Την επομένη της κατάρρευσης του 2008, η πρωτεύουσα της Ισλανδίας ήταν η απόλυτη εικόνα της κατάθλιψης. Το δάσος των γερανών που υψωνόταν την περίοδο της χρηματιστηριακής φούσκας είχε εξαφανιστεί. Τα ανολοκλήρωτα κτίρια του Ρέικιαβικ προσέφεραν στους παγωμένους ανέμους τα τσιμεντένια σωθικά τους. Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, υπερχρεωμένο, έχανε το σπίτι του ή πάσχιζε για να το διατηρήσει με αιματηρές οικονομίες. Στις δημοτικές εκλογές του 2010, οι παραζαλισμένοι ψηφοφόροι επέλεξαν για δήμαρχο έναν κωμικό ηθοποιό, τον Γιον Γκναρ.
Στην αρχή, η υποψηφιότητα αυτού του πανκ με τη βαριά δυσλεξία και την ταραχώδη διαδρομή (1), θαυμαστή του Τριστάν Τζαρά, του Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν και του Μιχαήλ Μπακούνιν, ήταν μια καθαρή παρωδία. Δήλωνε ότι ήθελε την εξουσία για «να γεμίσει τις τσέπες του χωρίς να κουράζεται» και για να επωφεληθεί «τοποθετώντας τους δικούς του σε θέσεις με παχυλές αμοιβές». Περιστοιχιζόταν από μουσικούς και ηθοποιούς, ιδιαίτερα από το περιβάλλον της τραγουδίστριας Μπιορκ, οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονταν «αναρχικοί σουρεαλιστές». Εξαγγέλλοντας ότι θα αθετήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις του, ο συνδυασμός του Καλύτερου Κόμματος πρότεινε τη διαγραφή όλων των χρεών, ταξίδια-έκπληξη για τους ηλικιωμένους, την υποχρεωτική παραμονή των ανδρών στο σπίτι ορισμένες ημέρες ή την εισαγωγή στη χώρα λευκών αρκούδων, σκίουρων και βατράχων.
Όταν έγινε δήμαρχος, ο Γκναρ συνεργάστηκε με τους σοσιαλδημοκράτες για να διοικήσει τον Δήμο, ο οποίος για πολλά χρόνια αποτελούσε προπύργιο του συντηρητικού Κόμματος Ανεξαρτησίας και συγκεντρώνει πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας. Τότε, ο Γκναρ υιοθέτησε έναν νέο ρόλο. Ο ζαμανφουτίστας προβοκάτορας έδωσε τη θέση του σε ένα πρόσωπο αφοπλιστικής ταπεινότητας. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας τον ακολούθησαν στο εγχείρημα διαφάνειας και συμμετοχικής δημοκρατίας που ξεκίνησε. Και αυτό το ασυνήθιστο πρόσωπο έγινε, κατά παράδοξο τρόπο, ο σωστός άνθρωπος στη σωστή στιγμή. Οι Ισλανδοί, τσακισμένοι από την ύφεση, δεν πίστευαν πια στις υποσχέσεις και αισθάνονταν ότι θα ήταν καλύτερο να κερδίσουν σε άλλα ζητήματα, όπως στην ποιότητα ζωής.
Η κρίση βοήθησε τον Γκναρ και τους φίλους του να μεταμορφώσουν μια πόλη όπου το «αμάξι» ήταν κυρίαρχο σε μια οικολογική, «προχωρημένη» πρωτεύουσα με ένα πολύ πυκνό δίκτυο ποδηλατόδρομων. Έχοντας περάσει βίαια από την αφθονία στην ύφεση, οι Ισλανδοί πούλησαν το τρίτο, ακόμη και το δεύτερο, αυτοκίνητό τους και η κυκλοφορία μειώθηκε. Οι ποδηλατόδρομοι στις δύο πλευρές των πεζόδρομων πολλαπλασιάστηκαν –γεγονός που, σήμερα, με την επιστροφή της ευημερίας και των μποτιλιαρισμάτων, προκαλεί εκνευρισμό στους οδηγούς.
Ο Γκναρ θέλησε να δώσει τον λόγο στους πολίτες. Υπερβαίνοντας όμως τα στενά συμφέροντα της κάθε συνοικίας. Δύο προγραμματιστές είχαν δημιουργήσει διαδικτυακές πλατφόρμες για μια «καλύτερη συνοικία» και ένα «καλύτερο Ρέικιαβικ». Ο Δήμος όχι μόνο δεν ένιωσε ότι παρακάμπτεται, αλλά τους ενθάρρυνε. Έτσι, οποιοσδήποτε κάτοικος μπορεί να πάρει μια πρωτοβουλία σε αυτές τις πλατφόρμες. Έτσι, ανοίγει μια συζήτηση: υπέρ ή κατά, με τους πολίτες να συμμετέχουν επώνυμα. Η πρωτοβουλία που συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη υποστήριξη εξασφαλίζει άμεση χρηματοδότηση. Όλες οι θέσεις πρέπει να εξηγούνται και να τεκμηριώνονται, γεγονός που αποκλείει τις φάρσες, τις εκδικητικές ενέργειες και τις κινήσεις εντυπωσιασμού.
Στις δημοτικές εκλογές του 2014, το πολιτικό κατεστημένο περίμενε τον Γιον Γκναρ στη γωνία. Αφού γεύτηκε την εξουσία, δεν θα γλυκαινόταν; Ήταν μέσα στη λογική των πραγμάτων: τελικά θα γινόταν ένας από αυτούς. Με τις δημοσκοπήσεις να τον εμφανίζουν στο απόγειο, ο Γκναρ ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει την πολιτική. Αρνήθηκε να αλλάξει γνώμη το 2016, μετά το επεισόδιο των «Panama Papers», όταν οι θαυμαστές του τού ζήτησαν να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η περιπέτεια συνεχίζεται για το Καλύτερο Κόμμα, το οποίο έχει μετονομαστεί σε «Λαμπρό Μέλλον». Αριθμεί έξι βουλευτές (Σ.τ.Μ.: τέσσερις μετά τις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 2016) και εξακολουθεί να ασκεί διοίκηση στον Δήμο του Ρέικιαβικ, στο πλαίσιο ενός συνασπισμού με επικεφαλής έναν σοσιαλδημοκράτη και τη συμμετοχή των οικολόγων της Αριστεράς και του κόμματος των Πειρατών.
Άλλοτε μουντή πρωτεύουσα μόλις έπεφτε η νύχτα, το Ρέικιαβικ, με την έκρηξη του τουρισμού, έχει γίνει μια πόλη ζωντανή, χαρούμενη, με δυναμισμό από τα πολλά πολιτιστικά γεγονότα και από ένα αίσθημα ασφάλειας που είναι μεταδοτικό. Ενώ συχνά κατηγορούνται ότι υποβαθμίζουν το φυσικό περιβάλλον, οι επισκέπτες έχουν κάνει την πόλη πιο οικολογική, καθώς μετακινούνται με τα πόδια, συνήθεια που οι κάτοικοι του Ρέικιαβικ είχαν εγκαταλείψει. Οπωσδήποτε προκάλεσαν την αύξηση της τιμής των ποτών, αλλά, χωρίς αυτούς, τα πολυάριθμα μπαρ και εστιατόρια που έχουν ανοίξει δεν θα υπήρχαν. Σοβαρό μειονέκτημα; Χρειάζονται χώροι. Οι γερανοί έχουν επιστρέψει. Η αριστερή δημοτική αρχή χορηγεί οικοδομικές άδειες για πολυτελή ξενοδοχεία, ενώ οι φτωχότεροι κάτοικοι δεν καταφέρνουν να βρουν στέγη. Η τεράστια επιτυχία του διαδικτυακού τόπου ενοικίασης ιδιωτικών καταλυμάτων Airbnb κάνει ακόμη λιγότερες τις κατοικίες που είναι διαθέσιμες όλον τον χρόνο και ωθεί τις τιμές προς τα πάνω. Η δεξιά αντιπολίτευση, που ήταν μέχρι πρόσφατα υπέρ της καταστροφής των παλαιών ξύλινων σπιτιών, ξεδιπλώνει τις αισθητικές ανησυχίες της και επικρίνει την τσιμεντοποίηση του κέντρου της πόλης.
Το 2010, ο Γκναρ υποσχόταν ένα όνειρο με προσιτή τιμή σε μια πρωτεύουσα χτυπημένη από τη φτώχεια. Η κατασκευή ανισόπεδων κόμβων στις οδικές αρτηρίες που συνδέουν τις απομακρυσμένες συνοικίες και η μέχρι τώρα αχαλίνωτη αστική εξάπλωση θα είναι αναμφίβολα το επίδικο των επόμενων δημοτικών εκλογών για μια κοινωνία που ευημερεί ξανά. Διαγράφεται μια πόλη δύο ταχυτήτων, με την κυριολεκτική έννοια του όρου: ένα κομψό κέντρο χωρίς αυτοκίνητα, όπου μπορείς άνετα να περπατήσεις, και κοινότυπα προάστια με υπερβολικά πολλά αυτοκίνητα που κινούνται σημειωτόν.