«Άμα περάσεις τα 30, δεν μπορείς πια να την κάνεις αυτή τη δουλειά. Παραείσαι μεγάλος, δεν αντέχει άλλο το σώμα σου», μας λέει η Φαν Ντιγιέν. H τριανταδυάχρονη εργάτρια σε ιαπωνικό εργοστάσιο παραγωγής οινοπνεύματος από ρύζι είναι ενθουσιασμένη που μετατέθηκε από την παραγωγή στον έλεγχο ποιότητας. Την συναντάμε με τον σύζυγό της και επτά συναδέλφους της σε ένα όμορφο σπιτάκι στο βάθος ενός στενοσόκακου σε μια πολύ λαϊκή γειτονιά του 7ου διαμερίσματος της Χο Τσι Μιν. Όλοι τους επιβεβαιώνουν πόσο επίπονη και εντατική είναι η δουλειά, σε εναλλασσόμενη πρωινή, απογευματινή και νυχτερινή οκτάωρη βάρδια, με μία μονάχα ημέρα ανάπαυσης την εβδομάδα: δεν τους φθάνει για να επισκεφθούν την επαρχία, απ’ όπου κατάγονται όλοι τους –μόλις και μετά βίας αρκεί για να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους.
Ωστόσο, κανείς δεν παραπονιέται. Όπως και το σύνολο αυτής της απίστευτα δυναμικής κοινωνίας, οι νέοι άνθρωποι κοιτάζουν το μέλλον. Θέλουν «να βάλουν λεφτά στην άκρη» και να γυρίσουν μια μέρα στο χωριό τους, άλλοι «για να ανοίξουν ένα μαγαζί», άλλοι «για να χτίσουν ένα σπίτι για νοίκιασμα» και άλλοι «για να μεγαλώσουν το οικογενειακό αγρόκτημα». Μονάχα δύο νεαρές δεν σκέφτονται να επιστρέψουν στην ύπαιθρο. Η πρώτη μαθαίνει αγγλικά, σε ένα κέντρο γλωσσών που βρίσκεται σε απόσταση μίας ώρας με το μηχανάκι από τον κοιτώνα της, ελπίζοντας ότι θα κατορθώσει μια μέρα να βρει δουλειά σε γραφείο στην πόλη. Η δεύτερη πλήρωσε 90 εκατομμύρια ντονγκ (μισθούς 18 μηνών), χάρη στις οικονομίες της και σε χρήματα που δανείστηκε από την οικογένειά της, για να κάνει μαθήματα σε ένα ινστιτούτο, το οποίο στη συνέχεια εγγυάται μια θέση εργασίας για τρία χρόνια στην Ιαπωνία. Πράγματι, το Βιετνάμ έχει υπογράψει συμβάσεις με αρκετές χώρες, δρομολογώντας ένα παράξενο πείραμα: την εξαγωγή εργατικού δυναμικού (115.000 άτομα το 2016) (1). Μέχρι να έρθει η ημέρα όπου θα εκπληρωθούν τα όνειρά τους, αυτοί οι νέοι, με τον εξαιρετικά χαμηλό βασικό μισθό (λιγότερο από 2 εκατομμύρια ντονγκ, 85 ευρώ τον μήνα), κάνουν υπερωρίες που αμείβονται με προσαύξηση 50%. Θεωρητικά, οι υπερωρίες δεν μπορούν να ξεπερνούν τις 200 ώρες ετησίως (300 σε εξαιρετικές περιπτώσεις), δηλαδή 4 έως 6 ώρες εβδομαδιαίως επιπλέον των 48 ωρών του νόμιμου ωραρίου εργασίας. Στην πραγματικότητα, κάνουν περισσότερες. Χωρίς πάντοτε να κερδίζουν πιο πολλά.
Όπως μας εξηγούν στη συνέχεια της συζήτησης, μονάχα ορισμένες υπερωρίες πληρώνονται. Οι υπόλοιπες μετατρέπονται σε «ώρες ανάπαυσης», που χορηγούνται όταν το αποφασίζει η διεύθυνση. Ένας νεαρός εξηγεί: «Θα θέλαμε να τις κρατήσουμε για τη γιορτή του Τετ [μεγάλη γιορτή στην αρχή της χρονιάς, όπου σμίγουν οι οικογένειες], αλλά δεν είναι δυνατόν. Η διεύθυνση μας υποχρεώνει να τις παίρνουμε σε άδειες μισής ημέρας, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Κυρίως, τονίζει η Φαν Ντιγιέν, «με αυτό το σύστημα χάνουμε την προσαύξηση της υπερωρίας. Εμείς χάνουμε, η επιχείρηση κερδίζει». Και το συνδικάτο; Αστεία ερώτηση. Και βέβαια υπάρχει, όχι όμως για να υποστηρίζει τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων…
Ωστόσο, 5.722 απεργίες καταγράφηκαν μεταξύ 1995 και 2015, σύμφωνα με την Ντο Κουίν Χι, διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας για τις Εργασιακές Σχέσεις (ενός είδους γραφείου συμβούλων). Ωστόσο, καμία από αυτές δεν προκηρύχθηκε από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας του Βιετνάμ (ΓΣΕΒ): το πρόβλημα είναι ότι, αν και από το 1995 το δικαίωμα της απεργίας προβλέπεται στο Σύνταγμα, μπορεί να ασκηθεί μονάχα υπό την αιγίδα του ενός και μοναδικού επιτρεπόμενου συνδικάτου. Έτσι, παίζοντας με τις λέξεις, οι απεργίες μετατρέπονται σε… «στάσεις εργασίας». Όποιο και αν είναι το όνομά τους, γίνονται ολοένα συχνότερες: λιγότερες από 100 κινητοποιήσεις το 2000, γύρω στις 500 το 2016. Στο 70% των περιπτώσεων πραγματοποιούνται στις ξένες επιχειρήσεις, εκεί όπου υπάρχει μεγαλύτερη συγκέντρωση εργατών (τα τρία τέταρτα των βιετναμικών επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες). Οι κυριότεροι λόγοι τους; Οι μισθοί, οι συνθήκες εργασίας και η ποιότητα της τροφής στα εστιατόρια των εργοστασίων. Σύμφωνα με την Ντο Κουίν Χι, «συνήθως, μια ομάδα εργαζόμενων παρουσιάζει τα αιτήματα στη διεύθυνση ή στο επίσημο συνδικάτο. Δεν παίρνει απάντηση και ξεσπάει η απεργία». Ακολουθεί συναγερμός, η ΓΣΕΒ κινητοποιείται και παίζει τον ρόλο του μεσολαβητή με τη διεύθυνση.
Όπως παρατηρεί η Ντο Κουίν Χι, τις περισσότερες φορές τα αιτήματα ικανοποιούνται. Σπάνια διαρκούν πολύ οι απεργίες. Όταν πρόκειται για μισθολογικές αυξήσεις, συνήθως επεκτείνονται σε όλες τις επιχειρήσεις του βιομηχανικού πάρκου όπου είναι εγκατεστημένος ο όμιλος, καθώς και σε όλες τις επιχειρήσεις της ίδιας εθνικότητας, καθώς υπάρχει συντονισμός των εργοδοτών ανάλογα με τη γεωγραφική τους προέλευση.
Μερικές φορές συμβαίνει οι «στάσεις εργασίας» να στρέφονται κατά της ίδιας της κυβέρνησης. Τον Μάρτιο του 2015, οι 90.000 εργάτες του εργοστασίου Yue Yuen (του ταϊβανέζικου ομίλου Pou Chen), στο βιομηχανικό πάρκο του Ταν Μπιν (στη Χο Τσι Μιν), σταμάτησαν τις μηχανές του εργοστασίου και έστησαν μπλόκο στον αυτοκινητόδρομο προκειμένου να διαμαρτυρηθούν ενάντια σε έναν νόμο που περιόριζε τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να τροποποιήσει τον νόμο. Πρωτοφανές.
Παράλληλα, υποσχέθηκε να ελέγξει κατά πόσον οι επιχειρήσεις εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία και να τις σύρει ενώπιον της δικαιοσύνης εάν παραστεί ανάγκη. Πράγματι, όπως και πολλές άλλες πολυεθνικές, η Pou Chen, αν και παρακρατά ασφαλιστικές εισφορές των εργαζόμενων, δεν τις αποδίδει στα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ δεν καταβάλλει ούτε και τις προβλεπόμενες εργοδοτικές εισφορές. Προφανώς, η απειλή δεν υλοποιήθηκε: στην τελευταία συνεδρίαση της Βουλής, τον Νοέμβριο του 2016, ο Υπουργός Εργασίας υπενθύμισε ότι τα χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία υπερέβαιναν τα 13 τρισ. ντονγκ (σχεδόν 550 εκατομμύρια ευρώ) και κατακεραύνωσε ακόμα μία φορά τις ηγεσίες των επιχειρήσεων.
Και σε αυτήν την περίπτωση, η ΓΣΕΒ αδρανεί. Σημειωτέον ότι τα ηγετικά συνδικαλιστικά στελέχη πληρώνονται από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Όσο για την εκλογή των εκπροσώπων των εργαζομένων, παραμένει μια καθαρά τυπική διαδικασία. Υπό αυτές τις συνθήκες, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος ότι η μαχητικότητα δεν βρίσκεται στα γονίδια του συνδικάτου. Η ηγεσία του κάνει λόγο περισσότερο για τον ρόλο του στην «εναρμόνιση» των σχέσεων εργοδοτών-εργαζόμενων και λιγότερο για την υπεράσπιση των εργαζόμενων (2). Σύμφωνα με τον Έρβιν Σβάισχελμ, διευθυντή του Ιδρύματος Friedriech Ebert, το οποίο ειδικεύεται σε κοινωνικά ζητήματα, «στα κείμενα, υπάρχει βούληση για μεταρρυθμίσεις. Η ηγεσία έχει συνειδητοποιήσει ότι, με την “οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό”, το σύστημα δεν μπορεί να είναι το ίδιο με εκείνο που υπήρχε την εποχή του σκέτου σοσιαλισμού. Προσπαθούν να δρομολογήσουν συλλογικές διαπραγματεύσεις». Όμως, μια τέτοια μετάβαση αποδεικνύεται δυσχερής.
Παραδόξως, οι οπαδοί της αλλαγής, προκειμένου να ανατρέψουν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων, ποντάριζαν στη, δρομολογημένη από την Ουάσιγκτον, Συμφωνία Συνεργασίας του Ειρηνικού (ΤΡΡ). Οι Ηνωμένες Πολιτείες εγγυήτριες της κοινωνικής προόδου; Να κάτι που θα αποτελούσε παγκόσμια πρώτη… Σίγουρα, η εμπορική συμφωνία προέβλεπε ρητά (άρθρο 19) την καθιέρωση του συνδικαλιστικού πλουραλισμού –ο οποίος δεν είναι αναγκαστικά συνώνυμος της βελτίωσης των συνθηκών ζωής και εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, η βιετναμική κυβέρνηση και ο Μπαράκ Ομπάμα υπέγραψαν μια λεπτομερή συμφωνία που προσδιορίζει λεπτομερώς τα βήματα για τη δημιουργία συνδικάτων αμερικανικού τύπου (3). Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ο μεγάλος φίλος του Ειρηνικού έστελνε ειδικούς για να ελέγξουν την πρόοδο που είχε πραγματοποιηθεί. Δεν είναι όμως διόλου βέβαιο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο.