Η ευρωπαϊκή πολιτική διανύει περίοδο πολώσεων. Η συγκεκριμένη διαδικασία δεν προέκυψε τυχαία. Συνδέεται με τη ριζοσπαστικοποίηση του νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος μετά την οικονομική κρίση του 2008: βίαιη διεύρυνση των ανισοτήτων, επιτάχυνση της καταστροφής του κοινωνικού κράτους, στέρηση από εκατομμύρια εργαζόμενους εκείνου που μέχρι τώρα τους έδινε πρόσβαση στην ιδιότητα του πολίτη: της εργασίας… Μια σειρά οικονομικών και κοινωνικών ανατροπών σάρωσε τις παραδοσιακές κομματικές εκπροσωπήσεις, ανέτρεψε τις μέχρι τότε συναινέσεις και οδήγησε σε τεκτονικές ανακατατάξεις, των οποίων την έκβαση κανείς δεν μπορεί να προδικάσει.
Γιατί γίνεται λόγος για πολώσεις, στον πληθυντικό; Επειδή, ακόμη κι αν προκύπτουν, το συχνότερο, από φαινόμενα που συνδέονται με τις ευρωπαϊκές πολιτικές (τη λιτότητα, το προσφυγικό πρόβλημα), εκδηλώνονται μέσω συγκρούσεων που διαμορφώνονται σε εθνικό επίπεδο και διαφέρουν από τη μία χώρα στην άλλη.
Οι πολώσεις αυτές δεν οριοθετούν τόσο αντίθετα πεδία όσο θα έκαναν οι πόλοι μιας ηλεκτρικής στήλης. Ορισμένες συγκλίσεις μπορούν μάλιστα να προκαλέσουν έκπληξη, όπως συμβαίνει στο ζήτημα της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εδώ, η αντίθεση «Αριστεράς-Δεξιάς» μάς διαφωτίζει λιγότερο από την αντίθεση που δομείται γύρω από το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας. Μεταξύ των οπαδών της αποχώρησης, κάποιος συναντά τμήμα της Ακροδεξιάς δίπλα σε ορισμένους χώρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στην πλευρά των «ευρωπαϊστών», μπορεί κάποιος να βρει τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και έναν από τους κύριους αντιπάλους της, τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Και οι δύο συμφωνούν ότι η εθνική ανεξαρτησία πρέπει να υποτάσσεται μπροστά στον στόχο της ευρωπαϊκής ενοποίησης –ακόμη κι αν η προσπάθεια κοστίζει λιγότερο στην καγκελάριο, της οποίας η χώρα δίνει τον τόνο στις Βρυξέλλες. Παρά τη στρατηγική εγγύτητά τους, οι δύο παράξενοι συνοδοιπόροι δεν έχουν κανέναν άλλον κοινό πολιτικό στόχο.
Η διασταύρωση ποικιλόμορφων πολώσεων χαρακτηρίζει τη σημερινή περίοδο ανασύνθεσης των πολιτικών χώρων. Οι ανταγωνισμοί μετατοπίζονται: εκφράζονται συχνά με τη μορφή εκλογικών σεισμών που τρομάζουν τις ελίτ –η ψήφος υπέρ του «Brexit», η νίκη του Σύριζα στην Ελλάδα, τα ποσοστά των Podemos στην Ισπανία κ.τ.λ.– αλλά επηρεάζουν τελικά πολύ λίγο την καθημερινή ζωή των λαών. Παρ’ όλα αυτά, βρισκόμαστε ακόμη στο προοίμιο πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών ανακατατάξεων πανευρωπαϊκής κλίμακας…
Ήδη παρατηρούνται σημαντικές μεταλλάξεις. Ο διανοούμενος Στιούαρτ Χολ όρισε την πολιτική που ακολούθησε η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ τη δεκαετία του 1980 ως «αυταρχικό λαϊκισμό», ο οποίος σχεδιάστηκε για να απαντήσει στην αποδυνάμωση της μεταπολεμικής κεϋνσιανής σοσιαλδημοκρατίας. Προωθώντας τη σύμφυση χρήματος και εξουσίας, αυτή η συντηρητική επανάσταση γνώρισε τη σπουδαιότερη νίκη της με την εμφάνιση του «τρίτου δρόμου» των Εργατικών, όπως τον ενσάρκωσε ο Τόνι Μπλερ (1). Άλλωστε, η ίδια η Σιδηρά Κυρία, όταν είχε ερωτηθεί ποια ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της, δεν απάντησε «ο Τόνι Μπλερ και οι Νέοι Εργατικοί» (2); Η μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας σε σοσιαλφιλελευθερισμό προκάλεσε το πολιτικό φαινόμενο που ο Βρετανός διανοούμενος Ταρίκ Αλί αποκάλεσε «ακραίο κέντρο», το οποίο στεγάζει τη φιλοεπιχειρηματική Αριστερά και τη φιλοεργοδοτική Δεξιά στην υπηρεσία του «1%», της ολιγαρχικής ελίτ των πολύ πλούσιων. Ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος γνωρίζει σήμερα μια κρίση που ενισχύει πολιτικά μορφώματα με περιθωριακή μέχρι τώρα απήχηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το φαινόμενο έχει οδηγήσει σε μετατόπιση του πολιτικού άξονα προς τα δεξιά. Αλλά όχι πάντα.
Το φαντασιακό της έλλειψης
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας μεταφράστηκε σε πολύχρονη μάχη κατά των κυβερνήσεων του «ακραίου κέντρου» που ήταν υποταγμένες στην «τρόικα». Η μάχη αυτή κατέληξε στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Στην Αυστρία, αντίθετα, η ψήφος διαμαρτυρίας ευνόησε το ακροδεξιό κόμμα Freiheitliche Partei Österreichs (Κόμμα της Ελευθερίας, FPÖ).
Η προσφυγική κρίση διαμορφώνει άλλον ένα άξονα πόλωσης. Μέχρι στιγμής, η απάντηση των περισσότερων Ευρωπαίων ηγετών ήταν το κλείσιμο των συνόρων –ακόμη μία συνέπεια της λιτότητας. Γιατί, πέρα από τις δημοσιονομικές περικοπές και τις ιδιωτικοποιήσεις, η λιτότητα επιβάλλει αυτό που ο οικονομολόγος Ισίντρο Λόπεθ έχει αποκαλέσει «φαντασιακό της έλλειψης», την ιδέα ότι «δεν υπάρχει χώρος για όλους» και, κατά συνέπεια, ορισμένοι «περισσεύουν» (3). Καλλιεργώντας τη διάκριση μεταξύ εθνικής ταυτότητας και ιδιότητας του πολίτη, αυτός ο άξονας πόλωσης ευνοεί τις κυρίαρχες τάξεις, καθώς οι ευθύνες τους συσκοτίζονται μέσω της στοχοποίησης των πιο αδύναμων: των μεταναστών, των ξένων ή, πολύ απλά, των «άλλων».
Η, εξίσου αντιφατική, εκστρατεία του δημοψηφίσματος για το «Brexit» έδειξε ότι η έλλειψη αξιόπιστης πολιτικής λύσης σε ευρωπαϊκή κλίμακα αφήνει το πεδίο ελεύθερο στον φόβο, στην ξενοφοβία, στην εθνική και κοινωνική αναδίπλωση, στον εγωισμό και στην αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων. Η προεκλογική εκστρατεία του βρετανικού δημοψηφίσματος περιστράφηκε γύρω από διάφορες λαϊκές ανησυχίες, μεταξύ των οποίων και η υποβάθμιση της δημοκρατίας. Ορισμένα πολιτικά κόμματα, όχι πάντα της Αριστεράς, όπως το Κόμμα για την Ανεξαρτησία του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP), εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους την ανησυχία αυτή, ενσωματώνοντας στη ρητορική τους την προστασία του λαού απέναντι στις ελίτ, των «από κάτω» από τους «από πάνω». Και έπεισαν. Πρόσφατα, το ίδιο έκανε και η νέα Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι.
Στην Ιταλία, το Κίνημα Πέντε Αστέρων αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της ψήφου διαμαρτυρίας. Το κόμμα του Τζουζέπε Γκρίλο είναι καρπός μιας διπλής καταγγελίας: καταγγελία της ενίσχυσης ενός αυταρχικού λαϊκισμού, ο οποίος εκφραζόταν με τον μπερλουσκονισμό, και, ταυτόχρονα, καταγγελία μιας διαλυμένης Αριστεράς μετά την υποστήριξή που παρείχε στην κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι. Όμως, η καταγγελία ορίζει ένα πολιτικό μόρφωμα με αρνητικό τρόπο: απομένει το ζήτημα της διαμόρφωσης του πολιτικού σχεδίου που επιθυμεί να υλοποιήσει.
Βέβαια, το θολό στίγμα μπορεί να αποδειχθεί επωφελές. Ποια ήταν στην Ισπανία, στις 15 Μαΐου 2011 και τις ημέρες που ακολούθησαν, η κραυγή του κινήματος κατάληψης των πλατειών (15-Μ); «Δεν μας εκπροσωπούν!», μια καταγγελία του σοκ από τη λιτότητα που επέβαλε η κυβέρνηση και της διαφθοράς του πολιτικού κατεστημένου. Αυτό το εκρηκτικό μείγμα διέλυσε τις κοινωνικές συναινέσεις στις οποίες είχε θεμελιωθεί η νομιμοποίηση του καθεστώτος που προέκυψε από το Σύνταγμα του 1978 (4). Δεν υπήρχε σχέδιο: μόνο απόρριψη.
Η ισπανική περίπτωση φωτίζει με εξαιρετικό τρόπο το φαινόμενο που μας απασχολεί. Κατά πρώτον, στον βαθμό που η χώρα χρησίμευσε ως εργαστήριο εφαρμογής των μέτρων λιτότητας που απαιτούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά δεύτερον, επειδή η χώρα είχε βιώσει την ανάδυση ενός φαντασιακού που καθαγίαζε τον δανεισμό ως τρόπο ζωής. Το σπάσιμο της φούσκας των ακινήτων αποκάλυψε τις ψευδαισθήσεις μιας τέτοιας θεώρησης και εισήγαγε ένα στοιχείο παραφωνίας στο πολιτιστικό περιβάλλον που τροφοδοτούσε τα όνειρα ευημερίας των μικρομεσαίων ιδιοκτητών. Αποτέλεσμα; Ένα κύμα δυσαρέσκειας απέναντι στον πολιτικό κόσμο, όπως περίπου εκδηλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, το οποίο ενισχύει τη μία ή την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, ανάλογα με την ύπαρξη –ή όχι– κοινωνικών αγώνων με την ενεργό συμμετοχή λαϊκών οργανώσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, η ανάδυση του Podemos, το 2014, αποτελεί ένα ακόμη βήμα αποστασιοποίησης των λαών απέναντι στις ελίτ. Πιάνει το νήμα από το κίνημα 15-Μ, τις ορμητικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, όπως η Πλατφόρμα των Θυμάτων των Υποθηκών (ΡΑΗ) ή οι «παλίρροιες», τα κοινωνικά κινήματα που ορίζονταν από το χρώμα που φορούσαν οι διαδηλωτές: άσπρο για την υγεία, πράσινο για την εκπαίδευση, κόκκινο για την επιστήμη, μπλε για την υπεράσπιση του νερού, μαύρο για την υπεράσπιση των συνθηκών εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων και για τον τερματισμό των δημοσιονομικών περικοπών, μωβ για τα δικαιώματα των γυναικών…
Θα ήταν ωστόσο πρόωρο να εξαγγείλουμε τον θάνατο των κομμάτων του «ακραίου κέντρου», τουλάχιστον στην Ισπανία. Εξάλλου, το Podemos δεν κατάφερε (αν και για λίγο) να ξεπεράσει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (5). Τον Δεκέμβριο του 2015, η χώρα δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει κυβέρνηση και χρειάστηκε να διεξαχθούν νέες εκλογές τον Ιούνιο του 2016 –για πρώτη φορά στην πρόσφατη ισπανική ιστορία. Η αστάθεια αυτή δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη το πολωτικό κλίμα, τόσο στους δρόμους όσο και στο Κοινοβούλιο. Η ικανότητα αναδιοργάνωσης των ελίτ (και των μηχανισμών) παραμένει τεράστια, ενώ οι δυσκολίες συγκρότησης ενός κοινωνικού μπλοκ με σχέδιο ρήξης εξακολουθούν. Μένει να διαμορφωθούν, σιγά-σιγά, νέοι τρόποι θεώρησης του κόσμου και νέες κοινωνικές δυνάμεις.
Σε μια τέτοια συγκυρία πολώσεων, ο αγώνας για τη συγκρότηση κοινωνικής πλειοψηφίας δεν διεξάγεται στο κέντρο, αλλά στις πλάγιες γραμμές της πολιτικής σκακιέρας: εκεί όπου οργανώνεται η μάχη μεταξύ του λαού και των ελίτ με την αυστηρή έννοια του ταξικού ανταγωνισμού. Η σύγκρουση αυτή, που τροφοδοτείται από την ανάγκη να τερματιστεί η κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν κατακτηθεί με σκληρούς αγώνες, προσφέρει μια στρατηγική ευκαιρία: να κατακτηθούν νέα κοινωνικά δικαιώματα και να επινοηθούν πρωτότυπες δημοκρατικές μορφές.
Μέσα σε δύο χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν από τους κύκλους των Podemos. Αλλά, ακόμη κι αν οι περισσότεροι ψήφισαν το κόμμα στις διάφορες εκλογές, δεν συμμετείχαν τακτικά στη ζωή των κομματικών δομών βάσης. Το Podemos κατόρθωσε να δώσει σάρκα και οστά σε μια πολιτική του «έκτακτου», κινητοποιώντας εκατομμύρια ανθρώπους σε συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά φάνηκε λιγότερο αποτελεσματικό στην άρθρωση μιας πολιτικής του «καθημερινού», στη δημιουργία κοινότητας, δικτύων αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης, στοιχείων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αντίσταση και τους αγώνες. Χωρίς αμφιβολία, το Podemos δεν θα καταφέρει μόνο του να «ξαναριζώσει η πολιτική». Θα χρειαστεί να εργαστεί μαζί με άλλους φορείς για να υφανθούν δεσμοί σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής ζωής και να συγκροτηθούν αυτόνομοι ταξικοί θεσμοί, ικανοί να αντισταθούν στις επιθέσεις των νεοφιλελεύθερων. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις της επόμενης περιόδου, εάν επιθυμούμε να αποφύγουμε δύο σκοπέλους: να μείνουμε στη συλλογική μνήμη ως κόμμα-πυροτέχνημα, που πέθανε τόσο γρήγορα όσο γεννήθηκε, ή να μετατραπούμε σε ένα κομματικό μόρφωμα σαν όλα τα υπόλοιπα. Το κίνημα 15-Μ άνοιξε τον πολιτικό κύκλο που έκανε δυνατή την ανάδυση του Ρodemos, αλλά το πέρασμα στη νέα φάση της ζωής του κόμματος απαιτεί την επιστροφή της κοινωνικής κινητοποίησης και την όξυνση των πολώσεων. Τότε θα ανοίξει ο δρόμος της αλλαγής και θα αποφευχθεί η παλινόρθωση του σημερινού καθεστώτος.
«Ο παλαιός κόσμος πεθαίνει, ο νέος αργεί να γεννηθεί, και στο λυκόφως αυτό εμφανίζονται τα τέρατα», έγραφε ο Σαρδηνός διανοούμενος Αντόνιο Γκράμσι, σε ένα απόσπασμα που αναφέρεται συχνά στις ημέρες μας. Στο αντισυστημικό στρατόπεδο, δύο πόλοι διαμορφώνονται: ο ένας προωθεί την ξενοφοβία, ο άλλος την πάλη των τάξεων. Τα τέρατα εμφανίζονται όταν το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης δομείται γύρω από τα ζητήματα κοινωνικής και εθνικής ταυτότητας και όχι γύρω από τα ζητήματα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Στη φωτογραφία: Από το εξώφυλλο του βιβλίου του Ταρίκ Αλί, με το οποίο εισήγαγε την έννοια του ακραίου κέντρου.