Η σαρωτική νίκη της Τσάι Ινγκ Ουέν του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (ΠΔΚ) στις εκλογές της 16ης Ιανουαρίου 2016 αποτελεί τομή στην πολιτική ιστορία της Ταϊβάν. Μολονότι είχε χάσει την προεδρία μεταξύ 2000 και 2008, το κόμμα Κουομιντάνγκ (ΚΜΤ) κατάφερνε πάντα να διατηρεί την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Πρόκειται λοιπόν για την πρώτη πραγματική πολιτική αλλαγή από την άρση του στρατιωτικού νόμου και την καθιέρωση της δημοκρατίας, το 1987.
Η Τσάι, η οποία εξελέγη με ποσοστό 56,1%, διαθέτει ισχυρή λαϊκή εντολή και άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (68 από τις 113 έδρες) για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και να απαντήσει στις ανησυχίες όσων θεωρούν ότι η πολιτική προσέγγιση μεταξύ των δύο γειτόνων του στενού της Φορμόζας, την οποία προώθησε η απερχόμενη κυβέρνηση του ΚΜΤ, έθεσε σε κίνδυνο την εθνική κυριαρχία και την ασφάλεια της νήσου. Ωστόσο, η εχθρότητα του Πεκίνου θα μπορούσε να περιπλέξει το έργο της νέας προέδρου, η οποία ανέλαβε τα καθήκοντά της στις 20 Μαΐου.
Στην επιτυχία της Τσάι και του κόμματός της συνετέλεσαν αρκετοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος είναι, αναμφισβήτητα, η κοινωνική δυσαρέσκεια και η ελπίδα της αλλαγής. Σε δύο περιπτώσεις, τόσο το 2008 όσο και το 2012, το ΚΜΤ είχε κερδίσει τις εκλογές επισείοντας τον κίνδυνο της οικονομικής περιθωριοποίησης σε περίπτωση επικράτησης του ΠΔΚ, αλλά προβάλλοντας και τα οφέλη μιας «προνομιακής σχέσης» με την Κίνα. Πράγματι, κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του, ο πρόεδρος Μα Γινγκ Ζέου υπέγραψε περίπου είκοσι συμφωνίες που επέτρεψαν την έναρξη απευθείας αεροπορικών και θαλάσσιων συνδέσεων, την ανάπτυξη του κινεζικού μαζικού τουρισμού, καθώς και μία συμφωνία-πλαίσιο για την οικονομική συνεργασία (Economic Cooperation Framework Agreement, ECFA), το πρώτο βήμα μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των δύο ακτών. Η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου έφερε σημαντική αύξηση των ταϊβανέζικων επενδύσεων στην Κίνα: μεταξύ 1991 και 2015, έφτασαν στα 154,9 δισ. δολάρια (136,7 δισ. ευρώ), από τα οποία τα 90 δισ. επενδύθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια (1). Το 2009, η Ταϊπέι επέτρεψε τις κινεζικές επενδύσεις σε κάποιους κλάδους: ανέρχονταν σε 1,45 δισ. δολάρια (1,28 δισ. ευρώ) στα τέλη Ιανουαρίου του 2016 (2).
«Το κίνημα των ηλιοτροπίων»
Παρά τις κινήσεις αυτές, ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε σημαντικά. Κατά την περίοδο 2008-2013, το ΑΕΠ αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,3%, σε αντίθεση με το 6,7% μεταξύ 2000 και 2008. Και το 2015, έπεσε στο 0,75%, με τη χώρα να εισέρχεται, μάλιστα, σε ύφεση στα δύο τελευταία τρίμηνα. Μολονότι το ποσοστό ανεργίας παραμένει γύρω στο 4%, οι επικρίσεις αφορούν κυρίως την υποβάθμιση των συνθηκών ζωής και εργασίας. Η ανάπτυξη ωφελεί κυρίως τους πλουσιότερους, ενώ το μέσο μηνιαίο εισόδημα είναι καθηλωμένο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης, το 2013 βρισκόταν στα επίπεδα του 1998 (44.739 και 44.798 δολάρια Ταϊβάν, αντίστοιχα, δηλαδή περίπου 1.225 ευρώ).
Ωστόσο, η Ταϊβάν είναι μία από τις χώρες όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν τις περισσότερες ώρες: το 2013, ο μέσος υπάλληλος εργάστηκε 2.124 ώρες τον χρόνο, έναντι 1.474 ωρών στη Γαλλία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Και τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις υπερωρίες. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το 2011 η υπηρεσία εργασίας Yes123, το 85,3% των υπαλλήλων που ερωτήθηκαν εργαζόταν πάνω από 10 ώρες την ημέρα, ενώ το 70% δεν αμειβόταν για τις υπερωρίες του (3). Την ίδια περίοδο, οι τιμές των ακινήτων εκτοξεύτηκαν –το ποσοστό εισοδήματος που οι κάτοικοι της Ταϊπέι δίνουν για στέγαση είναι το υψηλότερο στον κόσμο (4).
Η προσέγγιση με την Κίνα δεν είναι απλώς μια οικονομική αποτυχία. Έχει επίσης δημιουργήσει κινδύνους νέας μορφής για την ταϊβανέζικη δημοκρατία. Τα μέσα ενημέρωσης βρίσκονται εκτεθειμένα σε τριπλή κινεζική πίεση: εξαγορά ομίλων ενημέρωσης, όπως οι China Times, από Ταϊβανέζους επιχειρηματίες για να γίνει η εκδοτική γραμμή πιο φιλική προς το Πεκίνο, αυτολογοκρισία για να πουληθούν τα προγράμματα στην κινεζική αγορά, καταφυγή σε ψευδώνυμα για να παρακαμφθεί η απαγόρευση να δημοσιεύουν Κινέζοι αρθρογράφοι στην Ταϊβάν (5). Η εμπειρία του Χονγκ Κονγκ όσον αφορά τη λογοκρισία και τα κατασταλτικά μέτρα του κινεζικού κράτους απέναντι στα μέσα ενημέρωσης και το φοιτητικό κίνημα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση απέναντι στους κινδύνους μιας βεβιασμένης απόπειρας ενοποίησης Ταϊβάν και Κίνας.
Εξάλλου, η έλλειψη διαφάνειας στις διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο και η διαρκής βούληση παράκαμψης των μηχανισμών κοινοβουλευτικού ελέγχου ενέτειναν την καχυποψία απέναντι στην κυβέρνηση. Για μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων, ο πρώην πρόεδρος Μα δεν τήρησε την υπόσχεσή του να υπερασπιστεί την εθνική κυριαρχία και τη δημοκρατία, επειδή ήθελε να δεσμευτεί στην προοπτική της ένωσης με την Κίνα.
Η διάχυτη δυσαρέσκεια αποκρυσταλλώθηκε στο «κίνημα των ηλιοτροπίων», όταν οι φοιτητές κατέλαβαν το Kοινοβούλιο για περισσότερες από τρεις εβδομάδες, τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2014, για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην απόπειρα επιβολής μιας συμφωνίας φιλελευθεροποίησης των υπηρεσιών (6). Ανήσυχοι για την αρνητική επιρροή του αυταρχικού καθεστώτος στην άλλη όχθη του στενού της Φορμόζας, οι διαδηλωτές βροντοφώναξαν ότι η Ταϊβάν δεν είναι κινεζική επαρχία, αλλά κυρίαρχο κράτος.
Η νέα γενιά, που μεγάλωσε μετά τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και απορρίπτει μαζικά το σενάριο επανένωσης με την Κίνα, όπως και την κινεζική διατύπωση «Μία χώρα, δύο συστήματα», υπήρξε ένας από τους παράγοντες-κλειδιά για τις εκλογικές ήττες του ΚΜΤ. Δύο μετεκλογικές σφυγμομετρήσεις δείχνουν ότι οι νέοι 20-29 ετών, οι οποίοι αποτελούν το 17% του εκλογικού σώματος, συμμετείχαν μαζικά στις προεδρικές εκλογές. Το 74,5% ψήφισε, έναντι 66,2% που ήταν το γενικό ποσοστό συμμετοχής. Το 71% των νέων ψηφοφόρων (20-23 ετών) και το 80% των νέων 24-29 ετών ψήφισαν την Τσάι (7).
Συνοψίζοντας, παρόλο που η Κίνα παραμένει μια γειτονική χώρα που δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κανείς, δεν αποτελεί πια τη θαυματουργό λύση για τη νήσο. Στις προεκλογικές ομιλίες της, η Τσάι υποστήριξε ότι η Ταϊβάν δεν ελέγχει πια σε ικανοποιητικό βαθμό την οικονομική και πολιτική πορεία της. Επομένως, επιθυμεί να περιορίσει τους παράγοντες εξάρτησης. Τρία μεγάλα θέματα περιμένουν την κυβέρνηση του ΠΔΚ, με πρώτο την τόνωση της οικονομίας, η οποία υποφέρει από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα. Η ανάπτυξη προέρχεται κυρίως από τις εξαγωγές, το 40% των οποίων κατευθύνεται στην Κίνα (και το Χονγκ Κονγκ), σύμφωνα με ένα σχήμα που εδραιώθηκε εδώ και είκοσι χρόνια: τα προϊόντα παράγονται στην Κίνα από ταϊβανέζικες εταιρείες και εξάγονται στον υπόλοιπο κόσμο («made in China by Taiwan for the world»).
Πολύ λίγες επιχειρήσεις κατόρθωσαν να γίνουν μάρκες με διεθνή αναγνώριση. Το βασικό μέρος του βιομηχανικού ιστού παραμένει εξαρτημένο από συμβόλαια υπεργολαβιών για τις μεγάλες διεθνείς εταιρείες, γεγονός που το καθιστά ευάλωτο στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Μέχρι τώρα, η μετεγκατάσταση εργοστασίων συναρμολόγησης (όπως της Foxconn) στην Κίνα συνοδευόταν από μεγάλα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο. Το 2010, η Ταϊβάν παρουσίασε πλεόνασμα-ρεκόρ ύψους 41,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο εμπορικό ισοζύγιο με την Κίνα. Όμως, οι οικονομίες στις δύο ακτές του στενού της Φορμόζας, οι οποίες λειτουργούσαν συμπληρωματικά, εισέρχονται τώρα σε φάση ανταγωνισμού.
Οι ταϊβανέζικες επιχειρήσεις σταδιακά αποκλείονται από την κινεζική αλυσίδα παραγωγής και τροφοδοσίας που διαμορφώνεται και περιλαμβάνει τους μεγάλους ομίλους (Lenovo, Huawei, Tsinghua Unigroup, κτλ.) και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν γίνει προμηθευτές. Το γεγονός αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη μείωση των εξαγωγών, η οποία, σε συνδυασμό με την αύξηση των εισαγωγών κινεζικών προϊόντων, οδήγησε στον περιορισμό του εμπορικού πλεονάσματος στα 28,1 δισεκατομμύρια δολάρια το 2015.
Για να δοθεί νέα πνοή στην οικονομία και να εξισορροπηθεί εκ νέου το εξωτερικό εμπόριο, η Τσάι θέλει να ενισχύσει τους δεσμούς με τις άλλες οικονομικές δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, ιδιαίτερα με την Ιαπωνία (6% των εξαγωγών το 2014) και τις Ηνωμένες Πολιτείες (11%) (8). Δεν αμφισβητεί τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, αλλά επιδιώκει να περιορίσει την εξάρτησή της από την Κίνα και προτείνει να ενταχθεί η Ταϊβάν στην Εταιρική Σχέση του Ειρηνικού (Trans–Pacific Partnership, TPP), τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που συνάφθηκε με πρωτοβουλία της Ουάσινγκτον. Παράλληλα, ανακοίνωσε την εφαρμογή «νέας πολιτικής με κατεύθυνση τον Νότο», αναφορά στην πρωτοβουλία της δεκαετίας του 1990 για την ενθάρρυνση των επιχειρήσεων να επενδύσουν και να αναζητήσουν αγορές στη νοτιοανατολική Ασία. Τέλος, η Ινδία έχει υποδειχθεί ως προνομιακός εταίρος (9).
Εξάλλου, η νέα κυβέρνηση έχει την πρόθεση να υποστηρίξει τη βιομηχανία τεχνολογιών νέας γενιάς με υψηλή προστιθέμενη αξία. Μάλιστα, έχει υποδείξει πέντε κλάδους: την πράσινη ενέργεια, τη βιοτεχνολογία, τα συνδεδεμένα αντικείμενα, τις έξυπνες μηχανές και τα αμυντικά συστήματα.
Ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι το κράτος δεν θα πρέπει να διστάσει να παρέμβει για να κατευθύνει και να συγκεντρώσει τους παραγωγικούς πόρους, με στόχο τη δημιουργία περιβάλλοντος φιλικού προς τις δραστηριότητες έρευνας-ανάπτυξης και τις επενδύσεις στους συγκεκριμένους κλάδους. Κρατικά κονδύλια θα μπορούσαν να επενδυθούν σε ερευνητικά ινστιτούτα ή σε επιχειρήσεις, όπως έγινε με τη δημιουργία του Ινστιτούτου Έρευνας για τη Βιομηχανική Τεχνολογία, το Βιομηχανικό Πάρκο του Χσιντσού ή την εταιρεία United Microelectronics Corp. (UMC) τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, την εποχή που η βιομηχανία της Ταϊβάν αναπροσανατολίστηκε προς τις τεχνολογίες πληροφορικής (10).
Εάν τηρηθεί, η εκλογική υπόσχεση μιας «χώρας ελεύθερης από πυρηνικά» μέχρι το 2025 –τη στιγμή που, σήμερα, το 20% της παραγωγής ηλεκτρισμού εξαρτάται από την πυρηνική ενέργεια– θα μπορούσε να δώσει κίνητρα για την ανάπτυξη των πράσινων τεχνολογιών.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας της, η Τσάι υποσχέθηκε καλύτερη διανομή των εισοδημάτων και βελτίωση των συνθηκών ζωής μέσω δέσμης κοινωνικών μέτρων. Τέτοια μέτρα θεωρούνται η αύξηση του κατώτατου μισθού (σήμερα βρίσκεται στα 20.008 δολάρια Ταϊβάν, δηλαδή στα 540 ευρώ, ποσό που δεν επιτρέπει την κάλυψη των βασικών αναγκών), καθώς και η μείωση του ανώτατου νόμιμου ορίου εργασίας από 84 ώρες στις δύο εβδομάδες σε 40 ώρες την εβδομάδα. Επίσης, η πρόεδρος δεσμεύτηκε να χτίσει 200.000 κατοικίες σε προσιτές τιμές και να τονώσει τη ρευστότητα στη στεγαστική αγορά. Τέλος, υποσχέθηκε να βελτιώσει, σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, το σύστημα κοινωνικής προστασίας, ιδιαίτερα για τους ηλικιωμένους.
Επανεκκίνηση της αμυντικής βιομηχανίας
Η Τσάι θέλει, επίσης, να ενισχύσει την αμυντική βιομηχανία και να της παράσχει καινούργια μέσα. Μια τέτοια κίνηση θα πρέπει να συμβάλλει στην τόνωση της ανάπτυξης, σύμφωνα με τη νέα κυβερνητική ομάδα, η οποία υπόσχεται τη δημιουργία 8.000 θέσεων εργασίας και μικρότερη εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την αγορά όπλων (11).
Κατά την επίσκεψή της στην Ουάσινγκτον, τον Ιούνιο του 2015, η Τσάι δήλωσε ότι επιθυμούσε να ενισχύσει τις αμυντικές δυνατότητες της Ταϊβάν. Έτσι, θα ήταν ίσως σε θέση να καταφέρει αρκετά πλήγματα στον κινεζικό Λαϊκό Στρατό ώστε το Πεκίνο να διστάσει να επιτεθεί στη χώρα της. Μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η συνέχιση του εξοπλισμού με πυραύλους θα αποτελέσει κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής αυτής. Τέλος, η δημιουργία «κυβερνοστρατού» αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που θέτουν οι κινήσεις της Κίνας σε ζητήματα κατασκοπείας και ηλεκτρονικών επιθέσεων, οι οποίες αποτελούν ήδη πραγματικότητα, παρά τη σύσφιγξη των σχέσεων με το Πεκίνο κατά την προεδρία Μα.
Η διατήρηση της σταθερότητας στις σχέσεις Ταϊβάν-Κίνας είναι το τρίτο ακανθώδες ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του PDP. Είναι επίσης το ζήτημα στο οποίο η Τσάι θα έχει το δυσκολότερο έργο, με δεδομένη την εχθρική στάση που τηρεί το Πεκίνο απέναντι σε ένα κόμμα που ακόμη περιλαμβάνει στο καταστατικό του αναφορά στην ανεξαρτησία –ακόμη κι αν είναι ελάχιστα πιθανό να εφαρμοστεί. Η Τσάι, ενώ εμφανίζεται ως η πρόεδρος μιας «νέας Ταϊβάν» που επιδιώκει να κρατήσει σταθερή στάση στο ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, έχει ταυτόχρονα δεσμευτεί να προωθήσει «ειρηνικές, σταθερές, νηφάλιες και βιώσιμες» σχέσεις με τη γειτονική Κίνα.
Η Τσάι έχει επίσης διαβεβαιώσει ότι δεν θα επανεξετάσει τις συμφωνίες που έχουν ήδη υπογραφεί, με εξαίρεση τη συμφωνία για τη φιλελευθεροποίηση των υπηρεσιών, η οποία δεν έχει ακόμη κυρωθεί (12). Επομένως, μάλλον θα μείνει σταθερή στη θέση της απόφασης του ΠΔΚ για το μέλλον της Ταϊβάν (1999), σύμφωνα με την οποία δεν είναι απαραίτητη η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, καθώς η Ταϊβάν είναι ήδη ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Αναμφίβολα πρόκειται για την ερμηνεία που δίνει στο «στάτους κβο», το οποίο δήλωνε ότι επιθυμεί να διατηρήσει σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για να καθησυχάσει τους ψηφοφόρους. Δηλώνοντας ανοιχτή στο διάλογο εάν πραγματοποιηθεί χωρίς προαπαιτούμενα, ρίχνει τη μπάλα στο γήπεδο του Πεκίνου.