Στις 9 Φεβρουαρίου 1950, όταν ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του, ένας ακόμα τότε άγνωστος Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής προκαλεί πάταγο: «Έχω στα χέρια μου τη λίστα διακοσίων ατόμων, για τα οποία ο Υπουργός Εξωτερικών γνωρίζει πώς είναι μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος και παρ’ όλα αυτά καθορίζουν την πολιτική του Υπουργείου». Με αυτόν τον τρόπο ο Τζότζεφ Μακάρθι έμπαινε στο πάνθεο της ιστορίας των ΗΠΑ από την πίσω πόρτα. Λίστα δεν υπήρξε ποτέ, αλλά το κύμα της αντικομμουνιστικής υστερίας και οι εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν διέλυσε τη ζωή χιλιάδων Αμερικανών.
Το 2017, αυτό που αμφισβητείται πλέον είναι ο πατριωτισμός του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ. Με ένα υπουργικό συμβούλιο αποτελούμενο από στρατιωτικούς και δισεκατομμυριούχους, οι λόγοι να φοβόμαστε την έναρξη της θητείας του είναι πολλοί. Κι όμως, το Δημοκρατικό κόμμα, καθώς και πολλά δυτικά μέσα ενημέρωσης, μοιάζουν να έχουν εμμονή με την παλαβή ιδέα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι η «μαριονέτα του Κρεμλίνου» (1). Και ότι οφείλει την εκλογή του στην υποκλοπή πληροφοριακών δεδομένων πίσω από την οποία κρύβεται η Ρωσία. Παρ’ όλο που έχει περάσει τόσος καιρός από τη μακαρθική παράνοια, η «Washington Post» ξαναβρίσκει το νήμα της ανησυχώντας για την ύπαρξη «περισσοτέρων από 200 ιστοτόπων, οι οποίοι ακούσια ή εκούσια, δημοσιεύουν ή αναφέρονται στην ρωσική προπαγάνδα» (24 Νοεμβρίου 2016).
Το κλίμα στη Δύση δεν είναι καλό. Κάθε, ή σχεδόν κάθε, εκλογικό αποτέλεσμα ερμηνεύεται μέσα από την οπτική της Ρωσίας. Είτε πρόκειται για τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και τον Τζέρεμι Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε για τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους υποψήφιους όπως οι Ζαν-Λικ Μελανσόν, Φρανσουά Φιγιόν και Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, αρκεί ν’ αμφισβητήσει κανείς τις οικονομικές κυρώσεις ενάντια στη Μόσχα ή τις αντιρωσικές εικασίες της CIA –μιας υπηρεσίας που όλοι γνωρίζουμε ότι είναι αλάθητη και άμεμπτη– για να προκαλέσει υποψίες ότι υπηρετεί τα σχέδια του Κρεμλίνου. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα, ούτε που μπορούμε να φανταστούμε το κύμα αγανάκτησης που θα είχε ξεσηκώσει η παρακολούθηση του τηλεφώνου της Άνγκελα Μέρκελ εάν είχε γίνει από τη Ρωσία και όχι από τις ΗΠΑ ή ακόμα η εκχώρηση στη Μόσχα από την Google και όχι από την NSA εκατομμυρίων προσωπικών δεδομένων, τα οποία συγκέντρωσε στο Διαδίκτυο. Και με μια δόση ειρωνείας στα λόγια του, ο Μπαράκ Ομπάμα απείλησε την Ρωσία: «Θα πρέπει να καταλάβουν πως ό,τι μας κάνουν, μπορούμε να τους το κάνουμε κι εμείς» (2).
Αυτό δεν το αγνοεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Την άνοιξη του 1996, ένας Ρώσος πρόεδρος άρρωστος και αλκοολικός, (διεφθαρμένος) πρωτεργάτης του κοινωνικού χάους στη χώρα του, κατάφερε να επιβιώσει της αβυσσαλέας αντιδημοτικότητάς του μόνο χάρη στη δηλωμένη πολιτική και οικονομική στήριξη των πρωτευουσών της Δύσης. Και χάρη σ’ ένα θεόσταλτο αποτέλεσμα της κάλπης, ο Μπόρις Γιέλτσιν, το χαϊδεμένο παιδί των δημοκρατών στην Ουάσιγκτον, το Βερολίνο και το Παρίσι (παρ’ όλο που κανονιοβόλησε το ρωσικό Κοινοβούλιο προκαλώντας εκατοντάδες θύματα, τον Δεκέμβριο του 1993) επανεκλέχθηκε. Τέσσερα χρόνια αργότερα αποφάσισε να μεταφέρει όλες του τις εξουσίες στον πιστό πρωθυπουργό του, τον υπέροχο Βλάντιμιρ Πούτιν…