el | fr | en | +
Accéder au menu

To Grexit και οι αριστεροί «ανάποδοι οδηγοί»

Το άρθρο του Νιλς Καντρίτσκε, ο οποίος είναι καλός γνώστης της κατάστασης στη χώρα μας, αφού κατά το ήμισυ του χρόνου διαμένει εδώ, δημοσιεύτηκε μόνο στην γερμανική έκδοση της «Le Monde diplomatique» και άρα απευθύνεται αποκλειστικά στο γερμανικό κοινό. Διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές, θα μπορούσε κάποιος να υποψιαστεί ότι τα επιχειρήματα που παρουσιάζει για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ δεν στοχεύουν τόσο στο να επιβεβαιώσουν την ορθότητα της θέσης όσο να ξεκαθαρίσουν –στη διάρκεια της μακράς γερμανικής προεκλογικής περιόδου– ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υποστηριχθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει άλλη στόχευση.

JPEG - 33.6 kio

Η συντηρητική αντιπολίτευση στην Ελλάδα έκανε μια ανακάλυψη που ενθουσίασε: «Η επικεφαλής του κόμματος της γερμανικής Αριστεράς, Σάρα Βάγκενεχτ, προτείνει την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη», αγανακτούσε η Νέα Δημοκρατία σε δελτίο Τύπου της στις 22 Φεβρουαρίου. Και απεύθυνε στο κυβερνητικό κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, την ερώτηση του ιεροεξεταστή: «Γνώριζε ο κ. Τσίπρας την επίσημη θέση του κόμματος της γερμανικής Αριστεράς, όπως την διατύπωσε η επικεφαλής του;» (1).

Επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο, η ΝΔ παρέβλεπε δύο σημεία: Πρώτον, ότι η αξίωση για Grexit δεν είναι σε καμία περίπτωση «η επίσημη θέση» του γερμανικού κόμματος, το οποίο βρίσκεται πολιτικά «κοντά» στον ΣΥΡΙΖΑ. Και δεύτερον, ότι η Wagenknecht δεν «πρότεινε» Grexit, αλλά υποστήριζε –κι όχι για πρώτη φορά– ότι μια οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας θα ήταν «κατά πάσα πιθανότητα πολύ ευκολότερη» χωρίς τον «κορσέ» του κοινού νομίσματος (2).

Εκτός αυτού η ΝΔ ξέχασε, στο ερώτημά της για τη «σύντροφο Βάγκενεχτ», να αναφερθεί και στον δικό της σύντροφο, συγκεκριμένα τον «σύντροφο από το CDU Βόλφγκανγκ Σόιμπλε», τον οποίο λίγο καιρό νωρίτερα είχε ευγενώς επισκεφθεί ο επικεφαλής της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος είναι σαφώς ισχυρότερος από την κυρία Βάγκενεχτ, ακολουθεί εδώ και χρόνια, με τη βοήθεια της απειλής του Grexit, μια ξεροκέφαλη ευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας, η οποία στο κόμμα του τυγχάνει προφανώς της έγκρισης της πλειοψηφίας.

Αντιθέτως, στο θέμα του Grexit η Βάγκενεχτ δεν εκπροσωπεί ούτε το κόμμα της ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως, περισσότερο, ένα τμήμα της αριστερής «κοινής γνώμης» στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα έξοδο από το ευρώ ζητούν μόνο τρία πολιτικά κόμματα. Δύο εξ αυτών ανήκουν στο αριστερό φάσμα και μάλιστα –και λόγω αυτού του ζητήματος– αποσχίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ (3), ενώ το τρίτο είναι η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Μία ομολογουμένως περίεργη εναρμόνιση μεταξύ ριζοσπαστικών αριστερών και δεξιών εξτρεμιστικών δυνάμεων και κινήτρων.

Χρήζει ωστόσο εξήγησης και αυτή η εγγύτητα (απόψεων) μεταξύ Βάγκενεχτ και Σόιμπλε. Οι αριστεροί υποστηρικτές του Grexit είναι κυρίως δηλωμένοι ευρωσκεπτικιστές, οι οποίοι αντιτίθενται στο «ευρωπαϊκό σχέδιο» ή επιθυμούν να το αναδομήσουν δραστικά. Οι ίδιοι δεν θεωρούν ότι η ευρωζώνη έχει μέλλον. Και το αίτημά τους για έξοδο της Ελλάδας από την Ε.Ε. είναι πάντοτε και μια πρόκληση αναμέτρησης προς τους υπέρμαχους του αποκαλούμενου επιχειρήματος T.I.N.A. Η περίφημη θεωρία του «There is no alternative» είναι γι’ αυτούς ένα τέχνασμα των νεοφιλελεύθερων ταγών, οι οποίοι με έναν περιοριστικό φετιχισμό θέλουν να απαξιώνουν κάθε ριζοσπαστικό αντίθετο σχέδιο.

Η διατύπωση ερωτημάτων φυσικά απαγορεύεται. Όμως εξίσου ανόητη, όπως η T.I.N.A., είναι και η διατύπωση T.I.N.N.A.: «There is never no alternative». Γιατί τότε, πώς θα μπορούσαν έντιμοι αριστεροί να επιχειρηματολογούν ότι η μάχη ενάντια στην αλλαγή του κλίματος είναι χωρίς εναλλακτική;

Στις περισσότερες πάντως αντιπαραθέσεις μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς το θέμα δεν είναι το εάν, αλλά το περιεχόμενο της εναλλακτικής λύσης, και στην περίπτωση της Ελλάδας, κυρίως, οι συγκεκριμένες συνέπειες. Η κριτική της αντίθετης πλευράς στην θεωρία TINA δεν υποκαθιστά το βάρος της απόδειξης για την ίδια την εναλλακτική.

Έχουν οι αριστεροί υποστηρικτές του Grexit ένα καλύτερο σχέδιο για να ξεπεραστεί η κρίση ή τουλάχιστον καλύτερο για την πλειοψηφία όσων πλήττονται; Μια αριστερή απάντηση θα έπρεπε, ιδίως στη σχέση της με την πραγματικότητα, να διαφοροποιείται από τις «δεξιές» ιδέες. Γι’ αυτό και αποτελεί όντως πρόβλημα για αριστερούς να βρίσκονται στην ίδια βάρκα με τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος μάλιστα ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την καλύτερη «εναλλακτική λύση για την Ελλάδα».

Τα κίνητρα για την προσπάθεια του Σόιμπλε να εξωθήσει την Ελλάδα από τη νομισματική ένωση δεν ήταν πάντοτε τα ίδια. Στο γερμανικό υπουργείο οικονομικών είχε τεθεί προς επεξεργασία ένα Plan B ήδη από το 2010, όταν η μισή Ευρώπη προέβαινε σε εικασίες σχετικά με το «Greccident», την απρογραμμάτιστη έξοδο από το ευρώ μετά από κρατική χρεοκοπία. Πολλές κυβερνήσεις παρήγγειλαν τότε σε οικονομικά ινστιτούτα, όπως το Rothschild, αναλυτικές εκθέσεις για τυχόν συνέπειες για την ευρωζώνη συνολικά. Πόσο συγκριμένα είχε εξετάσει το Βερολίνο το θέμα του Grexit, ήταν κάτι που η ελληνική κυβέρνηση το έμαθε για πρώτη φορά στις 16 Σεπτεμβρίου 2011.

Στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης των υπουργών οικονομικών της Ε.Ε. στο Μπρεσλάου, ο Σόιμπλε είχε τότε «πάρει παράμερα» τον Έλληνα ομόλογό του, Ευάγγελο Βενιζέλο, για να τον πείσει σχετικά με μία «ήπια» έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Μάλιστα τότε είχε προχωρήσει και σε λεπτομέρειες: μετατροπή όλων των τραπεζικών καταθέσεων πάνω από 3.000 ευρώ στο νέο νόμισμα, capital controls, αναλήψεις σε μετρητά της τάξης των 50-100 ευρώ κατά κεφαλή εβδομαδιαίως, έκτακτη παροχή βοήθειας σε τρόφιμα, μία «αερογέφυρα» για φάρμακα. (4)

Ο Βενιζέλος απέρριψε άναυδος το αίτημα. Αλλά τα σαφώς διατυπωμένα σχέδια τού έδωσαν να καταλάβει ότι δεν επρόκειτο απλώς για έναν προειδοποιητικό πυροβολισμό, ώστε να τρομάξουν οι Έλληνες. Επρόκειτο για ένα στρατηγικό μοντέλο σκέψης.

Το ποια μορφή είχε αυτό, το έμαθε και ο Τίμοθι Γκάιτνερ στα τέλη του Ιουλίου 2012, όταν επισκέφτηκε τον ομόλογό του Σόιμπλε στο νησί Σιλτ της Γερμανίας. Πολλοί στην Ευρώπη θεωρούσαν «την αποχώρηση της Ελλάδας ως μια επιθυμητή στρατηγική», είχε εξηγήσει ο Σόιμπλε στον καλεσμένο του. Ένα Grexit θα έπρεπε, κατ’ αυτόν, να είναι τόσο «τραυματικό», ώστε τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., τρομαγμένα, να «παραιτηθούν από (την αξίωση για) περισσότερη κυριαρχία». Ο ψυχρός υπολογισμός ήταν ο εξής: «Εάν αφήσεις την Ελλάδα να καεί, θα είναι ευκολότερο να επανοικοδομήσεις μια ισχυρότερη Ευρώπη με ένα πιο αξιόπιστο φίλτρο προστασίας» (5).

Υπό την έκφραση «παραίτηση από την κυριαρχία» εννοείτο η διαθεσιμότητα των κρατών να υποταχθούν στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, την οποία ο Σόιμπλε θεωρούσε ως μοναδική συνταγή για τη διαχείριση της κρίσης της Ε.Ε. Το Grexit θα διαχώριζε την ήρα από το στάρι. Στη συνέχεια, κάθε χώρα που θα ήθελε να παραμείνει στο ευρώ θα έπρεπε να λάβει τις αποφάσεις της. Και η Ελλάδα; Θα ήταν απλώς μια παράπλευρη απώλεια στον αυτοκινητόδρομο που θα οδηγούσε στη γερμανική Ευρώπη.

Ο Σόιμπλε αναχαιτίστηκε κατ’ αρχάς και από τις χρηματαγορές, οι οποίες προκαταλάμβαναν τις αρνητικές συνέπειες για την Πορτογαλία, την Ισπανία και πιθανόν και την Ιταλία (6). Η επόμενη επίθεσή του με στόχο το Grexit ήρθε μόλις το 2015, όταν η Ελλάδα βρισκόταν και πάλι στον γκρεμό και η κυβέρνηση Τσίπρα καλείτο να υπογράψει τις υπαγορεύσεις της Τρόικας. Τότε ο Σόιμπλε διατύπωσε την απειλή του τόσο βίαια, σε βαθμό που σοκαρίστηκαν και πολλοί εταίροι της Ε.Ε. Εάν ο Τσίπρας δεν συμμορφωθεί, έλεγε το τελεσίγραφο της 10ης Ιουλίου, τότε θα έπρεπε «να προταθούν στην Ελλάδα ταχείες διαπραγματεύσεις για ένα Timeout από την ευρωζώνη με πιθανές ελαφρύνσεις του χρέους… για μια περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών» (7).

Δεν ήταν μόνον ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης που πίστεψε ότι ο ομόλογός του από το Βερολίνο εννοούσε σοβαρά αυτή την πρόταση. Κι από τις Βρυξέλλες σημαντικά πρόσωπα δήλωναν –κρυφά– ότι ο Σόιμπλε επεξεργάζεται σχέδιο Grexit, ανέφερε στις 16 Ιουλίου 2015 ο ανταποκριτής της «Welt»: «Πολύ σκληροί είναι οι όροι της λιτότητας που υπαγορεύει ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών στην Ελλάδα. Με πολλή αυστηρότητα αποκλείει το αναγκαίο κούρεμα του χρέους. Πολύ δριμύς είναι ο τόνος του στις συνεδριάσεις».

Το ποιος σταμάτησε τότε την τελευταία στιγμή τον Σόιμπλε (ήταν ο Ολάντ, ο Τουσκ, η Μέρκελ;) είναι κάτι που θα πρέπει να το εξακριβώσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος. Ένα όμως είναι ξεκάθαρο: εάν ο Τσίπρας δεν είχε συνθηκολογήσει, θα είχε έρθει το Grexit. Για τον λόγο αυτό ο Τσίπρας καταδικάζεται ακόμη σήμερα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη από ορισμένους αριστερούς ως Ιούδας. Πολύ συχνά πρόκειται για ανθρώπους, οι οποίοι νωρίτερα ανοήτως τον είχαν πανηγυρικά ανακηρύξει σε Τσε Γκεβάρα της Μεσογείου.

Στο μεταξύ, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει ποτέ εκφραστεί υπέρ του Grexit. Για το κατά πόσο είχε εξετάσει κρυφά αυτή τη λύση, ερωτήθηκε σε συνέντευξη από την «Εφημερίδα των Συντακτών». Η αντερώτηση του Τσίπρα ήταν η εξής: «Με ρωτάτε εάν σκέφτηκα ποτέ να θέσω εγώ θέμα εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη. Αυτό δηλαδή που έθετε ο πιο σκληρός εκπρόσωπος της άλλης πλευράς; Μα αυτό θα ήταν ή ανοησία ή πραγματική προδοσία. Θα ήταν καταστροφικό για τους εργαζόμενους, που θα έβλεπαν την αγοραστική τους δύναμη και το βιοτικό τους επίπεδο να καταρρέει, αλλά και συνολικά για την οικονομία της χώρας και τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας» (8).

Η απάντηση ακούγεται ειλικρινής, παραπέμπει όμως σ’ ένα μεγάλο πρόβλημα: το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα έχει πράγματι καταρρεύσει μετά από επτά χρόνια κρίσης. Και η ανεργία έχει μειωθεί λίγο, μόνο και μόνο γιατί δεκάδες χιλιάδες –κυρίως νέοι– εργασιακοί μετανάστες δεν υπολογίζονται πλέον στις στατιστικές. Επιπλέον, η απειλή του Grexit δεν έχει σε καμία περίπτωση φύγει ως θέμα απ’ το τραπέζι. Ακόμη και στην τωρινή διαπραγματευτική κρίση, ο Σόιμπλε εξήγησε ότι οι πιστωτές θα πρέπει να συνεχίσουν το «pressing» τους στους Έλληνες, διαφορετικά οι τελευταίοι θα πρέπει να αποχωρήσουν από την ευρωζώνη (9). Τη δεύτερη αυτή εναλλακτική υπερψηφίζει σήμερα ποσοστό 52% του γερμανικού πληθυσμού και 75% των υποστηρικτών του ακροδεξιού κόμματος AfD.

Υπό μία έννοια, η επιλογή του Σόιμπλε αναφορικά με το Grexit εμφανίζεται σήμερα περισσότερο απειλητική απ’ ό,τι το 2015. Ταιριάζει στο σενάριο που κατευθύνεται προς μια «Ευρώπη των Προθύμων», δηλαδή μια Ε.Ε. διαφορετικών ταχυτήτων: η Γερμανία και άλλα κράτη του πυρήνα της Ε.Ε. στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας, τα κράτη του Νότου και άλλοι ουραγοί στη λωρίδα αργής κυκλοφορίας και στη βοηθητική λωρίδα να στέκονται όσοι έχουν παρουσιάσει βλάβη και περιμένουν την οδική βοήθεια του ΔΝΤ.

Εάν όντως επικρατήσει αυτό το σενάριο, προς το οποίο στο μεταξύ προφανώς φαίνεται να τείνει και η Άνγκελα Μέρκελ, οι αριστεροί ευρωσκεπτικιστές, για τους οποίους ένα κοινό νόμισμα χωρίς κοινή φορολογική πολιτική και ευρω-ομόλογα δεν είχε ποτέ μέλλον, θα δικαιώνονταν.

Εναλλακτική πρόταση ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, δεν φαίνεται να υπάρχει (10). Ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας. Η επιστροφή στο δικό της, έντονα υποτιμημένο, νόμισμα θα ήταν για την ιδιαίτερα υπερχρεωμένη και αδύναμη εξαγωγικά χώρα μια έξοδος κινδύνου με τεράστια ρίσκα.

Αυτό το αναγνωρίσει και ο εξυπνότερος των ευρωσκεπτικιστών. Σε αθηναϊκή εφημερίδα, ο Χάινερ Φλάσμπεκ εξέφρασε την απόλυτη κατανόησή του για το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα αρνήθηκε τη «βουτιά στο άγνωστο». Όπως ανέφερε, δεν περίμενε ούτως ή άλλως ποτέ κάτι τέτοιο, γιατί ένα αδύναμο κράτος όπως είναι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να τολμήσει την έξοδο από το ευρώ πρώτη, δηλαδή πριν από την Ιταλία ή τη Γαλλία (11).

Αντίστοιχα είδε το ζήτημα κι ο Γιάνης Βαρουφάκης. Ο πρώτος υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης Τσίπρα ναι μεν θεωρούσε την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ λανθασμένη, αλλά πίστευε ότι «εάν είναι κανείς εντός, δεν βγαίνει χωρίς να υπάρξει καταστροφή». Και μόνο το ρίσκο μιας τέτοιας καταστροφής θα έπρεπε να αποτρέπει υπεύθυνους πολιτικούς από τη φαντασίωση μιας «βουτιάς στο άγνωστο».

Αλλά και οικονομολόγοι έχουν περιγράψει πολύ συγκεκριμένα τις συνέπειες ενός Grexit. Αυτές εκτείνονται από «βραχυπρόθεσμες» αναταράξεις, που θα μπορούσαν να διαρκέσουν χρόνια, έως και στο δομικό πρόβλημα πώς μια αποβιομηχανοποιημένη χώρα με αδύναμο νόμισμα μπορεί να οικοδομήσει μια βιώσιμη εξαγωγική οικονομία. Εκτός αυτού, η πληθωριστική δραχμή θα διευκόλυνε τους Έλληνες κατόχους καταθέσεων (σε ξένες τράπεζες) –και τους ξένους επενδυτές– στο «μεγάλο φαγοπότι» εις βάρος των Ελλήνων της δραχμής (12). Κι αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε επίσης να σκεφτούν οι αριστεροί υποστηρικτές του Grexit.

Τo κρίσιμο ερώτημα όμως είναι άλλο: από πού θα έρθουν τα χρήματα για να χρηματοδοτηθούν οι απόλυτα συνηθισμένες κρατικές λειτουργίες; Για να μη μιλήσει κανείς για ένα ελάχιστο κοινωνικό κράτος, το οποίο στην Ελλάδα μέχρι τώρα δεν υπάρχει, επειδή οι οικονομική πόροι απορροφήθηκαν από ένα διαφθαρμένο πελατειακό σύστημα, προ πάντων από έναν, στο μεγαλύτερό του μέρος, αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, τον οποίο ποτέ κανείς δεν τόλμησε να αξιολογήσει;

Where is the money? Αυτό ισχύει και για το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, το οποίο θα οξυνόταν περαιτέρω με ένα αδύναμο νόμισμα. Η κλασική αριστερή απάντηση για το κούρεμα χρέους δεν είναι απάντηση. Καθότι μια χώρα με νόμισμα τη δραχμή θα δημιουργούσε, χωρίς βαθιές μεταρρυθμίσεις, διαρκώς νέα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία με τη σειρά τους θα έπρεπε –όπως και οι αναγκαίες εισαγωγές– να χρηματοδοτούνται με ομόλογα σε σκληρά νομίσματα. Αυτά όμως θα κόστιζαν πολύ ακριβά (13).

Το μεγάλο ψέμα των υποστηρικτών του Grexit είναι άρα η ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα με τη δραχμή θα γινόταν και πάλι ένα κυρίαρχο κράτος. Κυρίαρχη θα γινόταν μάλλον πολύ περισσότερο η αγορά ομολόγων, η οποία θα υπαγόρευε τους όρους ακόμη πιο σκληρά απ’ ό,τι το κάνουν οι σημερινοί πιστωτές.

Η φυγή από το ευρώ θα ήταν μια φυγή από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας, επιχειρηματολογεί ο συγγραφέας και αρθρογράφος Γιώργος Οικονόμου, κριτικός παρατηρητής της ελληνικής κοινωνίας. Καθώς αυτά τα προβλήματα δεν εκκινούν από το ευρώ, αλλά από τις παθολογίες του συστήματος: «Αυτό το αποτυχημένο ολιγαρχικό κλεπτοκρατικό σύστημα πρέπει να αλλάξει, πράγμα που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για οποιοδήποτε περαιτέρω βήμα» (14). Η έξοδος από το ευρώ θα ήταν μόνο ένα άλλοθι ώστε να διώξει κανείς από μπροστά του τα συγκεκριμένα προβλήματα.

Niels Kadritzke

Δημοσιογράφος.

(1«Καθημερινή», 22 Φεβρουαρίου 2017.

(2Rheinische Post online, 21 Φεβρουαρίου 2017. Για την κριτική στην Wagenknecht από τις γραμμές της Αριστεράς βλ. περιοδικό «Sozialismus Aktuell», 2 Φεβρουαρίου.

(3Η ΛΑΕ (Λαϊκή Ενότητα) και η Πλεύση Ελευθερίας. Τα δύο κόμματα συγκεντρώνουν μαζί, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, ποσοστό 4-5%. Το ΚΚΕ δεν υποστηρίζει το Grexit.

(4Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, ενώπιον κοινοβουλευτικής επιτροπής, βλ. «Καθημερινή», 21 Δεκεμβρίου 2016.

(5Αναφορά του T. Geithner για τη συνομιλία στο βιβλίο του «Stress Test» (2014), εδώ το απόσπασμα από τους «New York Times», 29 Ιουνίου 2015.

(6Εκείνο τον καιρό Βρυξέλλες και στη Φραγκφούρτη (έδρα ΕΚΤ) επεξεργάζονταν ένα «Plan Z», το οποίο συμπεριλάμβανε και το σενάριο Grexit, βλ. «Financial Times», 14 Μαΐου 2014.

(7Το αγγλικό πρωτότυπο στην «Süddeutsche Zeitung», 12 Ιουλίου 2015.

(8«Εφημερίδα των Συντακτών», 25 Δεκεμβρίου 2016.

(9Βλ. σχετικά στο: «Ο χρόνος περνάει» (“Die Zeit läuft weg”, blog Le Monde diplomatique/ LMd- Blog, 27 Φεβρουαρίου 2017, https://monde-diplomatique.de/shop_content.php?coID=100092).

(10Το πλέον εύλογο σχέδιο είναι η επιστροφή στο αποκαλούμενο «νομισματικό φίδι», την οποία είχε προτείνει ο Όσκαρ Λαφοντέν, «Der Spiegel», 11 Ιουλίου 2015.

(11«Εφημερίδα των Συντακτών», 27 Σεπτεμβρίου 2015.

(12Βλ. την τοποθέτησή μου στο: «Grexit και μετά τι;» («Grexit und was dann?»), «Tageszeitung», Ιούνιος 2016.

(13Μια πικρή πρόγευση δίνουν τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, τα οποία εκτοξεύονται αυτόματα όποτε υπάρχει φημολογία περί Grexit.

(14«Εφημερίδα των Συντακτών», 28 Ιουνίου 2016 και 23 Φεβρουαρίου 2017.

Μοιραστείτε το άρθρο