«Zona Franca: ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει ο κόσμος, συγκεντρωμένο σε ένα και μόνο μέρος!» Η ένρινη φωνή με το εμφατικό ύφος αντηχεί και στις δύο ακτές του Πορθμού του Μαγγελάνου. Σε αυτόν τον μακρινό τόπο, σαρωμένο από ανέμους που λέγεται ότι τρελαίνουν τον κόσμο, τα ραδιοκύματα μπαίνουν σε κάθε σπιτικό: «Περισσότερα από 9 εκατομμύρια πελάτες, 300 εκατομμύρια δολάρια τζίρος φέτος, ελάτε να μας επισκεφθείτε!» Όλα τα ραδιοφωνικά σποτ υμνούν τον ίδιο τόπο: τη Zona Franca (Ελεύθερη Ζώνη), την τεράστια έκταση με εμπορικά κέντρα στις όχθες του πορθμού, ακριβώς πάνω στο «ακρωτήρι της άμμου» που έδωσε το όνομά του στην Πούντα Αρένας, τη μεγάλη πόλη στο νότιο άκρο της χιλιανής Παταγονίας.
Το λιμάνι γνώρισε μέρες δόξας στην αυγή του 20ού αιώνα, πριν από την κατασκευή της διώρυγας του Παναμά. Εκείνη την εποχή αποτελούσε υποχρεωτικό πέρασμα για τα πλοία που συνέδεαν τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό και επιθυμούσαν να αποφύγουν τις καταιγίδες του Ακρωτηρίου Χορν. Τώρα πια, τα ψηλά σαν πολυκατοικίες κρουαζιερόπλοια, με κατεύθυνση την Ουσουάια της αργεντινής Παταγονίας, πιάνουν εδώ λιμάνι και αποβιβάζουν χιλιάδες τουρίστες που αναζητούν την απόδραση.
Εδώ, η «άκρη του κόσμου» (el fin del mundo) είναι πάνω απ’ όλα ένα εμπορικό σήμα, μια μάρκα προορισμένη να σε κάνει να ονειρεύεσαι. Και γνωρίζει πλήθος παραλλαγών: την βρίσκεις σε μπύρες, καφέ, εστιατόρια, τουριστικές διαδρομές, ακόμη και σε αυτοκινητοδρόμους, όπως στο τμήμα της Εθνικής Οδού 9 που ξαναβαφτίστηκε «Οδός στην Άκρη του Κόσμου». Υπόσχονται στους επισκέπτες ότι θα εισχωρήσουν στο περιθώριο της κοινωνίας, σε «ανέγγιχτα» μακρινά μέρη. Αφήνουν να εννοηθεί ότι ο επισκέπτης κόβει τον ομφάλιο λώρο με την καθημερινότητά του, ότι σε αυτή τη γη τα πάντα είναι ακόμη δυνατά. Όσοι το πιστέψουν, την πάτησαν. Οι τουριστικοί οδηγοί θα τους επαναφέρουν στον ίσιο δρόμο: «Αδύνατον να επισκεφθείς την Πούντα Αρένας χωρίς να κάνεις τα ψώνια σου στη Zona Franca, το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Παταγονίας! (1)».
Ο επισκέπτης ανακαλύπτει λοιπόν ότι το κέντρο του κόσμου δεν περίμενε την άφιξη των κρουαζιερόπλοιων για να γεμίσει την άκρη του κόσμου με τσιμεντένια οικοδομικά συγκροτήματα, με αποθήκες, με αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και με εμπορικά κέντρα όπου συσσωρεύονται οθόνες υγρών κρυστάλλων τελευταίας τεχνολογίας, αφορολόγητα οινοπνευματώδη, έπιπλα από φορμάικα και όλα τα γκάτζετ του κάμπινγκ που σου επιτρέπουν να ζήσεις «στην άγρια φύση», χωρίς όμως και να στερηθείς το παραμικρό από τις ανέσεις σου. Καλώς ορίσατε στη σύγχρονη Παταγονία.
Η ελεύθερη ζώνη της Πούντα Αρένας δημιουργήθηκε το 1977, την εποχή της δικτατορίας του στρατηγού Πινοσέτ. Εγκαινιάστηκε από τον στρατηγό Νίλο Φλόντυ, γενικό διαχειριστή της περιφέρειας Μαγκαγιάνες, παλιό γνώριμο των οργανώσεων για την προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων λόγω της συμμετοχής του, τον Νοέμβριο του 1973, στην «εκκαθάριση των ένοπλων εξτρεμιστικών στοιχείων» –σύμφωνα με την ορολογία της εποχής.
Υπό την καθοδήγηση του Χοσέ Πινιέρα, Υπουργού Εργασίας του Πινοσέτ, και των «Chicago boys (2)» του, η περιοχή μετατράπηκε σε ένα από τα κυριότερα πειραματικά εργαστήρια της παγκοσμιοποίησης. Οι δημόσιες επιχειρήσεις –πετρέλαιο, ύδρευση, τηλεφωνία, αερομεταφορές– ξεπουλήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα σε εξευτελιστικές τιμές. Σε αυτήν τη ζώνη, που αποτελεί το νοτιότερο τμήμα της Χιλής και δεν συνδέεται οδικώς με την πρωτεύουσα Σαντιάγο (3.000 χλμ. βορειότερα), τα πάντα μπορούσαν πλέον να αγοραστούν. Η κυβέρνηση κατέβαλε άοκνες προσπάθειες να προσελκύσει νέους κατοίκους, τη στιγμή που ο ισχυρός γείτονας, η Αργεντινή, διεκδικούσε τις νήσους του παρακείμενου Καναλιού Μπιγκλ. Η Zona Franca μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος για την ανάπτυξη της περιοχής, επί της ουσίας συνεχίζοντας μια πολιτική αποικισμού που, έναν αιώνα νωρίτερα, είχε οδηγήσει στην εξόντωση των ιθαγενών λαών Όνα, Αλακαλούφ και Γιαγκάν.
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, τα υπόστεγα, διαβρωμένα από την αλμύρα, εξακολουθούν να ορθώνονται απέναντι στη θάλασσα. Τα ξαναβάφουν κάθε τόσο με έντονα χρώματα, λες και προσπαθούν να συντηρήσουν ένα όνειρο. Η Zona Franca πανηγυρίζει για τον ετήσιο κύκλο εργασιών της, σε σταθερή άνοδο, ελάχιστα επηρεασμένο από τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού εμπορικού κέντρου στην ίδια πόλη: του Espacio Pioniero, που ανήκει στον αμερικανικό όμιλο Walmart.
Η Πατρίσια Ρεμπογιέδο, νεαρή υπάλληλος της Securitas, εταιρείας επιφορτισμένης με τη φύλαξη των χώρων όλο το εικοσιτετράωρο, πραγματοποιεί την καθημερινή περιπολία της. Το βράδυ, όταν οι πελάτες σταματούν την ολοήμερη χορογραφία τους με τα βαρυφορτωμένα καρότσια, διασχίζει τους έρημους δρόμους της Ζώνης για να κλειδώσει τις εισόδους, περιφρουρημένες από συρματοπλέγματα και φυλάκια. Πλέον, εδώ φυλακίζουν καταναλωτικά αγαθά. Εν τέλει, το σκηνικό δεν έχει αλλάξει και τόσο πολύ από την εποχή της ίδρυσης της πόλης, το 1848. Τότε, η Πούντα Αρένας ήταν μια «ποινική αποικία» όπου έστελναν τους φυλακισμένους να σαπίσουν. Το κλίμα, παγωμένο, υγρό, αδυσώπητο, εγγυόταν την αυστηρότητα της τιμωρίας τους. Όσοι διακινδύνευαν την απόδραση, πέθαιναν από το κρύο. Το 1877, μετά από μια εξέγερση των δεσμοφυλάκων που, ελλείψει εφοδίων, ζούσαν σε κατάσταση στέρησης παρόμοια με εκείνη των κρατουμένων, το καθεστώς της περιοχής άλλαξε: από «ποινική αποικία» μετατράπηκε σε «περιοχή αποικισμού», μια περιφέρεια όπου το κράτος προσπαθούσε να εδραιώσει την κυριαρχία του μέσα από τη δημιουργία μιας πόλης.
Εκείνη την εξέγερση φέρνει στον νου ένας πολύ πιο πρόσφατος ξεσηκωμός, του 2011, όταν οι Μαγκαγιάνικος, όπως αποκαλούνται οι κάτοικοι της περιοχής, διαμαρτυρήθηκαν μαζικά ενάντια στην κατάργηση της επιδότησης που τους επέτρεπε να πληρώνουν το φυσικό αέριο πολύ φθηνότερα απ’ ό,τι η υπόλοιπη χώρα. Εκατοντάδες οδοφράγματα παρέλυσαν ολόκληρη την περιφέρεια, μπλοκάροντας τους τουρίστες επί μία εβδομάδα, πριν η κυβέρνηση τελικά υποχωρήσει και τέσσερις υπουργοί εξαναγκαστούν σε παραίτηση. Πώς μπορεί να εξηγηθεί παρόμοια κινητοποίηση, πρωτοφανής από την εποχή των διαδηλώσεων ενάντια στο καθεστώς του Πινοσέτ; Χωρίς αμφιβολία από το γεγονός ότι το φυσικό αέριο που εξορύσσεται στην περιοχή γύρω από την Πούντα Αρένας εξακολουθεί να θεωρείται δημόσιο αγαθό, ζωτικής σημασίας σε αυτήν την παγωμένη περιοχή όπου οι κάτοικοι θεωρούν τους εαυτούς τους πιονιέρους, φορείς της εθνικής ουτοπίας την οποία η Χιλή προτίθεται να συντηρήσει και στις δύο ακτές του πορθμού του Μαγγελάνου, σε πείσμα του κλίματος και της γεωγραφίας.
Το 2014, η πρόεδρος Μισέλ Μπασελέτ προσέδωσε μόνιμο χαρακτήρα στην επιδότηση του φυσικού αερίου. Ωστόσο, οι ανισότητες παραμένουν κραυγαλέες. Μια δεκάδα οικογένειες μοιράζονται τη Χιλή, ανάμεσά τους και οι Φίσερ, κάτοχοι του δικαιώματος εκμετάλλευσης της Zona Franca μέχρι το 2030. Ο όμιλός τους, με έντονη παρουσία στην κτηματαγορά, εκμεταλλεύεται εμπορικά κέντρα και καζίνο σε ολόκληρη τη χώρα (λόγου χάρη το καζίνο Dreams δίπλα από τη Zona Franca), αλλά και στο Περού, την Κεντρική Αμερική και τη Νότια Αφρική. Διαθέτει επίσης σημαντικό μερίδιο στην πολυεθνική AquaChile, της οικογένειας Πούτσι, η κυριότερη δραστηριότητα του οποίου, η βιομηχανικής κλίμακας εκτροφή σολομών, έχει πυροδοτήσει αναρίθμητα οικολογικά σκάνδαλα, όπως η καταστροφή του θαλάσσιου πυθμένα της νήσου Τσιλοέ, λίγο βορειότερα από εδώ.
Η συντριπτική πλειονότητα των Χιλιανών προσπαθεί να επιβιώσει συνδυάζοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού. Η Ρεμπογιέδο δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Άρχισε να εργάζεται σε ηλικία 15 ετών για να πληρώσει τη στολή του λυκείου της. Καθώς απέκτησε παιδί πολύ νωρίς, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές της. Τα 420 δολάρια του μισθού της ως φύλακας δεν αρκούν για να καλύψει τις ανάγκες των τεσσάρων παιδιών της. Στο φυλάκιό της, ταυτόχρονα με την επιτήρηση της βόρειας πύλης της Ζώνης, διαβάζει τις μικρές αγγελίες. Μία από αυτές προτείνει την εκπαίδευση για απόκτηση άδειας χειριστή χωματουργικών μηχανημάτων. Με ένα τέτοιο εφόδιο θα μπορούσε να διεκδικήσει μια θέση στο γιγάντιο ανθρακωρυχείο της οικογένειας Λουκσίκ, που μόλις ξεκίνησε τη λειτουργία του λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, στη Νήσο Ριέσκο, προς μεγάλη αγανάκτηση των οικολόγων. Προτιμάει να αγνοήσει τις καταγγελίες τους: «Τα ορυχεία είναι μάννα εξ ουρανού για τη χώρα, αυτά φέρνουν το περισσότερο χρήμα». Και καταπιάνεται με τα όνειρά της για μια άλλη δουλειά, για μια άλλη ζωή.
Να προστατευθούν οι επιχειρήσεις από τα συνδικάτα
Πίσω της, ολόφωτα τα κρουαζιερόπλοια γλιστρούν σιωπηλά πάνω στα κατάμαυρα νερά του πορθμού. Εν πλω προς την Ουσουάια, περνούν μπροστά από τα ναυάγια, από τα οποία είναι γεμάτος ο πορθμός, φέρνοντας πιο κοντά στις παγωμένες θάλασσες τους τουρίστες και τα όνειρά τους για περιπέτεια, βολεμένους πάντως μέσα στη ζεστασιά του πλοίου. Στην ξηρά, τα λεωφορεία κινούνται κατά μήκος περιφράξεων μήκους χιλιάδων χιλιομέτρων, που οροθετούν τις ιδιοκτησίες. Απασχολημένοι να απαθανατίζουν τα τοπία με το smartphone τους, οι επιβάτες δεν δίνουν σχεδόν καμία σημασία σε τούτα τα συρματοπλέγματα, παρά το γεγονός ότι συνοψίζουν με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία του αποικισμού της περιοχής. Καθ’ ότι, πριν από τον τουρισμό και τις υποσχέσεις για παρθένες εκτάσεις, πριν από τη Zona Franca και τον αντικατοπτρισμό της ευτυχίας μέσα από την κατανάλωση, υπήρξαν και άλλα Ελντοράντο, και άλλες πιονιέρικες φαντασιώσεις, που διαλύθηκαν τόσο γρήγορα όσο είχαν δημιουργηθεί.
Το 1945, η ανακάλυψη πετρελαίου στην απέναντι ακτή του πορθμού, στην Γη του Πυρός, πυροδότησε μεγάλες ελπίδες. Ωστόσο, η εκρηκτική ανάπτυξη διάρκεσε ελάχιστα. Η μικρή πόλη του Σέρρο Σομπρέρο που ξεφύτρωσε στη μέση του πουθενά, με κινηματογράφο, κολυμβητήριο και θεματικό πάρκο, η πόλη όπου καταγραφόταν ο υψηλότερος αριθμός γάμων σε σχέση με τον πληθυσμό σε ολόκληρη την χώρα, δεν είναι πλέον παρά η σκιά του εαυτού της: μια πληκτική κωμόπολη χτισμένη πάνω σε έναν κατάξερο λόφο, η οποία διεκδικεί τη θέση της στην Ιστορία με πομπώδη αγάλματα που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν και με μεταχειρισμένα μηχανήματα γεωτρήσεων. Παρόμοια τύχη είχε και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκαν παράλληλα: τα αποθέματά τους εξαντλούνται και πλέον αναγκάζονται να πραγματοποιούν γεωτρήσεις σε μεγαλύτερο βάθος, χρησιμοποιώντας την τεχνική της υδραυλικής ρηγμάτωσης, που καταστρέφει ολόκληρο το υπέδαφος.
Επιπλέον, πριν από τον «μαύρο χρυσό», υπήρχε ο «λευκός χρυσός»: το μαλλί, την εποχή της ακμής της Εταιρείας για την Εκμετάλλευση της Γης του Πυρός (SETF), που ιδρύθηκε από την οικογένεια Μπράουν-Μενέντεζ στα τέλη του 19ου αιώνα. Επονομαζόμενη «το γιγαντιαίο καβούρι», η εταιρεία επεξέτεινε την αυτοκρατορία της σε ολόκληρη την Παταγονία, μετατρέποντας την εκτροφή προβάτων σε πραγματική βιομηχανία. Εξαλείφοντας σταδιακά κάθε εμπόδιο, κατόρθωσε τελικά να κατακτήσει εκτάσεις 30 εκατομμυρίων στρεμμάτων, δηλαδή περίπου όσο το ένα τέταρτο της έκτασης της Αγγλίας.
Η SETF –l’Explotadora, «η Εκμεταλλεύτρια»– ήδη ακολουθούσε τη λογική του κεφαλαίου που αποσκοπεί στην οργάνωση της κυκλοφορίας των όντων και των προϊόντων. Μετά την εποχή των πρώτων θαλασσοπόρων που εξερεύνησαν τον πορθμό, το ζητούμενο για εκείνη ήταν να διασφαλίσει τον έλεγχο των σημείων διέλευσης και των σταυροδρομιών. «Έτσι, οι τόνοι συρματοπλέγματος που εισήχθηκαν από την Ευρώπη και χρησιμοποιήθηκαν για την οριοθέτηση της γης υπάκουαν λιγότερο σε μια λογική επίμονης συσσώρευσης ακίνητης περιουσίας και περισσότερο στον έλεγχο της διακίνησης των εμπορευμάτων και των πάσης φύσεως συναλλαγών, τις οποίες ήθελαν να προστατεύσουν από τις οχλήσεις των Ινδιάνων, των συνδικάτων και τον ανταγωνισμό των άλλων επιχειρήσεων», σύμφωνα με τον ερευνητή Χοακίν Μπασκοπέ Χούλιο.
Ένα ραδιοφωνάκι με μπαταρίες, μοναδική σύνδεση με τον κόσμο
Για τις μεγάλες οικογένειες, η εξάπλωση της κυριαρχίας τους σε ολόκληρη την περιοχή προϋπέθετε την εκδίωξη (καταφεύγοντας στον νόμο ή στη βία, που συχνά ταυτίζονταν) του πρώτου κύματος αποίκων: μιας ορδής εξαθλιωμένων που είχαν συρρεύσει στη Γη του Πυρός όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 1880, είχε ανακαλυφθεί χρυσός. Σήμερα, μια χούφτα χρυσοθήρες εξακολουθούν να ζουν στα βουνά της βόρειας Γης του Πυρός. Οι συνθήκες ζωής τους δεν έχουν αλλάξει πολύ.
Ο Γκασπάρ Γκεϊσέλ περνάει τις μέρες του με την αξίνα στο χέρι, σκάβοντας μια γη που δεν του ανήκει. Ο ιδιοκτήτης της κατοικεί στο Σαντιάγο και έχει αναθέσει τη διαχείρισή της σε έναν γκάουτσο (φύλακα κοπαδιών προβάτων), ο οποίος ανέχεται την παρουσία του Γκεϊσέλ. Ανασηκώνει πέτρες, σκάβει, οργώνει την κοίτη των ποταμών. Αδιάκοπα, εδώ και τριάντα χρόνια. Το κέρδος του μικρό και η δουλειά σκληρή, προτιμάει όμως τη δική του μοίρα από εκείνη των εργατών που συσκευάζουν σολομούς στο εργοστάσιο του Πορβενίρ, τριάντα χιλιόμετρα παρακάτω, ή που εξαντλούνται προκειμένου να συντηρήσουν τον δρόμο, ο οποίος πλέον περνάει μπροστά από την καλύβα του.
Οι λιγοστοί τουρίστες που ακολουθούν τη διαδρομή σταματούν μπροστά στην επιγραφή που έχει βάλει: «Εδώ χρυσοθήρας». Έναντι μερικών πέσος, έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μια βιαστική βουτιά στην καθημερινότητά του ως χρυσοθήρα. Πολύ θα το ’θελε να επωφεληθεί και αυτός από τη μεγάλη ανάπτυξη του τουρισμού. Όμως, έξω από τη διαδρομή που οδηγεί στην Ουσουάια, τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία είναι λιγοστά. Έτσι, συνεχίζει να μαζεύει ψήγματα χρυσού και να τα ζυγίζει προσεκτικά καθισμένος δίπλα στην ξυλόσομπά του. Όταν θα έρθει ο χειμώνας και τα πάντα θα σκεπαστούν από το χιόνι, θα περάσει με το πορθμείο στην απέναντι ακτή, στην Πούντα Αρένας, για να πουλήσει το χρυσάφι του.
Στο μεταξύ, ένα ραδιοφωνάκι με μπαταρίες τον συνδέει με τον σύγχρονο κόσμο. Κάθε τόσο, η ίδια ένρινη φωνή εκφωνεί τις ειδήσεις της ημέρας και τη χρηματιστηριακή αξία του κίτρινου μετάλλου. Όπως και τις τιμές των προϊόντων που βρίσκονται σε προσφορά στη Zona Franca.