Τον Μάρτιο του 2016, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ διαπραγματεύτηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια αμφιλεγόμενη συμφωνία με την Τουρκία, προκειμένου να αποτρέπονται οι προσπάθειες προσφύγων και μεταναστών να διασχίσουν το Αιγαίο με βάρκες, με τη μεσολάβηση διακινητών. Στο πλαίσιο ενός αρκετά πολύπλοκου σχεδίου δράσης –μεγαλοφυούς ή μακιαβελικού, ανάλογα με την οπτική– ο πρόεδρος Ερντογάν δεχόταν να πολλαπλασιάσει τις θαλάσσιες περιπολίες και να δεχθεί την επιστροφή στην Τουρκία των αιτούντων άσυλο που φθάνουν στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Σε αντάλλαγμα, για κάθε Σύριο που επιστρέφεται στην Τουρκία από τα ελληνικά νησιά, η Ε.Ε. δεσμευόταν να δεχθεί στο έδαφός της έναν Σύριο από τα τουρκικά στρατόπεδα προσφύγων. Επιπλέον, οι Βρυξέλλες θα χορηγούσαν βοήθεια 6 δισ. δολαρίων για τα 2,7 εκατομμύρια Συρίων προσφύγων που ζουν στην Τουρκία. Υποσχέθηκαν επίσης να ξανανοίξουν τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας και να ικανοποιήσουν μια σημαντική τουρκική επιθυμία: οι Τούρκοι υπήκοοι να μπορούν να ταξιδεύουν στην Ευρώπη χωρίς βίζα.
Υπήρξαν αντιδράσεις σε αυτήν την συμφωνία, που περιγράφεται ως παράνομη και ανήθικη: απελαύνοντας πρόσφυγες προς την Τουρκία, για την οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Ε.Ε. διακινδυνεύει να παραβιάσει το διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, για την ώρα, έχει εκπληρώσει τους στόχους της: μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου 2016, ο αριθμός των προσφύγων και μεταναστών που φτάνουν κάθε μήνα στα ελληνικά νησιά έπεσε από 26.971 σε 1.554, ενώ ο αριθμός των νεκρών στο Αιγαίο μειώθηκε από 45 σε 0. Βέβαια, η εξέλιξη ίσως να οφείλεται περισσότερο στο κλείσιμο του δρόμου των Βαλκανίων και λιγότερο στην συμφωνία με την Τουρκία (1). Στο μεταξύ, στη Μεσόγειο συνεχίζονται οι πνιγμοί: σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2016, οι νεκροί και οι αγνοούμενοι ανήλθαν στους 3.740 –«πρόκειται για την φονικότερη χρονιά της σύγχρονης ιστορίας (2)».
Η συμφωνία συνέπεσε με την αυταρχική στροφή του Ερντογάν. Πριν από την σύναψή της, ο Τούρκος πρόεδρος είχε ενισχύσει την εξουσία του τροποποιώντας το Σύνταγμα και περιορίζοντας την ελευθερία των ΜΜΕ. Τον Μάιο, απέπεμψε τον δυνητικό αντίπαλό του, τον πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου, που είχε διαπραγματευθεί την συμφωνία με τη Μέρκελ. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο, αντιδρώντας στο αποτυχημένο πραξικόπημα, προέβη σε μαζική εκκαθάριση των αντιπολιτευόμενων, κυρίως των οπαδών του ιμάμη Φετίχ Γκιουλέν. Ταυτόχρονα, ενέτεινε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Κούρδων αυτονομιστών. Παρόλο που η προσφυγική κρίση ώθησε τη Γερμανία να συνεργαστεί με την Τουρκία, η συνεργασία, από την οποία η Γερμανία εξαρτάται ολοένα και περισσότερο, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, που αφήνουν να πλανάται μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Η μακρά ιστορία των γερμανοτουρκικών σχέσεων ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα, στην εποχή της Γερμανικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ζούσαν συμβιωτικά λόγω της στρατηγικής συμπληρωματικότητάς τους και των αντίθετων τροχιών τους. Η Γερμανία, ανερχόμενη δύναμη στο κέντρο της Ευρώπης, την οποία ο ανθρωπολόγος Χέλμουτ Πλέσνερ χαρακτήριζε «αργοπορημένο έθνος» (verspätete Nation) επειδή συγκροτήθηκε με καθυστέρηση το 1871, προσπαθεί να ανταγωνιστεί την Αγγλία και τη Γαλλία. Η δε Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης», παρά την παρακμή της, κατέχει στρατηγική θέση στη Μέση Ανατολή, ιδίως επειδή ελέγχει τη διώρυγα του Σουέζ που εγκαινιάστηκε το 1869.
Το 1896, ο Γουλιέλμος Β΄ εμπλέκει την αυτοκρατορία του σε μια πολιτική αποικισμού προκειμένου να εξασφαλίσει, σύμφωνα με τη φράση του μελλοντικού καγκελάριου Μπέρνχαρντ φον Μπύλοφ, «μια θέση στον ήλιο». Καθώς η Γερμανία –της οποίας η ισχύς περιοριζόταν μέχρι τότε στην ευρωπαϊκή ήπειρο– προσπαθεί να ανελιχθεί στη διεθνή σκηνή, η Τουρκία αποκτά ιδιαίτερη σημασία για αυτήν. Για παράδειγμα, ο Γουλιέλμος Β΄ τής ζητάει την εκχώρηση της κατασκευής και εκμετάλλευσης της σιδηροδρομικής σύνδεσης του Βερολίνου με την Κωνσταντινούπολη, του πρώτου τμήματος της μελλοντικής γραμμής Βερολίνο-Βαγδάτη. Η νέα διαδρομή επιτρέπει τη μείωση του χρόνου της μεταφοράς πρώτων υλών απαραίτητων για την ακμάζουσα γερμανική βιομηχανία (προηγουμένως, μεταφέρονταν διά θαλάσσης). Η ισορροπία των ζωνών επιρροής στη Μέση Ανατολή διαταράσσεται εις βάρος της Αγγλίας και προς όφελος της Γερμανίας. Καλύτερα προστατευμένη πλέον σε περίπτωση αποκλεισμού από το βρετανικό ναυτικό, η τελευταία μετατρέπεται στον κύριο οικονομικό εταίρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη βασική πύλη εισόδου της στην Ευρώπη.
Στο εξής, το «Ανατολικό Ζήτημα» και το «Γερμανικό Ζήτημα (3)» είναι συνυφασμένα. Η αλληλοεξάρτησή τους κορυφώνεται στις 2 Αυγούστου 2014, όταν ξεσπάει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: μια μυστική συνθήκη επικυρώνει την προσέγγιση των δύο αυτοκρατοριών. Οι Γερμανοί αξιωματικοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση και αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού, και ιδιαίτερα στην απόκρουση της απόβασης των Συμμάχων στην Καλλίπολη το 1915 (μάχη των Δαρδανελλίων). Γερμανοί αξιωματούχοι γίνονται συνένοχοι στη γενοκτονία των Αρμενίων που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια των συρράξεων.
Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δύο αυτοκρατορίες έδωσαν την θέση τους σε δημοκρατίες. Όμως, ενώ εκείνη που εγκαθίδρυσε το 1923 ο Κεμάλ Ατατούρκ αναπτύσσεται, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γρήγορα μπαίνει σε τροχιά καταστροφής. Την περίοδο της ανοικοδόμησης που ακολουθεί τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας –κράτος που συγκροτήθηκε με καθυστέρηση και με περιορισμένο αποικιακό παρελθόν σε σχέση με τις υπόλοιπες ισχυρές χώρες της ηπείρου– στράφηκε και πάλι προς την Τουρκία. Ενώ η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ολλανδία φέρνουν εργατικό δυναμικό από τις πρώην αποικιακές αυτοκρατορίες τους για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο χωρών τους, η Γερμανία στρέφεται προς τη Νότια Ευρώπη (Ιταλία, Πορτογαλία) και, μετά το 1961, προς την Τουρκία. Το 1969, ένα εκατομμύριο Τούρκοι είχαν μεταναστεύσει στην ΟΔΓ, εργαζόμενοι κυρίως στη βιομηχανία.
Ωστόσο, εν μέρει επειδή δεν προέρχονταν από πρώην αποικίες, αυτοί οι μετανάστες θεωρήθηκαν «προσκεκλημένοι εργαζόμενοι» (Gastarbeiter) και όχι πολίτες με πλήρη δικαιώματα. Μέχρι τη μερική μεταρρύθμιση που πραγματοποίησε το 2001 ο «κοκκινοπράσινος» συνασπισμός υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο νόμος για τη γερμανική υπηκοότητα βασιζόταν στο δίκαιο του αίματος (4). Από την πλευρά του, το τουρκικό κράτος συνεχίζει να θεωρεί τους γκασταρμπάιτερ περισσότερο ως Τούρκους του εξωτερικού και λιγότερο ως μετανάστες. Ακόμα και οι απόγονοί τους της δεύτερης ή τρίτης γενιάς δυσκολεύονται να αποκτήσουν την υπηκοότητα και, συνεπώς, να ψηφίσουν.
Αν και η μαζική παρουσία ατόμων τουρκικής καταγωγής (το 2010 ήταν 3,5 εκατομμύρια) ενίσχυσε τους ιδιαίτερους δεσμούς που ενώνουν τις δύο χώρες, η σχέση τους επιδεινώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν η Γερμανία αντιτάχθηκε στην ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εχθρότητα, οφειλόμενη κυρίως στις ανησυχίες για τη συμβατότητα του Ισλάμ με τις ευρωπαϊκές αξίες και στον προβληματισμό για τις συνέπειες που θα είχε η ενσωμάτωση ενός τόσο μεγάλου κράτους-μέλους, ήταν ιδιαίτερα έντονη στους κόλπους της Δεξιάς. Το 2004, η Άνγκελα Μέρκελ, εκείνη την εποχή ηγέτιδα της χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης, αντιπρότεινε μια «προνομιακή σχέση». Όμως, κατά την επίσκεψή του στην Άγκυρα τον Νοέμβριο του 2016, ο Υπουργός Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγιερ υπενθύμισε τη δέσμευση της χώρας του για άνοιγμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Αν αντιμετωπίζαμε την κατάσταση μόνο υπό το πρίσμα της Ιστορίας, θα φαινόταν ότι σήμερα οι δύο εταίροι σκοπεύουν να επιδιώξουν μια στρατηγική συμμαχία παρόμοια με εκείνη του παρελθόντος. Η κατάσταση παρουσιάζει εντυπωσιακές αναλογίες με εκείνη των αρχών του 20ού αιώνα. Ακόμα μία φορά, η σύγκλιση οφείλεται στην κεντρική θέση που κατέχει η Γερμανία στην Ευρώπη –γίνεται ξανά λόγος για την ηγεμονία της– και στη γεωπολιτική στρατηγική της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή. Σήμερα όμως, η ανερχόμενη δύναμη είναι η Τουρκία. Με 80 εκατομμύρια κατοίκους (που αναμφίβολα θα είναι 95 το 2050), θα ξεπεράσει σύντομα τη Γερμανία, της οποίας ο φθίνων πληθυσμός θα κυμαίνεται σύμφωνα με τις προβλέψεις των αρχών μεταξύ 72 και 76 εκατομμυρίων το 2050.
Για το Βερολίνο, η διατήρηση της συμφωνίας για τους πρόσφυγες αποτελεί προτεραιότητα. Ωστόσο, πολλοί από τους υπερμάχους της συμφωνίας φοβούνται ότι η Τουρκία δεν θα την τηρήσει και θα καταλήξει να αφήσει τους πρόσφυγες να κατακλύσουν τα ελληνικά νησιά εάν η Ε.Ε. δεν φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς της βίζας. Όμως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το αρνείται όσο δεν γίνεται ηπιότερος ο αντιτρομοκρατικός νόμος, τον οποίο ο Ερντογάν δεν ήθελε καν να τροποποιήσει ακόμα και πριν από την απόπειρα πραξικοπήματος.
Παρά τον εύθραυστο χαρακτήρα της ισορροπίας, οι Γερμανοί αξιωματούχοι παραμένουν πεπεισμένοι ότι η συμφωνία θα αντέξει, καθώς θεωρούν ότι και η Τουρκία έχει κάθε συμφέρον να αποτρέψει τους πρόσφυγες να κατευθυνθούν προς την Ευρώπη και ότι επιθυμεί πραγματικά τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος της βίζας. Επιπλέον, θεωρούν ότι ο Ερντογάν είναι πραγματιστής και ότι –αντίθετα από τον Βλαντιμίρ Πούτιν– δεν επιδιώκει την αναζωπύρωση του λαϊκισμού στην Ευρώπη.
Ακόμα και αν η Τουρκία σεβαστεί τη συμφωνία, το Βερολίνο κινδυνεύει να μετατραπεί σε συνεργό των αυταρχικών τάσεων του Ερντογάν. Πριν από την προσφυγική κρίση, οι πιέσεις που ασκούνταν στην Άγκυρα δημιουργούσαν τριβές. Ωστόσο, η επιθυμία να αναχαιτιστεί το κύμα των προσφύγων υπερίσχυσε των ηθικών αξιών. Η Μέρκελ τήρησε εξαιρετικά διακριτική στάση απέναντι στην ολοένα και πιο αυταρχική πολιτική του Ερντογάν και πολύ γρήγορα αποστασιοποιήθηκε από το ψήφισμα για τη γενοκτονία των Αρμενίων που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2016 από τη Μπούντεσταγκ, γεγονός που δεν εμπόδισε την Τουρκία να αρνηθεί επί μήνες σε Γερμανούς βουλευτές την πρόσβαση στην αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, όπου σταθμεύουν μονάδες του γερμανικού στρατού.
Πλέον, η Άγκυρα είναι που ασκεί πιέσεις ώστε το Βερολίνο να προσαρμοστεί στους δικούς της κανόνες. Για παράδειγμα, τον Απρίλιο του 2016, η Μέρκελ επέτρεψε στον Ερντογάν να ασκήσει δίωξη στον χιουμορίστα Γιαν Μπούμερμαν επειδή τον προσέβαλε. Επιπλέον, η Τουρκία προσπαθεί να επιτύχει το κλείσιμο των λυκείων της αδελφότητας Γκιουλέν.
Όλα αυτά θα μας έκαναν να πιστέψουμε ότι η Τουρκία βρίσκεται σε θέση ισχύος. Εξαρτάται, όμως, από την Γερμανία, προς την οποία κατευθύνεται το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της αλλά και αποτελεί τη δεύτερη πηγή των εισαγωγών της μετά την Κίνα. Χρειάζεται εξίσου τη Δύση για να κατοχυρώσει την ασφάλειά της, κυρίως απέναντι στην ανάκαμψη της ρωσικής ισχύος στην περιοχή. Τον Νοέμβριο του 2015, ξέσπασε διπλωματική κρίση όταν η Άγκυρα κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό που υποτίθεται ότι είχε εισέλθει στον εναέριο χώρο της. Οι τουρκικές αρχές είχαν ζητήσει να υπάρξει διαβούλευση στους κόλπους του ΝΑΤΟ, δυνάμει του άρθρου 4 της συνθήκης της Συμμαχίας («Θα πραγματοποιείται διαβούλευση των μερών κάθε φορά που, κατά τη γνώμη ενός εξ αυτών, απειλείται η εδαφική ακεραιότητα, η πολιτική ανεξαρτησία ή η ασφάλειά του»). Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2016 μετά την υπογραφή συμφωνίας για την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου, εξακολουθούν όμως να υφίστανται ισχυρές εντάσεις, κυρίως μετά τη δολοφονία του Ρώσου πρέσβη στην Άγκυρα τον περασμένο Δεκέμβριο. «Ακόμα και ο Ερντογάν κατανοεί την αξία της Ατλαντικής Συμμαχίας», εξομολογείται ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών. Το 2013, την εποχή της κορύφωσης του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ολλανδία είχαν αναπτύξει συστοιχίες πυραύλων Πάτριοτ στη Νότια Τουρκία, τις οποίες απέσυραν δύο χρόνια αργότερα.
Συνεπώς, για καλό και για κακό, το Βερολίνο και η Άγκυρα διατηρούν τους άρρηκτους δεσμούς τους. Μέχρι εδώ, τα συμφέροντά τους ευθυγραμμίζονται, όμως, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, οι εντάσεις αυξήθηκαν. Ο Ερντογάν κατηγόρησε τη Γερμανία ότι υποθάλπει την τρομοκρατία επειδή η τελευταία άφησε να εννοηθεί ότι ίσως να μην εκδώσει τους υπόπτους που επιθυμεί να δικάσει η τουρκική δικαιοσύνη. Τα σχέδια της Άγκυρας για επαναφορά της θανατικής ποινής ενδέχεται να προκαλέσουν επιδείνωση των σχέσεων, κάτι που θα έχει συνέπειες στη συμφωνία για τους πρόσφυγες. Και αν επέλθει ρήξη, οι δύο χώρες διαθέτουν τα μέσα για να βλάψει η μία την άλλη.