Ένας παχύσαρκος άντρας με καταλεκιασμένο μπλουζάκι, αραγμένος στον καναπέ με αποβλακωμένο ύφος, μπροστά σε μια πίτσα και κάμποσα κουτάκια μπύρας. Στην Ελβετία, η αφίσα των αντιπάλων της λαϊκής πρωτοβουλίας «Για ένα άνευ όρων ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» καταδεικνύει την ισχύ των φαντασιώσεων γύρω από την τεμπελιά των φτωχών. Για να τον χλευάσουν ακόμα περισσότερο, του είχαν φορέσει ένα χάρτινο στέμμα. Μάλιστα, οι πρωτεργάτες της πρωτοβουλίας, οι οποίοι πέτυχαν τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος, μοίραζαν χάρτινα στέμματα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, μετατρέποντας αυτό το αντικείμενο σε σύμβολο της εξουσίας που το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα ξανάδινε σε κάθε άτομο πάνω στην ίδια του τη ζωή. Στις 5 Ιουνίου, η ουτοπική ιδέα τους απορρίφθηκε από το 77% του πληθυσμού (με τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα να ανέρχεται στο 46,4%). Ωστόσο, βρήκε περισσότερους οπαδούς στα καντόνια της Γενεύης, του Ιούρα και της Πόλης της Βασιλείας (γύρω στο 35%). Μάλιστα, σε ορισμένες συνοικίες της Ζυρίχης και της Γενεύης κυριάρχησε το «ναι».
Η πρόταση που υποβλήθηκε στους ψηφοφόρους δεν προσδιόριζε ούτε ποσό ούτε και τρόπο χρηματοδότησης. Υπήρχε μονάχα η αναφορά ότι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που θα καταβαλλόταν σε κάθε πολίτη ανεξάρτητα από την όποια αμειβόμενη εργασία του, θα έπρεπε να «επιτρέπει στο σύνολο του πληθυσμού να ζει αξιοπρεπώς και να συμμετέχει στη δημόσια ζωή». Ωστόσο, ήδη από την αρχή της εκστρατείας, οι εμπνευστές της πρότασης είχαν υπαινιχθεί το ποσό των 2.500 ελβετικών φράγκων (2.200 ευρώ) για κάθε ενήλικο και 625 φράγκων για κάθε παιδί: ένα ποσό μετά βίας υψηλότερο από το όριο φτώχειας (2.200 φράγκα) σε μια χώρα όπου το κόστος ζωής είναι ιδιαίτερα υψηλό. Θα αρκούσε σε έναν φοιτητή που συγκατοικεί με άλλους σε μια μικρή πόλη, όχι όμως «σε κάποιον μόνο και ασθενή στη Γενεύη ή στη Ζυρίχη», υπογραμμίζει ο Μπενίτο Περέζ, εκ των αρχισυντακτών της αριστερής εφημερίδας «Le Courrier». Αυτές οι δύο πόλεις περιλαμβάνονται στις πέντε ακριβότερες του κόσμου, σύμφωνα με την κατάταξη του Economist Intelligence Unit για το 2016. Εξάλλου, η ασφάλιση ασθενείας, αποκλειστικά ιδιωτική (1) (με τις εισφορές των εργαζομένων καλύπτεται μονάχα η σύνταξη και το επίδομα ανεργίας), μπορεί από μόνη της να εξανεμίσει έναν τέτοιο προϋπολογισμό.
Η πρωτοβουλία ξεκίνησε το 2012 στην γερμανόφωνη Ελβετία, στον απόηχο της επιτυχίας της ταινίας των Ένο Σμιντ και Ντάνιελ Χένι Le Revenu de base. Une impulsion culturelle, που κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο (2). «Η γενικευμένη επισφάλεια που παρατηρήθηκε στη γειτονική Γερμανία μετά την υιοθέτηση της μεταρρύθμισης Hartz IV το 2005 έπαιξε επίσης έναν ρόλο», παρατηρεί ο Ζυλιέν Ντυμπουσέ Κορτέ, μέλος του ελβετικού τμήματος του Basic Income Earth Network (BIEN, Παγκόσμιο Δίκτυο για το Βασικό Εισόδημα). Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, η κυβέρνηση της Ελβετίας, τάχθηκε εναντίον αυτής της πρότασης, επικαλούμενη το κόστος της και τους κινδύνους που εγκυμονούσε για την οικονομία. Οι Πράσινοι ήταν το μοναδικό κόμμα που την υποστήριξε. Ωστόσο, δεδομένης της αυτονομίας των κομματικών οργανώσεων σε επίπεδο καντονίου, επέτρεψε σε ορισμένες να υποστηρίξουν το «Ναι». Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Γενεύης, όπου η πρόταση στηρίχθηκε από όλα τα αριστερά κόμματα, από τους Σοσιαλιστές έως τους τροτσκιστές.
Έτσι, η προεκλογική εκστρατεία πραγματοποιήθηκε εκτός κομματικών μηχανισμών, με πλήθος κινήσεων εντυπωσιασμού. Όταν στις 5 Οκτωβρίου 2013 κατατέθηκε η πρόταση, μετά τη συλλογή των 100.000 υπογραφών που απαιτούνται για να γίνει δημοψήφισμα, οι πρωτεργάτες της άδειασαν στην Ομοσπονδιακή Πλατεία της Βέρνης οκτώ εκατομμύρια κέρματα των 5 λεπτών, ένα για κάθε κάτοικο της χώρας. Στις 14 Μαΐου 2016 επανέκαμψαν, συναρμολογώντας στη Γενεύη μια αφίσα εμβαδού 8.000 τετραγωνικών μέτρων, όπου φιγουράριζε «το μεγαλύτερο ερώτημα του κόσμου»: «Τι θα κάνατε εάν το εισόδημά σας ήταν εγγυημένο;», κατορθώνοντας ταυτόχρονα να μπουν στα ρεκόρ Γκίνες.
«Ειλικρινά τώρα, υπάρχει κάτι πιο μπαγιάτικο από τα ρεκόρ Γκίνες;», αναστενάζει ο Ντυμπουσέ Κορτέ, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι στον δικό του κύκλο αυτές οι θεαματικές ενέργειες εντυπωσίασαν πολύ. Συγγραφέας διδακτορικής διατριβής, ήδη από το 2000, για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και μέλος του Ελβετικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, παρατηρεί τους νεοφώτιστους με ένα μείγμα αμηχανίας και ενδιαφέροντος: «Τους λείπει η πολιτική κουλτούρα: πολλοί είναι οπαδοί της αποχής από τις εκλογές, ακόμα και των συνομωσιολογικών θεωριών. Ωστόσο, τα αριστερά κόμματα, που προσπαθούν μάταια να διευρύνουν την πολιτική βάση τους προωθώντας αντικαπιταλιστικά σχέδια, δεν μπορούν να περιφρονήσουν τόσο εύκολα τον ενθουσιασμό και την ικανότητα κινητοποίησης που επιδεικνύουν».
Αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τους τρόπους που υπονοήθηκαν για τη χρηματοδότηση του μέτρου, όπως η θέσπιση ενός μικρο-φόρου σε όλες τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, από την πληρωμή με κάρτα έως τις χρηματιστηριακές συναλλαγές υψηλής συχνότητας. Μόνο η ιδέα της παρακράτησης ενός φόρου στην πηγή, επί της παραγωγής των επιχειρήσεων, πριν από τον καταμερισμό σε μισθούς και κέρδη, του φαίνεται αποτελεσματική. Οικτίρει την επιφυλακτικότητα των εμπνευστών της πρωτοβουλίας, που προσπάθησαν να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη αντί να προβάλουν τον συγκρουσιακό χαρακτήρα του μέτρου. «Σε αυτή τη χώρα, οι άνθρωποι που ψηφίζουν είναι μάλλον ηλικιωμένοι και ανησυχούν εύκολα», δικαιολογεί ο Ραλφ Κούντιχ, πρόεδρος της BIEN Ελβετίας. «Μια ριζοσπαστική εκστρατεία δεν θα είχε επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα.»
Η πρόταση για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας. Με εξαίρεση την πρωτοβουλία «Ενάντια στις υπερβολικές και καταχρηστικές αμοιβές», που το 2013 εγκρίθηκε με ποσοστό σχεδόν 68%, τα τελευταία χρόνια οι Ελβετοί έχουν αποδειχθεί πολύ λίγο προοδευτικοί σε σχέση με κοινωνικά ζητήματα. Το 2012, το 66,5% των ψηφοφόρων απέρριψε την αύξηση της άδειας μετ’ αποδοχών κατά δύο εβδομάδες (από τις τέσσερις στις έξι), ενώ το 2014 το 73% απέρριψε την πρόταση για θέσπιση μεικτού βασικού μισθού 4.000 φράγκων (3.660 ευρώ). Ο Περέζ παρατηρεί μια «ταύτιση των συμφερόντων της χώρας με τα συμφέροντα των εργοδοτών», καθώς επίσης και την πεποίθηση ότι απαιτούνται «ακόμα μεγαλύτερες δόσεις οικονομικού φιλελευθερισμού για τη διάσωση της “ελβετικής εξαίρεσης”, ειδάλλως η χώρα θα παρασυρθεί στην καταστροφή από την ευρωπαϊκή κρίση και από το τέλος του τραπεζικού απορρήτου».
Ωστόσο, η προεκλογική εκστρατεία υπήρξε ιδιαίτερα ζωντανή. Πολλαπλασιάστηκαν τα σχετικά άρθρα, τα κείμενα γνώμης, οι πολιτικές συγκεντρώσεις και οι τηλεοπτικές εκπομπές. Όταν στις 25 Μαΐου η ιστοσελίδα της εφημερίδας «Le Temps» κάλεσε τους αναγνώστες της να συνομιλήσουν ζωντανά με τον Κούντιχ, καταρρίφθηκαν όλα τα ρεκόρ επισκεψιμότητας. Όπως και η πρωτοβουλία «Για μια Ελβετία χωρίς στρατό» του 1989 (απορρίφθηκε με 64%), έτσι και αυτή για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αποσκοπούσε προπάντων στην πυροδότηση του κοινωνικού διαλόγου. Και σε μεγάλο βαθμό το κατόρθωσε.