«Όταν γίνεται λόγος για τη θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος χωρίς να διευκρινίζεται τι ακριβώς εννοούμε με αυτόν τον όρο, ισοδυναμεί με μια συζήτηση περί υιοθέτησης ενός αιλουροειδούς από μια οικογένεια, χωρίς ωστόσο και να διευκρινίζεται αν θα πρόκειται για γατάκι ή για τίγρη», παρατηρεί ο Όλι Κάνγκας, διευθυντής ερευνών του Kela, του φινλανδικού ινστιτούτου κοινωνικής προστασίας (1). Όμως, εδώ και μερικούς μήνες, αυτή η ιδέα βρίσκει ολοένα μεγαλύτερη απήχηση, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου –και οι πρώιμοι οπαδοί της δεν μπορούν να ξεφύγουν από την εντύπωση ότι, μπροστά στα ορθάνοιχτα από την έκπληξη μάτια τους, ξεπηδάνε γατάκια, τίγρεις κι ένα πλήθος παράξενα υβριδικά πλάσματα.
Βέβαια, όλος ο κόσμος συμφωνεί σε έναν στοιχειώδη ορισμό του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, από τη στιγμή της γέννησής του μέχρι τον θάνατό του, κάθε άτομο θα λαμβάνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα –χωρίς καμία προϋπόθεση και αντάλλαγμα– ένα ποσό το οποίο θα προστίθεται στα υπόλοιπα εισοδήματα που θα αποκομίζει (για παράδειγμα από την εργασία). Στις αριστερές εκδοχές της ιδέας προτείνεται ένα ποσό το οποίο θα προσεγγίζει τον κατώτατο μισθό (2) και, σε κάθε περίπτωση, θα είναι αρκετά υψηλό ώστε να καλύπτει τις βασικές βιοτικές ανάγκες (γύρω στα 1.000 ευρώ) : το εισόδημα αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει σε ένα άτομο να αρνηθεί μια θέση εργασίας την οποία θεωρεί μη ενδιαφέρουσα, ανθυγιεινή ή κακοπληρωμένη (3). Το ζητούμενο είναι να αναγνωριστούν έτσι οι διάφορες μορφές που μπορεί να λάβει η συμβολή κάθε ατόμου στην κοινωνία: εργασία (αμειβόμενη ή μη), επαγγελματική κατάρτιση (πριν από την είσοδο στην επαγγελματική ζωή ή επανακατάρτιση για αλλαγή επαγγέλματος), βοήθεια που παρέχεται στους οικείους, δραστηριοποίηση στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, καλλιτεχνική δημιουργία κ.λπ. Ένας από τους υπέρμαχους αυτής της μορφής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στη Γαλλία, ο Μπατίστ Μυλοντό (4), συνδέει την ιδέα και με άλλα δραστικά μέτρα για τη μείωση των ανισοτήτων: φόρος εισοδήματος με έντονα κλιμακούμενους φορολογικούς συντελεστές, φόρος επί της περιουσίας, καθιέρωση μέγιστου επιτρεπόμενου εισοδήματος (με κλίμακα από το 1 έως το 4) (5).
Στην άλλη άκρη του φάσματος, στη φιλελεύθερη εκδοχή του μέτρου –που θεωρητικοποιήθηκε από τον Αμερικανό οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν (1912-2006) (6)– το ποσό είναι τόσο χαμηλό ώστε κάποιος να μην μπορεί να αποφύγει την εργασία. Σε μια τέτοια περίπτωση, αντί να ενισχύει τη διαπραγματευτική εξουσία των εργαζόμενων, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα λειτουργούσε ως επιδότηση των εργοδοτών, που θα έμπαιναν στον πειρασμό να μειώσουν τους μισθούς. Επιπλέον, θα λειτουργούσε ως «οριστικός διακανονισμός», υποκαθιστώντας όλες τις υπάρχουσες κοινωνικές παροχές (υγείας, γήρατος, ανεργίας, οικογενειακών επιδομάτων κ.λπ.). Με λίγα λόγια, το εργαλείο αυτό θα μπορούσε να τεθεί στην υπηρεσία διαμετρικά αντίθετων κοινωνικών προγραμμάτων και κοσμοθεωριών. «Άλλοτε μας αντιμετωπίζουν ως νεοφιλελεύθερους κι άλλοτε ως κομμουνιστές», στενάζουν η Νικόλ Τεκ κι ο Γιουέ Γιν, μέλη του Γαλλικού Κινήματος για το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (MFRB), που ιδρύθηκε το 2013 και αριθμεί 900 περίπου μέλη.
Προς ποιον από τους δύο πόλους κλίνει σήμερα ο δημόσιος διάλογος; Περιέργως, οι αναλύσεις αποκλίνουν: ορισμένοι βλέπουν γατάκια, ενώ άλλοι βλέπουν τίγρεις. Στα δεξιά, ο μηχανικός Μαρκ ντε Μπασκιά, ένας από τους κυριότερους θεωρητικούς υποστηρικτές της ιδέας στη Γαλλία, παρατηρεί: «Δύο έρευνες που πραγματοποιήθηκαν με διαφορά ενός έτους σε μέλη πολιτικών κομμάτων αποδεικνύουν ότι η ιδέα αποκτά ολοένα και περισσότερο “αριστερή” χροιά. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενοχλητική εξέλιξη γιατί, εάν εκλαμβάνεται ως μια τρέλα των αριστεριστών, θα δυσκολευτεί ακόμη περισσότερο να προχωρήσει». Οι συνελεύσεις των Άγρυπνων, όπου συζητήθηκε διεξοδικά το ζήτημα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του σε σχέση με τον ισόβιο μισθό που θεωρητικοποίησε ο Μπερνάρ Φριό (7), δεν διόρθωσαν την κατάσταση…
Εξίσου ενοχλημένη, αλλά για τους εντελώς αντίθετους λόγους, είναι και η Κορίν Μορέν Νταρλέ, μέλος της εθνικής γραμματείας του γαλλικού Κόμματος της Αριστεράς (ΡG). Ανακάλυψε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα πριν από οκτώ περίπου χρόνια, μαζί με τον Μυλοντό, στους κόλπους του Mouvement Utopia (κίνημα στο οποίο συμμετέχουν μέλη των Πράσινων και του ΡG): «Για μένα παραμένει η πιο ανατρεπτική ιδέα στο πολιτικό πεδίο. Μόνο που σήμερα την βλέπω να υιοθετείται παντού, με μια μορφή που στερείται του αρχικού νοήματός της». Πράγματι, οι πειραματικές εφαρμογές της που γνώρισαν μεγάλη προβολή από τα μέσα ενημέρωσης, στην Ολλανδία και στην Φινλανδία για παράδειγμα, δεν έχουν τίποτα το επαναστατικό. Στις 20 ολλανδικές πόλεις που εξετάζουν το ενδεχόμενο υιοθέτησης του μέτρου, πρόκειται μάλλον για μια «μεταρρύθμιση της κοινωνικής προστασίας εμπνευσμένη από ορισμένες αρχές του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», διευκρινίζει ο οικονομολόγος Σίαρ Χουιμάκερς.
Στο Ελσίνκι, το Κόμμα του Κέντρου, που βρίσκεται στην κυβέρνηση από το 2015, έκανε καμπάνια υπέρ του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Σε αυτό βλέπει ένα μέσο για τη βελτίωση της κοινωνικής προστασίας σε ένα πλαίσιο λιτότητας, καθώς και για την ενθάρρυνση της απασχόλησης μέσω της ώθησης των δικαιούχων των κοινωνικών βοηθημάτων προς την αγορά εργασίας. Συνδυασμένο με μια θέση εργασίας, το ελάχιστο εισόδημα θα μπορούσε να εξουδετερώσει την «παγίδα της αεργίας», δηλαδή τον κίνδυνο η επιστροφή στην αμειβόμενη εργασία να καταλήγει σε μείωση του εισοδήματος λόγω της απώλειας των κοινωνικών παροχών, με αποτέλεσμα την εκ νέου επιλογή της ανεργίας. Το μέτρο υποστηρίζεται ευρύτατα από τον πληθυσμό της χώρας, αλλά και από τους Πράσινους και την Αριστερή Συμμαχία. Αναμένεται ότι μια οριστική έκθεση θα επιτρέψει την δρομολόγηση –στις αρχές του 2017– μιας διετούς πειραματικής εφαρμογής του μέτρου· ωστόσο, τα πρώτα στοιχεία που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα δείχνουν πως οι αρχικές φιλοδοξίες έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω. Το πιλοτικό πρόγραμμα προβλέπει ένα εισόδημα της τάξης των μόλις 550 ευρώ, στο οποίο μπορεί να προστεθεί η επιδότηση ενοικίου, και καταβάλλεται σε 10.000 άτομα. «Το πνεύμα είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο του ελβετικού δημοψηφίσματος [βλ. σχετικό θέμα στο επόμενο τεύχος]», επιμένει ο Ότο Λέχτο, μέλος του φινλανδικού τμήματος του Basic Income Earth Network (BIEN, Παγκόσμιο Δίκτυο για το Βασικό Εισόδημα). «Δεν τίθεται θέμα ούτε καταπολέμησης της φτώχειας ούτε καθιέρωσης του δικαιώματος στο εισόδημα, πόσο μάλλον της απελευθέρωσης από την εργασία».
Ακόμη λιγοστοί και συχνά απομονωμένοι εντός του κοινωνικού περιγύρου ή του πολιτικού σχηματισμού τους, οι Γάλλοι υπέρμαχοι του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος συντονίζουν τη δράση τους, χωρίς ωστόσο και να ξεχνούν όλα όσα τους χωρίζουν. «Συμπαθώ πολύ τον Μπατίστ [Μυλοντό], όμως είναι ιδεαλιστής», δηλώνει ο ντε Μπασκιά. «Και επιπλέον, όταν επιθυμείς να περιορίσεις τα εισοδήματα σε μια κλίμακα από το 1 έως το 4 είναι, όπως και να το κάνουμε, ένας σοβαρός περιορισμός των ατομικών ελευθεριών!». Παλαιότερα στον στενό κύκλο του Νικολά Σαρκοζί, ο βουλευτής Φρεντερίκ Λεφέμπρ, του (δεξιού) κόμματος των Ρεπουμπλικανών, υποψήφιος στις προκριματικές εκλογές του κόμματός του για το πρόσωπο που θα το εκπροσωπήσει στις προεδρικές εκλογές του 2017, αφηγείται πώς ο Ζυλιέν Μπαγιού, εκπρόσωπος Τύπου του Ευρώπη Οικολογία – Πράσινοι (EELV), τον πήγε σε μια κατάληψη της κολλεκτίβας Μαύρη Πέμπτη για να συζητήσει με έναν άστεγο σχετικά με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Τον Ιανουάριο του 2016, υπερασπίστηκε στην Εθνοσυνέλευση από κοινού με τη σοσιαλίστρια συνάδελφό του Ντελφίν Μπατό, στο πλαίσιο της συζήτησης του «Νόμου για την Ψηφιακή Δημοκρατία», τροπολογίες που ζητούσαν από την κυβέρνηση να παρουσιάσει στο Κοινοβούλιο επίσημη έκθεση για το κατά πόσο είναι εφικτή η καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. «Αναλαμβάνω πλήρως τη διακομματική διάσταση του διαβήματος αυτού», σχολιάζει η Μπατό. «Τα κόμματα δεν παράγουν πλέον ούτε μία καινούργια ιδέα. Τα ουσιώδη λαμβάνουν χώρα έξω από αυτά. Κι αυτό το ζήτημα δημιουργεί τομές, τόσο στο εσωτερικό τους όσο και έξω από αυτά. Δεν συμφωνούμε στα πάντα, οφείλουμε όμως να εργαστούμε για τη δημιουργία πλειοψηφιών συγκροτημένων γύρω από ιδέες».
Κανείς από τους συνομιλητές μας δεν διακηρύσσει ανοιχτά την πλήρη διάλυση του υφιστάμενου συστήματος κοινωνικής προστασίας. Ούτε καν ο Λεφέμπρ ή ο Γκασπάρ Κενίγκ, ιδρυτής της φιλελεύθερης δεξαμενής σκέψης Ελεύθερη Γενιά. Αν και το MFRB δηλώνει ότι «δεν ανήκει ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά», διευκρινίζει στον καταστατικό χάρτη του ότι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα «δεν θα πρέπει να αμφισβητεί τα δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά να συμπληρώνει και να βελτιώνει την υφιστάμενη κοινωνική προστασία». Θα μπορούσε να αντικαταστήσει ορισμένες από τις παροχές του συστήματος αλληλεγγύης που χρηματοδοτούνται από τη φορολόγηση, όπως το RSA (Εισόδημα Ενεργού Αλληλεγγύης) (8), κανείς όμως δεν υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να θιγεί το ασφαλιστικό καθεστώς που χρηματοδοτείται από τις εισφορές των ασφαλισμένων (συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, επιδόματα ανεργίας). Μονάχα τα οικογενειακά επιδόματα θα αντικαθίσταντο από τη χορήγηση σε κάθε παιδί ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, το ύψος του οποίου θα ήταν χαμηλότερο από εκείνο των ενηλίκων.
Μία εξαίρεση υπάρχει μόνο: σε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Μάιο (9), το ίδρυμα Ζαν Ζορές, προσκείμενο στο γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, προτείνει τρία σενάρια χρηματοδότησης όπου κυριαρχεί το μέλημα «να μην δημιουργηθεί περαιτέρω υπερχρέωση» –και έτσι προτείνουν χωρίς περιστροφές την αποψίλωση της κοινωνικής ασφάλισης. Το πρώτο προβλέπει τη χορήγηση ποσού 500 ευρώ τον μήνα σε όλους τους ενήλικες, με αντάλλαγμα την επί της ουσίας κατάργηση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και των επιδομάτων ανεργίας. Το δεύτερο, το οποίο οι συγγραφείς της έκθεσης θεωρούν ως το πλέον αξιόπιστο, προβλέπει ποσό 750 ευρώ, αλλά «ανακυκλώνει» και τις συνταξιοδοτικές παροχές. Το τρίτο προβλέπει ποσό 1.000 ευρώ με τις ίδιες προδιαγραφές, αλλά προϋποθέτει επιπλέον παρακρατήσεις. Εμβρόντητος, ο Ζαν-Ερίκ Υαφίλ, μέλος του MFRB και οικονομολόγος, ο οποίος ετοιμάζει μια διδακτορική διατριβή πάνω στο οικουμενικό εισόδημα, κατήγγειλε τις «χονδροειδείς βλακείες» που περιέχονται στην έκθεση, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με τον Ζερόμ Ερικούρ, συντονιστή της ομάδας εργασίας του ιδρύματος, που έγινε στις 26 Μαΐου 2016 σε ένα παρισινό καφέ. «Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι απόλυτα συμβατό με την κοινωνική προστασία και με τις υψηλές δημόσιες δαπάνες!», εξερράγη. Αμήχανος, ο Ερικούρ απάντησε ότι οι συντάκτες της έκθεσης δεν έβλεπαν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως «την ορθή λύση για τα προβλήματα του 21ου αιώνα», αλλά δεν θέλησαν να το διευκρινίσουν μέσα στο κείμενο, το οποίο συντάχθηκε «με πνεύμα ουδετερότητας». Ουδετερότητας τόσο μεγάλης, ώστε τα σενάρια που επεξεργάστηκαν με μισή καρδιά αναπαράχθηκαν από τον Τύπο λες και επρόκειτο για τις εισηγήσεις τους…
Το ίδιο ποσό για τον καθένα, όποια κι αν είναι η κατάστασή του: όλοι οι υπέρμαχοι του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος συμφωνούν ότι πρέπει να σταματήσει η εισβολή στην ιδιωτική ζωή που συνεπάγεται το σημερινό σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης, του οποίου οι παροχές δίνονται υπό όρους (ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση, το εισόδημα κ.ο.κ.). «Είναι απαράδεκτο να πληρώνονται ελεγκτές για να πηγαίνουν να μετρήσουν τις οδοντόβουρτσες στο μπάνιο των δικαιούχων του RSA, προκειμένου να διαπιστώσουν μήπως συζούν με κάποιο άτομο (10), τη στιγμή που αυτοί οι άνθρωποι το μόνο που θέλουν είναι να χορτάσουν την πείνα τους!», εκτιμά ο ντε Μπασκιά. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Κενίγκ: «Οφείλουμε να αγωνιστούμε ενάντια στη φτώχεια με τρόπο περισσότερο αποτελεσματικό και λιγότερο πατερναλιστικό, προσφέροντας στον κόσμο το ελάχιστο ποσό που χρειάζεται για να ζήσει, δίχως να ανακατευόμαστε στην προσωπική ζωή του ή να ελέγχουμε κατά πόσον είναι αφοσιωμένος στην αξία της εργασίας». Εξάλλου, η εξοικονόμηση πόρων που θα προέκυπτε από τη χορήγηση ενός ποσού χωρίς όρους θα συνεισέφερε στη χρηματοδότηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος: ο κ. Λεφέμπρ υπογραμμίζει το κόστος που συνεπάγεται σήμερα «η παραγωγή του νομοθετικού πλαισίου, η διεκπεραίωση των αιτημάτων του κοινού, ο έλεγχος των δικαιούχων και οι κυρώσεις κατά των παραβατών». Επισημαίνει επίσης τον «ενάρετο κύκλο» των εξοικονομήσεων που θα προέκυπταν χάρη σε αυτό το μέτρο: «Μικρότερη παραβατικότητα, χαμηλότερες δαπάνες υγείας, υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο…». Αντίθετα δε με τις υπόλοιπες προσωπικότητες της Δεξιάς που έχουν υιοθετήσει το μέτρο, έχει ταχθεί υπέρ ενός υψηλού ποσού, «μεταξύ 800 και 1.000 ευρώ».
Μείγμα τόλμης και διστακτικότητας
Η επανεμφάνιση της έννοιας στην Ευρώπη, με την ονομασία «οικουμενικό επίδομα» οφείλεται στον Βέλγο φιλόσοφο Φιλίπ βαν Παρέις, στις αρχές της δεκαετίας του 1980,. Πρώην μέλος του κόμματος των Οικολόγων, θεωρεί ότι η αναγνώριση της δυνατότητας κάθε ατόμου να οργανώνει τη ζωή του και την εργασία του όπως εκείνο επιθυμεί ανατρέπει τα διανοητικά βολέματα τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς. Όπως διηγείται, «κατά τη διάρκεια μιας παρέμβασής μου ενώπιον του φλαμανδικού Φιλελεύθερου Κόμματος ρώτησα: “Ποιος από εσάς θεωρεί ότι η ελευθερία είναι μια αξία που έχει πρωταρχική σημασία;” Όλος ο κόσμος σήκωσε το χέρι του. Στη συνέχεια, πρόσθεσα: “Και τώρα, ποιος από εσάς πιστεύει ότι μονάχα οι πλούσιοι πρέπει να έχουν αυτήν τη δυνατότητα;” Αντίθετα, μια συνάντησή μου με μέλη ελληνικών, ισπανικών και ιταλικών πολιτικών κινήσεων –του ΣΥΡΙΖΑ, των Podemos και της Rifondazione Comunista– στο Μπάρι της Απουλίας, μου έδωσε την ευκαιρία να αναρωτηθώ μήπως η Αριστερά κακώς περιορίζεται στην υπεράσπιση του κράτους και της ισότητας, εγκαταλείποντας την αξία της ελευθερίας στη Δεξιά».
Προφανώς, εξακολουθούν να υφίστανται θεμελιώδεις διαφορές: ο Κενίγκ και ο ντε Μπασκιά, οι οποίοι έχουν εκπονήσει ένα κοινό πρόγραμμα, έχουν ως στόχο την καταπολέμηση της φτώχειας, όχι όμως και των ανισοτήτων (11). Προτείνουν έναν αρνητικό φόρο (επίδομα) 450 ευρώ ανά ενήλικα και 225 ευρώ ανά τέκνο, χρηματοδοτημένο από έναν φόρο με ενιαίο συντελεστή 23% για όλα τα εισοδήματα (12). Προκειμένου να περιοριστούν οι επιπτώσεις ενός τέτοιου τύπου φορολόγησης στην αναδιανομή των εισοδημάτων, προτείνουν αύξηση των εισφορών επί της περιουσίας, κατάργηση των απαλλαγών για τα εισοδήματα που προέρχονται από ακίνητα ή από τον χρηματοοικονομικό τομέα κ.ο.κ. «Όλα αυτά δεν θα άλλαζαν σχεδόν καθόλου την υφιστάμενη ισορροπία της κατανομής του πλούτου στη Γαλλία», εξηγεί ο ντε Μπασκιά. «Οι πλούσιοι θα κέρδιζαν κάτι λιγότερο και οι φτωχοί κάτι περισσότερο. Θα εξορθολογιζόταν όμως το σύστημα: θα έμπαινε τέλος στον στιγματισμό και τον κρατικό πατερναλισμό, θα εξαλείφονταν τα φαινόμενα που οδηγούν στην επιλογή της αεργίας έναντι της χαμηλά αμειβόμενης απασχόλησης –και επιπλέον θα αντιμετωπιζόταν αποτελεσματικά η ακραία φτώχεια». Βασίζονται σε έναν «απόλυτο» και όχι «σχετικό» ορισμό της φτώχειας καθώς η τελευταία, εκτιμά ο Κενίγκ, αποτελεί ουσιαστικά προϊόν «ζήλειας»: «Δεν θα έπρεπε να σας νοιάζει που κάποιοι άλλοι γίνονται πολύ πλούσιοι, τη στιγμή που εσείς έχετε την αίσθηση ότι ζείτε καλά».
Ποια άλλα επιχειρήματα θα δικαιολογούσαν την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος; Όλοι οι συνομιλητές μας επικαλούνται τον αριθμό των θέσεων εργασίας που είναι καταδικασμένες να εξαφανιστούν εξαιτίας της αυτοματοποίησης και της ψηφιοποίησης της παραγωγής. Στην Ελβετία, οι πρωτεργάτες της πρωτοβουλίας «Για ένα άνευ όρων ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» παρέλασαν στους δρόμους μεταμφιεσμένοι σε ρομπότ που εκδήλωναν την επιθυμία τους να εργαστούν, παίρνοντας τις δουλειές των ανθρώπων. Εντούτοις, μια πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ μετριάζει τις εκτιμήσεις παλαιότερων μελετών που πρόβλεπαν «μαζική ανεργία, οφειλόμενη στην τεχνολογία»: εκτιμά ότι μόνο 9% των θέσεων εργασίας «παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο αυτοματοποίησης», προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι οι πλέον εκτεθειμένοι εργαζόμενοι είναι εκείνοι «με το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης (13)».
«Το 9% θα ήταν ήδη ένα τεράστιο ποσοστό», σχολιάζει ο Υαφίλ. «Ιδίως αν προστεθεί στο τρέχον ποσοστό ανεργίας! Ωστόσο, δεν πιστεύω στη ρητορική περί του “τέλους της εργασίας”. Για παράδειγμα, η μετάβαση σε ένα οικολογικό μοντέλο δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Και όπως υποστηρίζει ο οικονομολόγος Ζαν Γκαντρέ, όταν ο στόχος είναι η χαμηλότερη οικονομική μεγέθυνση, αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα και λιγότερες θέσεις εργασίας –το αντίθετο μάλιστα! Θα πρέπει όμως να είμαστε σε θέση να ανησυχούμε για την ποιότητα των θέσεων εργασίας και όχι για την ποσότητά τους. Και, ακόμα και αν επιτυγχανόταν η πλήρης απασχόληση, θα απαιτούνταν ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ώστε καθένας να έχει τη δυνατότητα να επιλέγει την εργασία του και όχι να την υφίσταται». Ο λίβελος του Αμερικανού ανθρωπολόγου Ντέιβιντ Γκρέμπερ, σημαντικής μορφής του κινήματος Occupy Wall Street, ενάντια στις «bullshit jobs» (τιποτένιες θέσεις εργασίας, χωρίς ενδιαφέρον και κοινωνική χρησιμότητα), είχε σημαντική απήχηση (14). Ένας ακόμη οπαδός του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ο Έλληνας πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, εκτιμά ότι η δυνατότητα να αρνηθεί κάποιος μια θέση εργασίας είναι «θεμελιώδους σημασίας, τόσο για μια πολιτισμένη κοινωνία όσο και για μια αγορά εργασίας που λειτουργεί σωστά (15)».
Το ζητούμενο είναι επίσης να διασφαλιστεί η ελευθερία επιλογής των προσωπικών διαδρομών σε μια στιγμή γενικευμένης επισφάλειας –με τον κίνδυνο να παγιωθεί η ανισόρροπη διανομή του πλούτου ανάμεσα στους μισθούς και στα κέρδη. Κάτι τέτοιο γίνεται φανερό όταν ο κ. Λεφέμπρ αναφέρει το παράδειγμα του Earned Income Tax Credit, μέσω του οποίου το αμερικανικό κράτος συμπληρώνει το εισόδημα ορισμένων φτωχών εργαζομένων. Υπάρχει και ένας ακόμη σκόπελος: ότι η καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος μετατρέπεται σε αφορμή για την κατεδάφιση του εργατικού δικαίου και των μισθολογικών κατακτήσεων, με τον τρόπο που γίνεται από επιχειρήσεις όπως η Uber (16). Όπως συνοψίζει η Ντελφίν Μπατό: «Οφείλουμε να δημιουργήσουμε έναν νέο κοινωνικό συμβιβασμό, πιο προσαρμοσμένο στη δική μας εποχή από εκείνον που μας κληροδότησε η Απελευθέρωση (17), χωρίς όμως και να μετατραπεί το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα σε δεκανίκι για την “ουμπεροποίηση” των πάντων.» Πως όμως μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι’ αυτό;
Τα πάντα εξαρτώνται από τη διαπραγματευτική δύναμη που θα έδινε στους εργαζομένους το ύψος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματός τους, καθώς επίσης και το επίπεδο της φορολόγησης και της αναδιανομής του πλούτου. Όμως, ως προς αυτά τα ζητήματα, η μεγάλη διστακτικότητα πολλών υπερμάχων του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος έρχεται σε αντίθεση με την τόλμη της ιδέας που εκφράζουν. Ο βαν Παρέις συνηγορεί υπέρ μιας σταδιακής καθιέρωσης του μέτρου, ξεκινώντας με τη χορήγηση ενός χαμηλού ποσού. Όμως, αντιτείνει ο Μυλοντό, «τίποτα δεν μας εγγυάται ότι ένα χαμηλό ποσό στη συνέχεια θα αυξηθεί». Το MFRB εξυμνεί τις χειραφετικές δυνατότητες αυτού του μέτρου και την «αλλαγή παραδείγματος» που θα μπορούσε να επιφέρει, ωστόσο εκφράζει την ικανοποίησή του για όλα τα σχέδια που παρουσιάζονται, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προτείνουν χορήγηση ενός χαμηλού ποσού, αντίστοιχου λίγο-πολύ με το σημερινό RSA. Η οργάνωση συνεργάστηκε ακόμα και με την υπερσυντηρητική Κριστίν Μπουτέν (18), πρόεδρο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, όταν πρότεινε ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ύψους 400 ευρώ. Μια τοποθέτηση συνεπής με την απολιτική στάση του κινήματος, αλλά που απωθεί τον Μυλοντό, ο οποίος δεν εντάχθηκε ποτέ στο MFRB. Καλύτερα «καθόλου, παρά ένα εγγυημένο εισόδημα της πλάκας. Δεν αποδέχομαι άνευ όρων οποιαδήποτε πρόταση για την χορήγηση εισοδήματος σε όλους», λέει. Αλλά και η Μορέλ Νταρλέ αποκρούει με τη σειρά της κάθε «φετιχισμό».
Όταν τίθεται το ζήτημα της χρηματοδότησης του μέτρου, το επιχείρημα του «ρεαλισμού» και του «πραγματισμού» σηματοδοτεί μια μάλλον μοιρολατρική αποδοχή του υπάρχοντος πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων. Το MFRB συμμετέχει στην εκστρατεία «Ποσοτική χαλάρωση για τον λαό», που αγωνίζεται ώστε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να θέσει την πρωτοβουλία της για δημιουργία χρήματος στην υπηρεσία των πολιτών και όχι των ιδιωτικών τραπεζών. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο βλέπει την ευκαιρία να τεθούν οι βάσεις για ένα ευρωπαϊκό οικουμενικό εισόδημα. Εξάλλου, η ΕΚΤ δεν αποκλείει την προσφυγή στο «χρήμα από το ελικόπτερο», που μοιράζεται εξίσου σε όλους, προκειμένου να τονωθεί η κατανάλωση. Όμως, το MFRB αποδεικνύεται πολύ πιο διστακτικό στο ζήτημα των ανισοτήτων. Ο Υαφίλ θεωρεί περιττό «να χτυπάμε τους πλούσιους», καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να αυξηθεί η φοροδιαφυγή, και ζητά μια «κεντρώα» και «συναινετική» προσέγγιση, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποδοχή του μέτρου. «Την εποχή της Απελευθέρωσης, τα αφεντικά προσπαθούσαν να κρατήσουν χαμηλό προφίλ γιατί είχαν συνεργαστεί με τον κατακτητή. Κάτι τέτοιο πλέον δεν ισχύει!», παρατηρεί η Μαρτίν Αλκορτά, αντιπρόεδρος (από τους Πράσινους – EELV) του περιφερειακού συμβουλίου της Ακουιτανίας, η οποία προετοιμάζει την πειραματική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ο ντε Μπασκιά εκτιμάει ότι, μέχρι να καταστεί δυνατόν να συγκεντρωθεί μια πλειοψηφία γύρω από την αριστερή εκδοχή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, θα χρειαστούν «ένας ή δύο πόλεμοι»… Η υπόθεση ότι θα υπάρξει επιτέλους αποτελεσματική πάταξη της φοροδιαφυγής (19), κάτι που εύχονται πολλοί υπέρμαχοι του μέτρου, τον κάνει να χαμογελάει: «Αν υπήρχε πραγματική βούληση να μπει τέλος σε αυτήν την κατάσταση, θα το είχαμε κατορθώσει εδώ και πολύ καιρό!».
Όπως κάθε προοδευτικό πρόγραμμα, η αριστερή εκδοχή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος προσκρούει στην απουσία μιας εξουσίας που θα μπορούσε να το υλοποιήσει. Σε αυτό προστίθεται, στον βαθμό που μια τέτοια πρόταση κερδίζει μεγάλη δημοφιλία, ο ολοένα μεγαλύτερος κίνδυνος της αλλοίωσης. Όσο κι αν η ιδέα της καθιέρωσης ενός οικουμενικού εισοδήματος ακόμη προκαλεί επί της ουσίας αδιαφορία ή αποδοκιμασία, μοιάζει σε ορισμένους βολική σανίδα σωτηρίας, δεδομένου ότι στη Γαλλία πλησιάζουν οι βουλευτικές και οι προεδρικές εκλογές του 2017 μέσα σε μια συγκυρία έλλειψης νέων ιδεών και απαξίωσης της πολιτικής δράσης. Την περασμένη άνοιξη, ενώ μαινόταν η μάχη ενάντια στον νόμο της κυβέρνησης Βαλς για τα εργασιακά, ο Γκυγιόμ Ματελιέ, σοσιαλιστής δήμαρχος της πόλης Αμπιγύ της Άνω Σαβοΐας και συντάκτης μιας διατριβής για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, δήλωνε ότι ο γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς τον επιφόρτισε να «προωθήσει την ιδέα» στο εσωτερικό του κόμματος, αν και ο ίδιος την αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό. Όσο για τον πρωθυπουργό Μανυέλ Βαλς, δήλωσε στις 19 Απριλίου στο Facebook ότι επιθυμεί «να δρομολογήσει το ζήτημα του οικουμενικού εισοδήματος», προσθέτοντας αμέσως μετά ότι δεν θα πρόκειται για ένα επίδομα που θα «χορηγείται σε όλους», καθώς «κάτι τέτοιο θα είχε υπερβολικό κόστος και δεν θα είχε κανένα νόημα». Με άλλα λόγια: δεν υπάρχει πρόβλημα να καθιερωθεί το οικουμενικό εισόδημα, αρκεί μονάχα να μην είναι… οικουμενικό!
Σε κάθε περίπτωση, πώς να ελπίζουμε στην εδραίωση της νομιμοποίησης του δικαιώματος στο οικουμενικό εισόδημα σε μια κοινωνία που στραγγαλίζεται από τη λιτότητα και σφυροκοπείται από μια ρητορική η οποία στάζει χολή εναντίον «της τεμπελιάς των φτωχών που περιμένουν να τους πληρώνει το κράτος», όπου η αντίληψη για την εργασία ακόμη κυριαρχείται, όπως παρατηρεί ο Ματελιέ, «από τον μύθο του προπατορικού αμαρτήματος»; Η Μορέλ Νταρλέ μάς καλεί να είμαστε δύσπιστοι απέναντι στις βιαστικές κινήσεις: «Εάν όντως επείγει να ληφθούν μέτρα, προτιμώ να επιμείνουμε στην αύξηση του βασικού μισθού ή στη μονιμοποίηση των συμβασιούχων του δημόσιου τομέα. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα, μιλάμε για ανάκτηση χαμένων κοινωνικών κεκτημένων, ενώ όσον αφορά το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μιλάμε για νέες κοινωνικές κατακτήσεις. Εξάλλου, ο διάλογος που έχει πυροδοτηθεί μού φαίνεται εξίσου σημαντικός με την εφαρμογή του μέτρου. Το ταξίδι είναι εξίσου σημαντικό με τον προορισμό! Και μόνο η αναφορά της ιδέας πυροδοτεί παθιασμένες συζητήσεις γύρω από το πώς θέλουμε να είναι η ζωή μας και για το πώς θέλουμε να είναι οργανωμένη η κοινωνία…». Δεν πρέπει να βιαστούμε, πρέπει να έχουμε χρόνο για να διεξάγουμε αυτήν την πολιτισμική και πολιτική μάχη: ίσως αυτός να είναι ο καλύτερος τρόπος για να είμαστε σίγουροι πως, όταν βάλουμε το γατάκι μέσα στο σαλόνι, δεν θα μετατραπεί σε τίγρη που θα κατασπαράξει τους ιδιοκτήτες της.