον Μοχάμεντ Σαμί Αγκλί, «χάρη σε ένα “φαινόμενο μιμητισμού”, καινούργιες βιομηχανίες έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στην Μπίσκρα. Εργοστάσια τροφίμων, αλλά και μια βιομηχανία τσιμέντου, ένα εργοστάσιο καλωδίων κ.λπ. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και ο τουρισμός, καθώς αυτή τη στιγμή κατασκευάζονται 26 ξενοδοχεία!». Με αυτούς τους ρυθμούς, η ντομάτα της Μπίσκρα έχει λαμπρό μέλλον μπροστά της.

ΕΝΘΕΤΟ

Να ανθίσει η έρημος: ένα πανάρχαιο όνειρο

Στην Αλγερία, η Σαχάρα αποτελεί τα τέσσερα πέμπτα της επικράτειας της χώρας, έκταση σχεδόν τετραπλάσια από εκείνη της Γαλλίας. Από πολύ παλαιότερες εποχές υπήρχε η φιλοδοξία να χρησιμοποιηθούν οι αχανείς εκτάσεις για να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Πόσο μάλλον που η δημογραφική έκρηξη και το ρεύμα αστυφιλίας προς τον Βορρά της χώρας έχουν εδώ και πολλά χρόνια καταβροχθίσει μεγάλο μέρος των γεωργικών εκτάσεων (1), οι οποίες έδωσαν την θέση τους σε ένα καταθλιπτικό αστικό τοπίο, όπου κυριαρχεί το γκρίζο των τσιμεντόλιθων και το κόκκινο των τούβλων.

Στην Μπίσκρα, η οποία θεωρείται σήμερα το σημαντικότερο «καινοτόμο μέτωπο» της Σαχάρας, τα πρώτα θερμοκήπια έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η χρήση τους όμως γενικεύτηκε μονάχα είκοσι χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με τον Αρζέκι Μεκλίς, καθηγητή στην Ανώτατη Εθνική Σχολή Γεωπονίας του Αλγερίου (ENSA), «η σύγχρονη και εντατική μορφή της γεωργίας της Σαχάρας χρονολογείται από το 1987, με τη δημιουργία των δύο πιλοτικών αγροκτημάτων στο Γκασί Τουίλ», στην περιοχή του Αντράρ, 1.200 χλμ. νότια του Οράν (στο δυτικό τμήμα της χώρας). Επρόκειτο για ένα γιγάντιων διαστάσεων πρόγραμμα, στο οποίο εμπλέκονταν Αμερικανοί μηχανικοί και γεωπόνοι, με στόχο την καλλιέργεια σιταριού, τριφυλλιού και αραχίδας σε έκταση 320.000 στρεμμάτων. Δημιουργήθηκαν χωράφια 500 στρεμμάτων. Σε καθένα από αυτά, ένας τεράστιος διάτρητος σωλήνας, στερεωμένος πάνω σε έναν κάθετο άξονα, περιστρεφόταν σκορπίζοντας γύρω του το νερό που προερχόταν από τη γεώτρηση. Ιδωμένο από ψηλά, το θέαμα που προσέφεραν αυτά τα χωράφια έδινε την εντύπωση ενός θαύματος: καταμεσής του απόλυτα ερημικού τοπίου, ξεπρόβαλλαν δεκάδες κύκλοι με καταπράσινη βλάστηση, σύμβολα ενός απεριόριστου γεωργικού δυναμικού.

Έτσι γεννήθηκε ο «μύθος της γεωργικής ανάπτυξης της Σαχάρας» (2), στηριγμένος στην τεχνολογία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σαουδικής Αραβίας. Βέβαια, ο Ομάρ Μπεσαούντ, ερευνητής στο Γεωπονικό Ινστιτούτο «Μεσόγειος» του Μονπελιέ (ΙΑΜΜ), παρατηρεί ότι «υπάρχει μια μικρή, ενοχλητική λεπτομέρεια: εδώ και πολύ καιρό γνωρίζουμε ότι το πείραμα καλλιέργειας δημητριακών στο Αντράρ στέφθηκε με αποτυχία και αποδείχθηκε πως ήταν οικολογικός παραλογισμός. Κι όμως, αυτή τη στιγμή προσπαθούν να αναπαραγάγουν τα ίδια ακριβώς λάθη στην Μπίσκρα! Αυτή τη στιγμή κινδυνεύει ένα ολόκληρο προαιώνιο σύστημα γεωργίας στις οάσεις».

Όπως παρατηρεί ο Σαμί Μπουάρφα, γεωπόνος-υδρογεωλόγος στο Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας στις Επιστήμες και στις Τεχνολογίες του Περιβάλλοντος και της Γεωργίας (Irstea) του Μονπελιέ, κατά τη δεκαετία του 2000, «περάσαμε από μια γεωργία που διευθυνόταν από το κράτος σε ένα σύστημα ημιφιλελευθεροποιημένο, παρόμοιο με εκείνο που υπάρχει σχεδόν παντού στον κόσμο. Η ιδιωτική πρωτοβουλία βρίσκεται σήμερα στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας, ενώ παράλληλα υπάρχει και σημαντική υποστήριξη του κλάδου από το κράτος, με την κατασκευή υποδομών και με την παροχή επιδοτήσεων». Αν και στο Αντράρ οι περισσότερες γεωργικές εκμεταλλεύσεις δεν έχουν πλέον παραγωγική δραστηριότητα, δεν έχουν εγκαταλειφθεί όλα τα μεγάλα προγράμματα για την παραγωγή δημητριακών. Έτσι, δέκα «κανόνια» (πελώρια ποτιστικά μηχανήματα που περιστρέφονται γύρω από έναν κεντρικό κάθετο άξονα) εισήχθησαν από τη Σαουδική Αραβία και εγκαταστάθηκαν στην Γκαρντάια, 600 χλμ. νότια του Αλγερίου. Αυτό συμβαίνει επειδή η Αλγερία δεν έχει ακόμα βρει λύση για το πρόβλημα της διατροφικής εξασφάλισής της. Για παράδειγμα, η χώρα εξακολουθεί να αποτελεί τον μεγαλύτερο εισαγωγέα σιταριού παγκοσμίως. Το δημητριακό χρησιμοποιείται τόσο ως ζωοτροφή όσο και για την παραγωγή των δύο κυριότερων τροφίμων στα οποία στηρίζεται η διατροφή του πληθυσμού: του ψωμιού και του κουσκούς.

Εδώ και δώδεκα χρόνια, στην περιοχή του Σουφ (γύρω από το Ελ Ουέντ, 630 χλμ. νοτιοανατολικά του Αλγερίου) ξεκίνησαν και πάλι οι καλλιέργειες με άρδευση από «κανόνια», βασισμένες όμως σε μικρότερου μεγέθους και λιγότερο εκμηχανισμένες εκμεταλλεύσεις. Δεν παράγονται δημητριακά, αλλά πατάτες. Μάλιστα, η περιοχή εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο παραγωγό πατάτας της χώρας, εκθρονίζοντας τη Μασκάρα (ανατολικά του Οράν). Τη δεκαετία του 1980, πολύ πριν από την εμφάνιση της πατάτας, η περιοχή είχε βρεθεί αντιμέτωπη με ένα σημαντικό πρόβλημα στάσιμων υδάτων που προέρχονταν από τα αστικά λύματα: οι τεράστιες γεωτρήσεις, προορισμένες για την κάλυψη των αναγκών των ντόπιων νοικοκυριών, δημιούργησαν στάσιμα ύδατα που προκάλεσαν τον θάνατο χιλιάδων φοινικόδεντρων (3). Παρά τα σημαντικά έργα εξυγίανσης του εδάφους που πραγματοποιήθηκαν, το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο από την καλλιέργεια της πατάτας. Ο Κριστιάν Λεντύκ, υδρογεωλόγος από το Μονπελιέ, θλίβεται ιδιαίτερα από αυτήν την κατάσταση: «Το Ελ Ουέντ, που ήταν παλιά μια υπέροχη όαση, πεθαίνει σήμερα λόγω του υπερβολικού νερού. Αυτό είναι το άκρον άωτο της κακοτυχίας!».

Στην περιοχή του ξεροπόταμου Ριρ, στην περιφέρεια του Τουγκούρ, νοτιοανατολικά του Αλγερίου, όπου η γεωργία είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται στα τέλη της γαλλικής αποικιοκρατίας, η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη. Τα υπόγεια ύδατα, των οποίων η θερμοκρασία φτάνει τους 70ο C, είναι υπερβολικά θερμά για να χρησιμοποιηθούν για άρδευση και πρέπει να περάσουν από εργοστάσια ψύξης. Όμως, έχουν και αυτά υψηλότατη περιεκτικότητα σε ασβέστιο και σε άλατα, με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα, αφενός, οι σωληνώσεις να αχρηστεύονται από το πουρί που δημιουργείται και, αφετέρου, το έδαφος να καλύπτεται από μια κρούστα αλάτων.

  1. (Σ.τ.Μ.) Οι μεγάλες πόλεις της χώρας βρίσκονται στα παράλια της Μεσογείου, όπως εξάλλου και οι εύφορες περιοχές που ενδείκνυνται για τη γεωργία.
  2. Tayeb Otmane και Yaël Kouzmine, «Bilan spatialisé de la mise en valeur agricole au Sahara algérien», Cybergeo, 19 Φεβρουαρίου 2013, http://cybergeo.revues.org
  3. Τα δέντρα παρουσίαζαν εδώ και αιώνες την εξής εντυπωσιακή ιδιαιτερότητα: καλλιεργούνταν μέσα στα «ghitan», ένα είδος μεγάλων λάκκων, σκαμμένων από τους ντόπιους στα βαθουλώματα που σχηματίζονταν ανάμεσα στους αμμόλοφους.

Pierre Daum

Δημοσιογράφος.
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Το 2014, η Αλγερία παρήγαγε 1.000.000 τόνους νωπής ντομάτας, η Γαλλία 600.000 τόνους, το Μαρόκο 1.300.000 κι η Ισπανία 3.600.000 (Πηγή: FAO).

(2Βλέπε «Αλμερία, για μια χούφτα ντομάτες», «Le Monde diplomatique» – ελληνική έκδοση, Απρίλιος 2010: http://archives.monde-diplomatique.gr/spip.php?article272

(3Στην περιοχή της Μπίσκρα, το κόστος των γεωτρήσεων κυμαίνεται μεταξύ 85 και 170 ευρώ το μέτρο (συμπεριλαμβανομένων των σωλήνων και του μοτέρ). Ανάλογα με τη ζώνη, πρέπει να σκάψει κανείς σε βάθος 150-300 μέτρων. Συνεπώς, ορισμένες γεωτρήσεις μπορεί να κοστίζουν έως και 50.000 ευρώ.

(4(Σ.τ.Μ.) Το 1962, η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της μετά από έναν πολύχρονο πόλεμο κατά των Γάλλων αποικιοκρατών και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς «σοσιαλιστικού τύπου» με διευθυνόμενη οικονομία. Στην αρχή, παρατηρήθηκαν μεγάλες ελλείψεις αγαθών. Αυτό επαναλήφθηκε κατά τη διάρκεια του συγκαλυμμένου εμφυλίου πολέμου στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν οι δυνάμεις καταστολής του αυταρχικού καθεστώτος απαντούσαν με τρομοκρατία στο κύμα τρομοκρατίας που είχαν εξαπολύσει οι ισλαμιστές.

Μοιραστείτε το άρθρο