Στις 30 Μαΐου 2015, μια εκατοντάδα ακτιβιστές έχουν συγκεντρωθεί στη Νήσο Χέιρισον, στην καρδιά του Περθ (Δυτική Αυστραλία). Αυτοί οι Αβορίγινες της φυλής Νούνγκαρ κατασκηνώνουν εκεί από τον Μάρτιο. Οι μαυροκιτρινοκόκκινες σημαίες του έθνους τους κυματίζουν στα περίπτερα που έχουν στήσει. Το ιερό νησί Ματάργκαρουπ –όπως αποκαλείται στην γλώσσα Νούνγκαρ– φιλοξενεί το άγαλμα του Γιάγκαν. Τον 19ο αιώνα, το κεφάλι του πολέμαρχου, που θεωρείται ήρωας της αντίστασης ενάντια στην αποικιοκρατία, εκτίθετο στο Λίβερπουλ ως ανθρωπολογικό αξιοπερίεργο. Μόλις το 1997 κατέστη δυνατός ο επαναπατρισμός του. Από τον Μάρτιο, οι διοργανωτές της ακτιβιστικής κατασκήνωσης καλούν τους πολίτες, τόσο λευκούς όσο και μαύρους, να συζητήσουν για τα δικαιώματα των Αβοριγίνων που έχουν μετατραπεί σε «πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο».
Η κινητοποίηση ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2014, όταν ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός της Δυτικής Αυστραλίας (1) Κόλιν Μπάρνετ επιβεβαίωσε το επικείμενο κλείσιμο των 150 από τις 274 κοινοτήτων της Πολιτείας: «Η απόφαση βαρύνει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία περικόπτει τα κονδύλια που προορίζονται για τις στοιχειώδεις υπηρεσίες [ηλεκτροδότηση, ύδρευση ή εκπαίδευση]. Οι 150 αυτές κοινότητες αποτελούνται κατά μέσο όρο από πέντε κατοίκους. Το κόστος της συντήρησής τους είναι υπερβολικά υψηλό».
Οι απομονωμένες κοινότητες (remote communities) βρίσκονται στο Κίμπερλεϊ, 2.000 χιλιόμετρα βόρεια του Περθ: μερικές παράγκες καταμεσής της ερήμου, στις οποίες το κράτος προσφέρει τις βασικές υπηρεσίες. Η κουλτούρα τους στηρίζεται στο δέσιμο με τη γη και αποτελεί το κίνητρο των οικογενειών για την παραμονή τους στην περιοχή. Σύμφωνα με την απογραφή του 2014 (2), στην Αυστραλία καταγράφηκαν 713.600 Αβορίγινες και νησιώτες του Πορθμού Τόρες (3), ήτοι το 3% των 23 εκ. κατοίκων της ηπείρου. Από αυτούς, λίγο περισσότεροι από 50.000 ζουν σε απομακρυσμένες ζώνες, ενώ 90.000 σε εξαιρετικά απομονωμένες κοινότητες. Ο γλωσσικός πλουραλισμός δίνει μια ιδέα για την τεράστια ποικιλομορφία των φυλών: αυτήν τη στιγμή ομιλούνται 120 γλώσσες Αβοριγίνων, από τις 250 που έχουν συνολικά αναγνωριστεί.
Η εκκένωση των οικισμών με τις παράγκες θα υποχρεώσει πολλά άτομα να εγκαταλείψουν τον τρόπο ζωής τους και να εγκατασταθούν στην περιφέρεια των πόλεων ή να επιβιώσουν ως άστεγοι στα δημόσια πάρκα. Η απειλή εξαγρίωσε τους Αβορίγινες, που συνήθως ελάχιστα κινητοποιούνται. Παρά τις αποστάσεις, αναζωπυρώθηκε η αλληλεγγύη ανάμεσα σε εκείνους που ζουν στις ακτές και στους κατοίκους του Κίμπερλεϊ. Ξαφνικά, ξαναζωντάνεψε μια μακρά ιστορία αγώνων, με τις ημερομηνίες της, τους ήρωές της, τα σύμβολά της. Έτσι, η συγκέντρωση στη Νήσο Χέιρισον οργανώθηκε ηθελημένα στα τέλη Μαΐου, κατά τη διάρκεια της «εβδομάδας συμφιλίωσης», που εορτάζεται προς τιμήν της 27ης Μαΐου 1967. Εκείνη την ημέρα, το 90% των ψηφοφόρων αποφάσισε να συμπεριληφθούν οι Αβορίγινες στην απογραφή, αναγνωρίζοντάς τους έτσι ως πραγματικά ισότιμους πολίτες. Όλοι θυμούνται επίσης την ετυμηγορία του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μάμπο εναντίον της Πολιτείας του Κουίνσλαντ (1992). Σε αυτήν τη δικαστική υπόθεση που κίνησε ο Έντι Κοΐκι Μάμπο, καταγόμενος από τον Πορθμό Τόρες, η ετυμηγορία αναγνώρισε ότι «οι Αβορίγινες και οι ιθαγενείς του Πορθμού Τόρες έχουν μια ειδική σχέση με τη γη, η οποία υπήρχε πριν από τον αποικισμό και εξακολουθεί να υφίσταται σήμερα», απορρίπτοντας τον μύθο της «terra nullius» («γη του κανενός»), σύμφωνα με τον οποίο η αποικισθείσα Αυστραλία δεν ανήκε «σε κανέναν», επειδή οι Αβορίγινες δεν την καλλιεργούσαν.
«Υπήρξε μια επιλεκτική ανάγνωση της Ιστορίας», εξηγεί ο συγγραφέας Μπρους Πασκόε, που μελέτησε τα κείμενα των πρώτων εξερευνητών. «Οτιδήποτε δεν εξυπηρετούσε την υστεροφημία των Βρετανών παραμερίστηκε: λόγου χάρη ότι είχαν εισβάλλει σε μια γη που κατεχόταν από έναν πληθυσμό ο οποίος φρόντιζε για τη διατήρησή της. Προσπάθησαν μάλιστα να ισχυριστούν ότι οι Αβορίγινες δεν χρησιμοποιούσαν τη γη, αρχικά ισχυρίζονταν μάλιστα ότι δεν υπήρχαν καν (4)». Πάλι το 1992, ο Εργατικός πρωθυπουργός Πολ Κίτλινγκ εκφώνησε στο Ρέντφερν (λαϊκή συνοικία του Σύδνεϋ) έναν λόγο που έμεινε διάσημος: «Εμείς στερήσαμε τους Αβορίγινες από την περιουσία τους. Κλέψαμε τη γη που τους ανήκε παραδοσιακά και τσακίσαμε τον τρόπο ζωής τους. Φέραμε την καταστροφή».
Ο νόμος Native Title Act, που ακολούθησε την απόφαση Μάμπο, επιτρέπει σε κάθε μεγάλη κοινότητα Αβοριγίνων να συγκροτήσει Συμβούλιο Γαιών, αρμόδιο να φέρνει ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου National Native Title Tribunal οποιαδήποτε αντιδικία για ζητήματα γης την οδηγεί σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση ή με ιδιωτικά συμφέροντα. Όμως, κάτω από την πίεση των επιχειρήσεων του εξορυκτικού τομέα, οι Φιλελεύθεροι τροποποίησαν επανειλημμένα τον νόμο με πρόσχημα ότι παραχωρούσε «υπερβολικά πολλά δικαιώματα».
Η νομική προστασία ενός προλεταριάτου που αρνείται όχι μόνο την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, αλλά και την εκμετάλλευση των μεγάλων ποσοτήτων βωξίτη, σιδήρου, αργύρου και χρυσού που κρύβει η γη τους, αποτελούσε τη βάση μιας εφικτής συμφιλίωσης. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι αυτή η προοπτική απομακρύνεται. Τον Νοέμβριο του 2014, στο περιθώριο της διάσκεψης των G20, ο τότε πρωθυπουργός Άντονι Άμποτ (του Φιλελεύθερου Κόμματος) εξηγούσε στον Βρετανό ομόλογό του Ντέιβιντ Κάμερον «πόσο δύσκολο είναι να φανταστεί κάποιος ότι, πριν από την άφιξη του πρώτου στόλου το 1788, δεν υπήρχε τίποτε άλλο από θαμνότοπους», ακυρώνοντας έτσι τόσο την πολιτική πρόοδο που συντελούνταν επί ένα τέταρτο του αιώνα όσο και 50.000 χρόνια ανθρώπινης Ιστορίας, επιβεβαιωμένης από την αρχαιολογική έρευνα. «Οι ναύτες θα πρέπει να νόμισαν ότι έφτασαν στη Σελήνη. Τα πάντα θα πρέπει να φαίνονταν τόσο παράξενα (5)», πρόσθεσε. Παρά τις διαμαρτυρίες που κατέκλυσαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τον Μάρτιο του 2015 ο Άμποτ επαναβεβαίωσε τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα: «Δεν μπορούμε να επιδοτούμε διαρκώς επιλογές ζωής που δεν συμβάλλουν πραγματικά στην αυστραλιανή κοινωνία (6)».
Τον επόμενο μήνα, 4.000 άτομα κατέκλυσαν τους δρόμους γύρω από τη Φλίντερς Στριτ, τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Μελβούρνης, για να υποστηρίξουν τις κοινότητες των Αβοριγίνων. Η «Herald Sun», ιδιοκτησίας του ομίλου News Corp. του βαθύπλουτου δισεκατομμυριούχου Ρούπερτ Μέρντοχ, κυκλοφόρησε με τον τίτλο: «Η εγωιστική αλητεία μπλοκάρει την πόλη» (11 Απριλίου 2015). Σε μια χώρα όπου κυριαρχούν οι συντηρητικοί, το μπλοκάρισμα ενός σιδηροδρομικού σταθμού επί μία ημέρα αποτελούσε μια απαράδεκτη προσβολή.
Μήπως το κλείσιμο των κοινοτήτων συνδέεται, τουλάχιστον εν μέρει, με την εξυπηρέτηση των σχεδίων της εξορυκτικής βιομηχανίας; Η Ελίζαμπεθ Βον, ερευνήτρια αρχαιολόγος και ιδρύτρια, μαζί με τον συνδικαλιστή Κλέιτον Λιούις, της Aboriginal Heritage Action Alliance, οργάνωσης για τη διαφύλαξη της κληρονομιάς των Αβοριγίνων, είναι πεπεισμένη γι’ αυτό: «Στην Αυστραλία, ένα από τα μεγαλύτερα διακυβεύματα είναι η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Αβοριγίνων μέσα σε μια συγκυρία επέκτασης της εξορυκτικής δραστηριότητας. Πρόκειται για μια πραγματική επίθεση ενάντια στην κουλτούρα και στην κληρονομιά τους». Στα τέλη του 2014, θυμάται ο Λιούις, το Κοινοβούλιο της Δυτικής Αυστραλίας ψήφισε έναν νόμο προορισμένο να διευκολύνει την εκδίωξη πληθυσμών από τη γη τους, μέσα από τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της «ιερής τοποθεσίας», που προστατεύει τους τόπους λατρείας. Στο εξής, αυτός ο χαρακτηρισμός αποδίδεται μονάχα σε τοποθεσίες όπου τελείται θρησκευτική τελετουργία –μόνο που στην κουλτούρα των Αβοριγίνων… δεν υπάρχουν λατρευτικές δραστηριότητες. Έτσι, αποχαρακτηρίστηκαν 23 τοποθεσίες, μεταξύ των οποίων η Μουρουζούγκα, βόρεια του Περθ, γνωστή για τις υπερχιλιετείς βραχογραφίες της. Μια ευτυχής σύμπτωση για τη Chevron, την BHP Biliton και τη Woodside Petroleum: μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσαν να εκμεταλλευθούν το υγροποιημένο φυσικό αέριο που υπάρχει σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από αυτά τα βράχια…
«Πρώτα ψηφίστηκε ο νόμος για τις ιερές τοποθεσίες και μετά ήρθε εκείνος για τον περιορισμό των διαδηλώσεων (7). Τώρα προτείνεται το κλείσιμο δεκάδων απομονωμένων κοινοτήτων. Πρόκειται για έναν πόλεμο για την πρόσβαση στη γη και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων», αναλύει ο Λιούις. Αυτή η σκλήρυνση θυμίζει την κατάσταση στο Κουίνσλαντ τη δεκαετία του 1970. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο πρωθυπουργός της Πολιτείας Τζο Μπιέλκε-Πέτερσεν συνδύαζε την αναπτυξιακή πολιτική με έναν ανοιχτό αυταρχισμό και ρατσισμό. Όταν ο στρατευμένος ιστορικός Τσάρλς Πέρκινς πρότεινε να ξαναβαφτιστούν οι Πολιτείες της Αυστραλίας με ονόματα από τη γλώσσα των Αβοριγίνων, ο Μπιέλκε-Πέτερσεν τον κάλεσε να «βγει από τα βάτα» και τον σύγκρινε με το witchetty grub, μια μεγάλη κάμπια που ζει στην έρημο και την οποία τρώνε οι Αβορίγινες (8).
Το φάσμα της ενδημικής παιδοφιλίας
Γαστρονομικές συνήθειες από άλλες εποχές, «επιλογές ζωής» ασύμβατες με τη νεωτερικότητα ή υπερβολικό δημοσιονομικό κόστος: τα προσχήματα που προβάλλονται προκειμένου να δικαιολογήσουν τη σταδιακή διάλυση των κοινοτήτων δεν εντυπωσιάζουν τόσο την κοινή γνώμη όσο εκείνο της προστασίας της παιδικής ηλικίας. To 2011, η κοινότητα του Ουμπουλγκούρι, στο Κίμπερλεϋ, έκλεισε μετά από την αποκάλυψη βιασμών ανηλίκων. Η τραγική είδηση, την οποία εκμεταλλεύθηκαν μαζικά τα ΜΜΕ και ένα μέρος του πολιτικού κόσμου, τροφοδότησε την ιδέα ότι η ενδημική παιδοφιλία επιτάσσει το κλείσιμο των απομακρυσμένων κοινοτήτων.
Οι κατηγορίες δεν είναι καινούργιες. Ανάμεσα στις αντικοινωνικές συμπεριφορές που αποδίδονται στους boongs και στους coons (9), η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών έχει εδώ και πολύ καιρό αντικαταστήσει την κατηγορία της ανθρωποφαγίας. Στις 21 Ιουνίου 2006, στην εκπομπή «Lateline» του τηλεοπτικού καναλιού ABC προβλήθηκε ένα ρεπορτάζ όπου ένας «υπεύθυνος για ζητήματα νεολαίας» διηγούνταν με καλυμμένο το πρόσωπο («για λόγους ασφαλείας») τη διακίνηση σκλάβων του σεξ, της οποίας έγινε μάρτυρας στη Βόρεια Επικράτεια, περιοχή που περιέγραψε ως «ζώνη πολέμου». Ο μυστηριώδης μάρτυρας Γκρέγκορι Άντριους εργαζόταν ως κρατικός υπάλληλος στην Υπηρεσία Υποθέσεων των Αβοριγίνων. Επωφελούμενος από το κύμα ηθικού πανικού, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Τζον Χάουαρντ θεώρησε σωστό να στείλει τον στρατό στο Ντάργουιν για να «σώσει τα παιδιά». Η παρουσία του στρατού στο outback (ενδοχώρα) βιώθηκε ως εισβολή. Η Καναδή ανθρωπολόγος Συλβί Πουαριέ παρατηρεί ότι «οι ερευνητές χαρακτήρισαν αυτά τα μέτρα εκτάκτου ανάγκης ως Δούρειο Ίππο, μέσα από τον οποίο το κράτος ανακτούσε τον έλεγχο των κοινοτήτων και της γης των Αβοριγίνων (10)».
Έκτοτε, το κόλπο ξαναχρησιμοποιήθηκε συχνά. Το 2007, ο Υπουργός Υποθέσεων των Αβοριγίνων Μάλκολμ Μπρόου κατήγγειλε «την ύπαρξη συμμοριών παιδοφίλων, που έχει πάρει ασύλληπτες διαστάσεις» στη Βόρεια Επικράτεια. Η κυβέρνηση αφαίρεσε από τους Αβορίγινες τον έλεγχο των εδαφών τους και επέβαλε ιατρικό έλεγχο στα παιδιά. Το επεισόδιο αυτό επανέφερε στη συλλογική μνήμη τις «κλεμμένες γενιές», τα 50.000 περίπου παιδιά που στάλθηκαν με τη βία σε ορφανοτροφεία «για το καλό τους» (11) από τα τέλη του 19ου αιώνα ώς τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όπως είχε συμβεί και στα οικοτροφεία για τα αυτόχθονα παιδιά του Καναδά, που στόχο είχαν «να σκοτώσουν τον Ινδιάνο πριν βγει από το αυγό». Όσο κι αν κανείς δεν αμφισβητεί την ύπαρξη κρουσμάτων παιδοφιλίας και υψηλών ποσοστών αλκοολισμού σε ορισμένες απομακρυσμένες κοινότητες, ο ρατσισμός και τα συμφέροντα της βιομηχανίας διευκόλυναν την μετατροπή μιας είδησης του αστυνομικού δελτίου σε κοινωνικό γνώρισμα, όπως είχε συμβεί και στις αυτόχθονες κοινότητες του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Εάν οι πολιτικοί ενδιαφέρονταν για τους νέους, θα είχαν ενδιαφερθεί και για άλλα φαινόμενα με «ασύλληπτες διαστάσεις». Το 2013, στη Δυτική Αυστραλία, οι νεαροί Αβορίγινες αποτελούσαν το 6% του πληθυσμού των ατόμων ηλικίας 10-17 ετών, αλλά το 78% των ανήλικων κρατουμένων. Σε εθνικό επίπεδο, ο κίνδυνος να καταλήξουν στη φυλακή είναι 26 φορές υψηλότερος σε σχέση με τους λευκούς (12).
Πώς μπορεί να εξηγηθεί παρόμοια σωφρονιστική υπεραντιπροσώπευση; Οι κατασκηνωτές της νήσου Χέιρισον μπορούν άραγε να ελπίζουν στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους; Στις 18 Ιουνίου 2015, η αστυνομία του Περθ εκδίωξε βιαίως τους «πρόσφυγες» από το Χέιρισον (13). Οι ακτιβιστές υποσχέθηκαν ότι «θα επιστρέψουν, ξανά και ξανά», κάτι που έκαναν πεισματικά καθ’ όλη τη διάρκεια του 2016.
Ο οικολόγος Ρόμπιν Τσαπλ, μέλος του νομοθετικού συμβουλίου του Περθ, κατέθεσε τον Μάιο του 2016 μια πρόταση νόμου με στόχο να εμποδιστεί η «βίαιη εκδίωξη των κοινοτήτων». Μετά από έναν χρόνο διαβουλεύσεων, η κυβέρνηση της Δυτικής Αυστραλίας παρουσίασε τον Ιούλιο του 2016 τις λεπτομέρειες της πολιτικής της για τις απομακρυσμένες κοινότητες (14). Δέκα από αυτές θα μετατραπούν σε πόλεις, ενώ 110 άλλες δεν απολαμβάνουν πλέον καμία κυβερνητική ενίσχυση.
Τον Ιανουάριο του 1988, διακόσια χρόνια μετά την ίδρυση του Σύδνεϋ, ο ακτιβιστής Μπέρναμ Μπέρναμ ύψωνε συμβολικά τη σημαία των Αβοριγίνων στο αγγλικό Ντόβερ: «Εγώ, ο Μπέρναμ Μπέρναμ, ευγενής της Αρχαίας Αυστραλίας, θέτω υπό την κυριότητά μου την Αγγλία, στο όνομα του λαού των Αβοριγίνων. […] Ήρθαμε για να σας φέρουμε τους καλούς τρόπους, την εκλέπτυνση και τη δυνατότητα ενός Κουμπαρτού, ενός νέου ξεκινήματος. Για τους εξυπνότερους από εσάς, φέρνουμε τη σύνθετη γλώσσα των Πιτζαντζατζάρα. Θα σας μάθουμε πώς να δημιουργήσετε μια πνευματική σχέση με τη γη και πώς να βρίσκετε τροφή στους θαμνότοπους (15)». Αυτή η συμβολική ανατροπή εξακολουθεί να περιμένει την πολιτική της έκφραση.