Στα τέλη Ιανουαρίου, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυκλοφόρησε μια κωμική εικόνα με την Ντόρι, ηρωίδα του «Ψάχνοντας την Ντόρι», της ταινίας κινούμενων σχεδίων των στούντιο Πίξαρ (2016). Η «ψαρίνα», που υποφέρει από διαταραχές βραχυπρόθεσμης μνήμης, κολυμπάει βρίζοντας: «Δεν θα με ξαναπιάσει πια κορόιδο το Σοσιαλιστικό Κόμμα». Κι ύστερα από λίγο, αναφωνεί ενθουσιασμένη: «Για δες! Ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα!».
Πράγματι, η καθιέρωση ελάχιστου εισοδήματος για όλους εμφανίζεται ως το κορυφαίο μέτρο που πρότεινε ο Μπενουά Αμόν, υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις προεδρικές εκλογές. Η επίκληση αυτής της ουτοπίας τού επέτρεψε να ξεχωρίσει από τον αντίπαλό του στις προκριματικές εκλογές του κόμματος, τον πρώην πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς, που πρόβαλε ως «αρχάγγελος της λιτότητας». Ο υποψήφιος του «Ευρώπη Οικολογία – Οι Πράσινοι» Γιαννίκ Ζαντό, ο οποίος αποσύρθηκε υπέρ του Αμόν, είχε εντάξει από το 2013 το σχέδιο στο πρόγραμμα του κόμματός του. Ενστερνιζόμενος μια ιδέα που είχε για μεγάλο χρονικό διάστημα παραμείνει περιθωριακή στους κόλπους της Αριστεράς, της προσέδωσε πρωτοφανή απήχηση. Και πυροδότησε αποκαλυπτικές αντιδράσεις.
Ο Βαλς κατήγγειλε το σχέδιο για τη «δημιουργία μιας κοινωνίας της τεμπελιάς και της νωθρής εξάρτησης από τις κρατικές παροχές», αντιτάσσοντας την «κοινωνία της εργασίας και της αξιοπρέπειας που προσφέρει η εργασία» («France Info», 10 Ιανουαρίου). Ο πρώην Υπουργός Οικονομίας Εμμανουέλ Μακρόν, του οποίου το κίνημα En marche!, διαποτισμένο από την κουλτούρα της επιχείρησης και την ιδεολογία του μάνατζμεντ, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο του τον περίγυρο ως «μια νεοφυής επιχείρηση με εκρηκτική ανάπτυξη» (1), δήλωνε σε προεκλογική συγκέντρωση της Λυών (4 Φεβρουαρίου): «Δεν θέλω πια να ακούω ότι υπάρχει κάτι πιο ενδιαφέρον από τη δουλειά!» Και η «Libération» είχε στο πρωτοσέλιδο της 13ης Ιανουαρίου τη φωτογραφία μιας γυναίκας να διαβάζει ξαπλωμένη σε μια αιώρα, με τον εξής τίτλο: «Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: τεμπελιά για όλους;» Ακόμη μία εικονογράφηση της «καταχρηστικής ιστορικής ταύτισης που έχει επιβάλει ο καπιταλισμός ανάμεσα στην εργασία και στη μισθωτή εργασία» (2), για να ξαναθυμηθούμε τα λόγια του οικονομολόγου Κάρλο Βερσελόν. Αλλά ταυτόχρονα και εικονογράφηση του γεγονότος ότι, στην κοινωνία μας, «υπάρχουν μονάχα δύο μορφές κοινωνικού χρόνου: εργασία και ελεύθερος χρόνος» (3), όπως παρατηρεί ο Ζυλιέν Ντουρνιόν, σύμβουλος του Αμόν. Ο σοσιαλιστής υποψήφιος προσπαθούσε να διαρρήξει αυτόν τον δεσμό δηλώνοντας στην ιστοσελίδα της προεκλογικής εκστρατείας του ότι επιθυμεί «να προσφέρει στον καθένα τη δυνατότητα να χειραφετηθεί και να ακολουθήσει ελεύθερα τη δραστηριότητα που ταιριάζει στις επιθυμίες του».
Πράγματι, γιατί να περιοριστούν οι δικαιούχοι του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στον καναπέ, τη στιγμή που χάρη σε αυτό θα μπορούσαν να αλλάξουν επαγγελματικό προσανατολισμό ή να ξεκινήσουν μια δραστηριότητα κοινωνικά πιο χρήσιμη; Για παράδειγμα, ο Μαξίμ ντε Ροστολάν, εμπνευστής του κινήματος Fermes d’avenir (Αγροκτήματα του Μέλλοντος), πιστεύει ότι η καθιέρωσή του θα οδηγούσε στον «δεκαπλασιασμό των εκμεταλλεύσεων» βιολογικής γεωργίας (4). Θα επέτρεπε επίσης να ληφθούν υπόψη οι αναρίθμητες μη αμειβόμενες δραστηριότητες που «φτιάχνουν την κοινωνία» και, παρεμπιπτόντως, καθιστούν δυνατή την καθεαυτή οικονομική δραστηριότητα: σπουδές, ανατροφή παιδιών, εθελοντισμός σε φεστιβάλ ή σε αθλητικές ομάδες, ανάπτυξη ελεύθερου λογισμικού, αφιέρωση χρόνου στην έρευνα ή στη δημιουργία κ.ο.κ. Ορισμένοι υπενθυμίζουν ότι την εποχή που έγραφε τον πρώτο τόμο του «Χάρι Πότερ» (ένα απολαυστικό λογοτεχνικό έργο αλλά και μελλοντικό χρυσωρυχείο), η Τζ. Ρόουλινγκ ζούσε από τα επιδόματα της βρετανικής κοινωνικής πρόνοιας!
Για τους οπαδούς του, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι ένα πρωτογενές εισόδημα, προερχόμενο από την παραγωγή, και όχι δευτερογενές, δηλαδή προερχόμενο από την αναδιανομή. Ο Ντουρνιόν θεωρεί αναγκαίο «να προβληθεί μια νέα αφήγηση για την οικονομία», που θα αντικαταστήσει εκείνη που έχει επιβληθεί από τον MEDEF (τον γαλλικό Σύνδεσμο Επιχειρηματιών), «σύμφωνα με τον οποίο η κοινωνία ζει εις βάρος της επιχείρησης, τη στιγμή που συμβαίνει το αντίθετο». Αυτό παρατηρεί και ο Γιάνης Βαρουφάκης: «Είναι ένας διαδεδομένος μύθος, προωθημένος από τους πλούσιους, ότι ο πλούτος παράγεται ατομικά. Στην πραγματικότητα, ο πλούτος ανέκαθεν παραγόταν συλλογικά και ιδιωτικοποιούνταν από εκείνους που κατείχαν την εξουσία: την τάξη των κατεχόντων» (Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, 3 Νοεμβρίου 2016).
Αυτό το επιχείρημα δικαιολογεί επίσης ότι το εγγυημένο εισόδημα χορηγείται στους πάντες: αυτήν την αρχή αμφισβητούν πολλοί σχολιαστές, που θεωρούν παράλογο να χορηγείται «τόσο στη (δισεκατομμυριούχο) Λιλιάν Μπετανκούρ όσο και στην ταμία του σουπερμάρκετ» («Challenges», 13 Ιανουαρίου 2017). Ωστόσο, η κληρονόμος της L’Oréal θα επέστρεφε πίσω αυτά τα χρήματα μέσω των φόρων, χρηματοδοτώντας ταυτόχρονα την παροχή του εισοδήματος σε μεγάλο αριθμό συμπολιτών της. Εξάλλου, δικαιούται κοινωνική ασφάλιση και κανείς δεν αγανακτεί γι’ αυτό.
Αυτόν ακριβώς τον συλλογικό χαρακτήρα της παραγωγής του πλούτου επικαλούνται οι υποστηρικτές του μέτρου και απέναντι σε όσους, συμπεριλαμβανομένων και αριστερών, φοβούνται «τη δημιουργία μιας τάξης αργόσχολων πολιτών που θα συντηρούν οι συμπολίτες τους» (5). Όχι μόνον θεωρούν ιδιαίτερα απίθανο να είναι κάποιος πραγματικό παράσιτο, αλλά θεωρούν ότι –ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση– το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα αντιπροσώπευε, αντί για ένα εξωφρενικό χατίρι, το καλύτερο μέσο για να μειωθεί το κόστος του «παρασίτου» για την κοινωνία. Ο σοσιαλιστής βουλευτής Μισέλ Πουζόλ, στενός συνεργάτης του Αμόν, που ο ίδιος πριν από δεκαπέντε χρόνια έζησε για ένα διάστημα με το Ελάχιστο Εισόδημα Κοινωνικής Ένταξης (RMI: χορηγείται στους άπορους άνω των 25 ετών), απηύθυνε την εξής ερώτηση κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Γερουσία στις 8 Φεβρουαρίου: «Στη Γαλλία υπάρχουν οκτώ εκατομμύρια άτομα κάτω από το όριο της φτώχειας. Έχετε υπολογίσει το άμεσο και το έμμεσο κόστος αυτής της φτώχειας;». Όπως γράφει ο Ντουρνιόν στο βιβλίο του, το ζητούμενο είναι να ασκηθεί «μια πολιτική κοινωνικής ένταξης άνευ όρων», αντί η πρόσβαση στα μέσα της αξιοπρεπούς διαβίωσης να εξαρτάται «από τη μισθωτή εργασία στον Ταδόπουλο», σύμφωνα με την έκφραση του οικονομολόγου Γιάν Μουλιέ Μπουτάνγκ κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Γερουσία.
Να προσφέρουμε ένα αποτελεσματικό δίχτυ ασφαλείας ακόμα και στη μάζα των άνεργων και των βυθισμένων στην εργασιακή επισφάλεια, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τη μοίρα των μισθωτών, μέσα στην οποία, όπως έγραφε ο οικονομολόγος Φρεντερίκ Λορντόν, «βρίσκονται παγιδευμένοι υπηρετώντας σκοπιμότητες που δεν είναι δικές τους», «στερούμενοι του παραμικρού ελέγχου πάνω στην ύπαρξή τους» (6); Δύσκολα μπορεί κανείς να αντιτάξει κάτι σε όλα αυτά. Μόνο που «οι μισθωτοί του Ταδόπουλου» είναι εκείνοι που έχτισαν την κοινωνική ασφάλιση και κατέκτησαν με σκληρούς αγώνες όλα τα κοινωνικά δικαιώματα τα οποία απολαμβάνουμε σήμερα. Για πολλούς αριστερούς, το οχυρό της μισθωτής εργασίας, όσο κι αν έχει κλονιστεί, αποτελεί το μοναδικό εφικτό πλαίσιο κοινωνικής προόδου. Η έκταση που πήρε ο διάλογος για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα οδήγησε τον κοινωνιολόγο Μπερνάρ Φριό –οπαδό του «ισόβιου μισθού» (7)– να διαγνώσει την «ιδεολογική κατάρρευση της Αριστεράς» (Bondy Blog, 6 Ιανουαρίου 2017). Σε πολλούς αναζωπύρωσε και τους φόβους ότι πρόκειται για έναν «νεοφιλελεύθερο Δούρειο Ίππο»: αν παραχωρηθεί σε όλους ένα κατ’ αποκοπή ποσό, ανεπαρκές για να εξασφαλίσει πραγματικά περιθώρια ελιγμών απέναντι σε έναν εργοδότη, ενδέχεται να χρησιμεύσει ως πρόσχημα για το ξήλωμα ολόκληρης της υφιστάμενης κοινωνικής προστασίας, όπως και του δικαιώματος στην εργασία. Γι’ αυτόν τον λόγο εξάλλου ορισμένοι φιλελεύθεροι –όχι όλοι φυσικά– συνηγορούν υπέρ του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ο πλέον πρόσφατος είναι ο Ανρί ντε Καστρί, πρώην πρόεδρος της AXA και υποστηρικτής του Φιγιόν. Ένας εκπρόσωπος των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών δηλαδή, κάτι που μπορεί να μην είναι τυχαίο.
Ίσως έτσι να εξηγείται η δυσπιστία απέναντι σε αυτό το μέτρο όλων όσων βρίσκονται αριστερότερα του Σοσιαλιστικού Κόμματος: του κινήματος Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν Λυκ Μελανσόν, του ΚΚΓ και του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος. Αν και ο Μελανσόν έχει εκφράσει το ενδιαφέρον του για το έργο του Φριό, επιμένει στην επιστροφή στην πλήρη απασχόληση, στην αύξηση των χαμηλών μισθών, στον αγώνα ενάντια στην εργασιακή επισφάλεια και στη μείωση του χρόνου εργασίας. Οι οπαδοί του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος συμμερίζονται τον τελευταίο στόχο (ο Αμόν πρότεινε να παρακινηθούν οι επιχειρήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς όμως να μειωθεί η νόμιμη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου), θεωρούν ωστόσο ότι έχει το ελάττωμα πως δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας και «δεν μειώνει τον βαθμό εξάρτησης του μισθωτού», όπως παρατηρεί ο Ντουρνιόν. Διάλογος κωφών…
Το ύψος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που συνήθως αναφέρεται κάθε άλλο παρά καθησυχάζει τους σκεπτικιστές. Ας αφήσουμε το μπαρόκ σύστημα που φαντάστηκε ο οικονομολόγος Τομά Πικετί, μέλος του προεκλογικού επιτελείου του Αμόν, καθώς πρόκειται για μια βελτιωμένη εκδοχή της επιδότησης της απασχόλησης και μόνο κατ’ όνομα μπορεί να θεωρηθεί «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» (8). Είτε πρόκειται για τις εκδοχές που διερευνά το Γαλλικό Κίνημα για το Βασικό Εισόδημα (MFRB) (9) είτε για το πρόγραμμα του σοσιαλιστή υποψήφιου, η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι, αφού μας έταξαν το φεγγάρι, μετά προτείνουν να πάμε εκεί με Ντεσεβό.
Τον Σεπτέμβριο του 2016, ο Αμόν θεωρούσε ότι το κατώτατο μηνιαίο ποσό θα έπρεπε να αντιστοιχεί στα 535 ευρώ του Εισοδήματος Ενεργού Αλληλεγγύης (RSA) για ένα μεμονωμένο άτομο, με στόχο να ανέλθει στα «750, ακόμα και στα 800 ή 1.000 ευρώ»: πιθανότατα όμως, η πενταετής προεδρική θητεία δεν θα αποδεικνυόταν αρκετή για την επίτευξη αυτού του στόχου. Το ποσό των 750 ευρώ για όλους, που αναφερόταν στην πρώτη εκδοχή της προεκλογικής ιστοσελίδας του, προκάλεσε σάλο: οι σχολιαστές θεώρησαν αδύνατον να συγκεντρωθούν τα 400 δισ. ευρώ ετησίως που έκριναν ότι απαιτούνται, βασιζόμενοι σε έναν αμφιλεγόμενο τρόπο υπολογισμού. Έκτοτε, προτάθηκε ένα σχέδιο σταδιακής εφαρμογής, που συμπεριλήφθηκε και στη συμφωνία συνεργασίας με τον Ζαντό των Πρασίνων: αναβάθμιση του RSA στα 600 ευρώ, αυτοματοποίηση της καταβολής του (σήμερα, το ένα τρίτο των δικαιούχων δεν το διεκδικούν), καταβολή και στην κατηγορία 18-25 ετών που αποκλείεται σήμερα, στη συνέχεια επέκταση στο σύνολο του πληθυσμού. Πλέον, μελλοντικός στόχος ήταν τα 750 ευρώ. Σε μια μεταγενέστερη εκδοχή, εξαφανίστηκε κάθε αναφορά σε αυτό το ποσό και η γενικευμένη καταβολή του θα ετίθετο προς συζήτηση σε μια «διάσκεψη των πολιτών». Τελικά, το αρχικό σχέδιο –750 ευρώ για όλους, «μελλοντικά»– ξαναεμφανίστηκε στην ιστοσελίδα (18 Ιανουαρίου) (10). Τόσοι πολλοί δισταγμοί, που ενδέχεται να είναι προάγγελοι πολλών άλλων…
Ο Ντουρνιόν θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι όλοι οι συνομιλητές του «ενδιαφέρονται μονάχα για την χρηματοδότηση και αδιαφορούν για την ίδια την ιδέα». Αυτή η εμμονή αποκαλύπτει ταυτόχρονα την κάπως μαγική διάσταση που προσδίδεται στην ιδέα, αλλά και την αποτελεσματικότητα της ρητορικής που τα τελευταία χρόνια εξομοιώνει τις δημόσιες δαπάνες με καταστροφή. «Μας θεωρούν θεότρελους», τονίζει ο Πουζόλ, που δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι η δημιουργία της Κοινωνικής Ασφάλισης το 1945 είχε απαιτήσει ποσό ίσο «με το 100% του ΑΕΠ της χώρας». Υπογραμμίζει άλλωστε ότι αυτά τα 400 δισ. «θα επανεισαχθούν στην πραγματική οικονομία» (11).
Για τη χρηματοδότησή του, ο Αμόν προτείνει τη μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος: θα έχει «πολύ πιο έντονα κλιμακούμενους φορολογικούς συντελεστές» και θα συγχωνευθεί με την CSG (αντίστοιχη της Εισφοράς Αλληλεγγύης), προκειμένου να φορολογηθούν και τα εισοδήματα από μη μισθωτές εργασίες –αν και αυτό ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης στην οποία μέχρι τώρα διατίθεται η CSG. Οραματίζεται μια νέα φορολογία που θα συνδυάζει τον φόρο ακίνητης περιουσίας και τον φόρο μεγάλης περιουσίας, «εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη απόδοση». Φιλοδοξεί επίσης να συλλάβει «τουλάχιστον το ήμισυ των 80 δισ. της φοροδιαφυγής» και αμφισβητεί τα ανώφελα δώρα προς την εργοδοσία (απαλλαγές από ασφαλιστικές εισφορές 20 δισ. ετησίως) (12). Σχεδιάζει επίσης τη «φορολόγηση των ρομπότ», κάθε φορά που ένας εργαζόμενος αντικαθίσταται από μια μηχανή. Γενικότερα, υιοθετεί την πρόβλεψη για την επερχόμενη «ελάττωση των θέσεων εργασίας», που κάθε άλλο παρά ομόφωνα γίνεται αποδεκτή (13).
Παρ’ όλα αυτά, τα 750 ευρώ είναι κάτω από το όριο της φτώχειας (σύμφωνα με τη γαλλική Στατιστική Υπηρεσία, κυμαίνεται μεταξύ 840-1.008 ευρώ μηνιαίως για μεμονωμένο άτομο, ανάλογα με το αν λαμβάνεται υπόψη το 50 ή το 60% του μέσου εισοδήματος). Ένα τέτοιο ποσό επιτρέπει άραγε να αρνηθεί κάποιος μια θέση εργασίας ή να συζητήσει τις εργασιακές συνθήκες και την αμοιβή; Μήπως κρύβει τον κίνδυνο η κοινωνία απλώς να χρηματοδοτεί ένα μέρος των μισθών αντί για τους εργοδότες, δημιουργώντας αυτό που ο Μουλιέ Μπουτάνγκ αποκαλεί «καπιταλισμό του χαρτζιλικιού»; Μήπως αυτή η διστακτικότητα ενδέχεται να σκοτώσει την ιδέα εν τη γενέσει της;
Ο Ντουρνιόν τάσσεται υπέρ μιας πολιτικής μικρών βημάτων, μιας «τακτικής της χελώνας, όπως στις ρωμαϊκές λεγεώνες», ελπίζοντας ότι το ύψος του θα αυξάνεται σταδιακά. Εξάλλου, ένα χαμηλό αρχικό ποσό θα δυσχέραινε τις επιθέσεις ενάντια στην ήδη υπάρχουσα κοινωνική πρόνοια. «Σε κάθε περίπτωση, για την ώρα δεν διαθέτουμε τις κοινωνικές δυνάμεις που απαιτούνται για κάτι καλύτερο. Τα συνδικάτα εναντιώθηκαν!» Απομένει να δούμε εάν ο Μουλιέ Μπουτάνγκ έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι στο εξής αυτό το ζήτημα «δεν θα εγκαταλείψει πλέον τον δημόσιο διάλογο».