Στον λόγο που εκφώνησε ο Φρανσουά Ολάντ στις 3 Μαΐου 2016, κηρύσσοντας την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου «Η Αριστερά και η εξουσία» (1), συνεχάρη τους διοργανωτές που επέλεξαν την ημέρα της 80ής επετείου από τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου. Ήταν ένας καλός τρόπος, σύμφωνα με τον ίδιο, για να γίνουν «χρήσιμες συγκρίσεις στον χρόνο και στον χώρο, καθώς επίσης και να εξαχθούν πολύτιμα διδάγματα για τη σημερινή εποχή».
Φυσικά, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι ο εορτασμός της επετείου του Λαϊκού Μετώπου επικεντρώνεται στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου-Μαΐου 1936: κάτι τέτοιο επιτρέπει να δίνεται έμφαση στον ρόλο των κομμάτων, των ηγετών και των προγραμμάτων τους, σε βάρος των λαϊκών αγώνων. Δεν πρόκειται παρά για την Ιστορία ιδωμένη από τα πάνω και όχι από τα κάτω. Ωστόσο, το Λαϊκό Μέτωπο αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα που μπορούμε να συναντήσουμε στη σύγχρονη Ιστορία όταν θέλουμε να καταδείξουμε ότι η κοινωνική πρόοδος εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις λαϊκές κινητοποιήσεις και λιγότερο από τα εκλογικά προγράμματα.
Από μόνη της, η νίκη της Αριστεράς τον Μάιο του 1936 δεν είναι αρκετή για την κατανόηση της ιστορικής σημασίας του Λαϊκού Μετώπου. Οι Ριζοσπάστες (2), οι Σοσιαλιστές και οι Κομμουνιστές —οι τρεις σημαντικότερες πολιτικές δυνάμεις που ενώθηκαν κάτω από τη σημαία του Λαϊκού Μετώπου— προηγήθηκαν της Δεξιάς με μικρή διαφορά (37,3% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους έναντι 35,9%). Προκειμένου να επιτευχθεί η συνεννόηση αναμεταξύ τους, υιοθέτησαν ένα μετριοπαθέστατο πρόγραμμα, το οποίο συνοψιζόταν στο σύνθημα «Ψωμί, ειρήνη, ελευθερία». Στο κοινωνικό επίπεδο, οι υποσχέσεις περιορίζονταν σε μέτρα για τη μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση του μισθού και στη δημιουργία ενός εθνικού ταμείου για την ανεργία. Αυτή η διστακτικότητα εξηγεί εν μέρει το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα αρνήθηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση της οποίας ηγείτο ο Λεόν Μπλουμ.
Το γεγονός ότι το Λαϊκό Μέτωπο μετατράπηκε σε κορυφαία στιγμή της σύγχρονης γαλλικής Ιστορίας οφείλεται κυρίως στο ότι πήγασε και βρήκε λόγο ύπαρξης μέσα από μια τεράστια συλλογική κινητοποίηση, μοναδική εκείνη την εποχή στην Ευρώπη.
Για να εξηγήσουμε τους λόγους του ξεσηκωμού των λαϊκών τάξεων, θα πρέπει καταρχάς να τοποθετήσουμε το γεγονός μέσα στο πλαίσιο της μακράς ιστορίας της γαλλικής εργατικής τάξης (3). Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρώτη βιομηχανική επανάσταση στη Γαλλία δεν προκαλεί ριζική ρήξη με τον κόσμο της υπαίθρου. Η μεγάλη βιομηχανία αναπτύσσεται ως οικονομική επέκταση του προηγούμενου οικονομικού μοντέλου, στο οποίο κυριαρχούν οι έμποροι-βιοτέχνες, επιφορτισμένοι με τη διανομή της μετασχηματισμένης σε τελικό προϊόν πρώτης ύλης, μια δουλειά που είχε γίνει από ένα πλήθος εργατών-αγροτών εγκατεστημένων στα χωριά τους και εργαζόμενων σε οικογενειακό πλαίσιο. Στις μεγάλες πόλεις, και ιδίως στο Παρίσι, συναντάμε κατά κύριο λόγο εργάτες-τεχνίτες, προερχόμενους από τον κόσμο των συντεχνιών του Παλαιού Καθεστώτος (4). Κληρονόμοι των «αβράκωτων», είναι οι κυριότεροι πρωταγωνιστές των επαναστατικών κινημάτων που συνταράσσουν τη γαλλική πρωτεύουσα από το 1789 ώς την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Ένα τεράστιο χάσμα χωρίζει αυτές τις δύο συνιστώσες του εργατικού κόσμου: η ετερογένειά τους παρεμποδίζει τη συγκρότηση μιας εργατικής τάξης με δική της ταυτότητα, αποτρέπει τη δημιουργία εργατικού δικαίου και διαιωνίζει τις παραδοσιακές νομικές μορφές της μίσθωσης εργασίας και της παλαιού τύπου υπεργολαβίας (5).
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η πρώτη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, η αποκαλούμενη από τους ιστορικούς «Μεγάλη Ύφεση», οδηγεί σε μια νέα βιομηχανική επανάσταση και στην εποχή των μεγάλων εργοστασίων. Καθώς και οι δύο βασικές συνιστώσες του εργατικού κόσμου δέχονται καίρια πλήγματα, επιδίδονται σε έναν πολύμορφο και ριζοσπαστικό αγώνα ενάντια στη νέα τάξη πραγμάτων. Οι απεργίες και οι διαδηλώσεις, συχνά πνιγμένες στο αίμα, πολλαπλασιάζονται. Αυτήν ακριβώς την περίοδο κυριαρχεί στον δημόσιο χώρο η εικόνα του ανθρακωρύχου και του μεταλλωρύχου, την οποία δημιουργούν τα συνδικάτα και τα κόμματα που διεκδικούν την εκπροσώπηση του προλεταριάτου (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας – CGT, Γαλλικό Εργατικό Κόμμα – POF κ.λπ.). Η μαζική αυτή κινητοποίηση υποχρεώνει τους ιδιοκτήτες ορυχείων να υπογράψουν τις πρώτες συλλογικές συμβάσεις. Την εποχή σηματοδοτεί και η πρώτη εμφάνιση της κοινωνικής νομοθεσίας, με την ψήφιση νόμων για την εβδομαδιαία αργία, την εργατική και αγροτική σύνταξη, αλλά, κυρίως, η δημιουργία του Εργατικού Κώδικα το 1910 (6).
Ωστόσο, το δημοκρατικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε μετά το 1871 δεν υιοθέτησε ένα συνολικότερο σύστημα κοινωνικής προστασίας, όπως εκείνο που επέβαλε ο Ότο φον Μπίσμαρκ στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1880. Προκειμένου να ικανοποιήσουν την εκλογική πελατεία τους, αποτελούμενη κυρίως από αγρότες με μικρομεσαίες ιδιοκτησίες γης και από μικροεπιχειρηματίες, οι ηγέτες της Γαλλικής Δημοκρατίας στρέφονται προς ένα οικονομικό προστατευτισμό που αποσκοπεί στην επιβολή δασμών στα εισαγόμενα εμπορεύματα, αλλά και περιορισμών στο ξένο εργατικό δυναμικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νόμος «περί προστασίας της εθνικής εργασίας» του 1893 επικεντρώνεται σε μέτρα για την ταυτοποίηση αλλοδαπών εργαζόμενων. Ο προστατευτισμός, που αποτελεί φρένο για την αστυφιλία, επιδεινώνει την έλλειψη εργατών στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες των πόλεων. Η μαζική προσφυγή στη μετανάστευση επιβάλλεται ακριβώς τη στιγμή που πολλαπλασιάζονται οι πάσης φύσεως διακρίσεις εις βάρος των αλλοδαπών.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η περίοδος ανοικοδόμησης που ακολουθεί βαθαίνουν ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στις συνιστώσες του εργατικού κόσμου. Στους καλύτερα προστατευόμενους τομείς της οικονομίας (σιδηρόδρομοι, Ταχυδρομείο, δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ.), διατηρείται η τριμερής συνδιαχείριση (εργοδοσία, κράτος, συνδικάτα), θεσμοθετημένη την εποχή του πολέμου, στο όνομα της Ιερής Εθνικής Ενότητας. Σε αυτούς ακριβώς τους κλάδους στρατολογεί το μεγαλύτερο μέρος των μελών της η ρεφορμιστική CGT.
Αντίθετα, στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες το εργατικό κίνημα καταρρέει μετά την αγριότατη καταστολή των εξεγερσιακών απεργιών της περιόδου 1919-1920. Όπως κατέδειξαν ο Έντουαρντ Σόρτερ και ο Σαρλ Τιγί, στις επιχειρήσεις με περισσότερους από 500 εργάτες, εκεί όπου πριν από το 1914 είχε επιδειχθεί η μεγαλύτερη μαχητικότητα, κατά τη δεκαετία του 1920 παρατηρήθηκε η πλέον έντονη υποχώρηση των απεργιών (7). Η ύφεση των κινητοποιήσεων εξηγείται από δύο λόγους. Στη βαριά βιομηχανία των βόρειων και των ανατολικών περιοχών της χώρας, η μαζική προσφυγή στους μετανάστες προκειμένου να αντικατασταθούν οι εργάτες που είχαν σκοτωθεί στις μάχες ή είχαν εγκαταλείψει τις πληγείσες από τον πόλεμο περιοχές, είχε ως αποτέλεσμα την έντονη εξασθένιση των αγωνιστικών παραδόσεων που είχαν σφυρηλατηθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Στον κλάδο της μεταποίησης, καινούργια εργοστάσια κάνουν την εμφάνισή τους στις παρυφές και στα προάστια των μεγάλων πόλεων. Προσελκύουν ειδικευμένους εργάτες, οι οποίοι επιλέγουν να στραφούν προς ατομικές λύσεις, αλλάζοντας διαρκώς επιχείρηση ώστε να πουλήσουν την εργατική δύναμή τους στον εργοδότη που προσφέρει την καλύτερη αμοιβή. Αυτή η μαζική αστάθεια παρακωλύει τη συλλογική δράση, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGTU) (8).
Η νέα κρίση του καπιταλισμού, πυροδοτημένη από την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Γουόλ Στριτ τον Οκτώβριο του 1929, φτάνει στη Γαλλία σε δύο φάσεις. Μέχρι το 1933, οι επιπτώσεις της ήταν πολύ λιγότερο ορατές σε σχέση με τις γειτονικές χώρες, καθώς πλήττουν τα πλέον περιθωριακά τμήματα της γαλλικής βιομηχανικής κοινωνίας. Εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες εργαζόμενοι υποχρεώνονται να επιστρέψουν στις χώρες καταγωγής τους, ενώ οι εργάτες-αγρότες (οι οποίοι εξακολουθούν να είναι πολυάριθμοι στη Γαλλία) βρίσκουν στο περιβάλλον της υπαίθρου οικονομικούς πόρους που περιορίζουν την προσφυγή στο ταμείο ανεργίας.
Όμως, μετά το 1933, η ύφεση πλήττει την καρδιά του εργατικού κόσμου: αγγίζει όλο και περισσότερους Γάλλους, άντρες, ειδικευμένους, κατοίκους πόλεων απ’ ό,τι προηγουμένως. Η ανεργία παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις, τη στιγμή μάλιστα που το σύστημα παροχής σχετικών επιδομάτων βρίσκεται ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση. Η κοινωνική άνοδος πολλών ειδικευμένων εργατών μπλοκάρεται και έτσι υποχρεώνονται συχνά να εργαστούν σε θέσεις που παλαιότερα προορίζονταν για μετανάστες. Καθώς οι εργοδότες δεν διαθέτουν πλέον τους αναγκαίους πόρους για να επενδύσουν στην εκμηχάνιση των χειρωνακτικών εργασιών, στρέφονται σε αυτό που αποκαλούν «εξορθολογισμό της εργασίας». Η σύνδεση της αμοιβής με την απόδοση του εργάτη και η δημιουργία αλυσίδων παραγωγής αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς, κυρίως στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Αντίθετα απ’ ό,τι συχνά υποστηρίζεται, το κίνημα των απεργιών που χαρακτηρίζει το Λαϊκό Μέτωπο δεν έκανε την πρώτη εμφάνισή του την επομένη της εκλογικής νίκης της Αριστεράς, στις 3 Μαΐου του 1936. Η πραγματική αφετηρία του χρονολογείται από το 1933, όταν οι ειδικευμένοι εργάτες των μεγάλων εργοστασίων μηχανικών κατασκευών χτυπήθηκαν άμεσα από την οικονομική κρίση. Είναι η στιγμή όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να δρέπει τους καρπούς μιας στρατηγικής που έδινε προτεραιότητα στη δράση μέσα στην επιχείρηση. Εάν θα έπρεπε να αναζητήσουμε ένα γεγονός που πυροδότησε το κίνημα, θα μπορούσαμε εύκολα να επιλέξουμε το ατύχημα που συνέβη στις 6 Φεβρουαρίου 1933 στο εργοστάσιο της Ρενό στο Μπιγιανκούρ. Η έκρηξη ενός λέβητα προκάλεσε τον θάνατο οκτώ εργατών και τον τραυματισμό πολλών άλλων. Στην κηδεία τους, το αφεντικό (ο Λουί Ρενό) και ο σοσιαλιστής δήμαρχος βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις οικογένειες των θυμάτων, τους κομμουνιστές δημοτικούς σύμβουλους, τους συνδικαλιστές και είκοσι χιλιάδες εργάτες που κραύγαζαν: «Δολοφόνοι! Δολοφόνοι!». Το τραγικό αυτό γεγονός έγινε γνωστό σε ολόκληρη τη χώρα μέσω της «L’Humanité» (της εφημερίδας του ιστορικού σοσιαλιστή ηγέτη Ζαν Ζορές, η οποία πέρασε υπό τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1920) και συνέβαλε σημαντικά στη διαδικασία συγκρότησης μιας εργατικής ταυτότητας, η οποία δεν θα έπαυε να ισχυροποιείται κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών και ετών.
Όμως, και η πολιτική συγκυρία θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων. Στις 6 Φεβρουαρίου 1934, οι οργανώσεις της ακροδεξιάς καλούν σε μια διαδήλωση που καταλήγει σε βίαιες αναταραχές. Ο φόβος του πραξικοπήματος προκαλεί μια αντίδραση που επισπεύδει τις διαδικασίες ενοποίησης του εργατικού κινήματος και τη δημιουργία συμμαχιών μέσα στην Αριστερά, στο πλαίσιο ενός αντιφασιστικού μετώπου το οποίο ανοίγει τον δρόμο για το Λαϊκό Μέτωπο. Αυτό το ενωτικό αντανακλαστικό ενθαρρύνει τους εργαζόμενους να στρατευθούν στη συλλογική δράση. Οι απεργίες πολλαπλασιάζονται και επεκτείνονται σε πλήθος τομέων οικονομικής δραστηριότητας —και η πρωτοφανής εξέλιξη είναι ότι πλέον αποδεικνύονται συχνά νικηφόρες. Μία τέτοια κινητοποίηση αποτελεί απόδειξη του ουσιαστικού ρόλου που αρχίζουν να παίζουν οι γυναίκες μέσα στο κίνημα: τον Μάιο του 1935, περισσότερες από 2.000 εργάτριες σε μικρές βιοτεχνίες έτοιμων ενδυμάτων της περιοχής του Παρισιού απεργούν ενάντια στις μειώσεις μισθών. Και επιτυγχάνουν τον στόχο τους.
Ο αγώνας φέρνει αποτελέσματα
Η πρώτη αυτή φάση της ιστορίας του Λαϊκού Μετώπου είναι θεμελιώδους σημασίας, αφού εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι εργάτες συντονίζουν τις διεκδικήσεις και επινοούν τις μεθόδους δράσης που θα γενικευτούν την περίοδο Μαΐου – Ιουνίου του 1936. Από αυτήν την άποψη, εμβληματικό είναι το παράδειγμα της εργασιακής σύγκρουσης που ξεσπάει τον Νοέμβριο του 1935 στα σιδηρουργεία του Ομεκούρ στο Σαιν Σαμόν (ένα εργοστάσιο κατασκευής εξοπλισμού για το πολεμικό ναυτικό). Υποκινημένη από την απόρριψη των μέτρων «εξορθολογισμού της εργασίας», η απεργία συνοδεύεται (για πρώτη φορά) από κατάληψη των εγκαταστάσεων του εργοστασίου, που θα διαρκέσει πέντε εβδομάδες. Οι απεργοί εξασφαλίζουν όχι μόνο μισθολογικές αυξήσεις, αλλά και τη θέσπιση της εκπροσώπησης του προσωπικού στην επιχείρηση, καθώς και την κατάταξη των εργατών σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την εξειδίκευσή τους.
Η εκλογική νίκη του Μαΐου του 1936 μπορεί να θεωρηθεί η σπίθα που προκάλεσε το συνολικό φούντωμα των μικρών εστιών που είχε ανάψει ο μικρός πυρήνας των ειδικευμένων εργατών στις μεγάλες βιομηχανίες. Το κίνημα των απεργιών που συνοδεύονται από κατάληψη φτάνει στο αποκορύφωμά του τον Ιούνιο του 1936 (με 150 επιχειρήσεις σε κατάληψη). Η εργοδοσία δέχεται τότε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις, που στις 8 Ιουνίου καταλήγουν στις συμφωνίες του Ματινιόν (αύξηση μισθών, περιορισμός του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας στις 40 ώρες, καθιέρωση άδειας μετ’ αποδοχών, γενίκευση των συλλογικών συμβάσεων κ.λπ.). Όμως, οι κατακτήσεις αυτές δεν αποδεικνύονται αρκετές για να θέσουν τέλος στο κίνημα —το αντίθετο μάλιστα. Όταν τα πιο απομακρυσμένα από τη συνδικαλιστική και πολιτική δράση τμήματα του εργατικού κόσμου ανακαλύπτουν ότι ο αγώνας φέρνει χειροπιαστά αποτελέσματα, παίρνουν τη σκυτάλη. Στην πράξη, το κίνημα θα αγγίξει σχεδόν όλους τους κλάδους της οικονομίας, με εξαίρεση τους καλύτερα προστατευμένους τομείς (υπηρεσίες, δημόσιοι υπάλληλοι), οι οποίοι θα παραμείνουν πιστοί στο όραμα της συνεργασίας των τάξεων που προωθεί η ρεφορμιστική CGT.
Τελικά, το σημαντικότερο δίδαγμα που μπορούμε να αποκομίσουμε από το Λαϊκό Μέτωπο είναι ότι οι κοινωνικές διεκδικήσεις που οι ειδήμονες, οι κυβερνώντες και οι εργοδότες θεωρούσαν «ουτοπικές», «εξωπραγματικές», αν όχι «αυτοκτονικές», γίνονται θεμιτές όταν όσοι υφίστανται την κυριαρχία των ανώτερων τάξεων κατορθώνουν να δημιουργήσουν ευνοϊκούς συσχετισμούς δυνάμεων. Βέβαια, ο αγώνας δεν σταμάτησε τον Ιούνιο του 1936. Κατά τη διάρκεια των μηνών και των ετών που ακολούθησαν, οι συμφωνίες του Ματινιόν θα δέχονταν διαρκείς επιθέσεις από την εργοδοσία —και μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα εδραιωθούν πραγματικά εντός του γαλλικού δικαίου. Το ξήλωμα των εργατικών δικαιωμάτων που επιχειρείται σήμερα αναμφίβολα σηματοδοτεί μια νέα φάση σε αυτή τη μακρά ιστορία της πάλης των τάξεων.
Το Λαϊκό Μέτωπο μας δείχνει επίσης ότι οι απεικονίσεις της συλλογικής συνείδησης μιας κοινωνίας μπορούν να ανατραπούν όταν η εργατική τάξη κάνει τη φωνή της να ακουστεί. Στη Μπελ Επόκ, το κοινωνικό κίνημα είχε επιτρέψει την ορμητική είσοδο στο προσκήνιο της φιγούρας του εργάτη των ορυχείων της Βόρειας Γαλλίας. Το 1936, τη θέση του παίρνει ο μεταλλεργάτης του Μπιγιανκούρ, του εμβληματικού εργοστασίου της Ρενό. Βεβαίως, αυτός ο νέος χαρακτήρας, ενσαρκωμένος στον κινηματογράφο από τον Ζαν Γκαμπέν (στην ταινία «La Belle Equipe»), επισκιάζει τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι γυναίκες, οι μετανάστες και οι εργαζόμενοι από τις αποικίες μέσα στην τεράστια λαϊκή κινητοποίηση της περιόδου. Εντούτοις, ακόμα κι αν ο μεταλλεργάτης της Ρενό δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο ένα τμήμα του αγωνιζόμενου λαού, η παρουσία του επιβάλλει τον σεβασμό για ολόκληρο τον λαό. Η Δεξιά και η άκρα Δεξιά θα επιχειρήσουν να σπιλώσουν το κίνημα, υποστηρίζοντας ότι οι απεργίες καθοδηγούνται από τη Μόσχα και τους Μπολσεβίκους. Ωστόσο, ο Λεόν Μπλουμ δεν θα συμμεριστεί ποτέ αυτό το επιχείρημα.
Μισόν αιώνα αργότερα, η γαλλική κοινωνία βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπη με μια οικονομική κρίση που προκαλεί την κατάρρευση των προπυργίων της βαριάς βιομηχανίας (9). Τον Μάιο του 1981, η νίκη του Φρανσουά Μιτεράν πυροδοτεί ελπίδες στις λαϊκές τάξεις. Στην αυτοκινητοβιομηχανία εκδηλώνεται μια «συνδικαλιστική άνοιξη», όπου πρωτοστατούν οι εξειδικευμένοι εργάτες. Όμως δεν καταφέρνουν να παρασύρουν στον δρόμο τους τις υπόλοιπες συνιστώσες του εργατικού κόσμου. Ο συσχετισμός δυνάμεων είναι ανεπαρκής προκειμένου να προσδώσει στο κίνημα τη νομιμοποίησή του στον δημόσιο χώρο. Επηρεασμένος από τα μέσα ενημέρωσης που πολλαπλασιάζουν τα ρεπορτάζ με μουσουλμάνους να προσεύχονται μέσα στα εργοστάσια, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πιέρ Μορουά θα δηλώσει τον Ιανουάριο του 1983: «Οι κυριότερες δυσκολίες που εξακολουθούν να υφίστανται προέρχονται από τους μετανάστες εργάτες (…) που αυτοπροσδιορίζονται με βάση κριτήρια τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με τη γαλλική κοινωνική πραγματικότητα» (10). Το παραδοσιακό επιχείρημα της Δεξιάς, που αποσκοπεί στην απαξίωση των κοινωνικών αγώνων, παρουσιάζοντας τους απεργούς ως ταραχοποιούς και μίσθαρνα υποχείρια ξένων δυνάμεων, επικυρώθηκε από έναν πολιτικό που ανήκε στο ίδιο κόμμα και κατείχε το ίδιο αξίωμα με τον Λεόν Μπλουμ το 1936.
Εκείνη την ημέρα, το Λαϊκό Μέτωπο πέθανε οριστικά.
Στη φωτογραφία: Επισιτισμός των απεργών στα ορυχεία του Άρενμπεργκ κατά τη διάρκεια των μεγάλων απεργιών του 1936 στη Γαλλία (φωτ.: Compagnie des Mines d’Anzin, Cartes postales Delcampe).