Το Σιντζάρ, στο βορειοδυτικό Ιράκ, παραμένει μια σχεδόν έρημη πόλη. Ενώ 80.000 κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή με τον ερχομό του Ισλαμικού Κράτους (ΙΣΙΣ) τον Αύγουστο του 2014, μόλις 50 οικογένειες έχουν επιστρέψει μετά την ανακατάληψη της πόλης από τις κουρδικές δυνάμεις, στις 13 Νοεμβρίου 2015. Μια μικρή ομάδα μαχητών περπατά αργά κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο. Όταν ο άνεμος κάνει τα διαλυμένα από τους βομβαρδισμούς μεταλλικά ρολά των μαγαζιών να χτυπούν, μια βοή ακούγεται, σαν να στοιχειώνουν την πόλη βασανισμένα πνεύματα. Ένοπλοι άνδρες μπαινοβγαίνουν σε ένα σχολείο που έχει μετατραπεί σε γενικό αρχηγείο ή κάθονται περιμένοντας διαταγές. «Είχαμε πέσει θύματα διωγμών και στο παρελθόν, αλλά αυτή η νέα σφαγή έγινε στην εποχή της υψηλής τεχνολογίας! Θρηνούμε χιλιάδες θύματα. Χιλιάδες αδελφές μας βρίσκονται ακόμη στα χέρια του ΙΣΙΣ», ξεσπάει ο Κασίμ Σάσο, διοικητής των Πεσμεργκά του Σιντζάρ, οι οποίοι πρόσκεινται στο Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PDK) και έχουν καταγωγή Γιεζίντι. Ο Αμπού Μαζέντ, μάγειρας, οργάνωνε γαμήλιες δεξιώσεις. Δυσκολεύεται να συγκρατήσει τα δάκρυά του όταν μας δείχνει τις φωτογραφίες της οικογένειάς του. Εκείνη τη μοιραία 3η Αυγούστου 2014, τζιχαντιστές του ΙΣΙΣ απήγαγαν τη γυναίκα του, τις τρεις κόρες του και έναν από τους γιους του. Μόνο η εικοσιτριάχρονη κόρη του, αιχμάλωτη στη Ράκα, την «πρωτεύουσα» του ΙΣΙΣ στη Συρία, κατάφερε να δώσει σημεία ζωής πριν από μερικούς μήνες. Ο Αμπού Μαζέντ ζει πλέον μόνος με έναν από τους γιους του. Όλες οι οικογένειες έχουν να διηγηθούν μια ιστορία παρόμοια με τη δική του. Εάν η ιστορία της Μέσης Ανατολής ξαναγραφόταν από τη σκοπιά των Γιεζίντι, θα προέκυπτε ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο από εκείνα που έχουμε στη διάθεσή μας. Αυτός ο κουρδόφωνος (kurmandji) λαός διαθέτει μια μοναδική κουλτούρα, η οποία είναι διαμορφωμένη γύρω από μια προφορικά μεταδιδόμενη μονοθεϊστική θρησκεία, με ρίζες στον ζωροαστρισμό και με πρόσθετες επιρροές από τον χριστιανισμό και το Ισλάμ. Οι Γιεζίντι κατοικούν κυρίως στις κουρδικές περιοχές του Ιράκ και ο σημαντικότερος χώρος λατρείας τους είναι το Λαλίς, βόρεια της Μοσούλης. Επίσης, τους βρίσκουμε στον ανατολικό Καύκασο και ως μετανάστες στις χώρες της Δύσης. Στο Ιράκ, αποτελούν μέρος ενός πλούσιου και αρχαίου θρησκευτικού τοπίου, το οποίο περιλαμβάνει τους Σαμπάκ, οπαδούς του μανδαϊσμού, καθώς επίσης την Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής, τη Συριακή Εκκλησία και τους Χαλδαίους χριστιανούς. Η κοινότητά τους είναι χωρισμένη σε τάξεις, τις οποίες διοικούν οι σεΐχηδες (αρχηγοί) ή οι θρησκευτικές αρχές. Ο γάμος με μέλη άλλων θρησκειών απαγορεύεται αυστηρά. Το καλοκαίρι του 2014, το Ισλαμικό Κράτος εξαπέλυσε επίθεση-αστραπή. Τον Ιούνιο, μερικές εκατοντάδες τζιχαντιστές έκαναν την έκπληξη καταλαμβάνοντας τη Μοσούλη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ. Οι ιρακινές στρατιωτικές δυνάμεις, που υπολογίζονταν σε περίπου 30.000 στρατιώτες, εγκατέλειψαν γρήγορα την περιοχή, σε μια συγκυρία διαπάλης εξουσίας μεταξύ σουνιτικών φυλών που είχαν χάσει τα δικαιώματά τους και προυχόντων των τοπικών πόλεων που είχαν δυσαρεστηθεί από την απώλεια επιρροής τους μετά την αμερικανική εισβολή. Η κατάληψη της Μοσούλης ήταν επίσης συνέπεια της πολιτικής θρησκευτικών διαχωρισμών που είχε ακολουθήσει ο σιίτης τότε πρωθυπουργός Νούρι Αλ-Μαλίκι. Προς γενική έκπληξη, τα στρατεύματα του ΙΣΙΣ, ενώ κατευθύνονταν προς τη Βαγδάτη, έκαναν μεταβολή για να επιτεθούν σε περιοχές που έλεγχαν οι Κούρδοι. Η επίθεση ξεκίνησε τις πρωινές ώρες της 3ης Αυγούστου 2014 στην περιοχή του Σιντζάρ, όπου κατοικούν οι Γιεζίντι. Η στρατιωτική διοίκηση των Πεσμεργκά, πανικόβλητη, διέταξε τους μαχητές της να αποσυρθούν, αφήνοντας τους κατοίκους στο έλεος των τζιχαντιστών. Η αντίσταση, μόνο με ελαφρύ οπλισμό στη διάθεσή της, κατέρρευσε μέσα σε μερικές ώρες. Οι κάτοικοι προσπάθησαν να κατευθυνθούν προς τα βουνά, αλλά πολλοί, ειδικά όσοι δεν διέθεταν όχημα, δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Οι άνδρες χωρίστηκαν από τις γυναίκες και, το πιο συχνά, εκτελέστηκαν επί τόπου. Πολλοί κάτοικοι διέφυγαν μέχρι το Σαρντάστ, το οροπέδιο στην κορυφή του όρους Σιντζάρ, όπου οι τζιχαντιστές τους καταδίωξαν, συνεχίζοντας ταυτόχρονα να σφάζουν και να παίρνουν ομήρους, μέχρι που οι μαχητές Γιεζίντι βρήκαν ένα πολυβόλο που είχαν εγκαταλείψει οι Πεσμεργκά και τους απώθησαν. Οι άνδρες που δεν δέχθηκαν να ασπαστούν το Ισλάμ εκτελέστηκαν. Οι γυναίκες και τα κορίτσια, μεταξύ τους και κοριτσάκια που δεν ήταν πάνω από 9 ετών, συγκεντρώθηκαν σε διάφορα σημεία, στάλθηκαν στο κοντινό Τελ Αφάρ και πουλήθηκαν ως σκλάβες του σεξ στους τζιχαντιστές όλου του «χαλιφάτου». Ο αριθμός των νεκρών και των αιχμαλώτων δεν έχει εξακριβωθεί επίσημα, αλλά οι οργανώσεις των Γιεζίντι κάνουν λόγο για 2.240 νεκρούς, 1.020 αγνοούμενους –για τους οποίους εκφράζονται φόβοι ότι έχουν εκτελεστεί– και 5.800 αιχμαλώτους, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Περισσότεροι από 280 άνθρωποι, κυρίως παιδιά, πέθαναν από δίψα και εξάντληση τις πρώτες ημέρες.
Καταστροφή μιας κουλτούρας και ενός τρόπου ζωής
Καμία πληθυσμιακή ομάδα δεν υπέστη τόσο βάναυση μεταχείριση από το ΙΣΙΣ όσο οι Γιεζίντι. Ο στόχος των τζιχαντιστών φαίνεται ότι ήταν όχι μόνο να τρομοκρατήσουν και να υποτάξουν, αλλά και να καταστρέψουν μια κουλτούρα και έναν τρόπο ζωής που είναι μοναδικά στην περιοχή. Οι διωγμοί που υφίστανται οι Γιεζίντι δεν ξεκίνησαν χθες. Για τη μειονότητα αυτή, τα γεγονότα του 2014 αποτελούν την 73η σφαγή και, για να τα περιγράψουν, χρησιμοποιούν τον οθωμανικό όρο φερμάν (1). Η λέξη αυτή, που σημαίνει «διάταγμα του σουλτάνου», αναφέρεται στις σφαγές που διέταξε στα τέλη του 19ου αιώνα ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίντ ο 2ος, με σκοπό να εδραιώσει τον έλεγχο του κράτους στις απομακρυσμένες περιοχές των Γιεζίντι, να επιβάλλει στους κατοίκους τη στρατιωτική θητεία και την πληρωμή φόρων και να τους υποχρεώσει να ασπαστούν το σουνιτικό Ισλάμ. Οι Γιεζίντι δεν απολάμβαναν προστασία αντίστοιχη με των χριστιανών και των Εβραίων, δηλαδή των οπαδών μονοθεϊστικών θρησκειών, των οποίων το Ισλάμ ισχυρίζεται ότι αποκατέστησε το αρχικό νόημα. Οι Γιεζίντι έχουν θεωρηθεί ειδωλολάτρες, ακόμη και «λάτρεις του Σατανά» και έχουν συχνά υποστεί διωγμούς. Στο μπααθικό καθεστώς του Ιράκ υπήρχαν διακρίσεις σε βάρος τους. Το 1975, στο πλαίσιο ενός τεράστιου προγράμματος εκσυγχρονισμού και προκειμένου το κράτος να διασφαλίσει καλύτερο έλεγχο της ορεινής και απομακρυσμένης αυτής περιοχής, οι μπααθικές αρχές υποχρέωσαν τους Γιεζίντι να εγκαταλείψουν τους παραδοσιακούς οικισμούς τους στο όρος Σιντζάρ και να εγκατασταθούν σε «συλλογικότητες» στους βόρειους και νότιους πρόποδες του βουνού. Το νερό που ήταν απαραίτητο για την άρδευση δεν έφτασε ποτέ στις περισσότερες περιοχές μετεγκατάστασης, αναγκάζοντας τους, φτωχούς πια, Γιεζίντι να εξαρτώνται από τους πλουσιότερους Άραβες γείτονές τους και να υποχρεώνονται να δουλεύουν στα χωράφια τους. Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 αποσταθεροποίησε την κοινωνικοθρησκευτική ιεραρχία της χώρας. Πολλοί Άραβες σουνίτες της γειτονικής πόλης Αλ-Μπαάζ, καθώς και οι Τουρκμένοι του Τελ Αφάρ, πόλη από την οποία κατάγονταν πολλοί αξιωματούχοι του Σαντάμ Χουσεΐν, είχαν δυσαρεστηθεί βλέποντας την εξουσία να φεύγει από τα χέρια τους. Η ένοπλη αντίσταση κατά των Αμερικανών στρατολόγησε τα περισσότερα μέλη της από την παλαιά κομματική βάση του Μπάαθ, την οποία ερχόταν τώρα να επηρεάσει μια νέα δύναμη: η διεθνής των σαλαφιστών τζιχαντιστών. Την ίδια στιγμή, οι Γιεζίντι και άλλες μειονότητες του πολυεθνικού βόρειου Ιράκ είχαν τη δυνατότητα να εργάζονται στις αμερικανικές βάσεις ή να κατατάσσονται στον νέο ιρακινό στρατό. Όσοι συμμετείχαν στην αντίσταση κατά των Αμερικανών ανήκαν σε μια νέα γενιά, πολύ πιο ριζοσπαστική από τους Αφγανούς επικεφαλής της Αλ-Κάιντα (2). Η οργάνωση Τζαμάατ Αλ-Ταουχίντ Ουάλ-Τζιχάντ, την οποία ίδρυσε ο Ιορδανός μαχητής Αμπού Μουσάμπ Αλ-Ζαρκάουι, υιοθέτησε τη σαλαφιστική τζιχαντιστική ιδεολογία για να αντιμετωπίσει τις νέες θρησκευτικές συγκρούσεις. Η ιδεολογία αυτή σύντομα θα σκορπούσε το χάος. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ερμηνεία της σαρία, οι Γιεζίντι είχαν την επιλογή είτε να ασπαστούν το Ισλάμ είτε να πεθάνουν. Τον Απρίλιο του 2007, μαχητές σταμάτησαν λεωφορείο που μετέφερε εργάτες από κλωστοϋφαντουργία της Μοσούλης. Διέταξαν τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους να κατεβούν, πήραν μαζί τους τους 23 εργάτες Γιεζίντι και τους εκτέλεσαν. Το χειρότερο όμως θα συνέβαινε στις 14 Αυγούστου 2007, όταν τέσσερα παγιδευμένα φορτηγά χρησιμοποιήθηκαν σε μαζικές επιθέσεις αυτοκτονίας σε δύο πόλεις των Γιεζίντι, την Κατανίγια και τη Σίμπα Σεΐχ Κιντίρ, με απολογισμό 500 νεκρούς και 1.500 τραυματίες. Ο αμερικανικός στρατός δεν διέθετε αρκετούς άνδρες για να ελέγξει τη συνοριακή αυτή ζώνη. Μεγάλο μέρος του βορειοδυτικού Ιράκ, περιοχής στρατηγικής σημασίας στα σύνορα με τη Συρία, μετατράπηκε σε αυτοκινητόδρομο για τους ισλαμιστές εθελοντές. Σε στρατόπεδο στην έρημο κοντά στο Σιντζάρ, οι Αμερικανοί στρατιώτες ανακάλυψαν ίχνη περίπου 700 εθελοντών που είχαν έρθει από άλλες χώρες, κυρίως από τη Σαουδική Αραβία και τη Λιβύη, για να υπερασπιστούν την υπόθεση του τζιχάντ στο Ιράκ (3). Παραμένει ακόμη επισήμως άγνωστο γιατί ο ιρακινός στρατός κατέρρευσε με την επίθεση του ΙΣΙΣ. Στο γεγονός αυτό έρχεται να προστεθεί και ένα δεύτερο μυστήριο: γιατί το ΙΣΙΣ δεν συνέχισε την προέλασή του προς τη Βαγδάτη, πρωτεύουσα και κέντρο εξουσίας του Ιράκ, αλλά εξαπέλυσε επίθεση κατά των κοινοτήτων των Γιεζίντι στο Σιντζάρ, που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των Κούρδων Πεσμεργκά; Η επίθεση αυτή δεν είχε νόημα στο πλαίσιο της μάχης επιρροής μεταξύ της σιιτικής κεντρικής εξουσίας στη Βαγδάτη και των διψασμένων για εκδίκηση σουνιτών. Η επιδρομή στο Σιντζάρ φέρνει στο φως τις αντιφάσεις της ισλαμιστικής οργάνωσης. Αρκετοί Γιεζίντι που εγκατέλειψαν τότε τις εστίες τους μας επιβεβαίωσαν ότι η αρχική επίθεση έγινε κυρίως από τις γειτονικές αραβικές φυλές (Ζιχεΐς, Αμπού Μτεμέτ και Χατουνί). Ο όρκος πίστης τους (bay’a) στο νέο «χαλιφάτο» συνέπεσε με την επίθεση κατά του Σιντζάρ. Με άλλα λόγια, οι τοπικές αραβικές φυλές, με εξαίρεση τους Σαμάρ της περιοχής Ράμπια, ένωσαν τις δυνάμεις τους με το ΙΣΙΣ για να επιτεθούν στους Γιεζίντι χωρίς προφανή λόγο (4). Μία από τις ερμηνείες είναι η μεγάλη ποικιλομορφία των μαχητών του ΙΣΙΣ: μεταξύ τους βρίσκει κάποιος την παλαιά φρουρά του Μπάαθ, η οποία ονειρεύεται να επανέλθει στην εξουσία στη Βαγδάτη, μαχητές ενός θρησκευτικού πολέμου ενάντια στο συριακό καθεστώς, διεθνείς τζιχαντιστές που θέλουν να υπονομεύσουν τις δυτικές κοινωνίες, Τσετσένους, Τούρκους κ.τ.λ. Κάθε ομάδα συνεισφέρει τη δύναμή της, αλλά και έναν νέο εχθρό. Σε τελική ανάλυση, το ΙΣΙΣ μάχεται εναντίον όλου του υπόλοιπου κόσμου –μια μάχη για την οποία η οργάνωση εμφανώς στερείται δυνατοτήτων. Με την επίθεση στο Σιντζάρ, στρατολόγησε νέους μαχητές από τις αραβικές φυλές, άνοιξε όμως και ένα νέο μέτωπο στις «διαφιλονικούμενες περιοχές» της Νινευή και του Κιρκούκ, διεκδικούμενες από τους Κούρδους, τη σιιτική κεντρική εξουσία και τους σουνίτες τοπικούς προύχοντες της Μοσούλης. Από το 2003, η ζώνη του Σιντζάρ, μολονότι αποτελεί μέρος της επαρχίας της Νινευή, βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των Πεσμεργκά. Η απόσυρσή τους χωρίς να δώσουν μάχη με το ΙΣΙΣ έχει αφήσει σημάδια. «Οι Γιεζίντι περιμένουν ακόμη μια εξήγηση από τους ηγέτες της αυτόνομης περιοχής του Κουρδιστάν», μας δηλώνει ο Τζαμίλ Σαουμάρ, διευθυντής της ανθρωπιστικής οργάνωσης Γιάζντα, με έδρα το Ντοχούκ. Οι κουρδικές αρχές φάνηκαν να εκπλήσσονται από την επίθεση του ΙΣΙΣ. Και, αφήνοντας τις περιοχές των Γιεζίντι ανυπεράσπιστες, τροφοδότησαν ξανά τα ζητήματα ταυτότητας: οι Γιεζίντι αποτελούν ή όχι μέρος του κουρδικού έθνους; Μία εβδομάδα μετά την επίθεση πάντως, Κούρδοι μαχητές ερχόμενοι από τη Συρία κατάφεραν να ανοίξουν διάδρομο και να σώσουν δεκάδες χιλιάδες Γιεζίντι που είχαν εγκλωβιστεί στην κορυφή του όρους Σιντζάρ.
Χιλιάδες γυναίκες ακόμη αιχμάλωτες
Μετά την αντεπίθεση των κουρδικών δυνάμεων με την υποστήριξη της αμερικανικής αεροπορίας, τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 2015, μόλις 50.000 πολίτες, σε σύνολο 300.000, έχουν επιστρέψει στην περιοχή. Οι περισσότερες πόλεις και χωριά είναι ερειπωμένα, καθώς καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών ή ισοπεδώθηκαν από τους τζιχαντιστές κατά την υποχώρησή τους. Ορισμένοι περιμένουν να ξεκαθαρίσει η πολιτική κατάσταση πριν επιστρέψουν. Γιατί το Σιντζάρ είναι πλέον διαιρεμένο στο ανατολικό τμήμα, που βρίσκεται κάτω από την επιρροή του PDK, του κυβερνώντος κόμματος στην αυτόνομη περιοχή του ιρακινού Κουρδιστάν, και στο δυτικό τμήμα, το οποίο ελέγχει το ΡΚΚ (Κόμμα Εργατών του Κουρδιστάν, με προέλευση την Τουρκία) και οι Σύροι σύμμαχοί του. Οι δύο αυτές δυνάμεις συμμετέχουν σε ανταγωνιστικές περιφερειακές συμμαχίες: ενώ το PDK του Μασούντ Μπαρζανί είναι σύμμαχος της Τουρκίας, το ΡΚΚ βρίσκεται σε πόλεμο με την Άγκυρα. Μάλιστα, το ΡΚΚ συγκρότησε και τοπική πολιτοφυλακή από Γιεζίντι που πληρώνονται από τη Βαγδάτη, αλλά βρίσκονται κάτω από τον έλεγχό του. Τις σφαγές των Γιεζίντι από τους Οθωμανούς, το 1892, ακολούθησε σθεναρή αντίδραση και, στη συνέχεια, αναγέννηση της ταυτότητας και της κουλτούρας τους στην περιοχή του όρους Σιντζάρ (5). Άραγε οι απόγονοί τους θα γλυτώσουν από τον αφανισμό που βρίσκεται σε εξέλιξη; Τίποτε δεν είναι λιγότερο σίγουρο. Οι περισσότεροι Γιεζίντι ζουν σήμερα σε υπερπλήρη στρατόπεδα προσφύγων που δεν πληρούν τις στοιχειώδεις προδιαγραφές. Πολλοί άλλοι πήραν τον δρόμο για την Ευρώπη. Παρά την προώθηση των σιιτικών πολιτοφυλακών, με στόχο την αποκοπή των γραμμών τροφοδοσίας μεταξύ Μοσούλης και Συρίας, πολλά χωριά των Γιεζίντι στο νότιο τμήμα του Σιντζάρ ελέγχονται ακόμη από το ΙΣΙΣ, το οποίο, χρησιμοποιώντας τα ως βάση, εξαπολύει τακτικές επιθέσεις στις θέσεις Κούρδων και Γιεζίντι. Περίπου 2.000 γυναίκες έχουν ελευθερωθεί, 3.200 παραμένουν όμως ακόμη αιχμάλωτες, οι περισσότερες στη Ράκα της Συρίας. Οι Γιεζίντι νιώθουν πικραμένοι και προδομένοι: σφαγιάστηκαν από τους παλαιούς Άραβες γείτονές τους, προδόθηκαν από το αδελφό έθνος τους, τους Κούρδους, και ξεχάστηκαν από τη «διεθνή κοινότητα». Πριν επιστρέψουν στις εστίες τους και ξαναχτίσουν τη ζωή τους, έχουν ανάγκη να μπορούν να ελπίζουν ότι αυτό το 73ο φερμάν ήταν και το τελευταίο.