Όταν ήμουν αντιεισαγγελέας στο Εβρύ, στη δεκαετία του 1980, χειριζόμουν υποθέσεις φοροδιαφυγής. Είχα από τότε διαπιστώσει ότι οι υποθέσεις που εισάγονταν για συζήτηση αφορούσαν μικρής κλίμακας φοροδιαφυγή, όπως εκείνη του παραγωγού κηπευτικών του Μοντερύ (Εσόν), που είχε πουλήσει ντομάτες στην αγορά της Αρπαζόν με λάθος ποσοστό ΦΠΑ. Ήταν κάτι ανάλογο με τις καταγγελίες που δεχόμασταν από την επιτροπή αγώνα κατά της φοροδιαφυγής: ένας ξυλοκόπος που έδινε ξύλα σε συνταξιούχους χωρίς να κόβει απόδειξη, ένας γυαλιστής υαλικών ή ένας ταριχευτής που δούλευαν χωρίς να είναι δηλωμένοι…
Έκτοτε, γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι οι πιο πλούσιοι διαπράττουν φοροδιαφυγή κλίμακας χωρίς να υφίστανται καμιά απολύτως επίπτωση. Τα «Panama papers» έφεραν στο φως έντεκα εκατομμύρια φακέλους, προερχόμενους από ένα μόνο δικηγορικό γραφείο, με έδρα έναν φορολογικό παράδεισο. Ένας καλός λόγος για να πάθει ίλιγγο ο κάθε απλός φορολογούμενος. Τι μπορεί να σκέφτονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η Royal Bank of Scotland έλαβε 45 δισεκατομμύρια στερλίνες (58 δισεκατομμύρια ευρώ) σε κρατική βοήθεια για την ανακεφαλαιοποίησή της, τη στιγμή που γίνεται γνωστό ότι το συγκεκριμένο ίδρυμα βοηθούσε τους πλούσιους πελάτες του να διαφύγουν των φορολογικών τους υποχρεώσεων; Οι αποκαλύψεις φέρνουν άλλη μια φορά στο φως πόσο εύκολα μπορούν οι πλούσιοι να αποκρύψουν τις οικονομικές δραστηριότητες και την περιουσία τους και να απαλλαγούν από κάθε μορφή εθνικής αλληλεγγύης. Αποδεικνύουν επίσης το εύρος ενός φαινομένου που οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν εντελώς επιφανειακά.
Δεν είμαστε όλοι ίσοι ενώπιον της φορολογίας. Μερικές επιχειρήσεις και πλούσιοι ιδιώτες έχουν τα μέσα για ευρείας κλίμακας φοροδιαφυγή, χωρίς να διακινδυνεύουν τη σταδιοδρομία τους ή την ελευθερία τους. Κι ωστόσο, αυτή η ανοχή προς τη φορολογική ασυδοσία σημαίνει ότι έχει γίνει η επιλογή της συγκέντρωσης του πλούτου αντί αυτής του δημόσιου τομέα ή της προστασίας του περιβάλλοντος… Διότι το ερώτημα είναι μονάχα ηθικό. Το ετήσιο κόστος για το δημόσιο ταμείο είναι 60 έως 80 δισεκατομμύρια ευρώ, όσο ακριβώς είναι το δημόσιο έλλειμμα.
Η φοροδιαφυγή αγγίζει τα 100 δισεκατομμύρια σε κλίμακα Ευρωπαϊκής Ένωσης (1). Γεγονός είναι ότι στη Γαλλία ο εισαγγελέας δεν έχει τη δυνατότητα άσκησης διώξεων για φορολογικά θέματα. Μπορεί να αναλάβει δράση μόνο κατόπιν αιτήματος του υπουργείου Οικονομικών. Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται «φράχτης του Μπερσύ», από το όνομα της όχθης του Σηκουάνα στην οποία βρίσκεται το υπουργείο. Και ο φράχτης αυτός ανοίγει σπάνια. Σε σύνολο 50.000 ελέγχων σε βάθος, που πραγματοποιούν κάθε χρόνο οι ελεγκτές της εφορίας, περίπου 16.000 κλείνουν με επιβολή χρηματικών προστίμων για εσκεμμένη φοροδιαφυγή (2). Κι ενώ κάθε μια από αυτές τις υποθέσεις μπορούσε να έχει δικαστική συνέχεια, μόνο 4.000 προωθούνται στη νομαρχιακή διοίκηση. Τελικά, μόλις χίλιες υποθέσεις φθάνουν στην κεντρική διοίκηση, η οποία με τη σειρά της περιορίζει ακόμα περισσότερο τον κατάλογο που προωθεί στην Επιτροπή Φορολογικών Παραβάσεων (CIF). Η CIF, που βρίσκεται στην καρδιά του «φράχτη του Μπερσύ», καθώς μόνο αυτή δίνει την έγκριση για δικαστικές διώξεις, κάνει μια τελική επιλογή των υποθέσεων που παραπέμπονται στη Δικαιοσύνη.
Η επιτροπή αυτή, που ιδρύθηκε το 1977 και αποτελείται από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και υψηλόβαθμους δικαστές, έχει σχεδόν το μονοπώλιο της προώθησης στην εισαγγελία υποθέσεων φοροδιαφυγής για την άσκηση ποινικών διώξεων. Σε συνθήκες απόλυτης αδιαφάνειας, χωρίς υποχρέωση να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, και συχνά μετά από παράταση πολλών μηνών στις προθεσμίες, η CIF ακυρώνει την παραπομπή περίπου του ενός δεκάτου των υποθέσεων (3).
Η φοροδιαφυγή έχει πολλές μορφές και δεν είναι πάντα εύκολο να αποδειχθεί. Οι περίπλοκοι μηχανισμοί φοροδιαφυγής των πολυεθνικών θέτουν σε δοκιμασία τη δημόσια διοίκηση, που πρέπει να αποκρυπτογραφήσει πολυπλόκαμες διαδικασίες (τιμές εμβασμάτων, κυκλώματα διανομής μερισμάτων ή ενδοομιλικά δάνεια) στα όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Οι επιχειρήσεις αυτές, καθώς λειτουργούν σε περισσότερες της μίας χώρες, έχουν τη δυνατότητα να επωφελούνται από τις διαφορετικές νομοθεσίες. Μερικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αναγάγει τη φοροδιαφυγή, ή μάλλον τη «βελτιστοποίηση», σε βιομηχανία. Τα προνόμια που προσφέρουν διακριτικά στους μεγάλους ομίλους καταλήγουν να βάζουν σε ανταγωνισμό το σύνολο των κρατών, όπως απέδειξαν οι αποκαλύψεις του «Luxleaks» (4) σχετικά με το Λουξεμβούργο, πρωθυπουργός του οποίου ήταν τότε ο Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ (πρωθυπουργός της χώρας από το 1995 ώς το 2013), πρόεδρος πλέον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό οδηγεί, σε τελική ανάλυση, τα υπουργεία Οικονομικών σε διαπραγματεύσεις, ώστε να μην δουν τις έδρες των εταιρειών να δραπετεύουν στο εξωτερικό.
Η φορολογική διοίκηση υποκύπτει στον πειρασμό της πιο αποτελεσματικής επιλογής. Σε εποχές ένδειας του προϋπολογισμού, ο υπουργός Οικονομικών προτιμά την ανάκτηση των ποσών που χρωστούν οι φοροφυγάδες, τα οποία στην περίπτωση των πολυεθνικών μπορεί να υπερβαίνουν το ένα δισεκατομμύριο, παρά να εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες, από τη φύση τους αβέβαιους και οι οποίοι εμπεριέχουν τον κίνδυνο να συμπέσουν με κακές, από πολιτική άποψη, στιγμές.
Η επιλογή της μη παραπομπής στη Δικαιοσύνη των μεγάλων φοροφυγάδων μπορεί να προσμετρηθεί από τη μείωση του προσωπικού. Ο αριθμός των ανακριτών οικονομικού εγκλήματος έχει μειωθεί δραματικά κατά την τελευταία δεκαπενταετία: είκοσι επτά δικαστές το 2001, δεκατρείς το 2007, οκτώ το 2012. Στο τμήμα οικονομικού εγκλήματος της Ναντέρ, οι δικαστές μειώθηκαν από επτά σε τρεις μεταξύ του 2007 και του 2012.
Ο αριθμός των ειδικευμένων ελεγκτών επίσης έχει μειωθεί. Η τάση αυτή παρατηρείται στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Δημοσίων Λειτουργών, οι πολιτικές λιτότητας έχουν οδηγήσει στην απώλεια 56.000 θέσεων υπαλλήλων του φορολογικού μηχανισμού στην Ευρώπη, μεταξύ του 2008 και του 2012 (5). Σε χώρες όπως η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, το προσωπικό της φορολογικής διοίκησης μειώθηκε σε ποσοστό μεγαλύτερο του ενός πέμπτου την ίδια περίοδο. Στη Γαλλία, η γενική διεύθυνση δημοσίων οικονομικών έχασε το 8,8% των στελεχών της, δηλαδή περισσότερους από 1.100 ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους ήταν ελεγκτές. Οι προεδρίες του Ζακ Σιράκ και του Νικολά Σαρκοζύ αποδυνάμωσαν χαρακτηριστικά την ικανότητα της χώρας στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Όταν οι αρχές κάνουν εσκεμμένα την επιλογή του συμβιβασμού με τους φοροφυγάδες, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε για ταξική Δικαιοσύνη. Το 2009, για παράδειγμα, το υπουργείο Οικονομικών απέκτησε, χάρη στον Ερβέ Φαλσιανί, καταλόγους κατόχων μη δηλωμένων τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία. Όμως, από 2.846 ιδιώτες και 86 εταιρείες που εμπλέκονταν, μόλις εκατό βρέθηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων η κληρονόμος τής Νίνα Ρίτσι. Ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Βερτ προτίμησε να δημιουργήσει έναν πυρήνα «ξεκαθαρίσματος» όπως ονομάστηκε, ο οποίος επέτρεψε στους υπόλογους φορολογούμενους να επαναπατρίσουν τα χρήματά τους πληρώνοντας μικρά πρόστιμα, τη στιγμή που μια ποινική τους καταδίκη θα συνοδευόταν από βαριές χρηματικές ποινές, ενδεχομένως και φυλάκιση.
Γενικότερα, 150.000 πλουσιότεροι φορολογούμενοι παρακολουθούνται από μια ειδική υπηρεσία, την Εθνική Διεύθυνση Επαλήθευσης Φορολογικών Καταστάσεων. Η τελευταία, το 2010 απαίτησε 900 τροποποιητικές φορολογικές δηλώσεις, κατέθεσε όμως μόλις 17 αγωγές. Γενικώς, η καλή συνεργασία με τις φορολογικές υπηρεσίες είναι αρκετή για την αποφυγή ποινικών διώξεων. Για τους υπόλογους μικρών φορολογικών παραβάσεων δεν υπάρχει τέτοια επιείκεια…
Τα προνόμια που προσφέρονται σε κάποιους αποτυπώνονται σε απονομές χάριτος (6) και σε ειδικές μεταχειρίσεις. Είναι γνωστό ότι το υπουργείο Οικονομικών διαθέτει ένα είδος «δικαιώματος χάριτος». Στο παρελθόν, προσέφερε συχνά τις υπηρεσίες του σε φίλους, ενώ χρησιμοποίησε τους φορολογικούς ελέγχους για να δημιουργήσει προβλήματα στους αντιπάλους. Στις περιπτώσεις αιτήσεων απονομής χάριτος είναι υποχρεωτική η γνωμοδότηση της Επιτροπής Φορολογικών, Τελωνειακών και Συναλλακτικών Αντιδικιών. Έχω αναμνήσεις από τη συμμετοχή μου στην επιτροπή αυτή, κατά τη δεκαετία του 1990. Η επιτροπή δίνει τη γνωμοδότησή της, όμως ο υπουργός είναι ελεύθερος να συμμορφωθεί με αυτή ή όχι, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την απόφασή του. Έτσι, όταν ο Καρλ Λάγκερφελντ ή ο Μπερνάρ Ταπί επιτυγχάνουν χαριστικές διαδικασίες υποβολής τροποποιητικών δηλώσεων ή πληρωμής των φόρων, ενισχύουν ένα ανυπόφορο συναίσθημα περί ύπαρξης ενός κλειστού κύκλου όπου όλα ρυθμίζονται μεταξύ κατεργαραίων (7).
Σε αυτή την ταξική Δικαιοσύνη πρέπει να διακρίνει κανείς μια πολιτισμική νίκη των εχόντων. Τροφοδοτώντας τη φιλολογία κατά των φόρων και καταγγέλλοντας τη φορολογική πίεση, την οποία παρουσιάζουν ως ανυπόφορη, επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν τη φοροδιαφυγή. Ωστόσο, διάφορες διεθνείς μελέτες έχουν αποδείξει ότι δεν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ του μέσου όρου της φορολογίας και της έκτασης της φοροδιαφυγής. Η φορολογική νομιμοφροσύνη βασίζεται περισσότερο σε μια θετική θεώρηση των θεσμών και των δημόσιων υπηρεσιών (8).
Αντιλαμβάνεται κανείς τις συνέπειες της ελευθερίας της αγοράς από τη ζηλευτή μεταχείριση που επιφυλάσσεται σε αυτούς που οργανώνουν τη φοροαποφυγή και πλουτίζουν εφευρίσκοντας τις πιο περίπλοκες κομπίνες. Οι επαγγελματίες αυτοί των συμβουλών φοροδιαφυγής σπάνια υφίστανται κυρώσεις.
Οι τράπεζες είναι ο κύριος μεσάζων που χρησιμοποιείται από ιδιώτες και επιχειρήσεις για την απόκρυψη εσόδων ή περιουσίας. Δεν συνιστά έκπληξη το ότι πίσω από πολλές κομπίνες των «Panama papers» βρίσκονται η Société Générale και η Crédit Agricole. Η τελευταία φέρεται, για παράδειγμα, να διαχειρίζεται μέσω του δικηγορικού γραφείου του Παναμά Mossak Fonseca περίπου 1.130 υπεράκτιες εταιρείες για λογαριασμό των πελατών της, με ενδιάμεσους τις ελβετικές, κυρίως, θυγατρικές της (9). Ωστόσο, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες εδώ και δεκάδες χρόνια να αναφέρουν πρακτικές ή κινήσεις χρημάτων που θα μπορούσαν να σχετίζονται με ξέπλυμα εισοδημάτων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα μικρής ή μεγάλης έκτασης. Όμως οι κανόνες αυτοί γίνονται ελάχιστα σεβαστοί. Και η υποχρέωση αυτή από τον νόμο προσκρούει στην επιθυμία τους να προσελκύσουν και να κρατήσουν τους πιο μεγάλους πελάτες.
Η ανάκριση σε βάρος κάποιων θυγατρικών της HSBC για συνενοχή σε νομιμοποίηση εσόδων από φοροδιαφυγή, ύστερα από τις αποκαλύψεις του «SwissLeaks» (10) ή αυτή της UBS για ξέπλυμα χρήματος σε βαθμό κακουργήματος από φοροδιαφυγή (11) και δωροδοκία μάρτυρα, είναι ακόμα εξαιρέσεις οφειλόμενες στο θάρρος των ελεγκτών.
Για τους εφοριακούς, οι οποίοι στερούνται πραγματικών μέσων για τη διεξαγωγή έρευνας (έρευνες σε σπίτια και γραφεία, προσωρινές κρατήσεις, ενδεχόμενες υποκλοπές κ.λπ.), η επιλογή να προτείνουν ποινική δίωξη μοιάζει με επικίνδυνη αποστολή. Ο φάκελος εξετάζεται κατ’ αρχήν από τον επικεφαλής της ομάδας και στη συνέχεια υποβάλλεται στη νομαρχιακή διεύθυνση πριν προωθηθεί στην κεντρική διοίκηση. Όπως υπογραμμίζουν σε μια καλά τεκμηριωμένη έρευνα οι Αλέξις Σπιρ και Κάτια Βέντενφελντ (12), οι ελεγκτές διστάζουν ακόμα περισσότερο εξ αιτίας των κυρώσεων που επιβάλλουν οι δικαστές, τις οποίες θεωρούν πολύ χαμηλές σε σχέση με τον χρόνο που χρειάστηκε για να εκδικαστεί η αγωγή. Το πλήθος των υποχρεώσεων που σχετίζονται με την άσκηση ποινικής δίωξης και μια πολιτική στόχων, έχουν ως αποτέλεσμα να γίνεται κανόνας ο εξωδικαστικός συμβιβασμός.
Κι όμως, η φορολογική ασυδοσία δεν είναι μοιραία. Απόδειξη είναι η εξέγερση του λαού της Ισλανδίας την επαύριον της κατάρρευσης των τραπεζών, το 2008. Οι πολίτες αυτής της μικρής χώρας αποφάσισαν με δημοψήφισμα να αρνηθούν την αποπληρωμή του χρέους που άφησαν οι ατασθαλίες μιας τράπεζας και διατάχθηκε μια έρευνα ευρείας κλίμακας με σκοπό την αναζήτηση των υπαίτιων αυτής της φυγής προς τα εμπρός, προς την κατεύθυνση της χρηματιστηριοποίησης της οικονομίας του νησιού. Σε αυτό το πλαίσιο κλήθηκα, το 2009, να γίνω σύμβουλος του ειδικού εισαγγελέα Όλαφουρ Χώκσον, ο οποίος μέχρι τότε ήταν αστυνόμος σε ένα μικρό ψαρολίμανο.
Τις πρώτες έρευνες τις ξεκινήσαμε με δέκα αστυνομικούς. Όμως, χάρη στην υποστήριξη της τότε κυβέρνησης, συνεχίσαμε τη δουλειά μας με 84 ανακριτές, πολλοί από τους οποίους ήταν εξειδικευμένοι νομικοί και σύμβουλοι χρηματοοικονομικών. Μπορέσαμε έτσι να κάνουμε έρευνες στις θυγατρικές των ισλανδικών τραπεζών σε όλη την Ευρώπη. Οι έρευνές μας επέτρεψαν την καταδίκη πολλών υψηλόβαθμων στελεχών: των διευθυνόντων συμβούλων των τριών σημαντικότερων τραπεζών, της Glitnir, της Landsbanki και της Kaupthing, των οικονομικών διευθυντών και των νομικών συμβούλων των ίδιων τραπεζών, μεγαλομετόχων και υψηλόβαθμων κρατικών λειτουργών. Οι ποινές που τους επιβλήθηκαν, και κάποιες από αυτές αναμένουν την κύρωσή τους σε δεύτερο βαθμό, έφθαναν μέχρι έξι χρόνια φυλακή.
Η Ισλανδία είναι η μόνη χώρα που διερεύνησε στα αλήθεια την προσωπική ευθύνη των «banksters» (13) κι ας μην είχε εμπειρία χρηματοοικονομικών ή τραπεζικών διερευνήσεων, ούτε και ομάδες ειδικών για τη δρομολόγηση των διώξεων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ηνωμένο Βασίλειο και αλλού, οι κυβερνήσεις ασχολήθηκαν κατά προτεραιότητα με τη σωτηρία των τραπεζών και, κυρίως, με την απαλλαγή από ευθύνες των υψηλόβαθμων στελεχών τους. Αν η Ισλανδία μπόρεσε να φέρει σε πέρας αυτές τις δικαστικές διερευνήσεις, όλες οι χώρες μπορούν να το πράξουν. Το ισλανδικό κοινοβούλιο συνέταξε επίσης μια εντυπωσιακή έκθεση που αναγνώστηκε επί μερόνυχτα στους δημόσιους χώρους και στις εκκλησίες. Ο πληθυσμός ήθελε να μάθει. Οι προσωπικές περιουσίες των «banksters» κατασχέθηκαν. Αλλού, διατήρησαν τα παράνομα κέρδη τους, γεγονός που ενισχύει το συναίσθημα της απουσίας δικαιοσύνης μεταξύ των πολιτών. Η συμβολή μου συνίστατο στο να πείσω την ισλανδική κυβέρνηση ότι μια δικαστική διερεύνηση ήταν δυνατή, βοηθώντας την επί δύο χρόνια να προσανατολίσει τις ανακρίσεις της και φέρνοντας τη συνδρομή ειδικών με βαθειά γνώση σε τέτοια ζητήματα. Χάρη στα «Panama papers», γνωρίζουμε σήμερα τις μυστικές εταιρείες ιδιοκτησίας των καταδικασμένων, που δεν είχαμε κατορθώσει να εντοπίσουμε.
Να σπάσουμε το μονοπώλιο του Μπερσύ
Πολλές υποθέσεις είναι ακόμα υπό δικαστική διερεύνηση. Ο αγώνας ενάντια στην ατιμωρησία έχει πολύ δρόμο μπροστά του στην Ισλανδία. Εκτεθειμένος από τις αποκαλύψεις των «Panama papers», ο πρωθυπουργός Σίγκμουντουρ Νταβίντ Γκούνλογκσον υποχρεώθηκε από τη λαϊκή αντίδραση να παραιτηθεί, τη στιγμή που τόσοι άλλοι ξένοι ομόλογοί του παραμένουν στη θέση τους. Το παράδειγμα αυτής της χώρας δείχνει ότι ο αγώνας ενάντια στο οικονομικό έγκλημα μπορεί να είναι αποτελεσματικός, ιδίως όταν η οικονομική διοίκηση έχει αυξημένες αρμοδιότητες, όπως συμβαίνει στη Γαλλία. Η μη αναζήτηση των υπαιτίων αυτής της μνημειώδους κρίσης, που κόστισε περισσότερα από δύο τρισεκατομμύρια ευρώ στις ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν τα χρόνια της ύφεσης και η ανεργία, είναι προφανώς πολιτική επιλογή.
Μολονότι η απουσία εναρμόνισης των κανόνων στην Ευρώπη και στον κόσμο διευκολύνει την έξοδο κεφαλαίων και τη φοροδιαφυγή, είναι εφικτό να δράσουμε στη Γαλλία από αυτή κιόλας τη στιγμή. Το πρώτο μέτρο για να τελειώνουμε με την ατιμωρησία είναι η κατάργηση της CIF και του σχεδόν μονοπωλίου του Μπερσύ στην άσκηση ποινικών διώξεων. Αυτό θα ενίσχυε τη διαφάνεια, θα μείωνε τους χρόνους της έρευνας, που επιτρέπουν συχνά στους παραβάτες να εξαφανίζουν τα αποδεικτικά στοιχεία, και θα έδινε τα μέσα στην εξειδικευμένη Δικαιοσύνη να κάνει τις έρευνες και να τις φέρει σε πέρας.
Ήδη κάποια ρήγματα έχουν δημιουργηθεί. Από το 2010, η φορολογική διοίκηση, όταν υποψιάζεται διεθνή ή περίπλοκη φοροδιαφυγή έχει δικαίωμα να ασκήσει δίωξη πριν από την ολοκλήρωση του ελέγχου. Στην περίπτωση αυτή, η προσφυγή στη CIF γίνεται χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του φορολογούμενου και ανοίγει μια δικαστική έρευνα. Η ανάκριση ανατίθεται στο εθνικό σώμα δίωξης του οικονομικού εγκλήματος, το οποίο έχει σημαντικές εξουσίες, στερείται όμως μέσων. Το 2013, το σώμα αυτό απαρτίζονταν από είκοσι τέσσερις αστυνομικούς μονάχα. Δυστυχώς δεν διαχειρίζεται περισσότερες από το 10% των υποθέσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν διώξεις. Επείγει λοιπόν η επέκταση της εξουσίας του στο σύνολο των παραβάσεων, με την υποχρέωση από μέρους του να εξακριβώνει αν η υπόθεση μπορεί να κλείσει με μια απλή τροποποιητική δήλωση ή αν πρέπει να ασκηθεί δίωξη.
Όλα αυτά προϋποθέτουν ενίσχυση σε ανθρώπινο δυναμικό και σε οικονομικά μέσα. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι ανακριτές, είτε είναι αστυνομικοί είτε είναι δικαστικοί, έχουν την ιδιομορφία ότι συνεισφέρουν στον εθνικό προϋπολογισμό περισσότερο από όσο του κοστίζουν. Μόνο η πολιτική βούληση λείπει για να τους δοθεί η εξουσία να δράσουν. Το να δοθεί ένα τέλος στη φορολογική ασυδοσία, σημαίνει επίσης και ανάληψη της ευθύνης για ξεκάθαρη στοχοποίηση αυτών που επωφελούνται από τα ευρείας κλίμακας σχήματα φοροδιαφυγής, για παραδειγματισμό.
Τέλος, είναι πρωταρχικής σημασίας να εξαλειφθεί κάθε υποψία εξωτερικής παρέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό, επείγει η θέσπιση της ανεξαρτησίας των εισαγγελέων έναντι της πολιτικής εξουσίας και η κατάργηση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας, που, παρά την ποιότητα των μελών του, οργανώνει την εκδίκαση των μελών της κυβέρνησης από τους ομοίους τους. Όταν τα ανώτατα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων, οι μεσάζοντες και οι φορολογικοί σύμβουλοι ή οι πλούσιοι ιδιώτες, οι γνωστοί στο ευρύ κοινό, γίνουν αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής και οι ποινικές κυρώσεις θα εφαρμόζονται, θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών.