Υπάρχει τουλάχιστον μία χώρα όπου οι εκλογές προκαλούν άμεσα αποτελέσματα. Το μεξικανικό πέσο καταρρέει, το κόστος των στεγαστικών δανείων αυξάνεται στη Γαλλία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανοίγει τη στρόφιγγα του προϋπολογισμού, οι δημοσκόποι και οι «μάγοι» των εκλογικών μετρήσεων κρύβονται, η ήδη περιορισμένη αξιοπιστία των δημοσιογράφων πνέει τα λοίσθια, η Ιαπωνία θεωρεί ότι ενθαρρύνεται για να επανεξοπλιστεί, το Ισραήλ περιμένει τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ και η συνθήκη συνεργασίας του Ειρηνικού είναι νεκρή.
Αυτή η δίνη γεγονότων και συγκυριών προκαλεί ένα μείγμα ονειροπόλησης και ανησυχίας: αν ένας άνθρωπος τον οποίο σχεδόν όλοι περιγράφουν ως άσχετο και άξεστο μπόρεσε να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτό σημαίνει ότι πλέον όλα μπορούν να συμβούν. Μια επανάληψη του αμερικανικού εκλογικού αποτελέσματος σε άλλες χώρες θεωρείται πλέον πιθανή, πολύ περισσότερο εφόσον το απρόβλεπτο αποτέλεσμά της προκάλεσε εντύπωση σε όλον τον κόσμο –και όχι μονάχα στους ειδικούς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Εδώ και μία δεκαετία έχουμε χάσει τον λογαριασμό των εκλογικών εκπλήξεων αυτού του είδους, τις οποίες πάντα διαδέχεται ένα τριήμερο μετάνοιας από τους κατηγορούμενους ηγέτες, ακολουθούμενο από την ήρεμη επανάληψη των πολιτικών που αποδοκιμάστηκαν. Η επιμονή μιας τέτοιας παρανόησης –ή η επανάληψη μιας τέτοιας παρωδίας– γίνεται καλύτερα αντιληπτή αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η πλειοψηφία των εκλογέων που επιλέγουν την ψήφο διαμαρτυρίας ζουν συχνά πολύ μακριά από τα μεγάλα κέντρα οικονομικής, πολιτικής, αλλά και καλλιτεχνικής, μιντιακής ή πανεπιστημιακής εξουσίας. Η Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο έδωσαν ευρεία πλειοψηφία στη Χίλαρι Κλίντον, το Λονδίνο ψήφισε μαζικά κατά του Μπρέξιτ, ενώ πριν από δύο χρόνια, οι κάτοικοι του Παρισιού επανεξέλεξαν μια δημοτική αρχή της Αριστεράς σε μια εκλογική αναμέτρηση που σε εθνικό επίπεδο αποτέλεσε θρίαμβο της Δεξιάς. Με δυο λόγια, ευθύς μόλις περάσουν οι εκλογές, οι ευτυχισμένοι άνθρωποι μπορούν να συνεχίσουν τη διακυβέρνηση με μια παρεΐστικη χαλαρότητα, συνεχίζοντας να τείνουν ευήκοον ους στις υποδείξεις του Τύπου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πάντα έτοιμοι να επιρρίψουν στους εξεγερμένους της κάλπης ψυχολογικά και πολιτιστικά κουσούρια που απαξιώνουν την οργή τους: κατά βάθος δεν είναι παρά κάποιοι καθυστερημένοι που τους χειραγωγούν οι δημαγωγοί.
Αυτός ο τύπος αντίληψης των πραγμάτων δεν είναι καινούργιος στους κλειστούς κύκλους των καλλιεργημένων. Σε σημείο που η ανάλυση της «αυταρχικής προσωπικότητας» των λαϊκών εκλογέων του Τραμπ, η οποία διακινείται εδώ και μήνες, μοιάζει με το ψυχολογικό πορτραίτο που σκιαγραφούσαν οι θεματοφύλακες της πνευματικής τάξης για τους «ανατρεπτικούς» της Δεξιάς και της Αριστεράς την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Εντοπίζοντας την παρουσία αυτών των τελευταίων περισσότερο στην εργατική παρά στη μεσαία τάξη, ο Αμερικανός πολιτικός αναλυτής Σέυμουρ Μάρτιν Λίπσετ συμπέραινε το 1960: «Συνοψίζοντας, ένας άνθρωπος προερχόμενος από λαϊκό περιβάλλον έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να έχει εκτεθεί σε τιμωρίες, σε έλλειψη αγάπης και σε μια γενικότερη ατμόσφαιρα έντασης και επιθετικότητας από την παιδική του ηλικία, οι οποίες τείνουν να δημιουργήσουν βαθιά συναισθήματα εχθρότητας, που με τη σειρά τους εκφράζονται με τη μορφή προκαταλήψεων, πολιτικού αυταρχισμού και θρησκοληψίας» (1).
Τον Απρίλιο του 2008, οκτώ χρόνια πριν η Κλίντον στείλει την πλειονότητα των εξήντα δύο εκατομμυρίων εκλογέων του Τραμπ στο «πανέρι με τους αξιοθρήνητους ανθρώπους», ο Μπαράκ Ομπάμα είχε αποδώσει το παράδοξο της ψήφου των λαϊκών τάξεων υπέρ των Ρεπουμπλικανών στο γεγονός ότι οι άνθρωποι ψηφίζουν εναντίον των συμφερόντων τους όταν, «προκειμένου να εκφράσουν την απογοήτευσή τους, πιάνονται από το τουφέκι ή από τη θρησκεία τους ή από μια μορφή αντιπάθειας προς όσους δεν είναι όπως αυτοί, ένα συναίσθημα εχθρότητας προς τους μετανάστες και προς το διεθνές εμπόριο». Η απογοήτευση εναντίον της λογικής: οι μορφωμένοι άνθρωποι, συχνά πεπεισμένοι για την ορθολογικότητα των προτιμήσεών τους, συχνά τα χάνουν όταν είναι αντιμέτωποι με τους ημιμαθείς που τους αμφισβητούν.
Τίποτα δεν αποτυπώνει καλύτερα εκείνο που ο κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ αποκαλούσε «ρατσισμό της ευφυΐας» (2) –ολοένα περισσότερο έντονος μεταξύ των προερχόμενων από την αριστερά νεοφιλελεύθερων, αλλά υπαρκτός και σε μεγάλο αριθμό ριζοσπαστικών διανοούμενων και πανεπιστημιακών– από ένα σχόλιο για τις αμερικανικές εκλογές που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του έγκυρου περιοδικού «Foreign Policy». Ακόμα και αν δεχθούμε ότι ο τίτλος –«Ο Τραμπ κέρδισε γιατί οι εκλογείς δεν ξέρουν τι τους γίνεται, κυριολεκτικά»– δεν αποκαλύπτει αμέσως τις απόψεις του συντάκτη, μια περίληψη δύο γραμμών αίρει κάθε αμφιβολία: «Προορισμός της Δημοκρατίας είναι η υλοποίηση της βούλησης του λαού. Τι γίνεται όμως όταν ο λαός δεν ξέρει τι θέλει;» (3).
Όπως είναι αναμενόμενο, ένας καταιγισμός από αριθμούς και σκέψεις υποστηρίζει την επιχειρηματολογία. Ο συντάκτης του, Τζέισον Μπρέναν, καθηγητής φιλοσοφίας, δεν μασάει τα λόγια του: «Συνέβη λοιπόν. Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε πάντα ισχυρή υποστήριξη μεταξύ των λευκών με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και κακή ενημέρωση. Μια δημοσκόπηση του Bloomberg Politics έδειχνε ότι τον Αύγουστο η Χίλαρι Κλίντον είχε ένα μαζικό προβάδισμα 25% μεταξύ των εκλογέων πανεπιστημιακής μόρφωσης. Αντιθέτως, το 2012, οι τελευταίοι έδιναν προβάδισμα με βραχεία κεφαλή στον Μπαράκ Ομπάμα έναντι του Μιτ Ρόμνι. Προχθές το βράδυ ζήσαμε κάτι ιστορικό: τον χορό των ηλιθίων. Ποτέ στο παρελθόν οι μορφωμένοι άνθρωποι δεν είχαν απορρίψει τόσο μαζικά έναν υποψήφιο. Ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο δεν είχαν ψηφίσει, εξίσου μαζικά, κάποιον άλλο».
Ο Μπρέναν είναι μάλλον φανατισμένος παρά αποκαρδιωμένος από μια διαπίστωση που ενισχύει την αντιδημοκρατική πεποίθησή του. Βασισμένος σε «πάνω από εξήντα πέντε χρόνια» μελετών από πολιτικούς επιστήμονες, έχει πλέον την πεποίθηση ότι η «τρομακτική» απουσία γνώσεων της πλειοψηφίας των εκλογέων κάνει ακατάλληλη την επιλογή τους: «Γνωρίζουν γενικώς ποιος είναι ο Πρόεδρος, αλλά τίποτε παραπάνω. Αγνοούν ποιο κόμμα ελέγχει το Κογκρέσο, τι έχει αποφασίσει πρόσφατα το Κογκρέσο, αν η οικονομία έχει βελτιωθεί ή έχει χειροτερέψει».
Ωστόσο, μερικοί ασχολούνται περισσότερο από τους υπόλοιπους. Είτε Ρεπουμπλικανοί είτε Δημοκρατικοί, είναι επίσης αυτοί με το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο. Και κατά ευτυχή σύμπτωση, οι μορφωμένοι άνθρωποι είναι πιο θετικοί, όπως και ο ελευθερόφρων Μπρέναν, στις ελεύθερες συναλλαγές, στη μετανάστευση, στη μείωση των ελλειμμάτων, στα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, στην –προοδευτική– μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος και σε εκείνη –συντηρητική αυτή τη φορά– του κράτους πρόνοιας. Με δυο λόγια, αν η πληροφόρηση, η παιδεία και η ευφυΐα είχαν κερδίσει τις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου, ένα άτομο τόσο άξεστο και με τόσο μικρό ενδιαφέρον για τη σωστή μόρφωση όπως ο Τραμπ, «το πρόγραμμα του οποίου, εχθρικό προς το διεθνές εμπόριο και τη μετανάστευση, αντιτίθεται σε όλα όσα έχουν συναινέσει οι οικονομολόγοι τόσο της Δεξιάς όσο και του Κέντρου και της Αριστεράς», δεν θα ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει το πολυτελές διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη για το Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου. Εξάλλου, σε μια προεκλογική συγκέντρωσή του, ο δισεκατομμυριούχος είχε κραυγάσει: «Λατρεύω τους ανθρώπους με περιορισμένη μόρφωση».
Τι σημασία έχει λοιπόν να αντιτείνει κανείς ότι τον Ομπάμα, που δίδαξε Δίκαιο στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, τον εξέλεξαν και τον επανεξέλεξαν άνθρωποι με λίγα ή καθόλου διπλώματα και ότι λαμπρά μυαλά, απόφοιτοι του Χάρβαρντ, του Στάνφορντ και του Γέηλ, σκέφτηκαν τον πόλεμο του Βιετνάμ, προετοίμασαν την εισβολή στο Ιράκ και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την οικονομική κρίση του αιώνα (4); Κατά βάθος, κάθε ανάλυση του αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών που οδηγεί στη δυσπιστία απέναντι στην έλλειψη κριτηρίου του λαού έχει ως κύριο στόχο να απεικονίσει τη διάθεση των καιρών και ως κύριο πλεονέκτημά της ότι επιβεβαιώνει το συναίσθημα ανωτερότητας του μορφωμένου ατόμου που θα την διαβάσει. Εμπεριέχει όμως ένα πολιτικό ρίσκο: σε περιόδους κρίσης, ο «ρατσισμός της ευφυΐας», που δίνει έμφαση στην κυριαρχία της αξιοκρατίας, στους ανθρώπους με καλές σπουδές και στους ειδικούς, στρώνει συχνά τον δρόμο σε αυταρχικές προσωπικότητες, πολύ πιο επιρρεπείς στο μάντρωμα ανθρώπων από ό,τι στη μόρφωσή τους.
Η πλειονότητα των σχολιαστών επέλεξαν να ρίξουν τους προβολείς στη ρατσιστική και σεξιστική διάσταση της ψήφου. Κατά βάθος λίγο τους ενδιαφέρει ότι, παρά την ιστορική σημασία της υποψηφιότητας της Κλίντον, η διαφοροποίηση στην ψήφο των ανδρών και των γυναικών ελάχιστα άλλαξε και ότι η αβυσσαλέα διαφοροποίηση της ψήφου μεταξύ μαύρων και λευκών ψηφοφόρων μειώθηκε. Ο σκηνοθέτης Μάικλ Μουρ, που είχε προβλέψει τη νίκη του Τραμπ, δεν δίστασε να το επισημάνει στις 11 Νοεμβρίου στο MSNBC: «Πρέπει να παραδεχθείτε ότι εκατομμύρια ανθρώπων που είχαν ψηφίσει τον Μπαράκ Ομπάμα αυτή τη φορά άλλαξαν γνώμη. Δεν είναι ρατσιστές».
Μαύρος, προοδευτικός και μουσουλμάνος, ο βουλευτής της Μινεσότα Κιθ Έλισον εμβάθυνε αυτή την ανάλυση, επιμένοντας στα οικονομικά κίνητρα της ψήφου και στη δυσπιστία που προκαλούσε μια υποψήφια υπερβολικά κοντά στο κατεστημένο, υπερβολικά αστή, υπερβολικά υπεροπτική: «Δεν σημειώσαμε καλό αποτέλεσμα μεταξύ των Αφροαμερικανών και των Λατίνων. Κατά συνέπεια, η ανάλυση που ήθελε να επιρρίψει την ευθύνη στη λευκή εργατική τάξη είναι λανθασμένη» (5). Ο Έλισον ήταν ένας από τους ελάχιστους βουλευτές που στήριξαν τον Μπέρνι Σάντερς στις προκριματικές εκλογές: είναι πλέον, με την υποστήριξή του, υποψήφιος για την ηγεσία του κόμματος. Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος της Αριστεράς των Δημοκρατικών, απευθυνόμενος στους φοιτητές υποστηρικτές του, ζήτησε από εκείνους που έκαναν σημαία τους την Κλίντον να προχωρήσουν «πέρα από τις πολιτικές των ταυτοτήτων». Και πρόσθεσε: «Δεν αρκεί να πείτε σε κάποιον: “Είμαι γυναίκα, ψηφίστε με”. Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια γυναίκα που θα έχει το θάρρος να ορθώσει το ανάστημά της στη Γουόλ Στριτ, στις ασφαλιστικές εταιρείες, στις βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων». Δεδομένου ότι το αμερικανικό πανεπιστήμιο είναι ένας χώρος όπου η έγνοια για τη διαφορετικότητα είναι πολύ πιο ισχυρή από εκείνη για την ισότητα και όπου οι πολιτισμικές προκαταλήψεις δεν είναι λιγότερο ισχυρές από αλλού, απλώς είναι ανεστραμμένες, είναι σαφές ότι εκείνη την ημέρα ο Σάντερς δεν έκανε ακριβώς κήρυγμα σε ένα κοινό πεπεισμένο υπέρ των απόψεών του.
Εις μάτην: για πολλούς Δημοκρατικούς, ο καθένας ανήκει σε μια μοναδική ομάδα, που ποτέ δεν είναι συγκροτημένη στη βάση οικονομικών κριτηρίων. Κατά συνέπεια, αν κάποιοι μαύροι καταψήφισαν την Κλίντον το έπραξαν από μισογυνισμό και αν κάποιοι λευκοί ψήφισαν Τραμπ το έκαναν επειδή είναι ρατσιστές. Η σκέψη ότι μπορεί ταυτόχρονα οι πρώτοι να είναι μεταλλεργάτες, επηρεασμένοι από τις προστατευτικές απόψεις του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου, και οι δεύτεροι εύποροι φορολογούμενοι, που τείνουν ευήκοον ους στις υποσχέσεις του για μείωση των φόρων, φαίνεται ότι αδυνατεί να διεισδύσει στο νοητικό σύμπαν τους.
Φέτος, το επίπεδο εκπαίδευσης και το εισόδημα καθόρισαν πολύ περισσότερο το αποτέλεσμα της εκλογής από ό,τι το φύλο και το χρώμα του δέρματος των ψηφοφόρων, επειδή αυτές ήταν οι μεταβλητές που διαφοροποιήθηκαν περισσότερο ανάμεσα στις δύο προεδρικές εκλογές. Στην ομάδα των λευκών χωρίς πανεπιστημιακές σπουδές, το προβάδισμα των Ρεπουμπλικανών ήταν ήδη 25% πριν από τέσσερα χρόνια και πλέον έφθασε στο 39% (6). Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, ένας Δημοκρατικός δεν μπορούσε να εκλεγεί χωρίς αυτούς. Με δεδομένο ότι το ποσοστό τους στον αμερικανικό πληθυσμό μειώνεται (7), ότι η συμμετοχή τους σε συνδικάτα περιορίζεται και ότι θα ψηφίζουν όλο και πιο «λάθος», θα συνηθίσουν άραγε μερικοί Δημοκρατικοί, η στρατηγική των οποίων εξαντλείται στο ζήτημα της διαφορετικότητας, στην ιδέα ότι στο εξής θα πρέπει να εκλέγονται εναντίον τους;
Η πολιτική αυτή πρόκληση δεν εμφανίζεται μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αναφερόμενος στους φοιτητές του και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ο Ιταλός ιστορικός Έντζο Τραβέρσο αναφέρει: «Ποτέ κανείς τους δεν θα έλεγε ότι θα ψήφιζε Τραμπ. Όλοι τους έχουν περίπου την ίδια επιχειρηματολογία: “Είμαστε καλλιεργημένοι, αξιοσέβαστοι, έξυπνοι –και πλούσιοι. Οι άλλοι, απέναντι, είναι κάτι άξεστοι, ‘βίαιοι, βρώμικοι και κακοί’ (8)”, για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο μιας διάσημης ιταλικής ταινίας. Αυτός όμως ήταν παλιότερα ο πολιτικός λόγος των εθνικιστών όταν αναφέρονταν στις λαϊκές τάξεις» (9).
Προκειμένου όμως να επιπλήξουν τους «άξεστους» και να εισακουστούν, καλό θα ήταν οι επικριτές να είχαν και έναν βαθμό αξιοπιστίας στα μάτια των επικρινόμενων. Όσο περισσότερο όμως περιορίζονται σε έναν λόγο αφηρημένο και ακατανόητο και βυθίζονται στον βερμπαλισμό του μοδάτου ριζοσπαστισμού, τόσο λιγότερη σημασία τους δίνει η ήσυχη Αμερική των μικρών πόλεων και των ερημωμένων κομητειών, όπου τα ποσοστά των αυτοκτονιών αυξάνονται και οι άνθρωποι νοιάζονται πριν απ’ όλα για τις συνθήκες επιβίωσής τους.
Αποτέλεσμα: η Δεξιά κατόρθωσε να μετατρέψει τον αντι-διανοουμενισμό σε αποτελεσματικό πολιτικό όπλο, σε μια διεκδικούμενη πολιτισμική ταυτότητα (10). Το 2002, σε ένα κείμενο που διανεμήθηκε ευρύτατα, οι Ρεπουμπλικανοί που «τα έχουν δει κόκκινα» (λογοπαίγνιο με το χρώμα που αποδίδεται στο κόμμα τους) στρέφουν υπέρ τους το στίγμα του «άξεστου»: «Η πλειονότητα των κατοίκων της κόκκινης Αμερικής δεν γνωρίζουν περί αποδόμησης της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας, δεν ξέρουν να δώσουν τις σωστές οδηγίες σε μια γκουβερνάντα, να διαλέξουν ένα καμπερνέ με γεύση γλυκόριζας. Ξέρουμε όμως να ανατρέφουμε τα παιδιά μας, να περνάμε καλώδια στα σπίτια μας, να μιλάμε για τον Θεό με άνεση κι απλότητα, να επισκευάζουμε έναν κινητήρα, να χρησιμοποιούμε ένα τουφέκι ή ένα ηλεκτρικό πριόνι, να καλλιεργούμε σπαράγγια, να ζούμε ήσυχοι χωρίς συστήματα συναγερμού και ψυχαναλυτές» (11).
Η πλειονότητα των κατοίκων της κόκκινης Αμερικής δεν διαβάζουν τον Τύπο, τον οποίο ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει «διεστραμμένο», «διεφθαρμένο», «ανέντιμο» και τον αποδοκίμασε στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις. Δεδομένου ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του αράδιαζε ψέματα με την άνεση τσαρλατάνου, του άξιζε να διαψεύδεται από τους δημοσιογράφους. Όμως, δεδομένου ότι η αλήθεια δεν είναι ούτε το πιο διαδεδομένο ούτε και το πλέον προσοδοφόρο προϊόν του αμερικανικού Τύπου, η στράτευση των μέσων ενημέρωσης υπέρ της Κλίντον και η αδυναμία τους να κατανοήσουν τους ψηφοφόρους του Τραμπ οδηγούν και εδώ σε μια κοινωνική και πολιτισμική περιχαράκωση. Ο αρθρογράφος των «New York Times» Νίκολας Κρίστοφ εξηγούσε στις 17 Νοεμβρίου στο Fox News, μεταξύ δύο διαλέξεων με αμοιβή 30.000 δολάρια η κάθε μία: «Το πρόβλημα της δημοσιογραφίας είναι ότι προβάλλει κάθε μορφή διαφορετικότητας εκτός από την οικονομική. Δεν υπάρχουν αρκετοί δημοσιογράφοι από εργατικές ή αγροτικές οικογένειες». Δεδομένου ότι αυτή η κοινωνιολογική παρέκκλιση έχει διαπιστωθεί και σχολιαστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, μπορούμε να στοιχηματίσουμε ότι δεν προβλέπεται αλλαγή στο προσεχές μέλλον.
Πλέον, οι υποψήφιοι «εκτός συστήματος» δεν διστάζουν να επωφελούνται από το μίσος που εμπνέουν στα μέσα ενημέρωσης. Στην Ιταλία, ο Τζιουζέπε (Μπέπε) Γκρίλλο άντλησε από τις αμερικανικές εκλογές ένα παρηγορητικό δίδαγμα γι’ αυτόν και για το κόμμα του: «Ισχυρίζονται πως είμαστε σεξιστές, ομοφοβικοί, δημαγωγοί και λαϊκιστές. Δεν συνειδητοποιούν ότι εκατομμύρια ανθρώπων δεν διαβάζουν πλέον τις εφημερίδες τους και δεν βλέπουν πλέον την τηλεόρασή τους» (12).
Τι ξέρουν αυτοί για τον λαό;
Κάποιοι επιτέλους το αντιλαμβάνονται. Στις 10 Νοεμβρίου, στον ραδιοφωνικό σταθμό France Inter, ο Φρεντερίκ Μπαϊγκμπεντέ, πρώην διαφημιστής που έγινε συγγραφέας και δημοσιογράφος, παραδεχόταν με αφοπλιστική διαύγεια την απώλεια της επιρροής του ίδιου και των ομοίων του: «Την περασμένη εβδομάδα εξηγούσα, με την απόλυτη βεβαιότητα των αστοιχείωτων, ότι ο Τραμπ θα έχανε στις αμερικανικές εκλογές. (…) Κανείς διανοούμενος δεν μπόρεσε να γράψει κάτι για να εμποδίσει τη νίκη του.(…) Η κυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό είναι το μόνο σύστημα στο οποίο επιθυμώ να ζω, αλλά, κατά βάθος, τι ξέρω εγώ για τον λαό; Ζω στο Παρίσι κι ύστερα πηγαίνω στη Γενεύη: συναναστρέφομαι με συγγραφείς, δημοσιογράφους, κινηματογραφιστές. Ζω εντελώς αποσυνδεδεμένος από τα βάσανα του λαού. Δεν πρόκειται για αυτοκριτική, είναι μια απλή κοινωνιολογική παρατήρηση. Διασχίζω τη χώρα απ’ άκρη σε άκρη, όμως οι άνθρωποι που συναντώ ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό –είναι μια μειονότητα διανοούμενων διόλου αντιπροσωπευτική της βαθιάς εξέγερσης που συμβαίνει στη χώρα».
Η Καλιφόρνια ψήφισε μαζικά υπέρ της Κλίντον, που σημείωσε θεαματικά αποτελέσματα στους πληθυσμούς πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των πιο πλούσιων κομητειών, όπου ο πληθυσμός συχνά είναι σχεδόν αποκλειστικά λευκός. Αηδιασμένοι από το αποτέλεσμα σε εθνική κλίμακα, κάποιοι κάτοικοι της Καλιφόρνιας διεκδικούν την απόσχιση της Πολιτείας, ένα «Καλ-έξιτ». Ο Γκάβιν Νιούσομ, αναπληρωτής Κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, δεν συμμερίζεται τις απόψεις τους. Ήδη όμως ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις πολιτικές του νέου Προέδρου προσεγγίζοντας «φωτισμένους ηγέτες» του δυτικού κόσμου. Μένει να τους βρει κιόλας.