el | fr | en | +
Accéder au menu

Πώς ο Ερντογάν υπέταξε τον τουρκικό στρατό

Υπονόμευση

Η απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου του 2016 μάς υπενθυμίζει σε πόσο μεγάλο βαθμό ο τουρκικός στρατός εξακολουθεί να αποτελεί έναν εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα που έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει την ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων. Αυτός ο θεσμός, που ιδρύθηκε το 1923 και αποτελεί τον μακρινό κληρονόμο του εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων το 1826, αποτελεί προπάντων μια ισχυρότατη στρατιωτική δύναμη. Με δύναμη 800.000 ανδρών (1.500.000 εάν συμπεριλάβουμε τους έφεδρους και τους εξομοιούμενους με στρατιωτικούς άνδρες των σωμάτων ασφαλείας) είναι ο όγδοος στρατός παγκοσμίως και ο δεύτερος στρατός του ΝΑΤΟ μετά τον αμερικανικό. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου θεωρούνταν «πρώτη γραμμή άμυνας» απέναντι στην ΕΣΣΔ και στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, ενώ εξακολουθεί να αποτελεί κομβικό στοιχείο του νατοϊκού συστήματος. Μονάδες του επεμβαίνουν ως ειρηνευτική δύναμη σε αρκετές χώρες (Αφγανιστάν, Σομαλία, Κόσσοβο…), αλλά και σταθμεύουν στην Βόρεια Κύπρο. Αρκετές είναι εξαιρετικά εμπειροπόλεμες λόγω των επιχειρήσεων που διεξάγουν από το 1994 ενάντια στο κουρδικό αντάρτικο. Τέλος, και αυτό είναι λιγότερο γνωστό, ο τουρκικός στρατός (με προϋπολογισμό 25 δισ. δολαρίων, το 3% του ΑΕΠ) αποτελεί επίσης σημαντικότατο οικονομικό παράγοντα χάρη στην αμυντική βιομηχανία και στις διάφορες χρηματοοικονομικές του οντότητες (συνταξιοδοτικά ταμεία, τράπεζες, ιδρύματα…).

JPEG - 138.7 kio
Υποστηρικτές του Ερντογάν διαδηλώνουν στην Κωνσταντινούπολη εναντίον του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016 (φωτ.: Mstyslav Chernov).

Χάρη στον στρατιωτικό και στον οικονομικό πυλώνα του, ο τουρκικός στρατός ανέκαθεν διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή, αυτοανακηρυσσόμενος εγγυητής της κληρονομιάς του Κεμάλ Ατατούρκ (1), κυρίως στα ζητήματα του κοσμικού κράτους και της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Δεν δίστασε να παρέμβει ανοιχτά για να τερματίσει μια κρίση ή για να ανατρέψει μια κυβέρνηση, για παράδειγμα με τα πραξικοπήματα του 1960, 1971 και 1980. Το τελευταίο, εξαιρετικά βίαιο, στρεφόταν κυρίως εναντίον των κινημάτων της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής αριστεράς και συνέβαλε στην εδραίωση και στη διαιώνιση της κυριαρχίας των στρατιωτικών πάνω στην κοινωνία. Το Σύνταγμα της χούντας διεύρυνε και ενίσχυσε τα προνόμια του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ), οι θέσεις του οργάνου όπου κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί επιβλήθηκαν στις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Μια από τις συνέπειες του πραξικοπήματος του 1980 υπήρξε η εξάπλωση μέσα στις τουρκικές πολιτικές ελίτ της μιλιταριστικής νοοτροπίας και της εμμονής για την ασφάλεια. Καθώς οι στρατιωτικοί διέθεταν πολλούς θεσμικούς αλλά και άτυπους μοχλούς εξουσίας, μπορούσαν να επηρεάζουν την πολιτική ζωή με τρόπο περισσότερο συγκαλυμμένο απ’ ό,τι με τα πραξικοπήματα. Για παράδειγμα, τον Ιούνιο του 1997 προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης του Νετσμετίν Ερμπακάν, έναν μόλις χρόνο μετά την άνοδό του στην πρωθυπουργία. Ο Ερμπακάν, εμβληματική προσωπικότητα του τουρκικού ισλαμιστικού χώρου, εξωθήθηκε σε παραίτηση μετά από μια σειρά «αυστηρών» συστάσεων και προειδοποιήσεων του ΣΕΑ που υποστηριζόταν από μεγάλο τμήμα της κοινωνίας των πολιτών που αντιμετώπιζε εχθρικά την αμφισβήτηση των κοσμικών θεμελίων του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Ο Ερντογάν, αντλώντας διδάγματα από αυτό το επεισόδιο, διέσπασε το κόμμα του Ερμπακάν και δημιούργησε τον δικό του πολιτικό σχηματισμό, το Κόμμα για την Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη (ΑΚΡ). Μέχρι σήμερα, ο Τούρκος πρόεδρος (ο οποίος εξελέγη το 2014 και βρίσκεται στην εξουσία από το 2003 [ως πρωθυπουργός]) είχε κατορθώσει να αποφύγει την ανοιχτή αντιπαράθεση με τον στρατό χάρη στην πολιτική περιορισμού της ισχύος του που εφάρμοζε. Με νομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, το ΑΚΡ κατόρθωσε να περιορίσει την πολιτική εξουσία του στρατού. Ήδη από το 2003, στηριζόμενος στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., ο Ερντογάν επέβαλε την σταδιακή αποστρατιωτικοποίηση των πολιτικών θεσμών και αύξησε τον έλεγχο της κυβέρνησης στα αμυντικά ζητήματα. Στο όνομα της αναγκαίας σύγκλισης με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, οι στρατιωτικοί έχασαν το δικαίωμά τους να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους στο Υπουργικό Συμβούλιο και να παρεμβαίνουν στην κατάρτιση των εθνικών πολιτικών. Με την πάροδο του χρόνου, τους απαγορεύτηκε να συμμετέχουν σε πολλά όργανα [Συμβούλιο της Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΥӦΚ) που αποτελούσε σύνηθες πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στους υπέρμαχους του κοσμικού κράτους και στους ισλαμιστές, Ανώτατο Συμβούλιο Δημόσιων Οπτικοακουστικών Μέσων (RTÜK)…]. Ακόμα συμβολικότερη ήταν η περίπτωση των στρατοδικείων που αποτελούσαν την αιχμή της καταστολής τις δεκαετίες του 1980 και του 1990: στο εξής, δεν δικαιούνται πλέον να δικάζουν πολίτες.

Απέναντι σε αυτήν την υπονόμευση της εξουσίας της που επιχειρούσε το ΑΚΡ, η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση δεν παρέμεινε αδρανής. Χωρίς να αντιπαρατεθεί μετωπικά με τις αλλαγές, πολλαπλασίασε την κριτική και τις δημόσιες τοποθετήσεις. Όπως επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας Αχμέτ Ινσέλ, ο στρατός συμπεριφέρθηκε σαν ένα «οιονεί κόμμα» (2), παρά τον εσωτερικό κανονισμό του που επιτάσσει στις ένοπλες δυνάμεις να «παραμένουν υπεράνω οποιασδήποτε πολιτικής επιρροής και πολιτικών ιδεών». Το 2007, η αδυναμία της στρατιωτικής ηγεσίας να εμποδίσει –στο όνομα της υπεράσπισης του κοσμικού κράτους– την εκλογή του ισλαμοσυντηρητικού πρώην Υπουργού Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιουλ στην προεδρία της Δημοκρατίας σηματοδότησε την υπερίσχυση του ΑΚΡ απέναντι στον στρατό και τη διάβρωση της επιρροής του τελευταίου.

Με τη σταδιακή μεταρρύθμιση του τουρκικού θεσμικού πλαισίου, η προσφυγή στις δικαστικές μάχες και οι επικοινωνιακές εκστρατείες που αποσκοπούσαν στην αμαύρωση του κύρους ορισμένων αξιωματικών αποτέλεσαν το έτερο σκέλος της επιχείρησης καθυπόταξης του στρατού. Το 2007, η υπόθεση του «δικτύου Εργκένεκον» οδήγησε στη σύλληψη περισσότερων από διακοσίων αξιωματικών (ανάμεσά τους και τρεις στρατηγοί). Μετά την ανακάλυψη μιας γιάφκας με όπλα στην Κωνσταντινούπολη, η κυβέρνηση κατηγόρησε ένα κρυφό δίκτυο από ακροδεξιούς, στρατιωτικούς και αριστερούς κεμαλικούς ότι συνωμοτούσαν για να την ανατρέψουν και για να εκτελέσουν προσωπικότητες από τον χώρο των Κούρδων και των φιλοευρωπαίων. Η υπόθεση, που προβλήθηκε ιδιαίτερα από τα μέσα ενημέρωσης, παραμένει αμφιλεγόμενη: πολλοί από τους αξιωματικούς που κατηγορήθηκαν συνεχίζουν να διακηρύσσουν την αθωότητά τους. Ωστόσο, αμαύρωσε την εικόνα του στρατού σε μια χώρα όπου εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες ιδέες όπως «Κάθε Τούρκος γεννιέται στρατιώτης» ή «Το Τουρκικό έθνος είναι ένα στρατιωτικό έθνος» (3). Η εξασθένιση του στρατού μετά το σκάνδαλο «Εργκένεκον» εντάθηκε το 2010 με την υπόθεση «Βαριοπούλα» (Balyoz): στρατιωτικοί κατηγορήθηκαν ότι σχεδίαζαν τρομοκρατικές επιθέσεις που θα επέτρεπαν στον στρατό να καταλάβει την εξουσία. Πραγματοποιήθηκαν εκκαθαρίσεις· πολλοί από τους διωχθέντες ήταν κεμαλικοί και θα μπορούσαν κάποια στιγμή να αντιταχθούν στο ΑΚΡ.

Η καθυπόταξη του στρατού θα ήταν ανέφικτη δίχως τη βοήθεια του κινήματος Γκιουλέν. Οι συμπαθούντες του κινήματος (4) είχαν ισχυρή παρουσία στη δικαιοσύνη (εισαγγελείς, δικαστές) και κατέβαλαν πεισματικές προσπάθειες για τη δίωξη των κατηγορούμενων αξιωματικών. Εξάλλου, μέσω μιας εντυπωσιακής ανατροπής της κατάστασης, η επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στο ΑΚΡ και στους γκιουλενιστές έθεσε τέρμα στις διώξεις εναντίον ορισμένων στρατιωτικών και μάλιστα μερικοί αθωώθηκαν. Η συγκεκριμένη στροφή δείχνει ότι ο Ερντογάν αισθανόταν πλέον αρκετά ισχυρός ώστε να μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια να χαλαρώσει την πίεση που ασκούσε πάνω στον στρατό. Ίσως επειδή είχε περάσει μια θεμελιώδους σημασίας μεταρρύθμιση που του εξασφάλιζε τον έλεγχο του διορισμού της ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου (YAS). Αυτή η μείζονος σημασίας αλλαγή επιτρέπει στον ηγέτη της εκτελεστικής εξουσίας να παρεμβαίνει άμεσα στη διαδικασία επιλογής της ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης, ενώ προηγουμένως όφειλε να αρκεστεί στην επικύρωση των αποφάσεων του YAS. Καθώς ο Ερντογάν κατόρθωσε να περιστοιχίζεται από ανώτατους αξιωματικούς που θεωρούσε νομιμόφρονες, εξασφάλισε ατού που αποδείχθηκαν αποφασιστικής σημασίας για τη νίκη του απέναντι στους πραξικοπηματίες του περασμένου Ιουλίου. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου (ΓΕΕΘΑ) Χουλουσί Ακάρ, που ήταν επίσης κουμπάρος στον γάμο της κόρης του προέδρου, καθώς και του Αρχηγού της Αεροπορίας Αμπιντίν Ουνάλ που ανήκει στον φιλικό του κύκλο: οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στο πραξικόπημα, παρά τη σύλληψή τους από τους στασιαστές και την κακομεταχείριση την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν.

Φυσικά, οι λόγοι της αποτυχίας του πραξικοπήματος είναι πολλαπλοί και δεν περιορίζονται μονάχα στις στενές σχέσεις που είχε αναπτύξει ο Ερντογάν με ορισμένους στρατηγούς. Πολλοί Τούρκοι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες θεωρούν ότι οι πραξικοπηματίες έδρασαν με μεγάλη προχειρότητα. Κυρίως, δεν διέθεταν την υποστήριξη μεγάλου μέρους της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων. Αν και εξασφάλισαν την συμμετοχή του πρώην Αρχηγού της Αεροπορίας πτέραρχου Ακίν Οζτούρκ και του Υπαρχηγού ΓΕΣ στρατηγού Αντέμ Χουντουτί, δεν κατόρθωσαν να πείσουν ούτε τους Αρχηγούς του Στρατού Ξηράς, της Αεροπορίας και του Ναυτικού, ούτε και τον προαναφερθέντα ΓΕΕΘΑ να τους ακολουθήσουν. Γενικότερα, το πραξικόπημα απέτυχε λόγω της νομιμοφροσύνης που επέδειξαν πολλοί κεμαλικοί αξιωματικοί απέναντι στους θεσμούς και στο τουρκικό κράτος.

Επιπλέον, όπως πολύ εύστοχα υποστηρίζει ο Ζαν Φρανσουά Περούζ, διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Σπουδών της Ανατολίας (ΙFEA), αυτό που κυρίως έλειπε από τους πραξικοπηματίες ήταν η υποστήριξη της κοινωνίας: χαρακτήρισε δε αυτήν την απόπειρα «πραξικόπημα εκτός εδάφους» (5). Ο πληθυσμός κινητοποιήθηκε ταχύτατα ενάντια στους στρατιωτικούς και τα τανκς τους. Πολύ πριν η δημοσιογράφος του CNN Türk επιτρέψει στον Ερντογάν να απευθύνει έκκληση στον λαό να κατέβει στον δρόμο, πολλά μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –κυρίως στο Twitter– καλούσαν ήδη σε κινητοποιήσεις ενάντια στο πραξικόπημα (6). Η παρέμβαση του λαού αποτελεί μία από τις μεγάλες διαφορές με το πραξικόπημα του 1980, όταν ο πληθυσμός είχε παραμείνει κλεισμένος στο σπίτι του αρκετές ημέρες. Η Αστυνομία, της οποίας η δύναμη αυξήθηκε την εποχή του ΑΚΡ, διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο, στρέφοντας τα όπλα της κατά των πραξικοπηματιών. Επιπλέον, πολλοί κληρωτοί αρνήθηκαν να συνεχίσουν όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν συμμετείχαν σε μια αντιτρομοκρατική επιχείρηση όπως τους είχαν πει, αλλά στην ανατροπή της κυβέρνησης. Τέλος, ο πολιτικός κόσμος –ακόμα και η κεμαλική αντιπολίτευση, η ακροδεξιά και οι φιλοκουρδικές δυνάμεις– τάχθηκε χωρίς να διστάσει στο πλευρό της κυβέρνησης του ΑΚΡ.

Ωστόσο, μερικούς μήνες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα πολλά ερωτήματα. Ο Ερντογάν θριάμβευσε και επιδόθηκε σε μια ευρύτατη επιχείρηση εκκαθάρισης του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας, στοχοποιώντας κυρίως το κίνημα Γκιουλέν, του οποίου ο ιδρυτής αρνείται κάθε ανάμειξη. Έχουν συλληφθεί σχεδόν 9.000 υπάλληλοι του Υπουργείου Άμυνας (ανάμεσά τους 1.099 αξιωματικοί, στους οποίους περιλαμβάνονται 149 στρατηγοί και ναύαρχοι) και η κυβέρνηση έχει επεκτείνει τις κυρώσεις σε χιλιάδες δικαστές, εκπαιδευτικούς και δημοσιογράφους. Η ανασύνταξη του στρατού συνεχίζεται σε μια συγκυρία όπου οι ένοπλες δυνάμεις επεμβαίνουν σε δύο γειτονικά θέατρα επιχειρήσεων (Βόρεια Συρία και Κουρδιστάν). Με το 91 σελίδων νομοθετικό διάταγμα της 30-7-2016, οι ένοπλες δυνάμεις υπάγονται στο εξής στο Υπουργείο Άμυνας και όχι στο Γενικό Επιτελείο. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός μπορούν να δίνουν άμεσα διαταγές στους αρχηγούς του στρατεύματος και να τους ζητούν πληροφορίες. Σημειώθηκαν ανατροπές στην αλυσίδα της διοίκησης, καθώς μια εντολή της πολιτικής ηγεσίας μπορεί να εκτελεστεί χωρίς την έγκριση του Γενικού Επιτελείου. Το κλείσιμο όλων των στρατιωτικών σχολών και η μη τοποθέτηση σε μονάδες των αποφοίτων τους αποδεικνύουν την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να συνεχίσει την προσπάθειά της να ελέγξει τον στρατό, μέχρις ότου παραλάβει τη σκυτάλη το Στρατιωτικό Πανεπιστήμιο που θα ιδρυθεί σύντομα. Η πρόσληψη επαγγελματιών στρατιωτών που είχε εξαγγελθεί πριν το καλοκαίρι –και είχε θεωρηθεί αντισυνταγματική από μερίδα της αντιπολίτευσης– αποσκοπεί στο να μην εμπλέκονται πλέον κληρωτοί στις πολεμικές επιχειρήσεις (κυρίως στο Κουρδιστάν), αλλά και στην καθιέρωση περισσότερο αυστηρών κριτηρίων κατά τη στρατολόγηση.

Είναι φανερό ότι ο Ερντογάν σκοπεύει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερες εγγυήσεις. Αν και δεν συνδέεται άμεσα με την απόπειρα πραξικοπήματος, η επέμβαση στη Βόρεια Συρία παρουσιάζει ωστόσο το πλεονέκτημα ότι «απασχολεί» τον στρατό. Βέβαια, σύντομα θα μάθουμε κατά πόσον οι εκκαθαρίσεις –κυρίως εναντίον των στρατιωτικών που πρόσκεινται στο κίνημα Γκιουλέν– έχουν εξασθενήσει το αξιόμαχο ενός στρατού που έχει εμπλακεί σε περισσότερα μέτωπα. Αν και κατήγγειλε το πραξικόπημα, η κεμαλική Δεξιά κατηγορεί τον Τούρκο πρόεδρο ότι σκόπιμα αποδυναμώνει τον στρατό, με κίνδυνο να τον εκθέσει σε ήττες στο πεδίο της μάχης. Τέλος, δημιουργούνται ερωτηματικά για την μελλοντική στάση των κεμαλικών αξιωματικών. Αν και αρνήθηκαν να υποστηρίξουν το πραξικόπημα, δεν είναι δεδομένο ότι θα δεχθούν τον έλεγχο της ισλαμοσυντηρητικής πολιτικής εξουσίας πάνω στον στρατό.

Sümbül Kaya

Διδάκτορας πολιτικής επιστήμης από το πανεπιστήμιο Paris-1-Panthéon-Sorbonne, μεταδιδακτορική συνεργάτης του Κέντρου Διοικητικών Πολιτικών και Κοινωνικών Μελετών και Ερευνών (Ceraps), πανεπιστήμιο Lille-2.
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922, Πέθανε το 1938.

(2Ahmet Insel, «“Cet Etat n’est pas sans propriétaires!” Forces prétoriennes et autoritarisme en Turquie», στο Olivier Dabène, Vincent Geisser και Gilles Messardier (υπό τη διεύθυνσή του), «Autoritarismes démocratiques et démocraties autoritaires au XXe siècle», La Découverte, Παρίσι, 2008.

(3Βλ. «La production militaire du citoyen. Sociologie politique de la conscription en Turquie», διδακτορική διατριβή πολιτικής επιστήμης που παρουσιάστηκε στις 23 Νοεμβρίου 2011 στο πανεπιστήμιο Paris-1-Panthéon-Sorbonne.

(4Βλ. Ali Kazancigil, «Το κίνημα Γκιουλέν, ένα τουρκικό αίνιγμα», http://archives.monde-diplomatique.gr/spip.php?article539

(Σ.τ.Μ.) Ο όρος «εκτός εδάφους» χρησιμοποιείται στην βιομηχανική κτηνοτροφία και γεωργία (υδροπονία) για να υποδηλώσει εκτροφή ή καλλιέργεια χωρίς την παραμικρή επαφή με το έδαφος, έτσι ώστε να αποφεύγονται μολύνσεις.

(5Jean-François Pérouse, «Quelques remarques après le coup d’Etat manqué de la nuit du 15 au 16 juillet 2016. Un coup d’Etat hors-sol?», Observatoire de la vie politique turque, 20 Ιουλίου 2016, http://ovipot.hypotheses.org

(6Βλ. Akin Unver και Hassan Alassaad, «How Turks mobilized against the coup», Foreign Affairs, Νέα Υόρκη, 14 Σεπτεμβρίου

Μοιραστείτε το άρθρο