Μήπως οι Ευρωπαίοι ηγέτες ορισμένων χωρών-μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας θέλησαν να μιμηθούν το παράδειγμα του Ζοσέ Μανουέλ Μπαρόζο ο οποίος, όταν ολοκλήρωσε η θητεία του ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετατράπηκε σε λομπίστα της Goldman Sachs; Μήπως συνεπώς επωφελήθηκαν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ για να προετοιμάσουν μια στροφή στην καριέρα τους, ώστε στη συνέχεια να μετατραπούν σε συμβούλους κάποιας αμερικανικής εταιρίας οπλικών συστημάτων; Αυτή η καταφανώς παράλογη υπόθεση –ή τουλάχιστον ας ελπίζουμε ότι όντως πρόκειται για παράλογη υπόθεση– είναι εξίσου ανησυχητικά παράλογη με την απόφαση που έλαβαν στην συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην Βαρσοβία τον Ιούλιο: να αναπτυχθεί μια νέα δύναμη ταχείας επέμβασης 4.000 ανδρών στην Πολωνία ή στις Βαλτικές χώρες. Εντός του βεληνεκούς του ρωσικού πυροβολικού της Αγίας Πετρούπολης και του ναυστάθμου του ρωσικού στόλου της Βαλτικής.
Εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί την πικρία της ρωσικής ηγεσίας όταν το ΝΑΤΟ –μια δομή η οποία αποτελεί κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου και η οποία θα έπρεπε να είχε εξαφανιστεί μαζί με την ΕΣΣΔ (1) – συνεδριάζει στην πόλη όπου υπογράφηκε με πρωτοβουλία της Σοβιετικής Ένωσης, τον Μάιο του 1955, η σύσταση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το κλίμα επιδεινώθηκε από την δήλωση του Αμερικανού στρατηγού Κέρτις Σκαπαρότι, του νέου διοικητή των νατοϊκών δυνάμεων στην Ευρώπη, ότι «η δομή της διοίκησης» θα πρέπει να είναι «αρκετά ευέλικτη, έτσι ώστε να πραγματοποιείται με φυσικό τρόπο η μετάβαση από την ειρήνη στην πρόκληση και στη σύρραξη (2)». Είπατε «πρόκληση»; Ο Ουκρανός πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο, του οποίου η χώρα βρίσκεται σε ακήρυκτο πόλεμο με την Ρωσία, προσκλήθηκε στην πολωνική πρωτεύουσα, παρά το γεγονός ότι η χώρα του δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ.
Του δόθηκε λοιπόν η ευκαιρία να ακούσει τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών να υπενθυμίζει τη «σταθερή υποστήριξή του στις προσπάθειες της Ουκρανίας να υπερασπιστεί την εθνική κυριαρχία της και την εδαφική ακεραιότητά της απέναντι στη ρωσική επίθεση». Μετάφραση: οι δυτικές κυρώσεις ενάντια στη Μόσχα θα παραμείνουν σε ισχύ «για όσο χρονικό διάστημα η Ρωσία δεν εκπληρώνει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμφωνίες του Μινσκ (3)». Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της επιμένουν λοιπόν να αποσιωπούν τους ελιγμούς τής Ουκρανίας όσον αφορά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα, καθώς και την εκ μέρους της μη τήρηση των συμφωνιών του Μινσκ.
Γιατί υποδαυλίζεται με αυτόν τον τρόπο η ένταση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες και στη Ρωσία; Κάτι τέτοιο επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να εμποδίσει οποιαδήποτε προσέγγιση ανάμεσά τους. Και επιπλέον της εξασφαλίζει ότι, την επαύριο του «Brexit», ο πιο υπάκουος σύμμαχός της, το Ηνωμένο Βασίλειο, θα συνεχίσει να είναι στενά συνδεδεμένος με το στρατιωτικό μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου. Από την πλευρά του, το Βερολίνο, που μόλις αύξησε τον στρατιωτικό προϋπολογισμό του, εκτιμά ότι «αν δεν υπάρξει αλλαγή πορείας, η Ρωσία θα αποτελεί στο προβλέψιμο μέλλον πρόκληση για την ασφάλεια της ηπείρου μας (4)». Δύσκολα αποφεύγει κάποιος τον πειρασμό να υποστηρίξει ότι μια τέτοια διατύπωση θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει και για το ΝΑΤΟ.
Οι πολεμοχαρείς ιαχές της Ατλαντικής Συμμαχίας καλύφθηκαν από άλλους εκκωφαντικούς θορύβους. Ο Μπάρακ Ομπάμα υποχρεώθηκε να συντομεύσει τη παραμονή του στην Ευρώπη λόγω της δολοφονίας των αστυνομικών στο Ντάλας. Και, στο διάγγελμα που απηύθυνε για τον εορτασμό της 14ης Ιουλίου, λίγες ώρες πριν από το μακελειό στη Νίκαια, ο Φρανσουά Ολάντ μίλησε για την αμοιβή του κομμωτή του (5), όχι όμως και για τη διάσκεψη κορυφής της Βαρσοβίας, στην οποία η Γαλλία μόλις είχε δεσμευθεί να συμβάλει στην ανάπτυξη νατοϊκών στρατευμάτων στα σύνορα με τη Ρωσία.