el | fr | en | +
Accéder au menu

Γαλλία: Αμηχανία της Αριστεράς απέναντι στη μετανάστευση

Η συντηρητική στρατηγική που αποσκοπεί στην αντιπαράθεση μεταξύ των φτωχών έχει κατορθώσει να καταστήσει τη μετανάστευση ένα αποφασιστικό ερώτημα για πολλούς Γάλλους. Η κατάσταση αυτή, μάννα εξ ουρανού για τη Δεξιά, αναγκάζει την Αριστερά να κινηθεί σε ναρκοπέδιο –και την διαιρεί.

JPEG - 66.1 kio
“Ζούγκλα του Καλαί”, ο καταυλισμός προσφύγων και μεταναστών που έδωσε τον τόνο για τη συζήτηση του θέματος στη Γαλλία. Εδώ η αυτοσχέδια βιβλιοθήκη της “Ζούγκλας” (φωτ.: Katja Ulbert).

Η μετανάστευση χωρίζει τους υποψηφίους για τη γαλλική προεδρία σε δύο στρατόπεδα: σε εκείνους που έχουν μετατρέψει την απόρριψή της σε πολιτικό τους εμπόρευμα και σε εκείνους στους οποίους το θέμα προκαλεί αμηχανία. Με ενοχλητική φλυαρία, οι πρώτοι αποδίδουν στους ξένους κάθε πρόβλημα, από την ανεργία έως την τρομοκρατία, από την κρίση των δημοσίων εσόδων έως την κρίση κατοικίας, από την ανασφάλεια έως τον υπερπληθυσμό μαθητών στις τάξεις κάποιων σχολείων. Για να την αντιμετωπίσουν, προτείνουν δραστικά μέτρα. Η Μαρίν Λεπέν (Front national, Εθνικό Μέτωπο, ΕΜ) δεσμεύεται να καταργήσει την αυτόματη απόκτηση ιθαγένειας λόγω γέννησης στη Γαλλία, να αποχωρήσει από τον χώρο Σένγκεν, να επιβάλλει την «εθνική προτίμηση» (Σ.τ.Ε.: προτιμούνται οι ομοεθνείς από τους ξένους στην αγορά εργασίας, στις εργατικές κατοικίες, στα επιδόματα κ.λπ.) και να συστηματοποιήσει τις απελάσεις παράτυπων αλλοδαπών. Ο Φρανσουά Φιγιόν (Les Républicains) υπόσχεται από την πλευρά του την αλλαγή επί το αυστηρότερο της νομοθεσίας περί οικογενειακών επανενώσεων, να θέσει ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στα κοινωνικά βοηθήματα τη διετή παραμονή σε γαλλικό έδαφος, να καταργήσει τη δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή ακόμα να εισαγάγει μέσω Κοινοβουλίου τον καθορισμό ετήσιων ποσοστώσεων μεταναστών σύμφωνα με την εθνική τους προέλευση –μια ενέργεια που θα συνιστά ρήξη με τις αρχές που διέπουν τη μετανάστευση από το διάταγμα της 2ας Νοεμβρίου 1945, σύμφωνα με το οποίο η ικανότητα ενσωμάτωσης των ξένων δεν εξαρτάται από την προέλευσή τους αλλά από τα ατομικά χαρακτηριστικά τους. Αντιμέτωπο με αυτή την πλειοδοσία, το στρατόπεδο των αμήχανων αρκείται σε ασαφείς και συχνά χωρίς συνοχή προτάσεις. Σε μια συνέντευξή του στο εβδομαδιαίο προτεσταντικό περιοδικό «Réforme» ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο υποψήφιος του κινήματος En Marche! δηλώνει ότι «η μετανάστευση αναδεικνύεται σε οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ευκαιρία» (1). Εντούτοις, η γραμμή αυτή δεν υπάρχει στο πρόγραμμα της προεδρίας του: αναφέρεται κυρίως στο δικαίωμα του ασύλου –του οποίου την απονομή η Δεξιά υπόσχεται να δυσκολέψει, αλλά όχι και να καταργήσει– και υπόσχεται «να στέλνει χωρίς καθυστέρηση» στις χώρες τους όσους εξάντλησαν τα ένδικα μέσα χωρίς να γίνει δεκτό το αίτημά τους, αφήνει όμως κατά μέρος τις υπόλοιπες μορφές μετανάστευσης. Οι Ζαν-Λυκ Μελανσόν και Μπενουά Αμόν δεν είναι πιο σαφείς. Έχοντας στον νου του αποκλειστικά τους πολιτικούς και τους κλιματικούς πρόσφυγες, ο υποψήφιος της Ανυπότακτης Γαλλίας (2) προτείνει «να αγωνιστεί ενάντια στις αιτίες της μετανάστευσης». Όσον αφορά τον σοσιαλιστή υποψήφιο Αμόν, αν και έχει κατ’ επανάληψη επικρίνει τη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης του Μανουέλ Βαλς, εκφράζοντας τη λύπη του που η Γαλλία δεν επιδεικνύει περισσότερη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, το πρόγραμμά του δυσκολεύεται να αποδεχτεί αυτή τη γραμμή: πέρα από την αιώνια υπόσχεση του Σοσιαλιστικού Κόμματος –την οποία ουδέποτε τήρησε– να προσφέρει δικαίωμα ψήφου στους μη κοινοτικούς μετανάστες για τις τοπικές εκλογές, περιορίζεται στην πρόταση δημιουργίας μιας «ανθρωπιστικής βίζας», το περίγραμμα και οι διαδικασίες απονομής της οποίας δεν έχουν προσδιοριστεί. Ούτε μια λέξη για τους οικονομικούς και τους παράτυπους μετανάστες, που βρίσκονται στην καρδιά του πολιτικού λόγου της Δεξιάς.

JPEG - 66.1 kio
“Ζούγκλα του Καλαί”, ο καταυλισμός προσφύγων και μεταναστών που έδωσε τον τόνο για τη συζήτηση του θέματος στη Γαλλία. Εδώ η αυτοσχέδια βιβλιοθήκη της “Ζούγκλας” (φωτ.: Katja Ulbert).

 

Η διακριτικότητα αυτή έχει τις αιτίες της. Από τον Αμερικανό Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τον Ούγγρο Βίκτορ Ορμπάν, από τους Βρετανούς υποστηρικτές του «Brexit» μέχρι το ιταλικό Κίνημα των 5 Αστέρων, από την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου (UDC) στην Ελβετία μέχρι τη Νεοφλαμανδική Συμμαχία (Nieuw-Vlaame Alliantie, N-VA) στο Βέλγιο, από το ΕΜ στη Γαλλία μέχρι το Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS) στην Πολωνία, τα κόμματα και οι ηγέτες που αντιτίθενται στην άφιξη ξένων έχουν εδώ και μερικά χρόνια, στην πλειονότητα των δυτικών χωρών, ούριο άνεμο στα πανιά τους. Όλοι οφείλουν μεγάλο μέρος της επιτυχίας τους στα λαϊκά στρώματα. Στη Γαλλία, το ΕΜ έχει επιτυχία κυρίως στις «ευαίσθητες ζώνες» (3), όπου οι νέοι χωρίς επαγγελματικές δεξιότητες είναι πολλοί και τα ποσοστά της ανεργίας και της φτώχειας υψηλά. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το «Brexit» απέκτησε οπαδούς κυρίως στις περιοχές που επλήγησαν από την παγκοσμιοποίηση και την αποβιομηχάνιση, ενώ η πλειονότητα των υποστηρικτών της παραμονής στην Ε.Ε. ζούσαν σε μεγάλα δυναμικά αστικά συγκροτήματα. Το δημοψήφισμα του Φεβρουαρίου του 2014 στην Ελβετία, όπου η πλειοψηφία των εκλογέων τάχθηκε εναντίον της «μαζικής μετανάστευσης», κατέδειξε επίσης την αντιπαράθεση μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών. Όσον αφορά δε τον Τραμπ, του γύρισαν την πλάτη οι ανώτερες τάξεις κι οι μειονότητες της Ανατολής και της Δύσης, θριάμβευσε όμως στις λευκές λαϊκές τάξεις.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, φαίνεται ότι ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν έχει καταληφθεί από τον φόβο να δει το λαϊκό εκλογικό σώμα να του γυρίζει την πλάτη εξαιτίας ενός προγράμματος που θα φαινόταν υπερβολικά ευνοϊκό για τη μετανάστευση. Στην προηγούμενη προεδρική εκλογική αναμέτρηση, χωρίς να εκφραστεί ανοιχτά υπέρ του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης των μεταναστών στη Γαλλία, είχε υποστηρίξει μια σειρά μέτρων διευκόλυνσης: επαναφορά της ενιαίας άδειας παραμονής δεκαετούς διάρκειας, κατάργηση όλων των νόμων που ψήφισε η Δεξιά από το 2002, νομιμοποίηση όσων δεν έχουν άδεια παραμονής, κλείσιμο των κέντρων κράτησης, αποποινικοποίηση της παράτυπης διαμονής σε γαλλικό έδαφος… «Η μετανάστευση δεν αποτελεί πρόβλημα. Το μίσος για τους ξένους, το κυνήγι των μεταναστών παραμορφώνουν τη Δημοκρατία μας: πρέπει να βάλουμε ένα τέλος», διακήρυττε στο πρόγραμμά του «Πρώτα ο Άνθρωπος». «Οι μεταναστευτικές ροές αναπτύσσονται στον κόσμο για διάφορους λόγους. Η Γαλλία δεν πρέπει να τις φοβάται, δεν πρέπει να περιφρονήσει την τεράστια ανθρώπινη και υλική συνεισφορά τους».

Το 2017 η γραμμή άλλαξε. Ο Μελανσόν δεν υπερασπίζεται πλέον την υποδοχή των αλλοδαπών. «Η μετανάστευση πάντα είναι ένα μαρτύριο για εκείνον που φεύγει», εξηγεί στο 59ο σημείο του νέου προγράμματός του. «Πρωταρχικό καθήκον είναι να μπορεί ο καθένας να ζήσει στον τόπο του». Προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, ο υποψήφιος δεν προτείνει τίποτα λιγότερο από «το σταμάτημα των πολέμων, την κατάργηση των εμπορικών συμφωνιών που καταστρέφουν τις τοπικές οικονομίες, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής». Αυτή η μεταστροφή διχάζει το προοδευτικό στρατόπεδο, ένα μέρος του οποίου υποστηρίζει την πολιτική των ανοιχτών συνόρων, στην οποία ο Μελανσόν πλέον αντιτίθεται (4). Στέλεχος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΑΚ, Nouveau Parti anticapitaliste) ο Ολιβιέ Μπεζανσενό καταγγέλλει «αυτό το τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που βολεύεται με τις ιδέες της εθνικής κυριαρχίας, των συνόρων, του έθνους», ενώ ο Ζυλιέν Μπαγιού, εκπρόσωπος του Ευρώπη Οικολογία – Πράσινοι, που υποστηρίζει τον Μπενουά Αμόν, κατηγορεί την υποψήφιο της Ανυπότακτης Γαλλίας ότι «διαγκωνίζεται με το Εθνικό Μέτωπο επί του θέματος».

Υποστηριζόμενη από το ΝΑΚ και από πλήθος ακτιβιστικών οργανώσεων –την Ομάδα Πληροφόρησης και Υποστήριξης Μεταναστών (GISTI), την ένωση Migreurop, το Δίκτυο Εκπαίδευση Χωρίς Σύνορα κ.λπ.– ή από οργανώσεις με καταβολές στον κοινωνικό χριστιανισμό – CIMADE, Secours catholique κ.λπ.– που συμμερίζονται την άρνηση της διάκρισης μεταξύ προσφύγων και μεταναστών, η υπεράσπιση της ελευθερίας των μετακινήσεων αντλεί τα επιχειρήματά της από την αποτυχία των περιοριστικών πολιτικών: ούτε η ευρωπαϊκή υπηρεσία Frontex, ούτε οι τελωνειακοί έλεγχοι, ούτε οι συμφωνίες υπεργολαβίας με την Τουρκία και την Τυνησία εμποδίζουν τους μετανάστες να έρθουν στην Ευρώπη. Τους υποχρεώνουν όμως να ζουν στην παρανομία και τους καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτους σε κάθε είδους εκμετάλλευση. Η ελευθερία εγκατάστασης θα επέτρεπε στους ξένους να διεκδικήσουν νόμιμα καλύτερες συνθήκες εργασίας, ώστε να μην ασκούν πίεση προς τα κάτω στους μισθούς.

 

Η βελτίωση των συνθηκών ζωής στη χώρα προέλευσης δεν σταθεροποιεί τους πληθυσμούς

Επιπροσθέτως, το ΝΑΚ επικαλείται τα «οικονομικά οφέλη» (5) της μετανάστευσης. Αν και ένα τέτοιο επιχείρημα μπορεί να εκπλήσσει όταν ακούγεται από ένα επαναστατικό κόμμα, πολλές μελέτες αποδεικνύουν ότι η μετανάστευση δεν είναι κόστος, αλλά όφελος, τόσο για το κράτος όσο και για τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με μια μελέτη των οικονομολόγων Ξαβιέ Σοζνικί και Λιονέλ Ραγκό, που εκδόθηκε με τη συμβολή της εφημερίδας «Les Echos», η παρουσία μεταναστών έχει ένα θετικό καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα: όντας κυρίως νέοι και σε καλή κατάσταση υγείας, πληρώνουν πολύ περισσότερους φόρους και εισφορές από τις κοινωνικές παροχές που λαμβάνουν (6). Σε μια έκθεση, την οποία εγκωμίασε το οικονομικό ένθετο της «Le Figaro», ο οίκος McKinsey εκτιμούσε ότι οι μετανάστες «δημιουργούν περίπου το 10% του παγκόσμιου πλούτου», κυρίως διότι η αλλοδαπή εργατική δύναμη είναι πολύ επικερδής για τις επιχειρήσεις. Το μηνιαίο περιοδικό «Capital» (Μάρτιος 2015) εξηγεί: «Η ευελιξία είναι το μεγαλύτερο προτέρημα της εργατικής δύναμης των μεταναστών. (…) Σε άλλους τομείς, το γεγονός ότι “εργάζονται σκληρά” είναι που κάνει πολύτιμους τους μετανάστες εργαζόμενους». Η τρίτη αρετή «αυτών των εργαζομένων που έχουν έρθει από αλλού: δεν διστάζουν να κάνουν εργασίες τις οποίες απεχθάνονται οι αυτόχθονες. Οι πρώτες που επιχαίρουν είναι οι επιχειρήσεις καθαρισμού. Για να αδειάσει κάποιος τους σκουπιδοτενεκέδες των γραφείων δεν είναι απαραίτητη η γνώση της γαλλικής γλώσσας». Η μετανάστευση είναι τόσο πιο «οικονομικά αποδοτική» όσο το σύστημα διατηρεί βαθιές ανισότητες…

Οι επαναστάτες οπαδοί του ανοίγματος των συνόρων δεν υπερασπίζονται φυσικά την εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών από την εργοδοσία. Το δικό τους μοντέλο για ελευθερία εγκατάστασης εντάσσεται σε ένα κόσμο όπου τα έθνη-κράτη θα έχουν εξαφανιστεί. Η προοπτική αυτή δίνει πολύ μικρή σημασία στον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων: «Μια νέα συνείδηση σφυρηλατείται από τη μία και από την άλλη πλευρά των συνόρων μεταξύ της νεολαίας και των λαϊκών τάξεων, των εργαζομένων κάθε εθνικής προέλευσης, γλώσσας και χρώματος δέρματος, μια συνείδηση που τρέφεται από την εξέγερση και τη διεθνή αλληλεγγύη», διακήρυττε τον Οκτώβριο του 2016 ένα κείμενο του ΝΑΚ (7). Επιπλέον, βασίζεται σε μια απόλυτα ριζοσπαστική ρητορεία –«Είμαστε με τους μετανάστες, ενάντια στην αστυνομία, ενάντια στο κράτος και όλους εκείνους και εκείνες που συνεργάζονται με την πολιτική του. (…) Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα να παίρνουμε και να καταλαμβάνουμε ό,τι μας αρνείται το κράτος» (8) –κάτι που, στην παρούσα συγκυρία, φαίνεται να προϊδεάζει για αμελητέα εκλογικά ποσοστά.

Από την πλευρά του, ο Μελανσόν επιθυμεί να υπερκεράσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ, Parti socialiste) σε ψήφους και δεν διστάζει να επιρρίψει ευθύνες στην οικονομική μετανάστευση: «Προς το παρόν, δεν υπάρχει τρόπος να βρεθεί απασχόληση για όλο τον κόσμο, προτιμώ λοιπόν να το πω», δήλωσε στον τηλεοπτικό σταθμό France 2 στις 11 Μαρτίου. Και αφού επανέλαβε τη δέσμευσή του για την υποδοχή προσφύγων πρόσθεσε: «Οι άνθρωποι που σήμερα είναι στη Γαλλία και δεν έχουν άδεια παραμονής, αν έχουν μια σύμβαση εργασίας και εργάζονται, αν πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές, θα τους δώσω άδεια παραμονής, και σε όλους. (…) Στους άλλους είμαι υποχρεωμένος να πω: “Κοιτάξτε, δεν ξέρω τι να κάνω. Σταματήστε να μου λέτε ότι βοηθάτε, γιατί έχουμε τους ανθρώπους που χρειάζονται”. Και κυρίως λέω: “Πρέπει να πάψετε να φεύγετε από τη χώρα προέλευσής σας”».

Σήμερα, οι οικονομικοί μετανάστες αποτελούν μειοψηφία μεταξύ όσων φτάνουν κάθε χρόνο στη Γαλλία, πολύ πίσω από όσους γίνονται δεκτοί στο πλαίσιο του προγράμματος οικογενειακής επανένωσης, από τους πολιτικούς πρόσφυγες ή από τους φοιτητές σε προγράμματα διεθνών ανταλλαγών. Όμως, εάν δεν επανεξεταστούν κάποιες διεθνείς συμφωνίες, όπως η Συνθήκη της Γενεύης για τους Πρόσφυγες (1951) ή η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1953) όσον αφορά την οικογενειακή επανένωση –κάτι που ο Μελανσόν δεν προτείνει– αυτές οι άλλες, πλειοψηφικές κατηγορίες είναι δύσκολο να συμπιεστούν.

Επομένως, η επιβράδυνση της οικονομικής μετανάστευσης δεν θα είχε παρά έναν πολύ περιορισμένο αντίκτυπο στις μεταναστευτικές ροές. Θα αποκτούσε όμως σημαντικό συμβολικό χαρακτήρα, επιτρέποντας να αποκρουστούν οι κατηγορίες περί χαλαρότητας και, ταυτόχρονα, να χαραχθούν οι διαχωριστικές γραμμές με τη Δεξιά, η οποία από την πλευρά της προτείνει την απέλαση όλων των παράτυπων μεταναστών και όσων οι αιτήσεις χορήγησης ασύλου απορρίπτονται. Ωστόσο, ο Μελανσόν εμμέσως δέχεται την άποψη ότι υπάρχει σχέση μεταξύ οικονομικής μετανάστευσης και ανεργίας, κάτι που η Ιστορία και οι διεθνείς συγκρίσεις μοιάζουν να διαψεύδουν: στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Γαλλία προχώρησε σε μαζικές απελάσεις ξένων, χωρίς να βελτιώσει σε τίποτε την έλλειψη θέσεων εργασίας. Χώρες όπως ο Καναδάς αριθμούν πολλούς οικονομικούς μετανάστες, αλλά πολύ λίγους ανέργους. Επιπλέον, η νομιμοποίηση μόνο των παράνομων μεταναστών που έχουν υπογράψει κάποια σύμβαση εργασίας μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη, καθώς η κατάσταση όσων δεν διαθέτουν έγγραφα τους υποχρεώνει ακριβώς να εργάζονται παράνομα…

Το σχέδιο αντιμετώπισης των αιτίων της μετανάστευσης μέσω της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αφετηρίας προσκρούει, βραχυπρόθεσμα, στην αρχή που είναι γνωστή ως «μεταναστευτική μεταβολή». Η βελτίωση του επιπέδου ζωής (που ευνοεί τη μείωση της παιδικής θνησιμότητας και την ανανέωση του πληθυσμού), τα κέρδη από την παραγωγικότητα (που απελευθερώνουν το εργατικό δυναμικό) και η αύξηση των εισοδημάτων δεν κρατούν τους ανθρώπους στη χώρα τους: διευρύνουν τη δεξαμενή των υποψήφιων μεταναστών, καθώς περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να αναλάβουν το φυσικό και υλικό κόστος της μετανάστευσης. Σύμφωνα με υπόδειγμα της Παγκόσμιας Τράπεζας, όταν το ετήσιο εισόδημα των κατοίκων (σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης) μιας χώρας κυμαίνεται μεταξύ 600 δολαρίων (όπως στην Αιθιοπία) και 7.500 δολαρίων (Κολομβία ή Αλβανία), η αύξηση των εισοδημάτων ενθαρρύνει τη μετανάστευση. Όταν το συγκεκριμένο κατώφλι ξεπεραστεί, το φαινόμενο αντιστρέφεται. Με ετήσιο ρυθμό αύξησης των εισοδημάτων στο 2%, θα χρειάζονταν στον Νίγηρα ή το Μπουρούντι πάνω από 130 χρόνια και στην Καμπότζη πάνω από 60 χρόνια μέχρι να ξεπεράσουν το συγκεκριμένο όριο (9).

Ο Μπεζανσενό θεωρεί τις νέες θέσεις του Μελανσόν «οπισθοδρόμηση για τη ριζοσπαστική Αριστερά». Ο υποψήφιος της Ανυπότακτης Γαλλίας τού απαντά ότι εγγράφεται «στην παράδοση του κινήματος του». Με κάποιον τρόπο, και οι δύο έχουν δίκιο…

Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η Μεγάλη Ύφεση (1873-1896) έπληττε τη Γαλλία, η Αριστερά είχε ενιαίο και συνεκτικό λόγο για το μεταναστευτικό ζήτημα. Συνδύαζε μια θεωρητική κριτική, που περιέγραφε το ξένο εργατικό δυναμικό ως εργαλείο μεγιστοποίησης των κερδών της εργοδοσίας, με μια πρακτική ανάλυση γύρω από την απαραίτητη συμμαχία μεταξύ Γάλλων εργατών και μεταναστών απέναντι στην ίδια αυτή εργοδοσία. «Οι ξένοι εργάτες (Βέλγοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Ισπανοί), διωγμένοι από τις χώρες τους λόγω της εξαθλίωσης, κάτω από την κυριαρχία και, συχνά, την εκμετάλλευση αρχηγών συμμοριών, δεν γνωρίζουν ούτε τη γλώσσα ούτε τις τιμές ούτε τις συνήθειες της χώρας, καταδικάζονται να δεχθούν τους όρους του αφεντικού και να δουλέψουν για μισθούς που αρνούνται οι ντόπιοι εργάτες», έγραφαν για παράδειγμα ο Ζιλ Γκεζντ και ο Πολ Λαφάργκ στο Πρόγραμμα του Εργατικού Κόμματος το 1883. Παρ’ ότι εξέφραζαν τη λύπη τους για τους «εθνικούς κινδύνους και την εργατική εξαθλίωση που προκαλεί η παρουσία των ξένων εργατών», δεν ζητούσαν το κλείσιμο των συνόρων: «Για να ματαιώσουν τα κυνικά και αντιπατριωτικά σχέδια των αφεντικών, οι εργάτες πρέπει να προστατεύουν τους ξένους από τον δεσποτισμό της αστυνομίας (…) και να τους υπερασπίζονται ενάντια στην αρπακτικότητα των αφεντικών, “απαγορεύοντας νόμιμα” στους εργοδότες να απασχολούν ξένους εργάτες με μισθό κατώτερο από το μισθό του Γάλλου εργάτη» (10). Η συγκεκριμένη θεωρητική και πρακτική γραμμή υιοθετήθηκε από τα μεγαλύτερα κόμματα της Αριστεράς κατά τις περιόδους ανάπτυξης του 20ού αιώνα –τις δεκαετίες 1900-1920 και, έπειτα, στη «χρυσή» μεταπολεμική τριακονταετία.

Οι ρωγμές εμφανίστηκαν κατά τις περιόδους κρίσης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, την ώρα που η ανεργία εκτοξεύεται, υψώνονται φωνές που ζητούν την απέλαση των ξένων. Αποστέλλονται μαζικές αιτήσεις, γράμματα που ζητούν από τους βουλευτές να θεσπίσουν καθεστώς εθνικής προτίμησης. Τον Νοέμβριο του 1931, ο σοσιαλιστής Πολ Ραμαντιέ παρουσιάζει στην Εθνοσυνέλευση κείμενο που προβλέπει τον τερματισμό της μετανάστευσης και τον περιορισμό στο 10% των ξένων εργατών ανά επιχείρηση. Ο κομμουνιστής βουλευτής Ζακ Ντοριό αντιτίθεται: καταγγέλλει «μέτρα ξενοφοβίας» και μια «εθνικιστική πολιτική που αποσκοπεί στη διαίρεση των εργατών απέναντι στο κεφάλαιο». Για να υπερασπιστεί το κόμμα του, ο σοσιαλιστής ηγέτης Λεόν Μπλουμ κάνει λόγο για «εμπειρικά παυσίπονα που προστατεύουν καλύτερα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης» και επικαλείται «τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις της πραγματικής ζωής» (11).

 

Το Εθνικό Μέτωπο εκμεταλλεύεται τις ρωγμές της ρητορικής της Αριστεράς

Η κρίση που ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 προκαλεί νέες διαφωνίες. Όσο πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές του 1981, οι κομμουνιστές πολλαπλασιάζουν τις βολές για το ζήτημα της μετανάστευσης. Στην εφημερίδα «Humanité», ο δημοσιογράφος Κλοντ Καμπάν ανησυχεί για τα κοινωνικά και πολιτιστικά προβλήματα στα προάστια όπου το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) διαθέτει δημάρχους: «Όλες αυτές οι ανισορροπίες, οι οποίες οξύνονται από τις δυσκολίες που οφείλονται στη μείωση της αγοραστικής δύναμης, στην ανεργία, στην ανασφάλεια, καθιστούν τη συμβίωση μεταξύ Γάλλων και μεταναστών δύσκολη», γράφει στις 30 Δεκεμβρίου 1980. Μερικές ημέρες αργότερα, στις 6 Ιανουαρίου 1981, ο Ζορζ Μαρσέ, γενικός γραμματέας του κόμματος, εκφωνεί λόγο που θα αφήσει εποχή: «Πρέπει να σταματήσουμε την επίσημη και την παράνομη μετανάστευση», δηλώνει εμφατικά. «Είναι απαράδεκτο να αφήνουμε να εισέρχονται νέοι μετανάστες εργάτες στη Γαλλία, την ώρα που η χώρα μας μετρά σχεδόν δύο εκατομμύρια ανέργους, Γάλλους και μετανάστες». Έτσι, οι σοσιαλιστές καταλαμβάνουν τη θέση που κάποτε κατείχαν οι κομμουνιστές. «Δεν μπορούμε να απομονώσουμε τον μεταναστευτικό πληθυσμό από το σύνολο της εργατικής τάξης», αναφέρει προγραμματικό κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «L’Unité», στις 19 Δεκεμβρίου 1980. «(…) Ολόκληρο το κόμμα πρέπει να κινητοποιηθεί για τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνισμού και του ταξικού μετώπου» (12).

Έτσι, οι Μελανσόν και Μπεζανσενό εγγράφονται και οι δύο στην παράδοση του προοδευτικού κινήματος, από το οποίο παίρνουν ταυτόχρονα τα καλύτερα και τα χειρότερα στοιχεία. Ο πρώτος επιχειρεί να λάβει υπόψη τις δυσκολίες που η μετανάστευση προκαλεί ειδικά στα λαϊκά στρώματα, αλλά εγκλωβίζεται στη ρητορική των απελάσεων και του υπερβολικού αριθμού μεταναστών. Ο δεύτερος μένει πιστός στον διεθνισμό, αλλά προωθεί μια ιδεολογική ανάγνωση η οποία βρίσκεται σε απόσταση από τις αγωνίες των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων που έχουν πληγεί από τη λιτότητα και την παγκοσμιοποίηση και έτσι έχουν γίνει ευάλωτα στη στρατηγική του αποδιοπομπαίου τράγου.

Οι ρωγμές αυτές αξιοποιούνται από το Εθνικό Μέτωπο, το οποίο προσπαθεί να μετατραπεί σε «κόμμα του λαού» με τη βοήθεια μιας κοινωνικής ανάγνωσης του μεταναστευτικού ζητήματος. Όπως και ο αρθρογράφος Ερίκ Ζεμούρ, ο οποίος επικαλείται, με τη σειρά του, τον γεωγράφο της «περιφερειακής Γαλλίας» Κριστόφ Γκιγί, το Εθνικό Μέτωπο κάνει τη διάκριση ανάμεσα στις αστικές «ελίτ» με τα πανεπιστημιακά διπλώματα, οι οποίες υποστηρίζουν τη μετανάστευση γιατί είναι προστατευμένες από αυτήν, και τον «λαό», που βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τους ξένους για να βρει μια θέση εργασίας, μια εργατική κατοικία, μια θέση στον βρεφονηπιακό σταθμό. Στον «λαό» αυτό, το Εθνικό Μέτωπο υπόσχεται το καθεστώς «εθνικής προτίμησης». «Τα λαϊκά στρώματα είναι εκείνα που φέρουν στην καθημερινότητα το βάρος της σχέσης με τον άλλον», γράφει, λόγου χάρη, ο Κριστόφ Γκιγί (13).

Η συγκεκριμένη ανάλυση επιδέχεται συζήτηση σε πολλαπλά επίπεδα. Με την αγορά εργασίας να είναι κατακερματισμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό, οι κλάδοι που προσλαμβάνουν κυρίως ξένους (καθαρισμός, κατασκευές, εστίαση κ.ο.κ.) δεν έχουν κίνητρο να απασχολήσουν Γάλλους εργαζόμενους. Επίσης, οι αστικοί χωροταξικοί διαχωρισμοί είναι τέτοιοι που οι μετανάστες συχνά βρίσκονται σε ανταγωνισμό με άλλους μετανάστες για να εξασφαλίσουν ένα διαμέρισμα στα προάστια των μεγάλων πόλεων ή μια θέση για τα παιδιά τους στον βρεφονηπιακό σταθμό. Τέλος, πώς να ερμηνεύσει κάποιος το γεγονός ότι το Εθνικό Μέτωπο λαμβάνει εξαιρετικά ποσοστά σε ζώνες που δεν υπάρχει σχεδόν κανένας ξένος, εάν όχι με την παραδοχή ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ ντόπιων και μεταναστών είναι σε κάποιο βαθμό φαντασιακός, κατασκευασμένος από τη δημόσια ρητορική;

 

Νόμοι και οδηγίες οργανώνουν τον ανταγωνισμό των εργαζομένων

Είναι ωστόσο ακριβές ότι τα εύπορα στρώματα δεν έχουν παρά μια επιφανειακή και απόμακρη θεώρηση του ζητήματος της μετανάστευσης. Οι ξένοι εποχικοί εργάτες δύσκολα θα στερήσουν τη θέση εργασίας από έναν απόφοιτο Πολιτικών Επιστημών ή έναν δημοσιογράφο, ακριβώς όπως η καταφυγή σε «ενοικιαζόμενους» ξένους εργαζομένους δεν απασχολεί καθόλου τα στελέχη επιχειρήσεων ή τους καλλιτέχνες. Και οι κάτοικοι των καλών προαστίων έχουν λιγότερες πιθανότητες να δουν να ανοίγει στον δρόμο τους κάποια εργατική εστία για αλλοδαπούς.

Ωστόσο, οι κοινωνικές αντιθέσεις σε σχέση με τη μετανάστευση δεν είναι αποτέλεσμα της μοίρας. Πολύ συχνά είναι ο καρπός νόμων, πολιτικών αστικής ανάπτυξης, πολιτικών αποφάσεων που οργανώνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ Γάλλων εργαζομένων και μεταναστών ή που προστατεύουν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα από τον ξένο ανταγωνισμό. Η μαύρη εργασία συμβάλλει στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας. Ευδοκιμεί όμως στον βαθμό που η Επιθεώρηση Εργασίας είναι αποδιαρθρωμένη, καθώς οι εργοδότες γνωρίζουν πια ότι διατρέχουν πολύ μικρό κίνδυνο να δεχθούν κυρώσεις. Δεν θα υπήρχαν «ενοικιαζόμενοι» εργαζόμενοι χωρίς την ευρωπαϊκή οδηγία της 16ης Δεκεμβρίου 1996 (14) ούτε εποχικοί εργαζόμενοι εάν ο Εργατικός Κώδικας δεν προσέφερε το συγκεκριμένο πλεονέκτημα στους εργοδότες. Σε αντίθεση με τους μετανάστες της μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας», πολλοί από τους σημερινούς ξένους εργαζομένους διαθέτουν πανεπιστημιακά πτυχία και επαγγελματικά προσόντα. Εάν έρχονται για να αναζητήσουν θέσεις εργασίας που δεν απαιτούν ιδιαίτερες δεξιότητες, αυτό συμβαίνει ελλείψει πολιτικής για την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας, συστήματος νομικής αναγνώρισης των πτυχίων, ανοίγματος ορισμένων επαγγελμάτων (15). Ενώ ένας αλλοδαπός μπορεί εύκολα να γίνει οικοδόμος ή ταμίας, η πρόσβαση στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα, του συμβολαιογράφου ή του χρηματομεσίτη απαιτεί μια κούρσα μετ’ εμποδίων. Υπήρχε κάποια εποχή όπου οι κομμουνιστές δήμαρχοι διαφόρων προαστίων διαμαρτύρονταν γιατί «οι δημόσιες υπηρεσίες διοχετεύουν συστηματικά τους νέους μετανάστες» στους δήμους τους και απαιτούσαν «καλύτερη κατανομή των ξένων εργατών μεταξύ των δήμων της ευρύτερης περιοχής του Παρισιού», διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι οι δήμοι τους θα συνέχιζαν «να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους» (16). Σήμερα, οι εργατικές εστίες για μετανάστες είναι εγκατεστημένες κυρίως στις λαϊκές συνοικίες και κανείς δεν εκπλήσσεται πλέον.

Η Δεξιά χαίρεται κάθε φορά που το μεταναστευτικό ζήτημα αναδύεται στην πολιτική συζήτηση: της είναι αρκετό, όπως κάνει εδώ και τριάντα χρόνια, να ξετυλίγει τη ρητορική του φόβου και τα κατασταλτικά μέτρα της. Η Αριστερά ωστόσο δεν είναι καταδικασμένη να διαθέτει αόριστα και αντιφατικά προγράμματα. Για να διατυπώσει όμως συγκεκριμένες προτάσεις και συνεκτική ανάλυση, πρέπει να δεχθεί να ριχτεί στην ιδεολογική μάχη, αντιστρέφοντας τα ερωτήματα που τα μέσα ενημέρωσης και η «επικαιρότητα» της πετούν καταπρόσωπα.

 

ΕΝΘΕΤΟ

Μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές στη Γαλλία

  • Το 2016 κατατέθηκαν 85.244 αιτήσεις πολιτικού ασύλου στην Γαλλική Υπηρεσία Προστασίας Προσφύγων και Απατρίδων (OFPRA), έναντι 57.262 του 2010. 26.351 από αυτές έγιναν δεκτές είτε από την OFPRA είτε από το Εθνικό Δικαστήριο Ασύλου (CNDA), έναντι 10.377 το 2010.
  • Το 2016, 12.961 παράτυποι αλλοδαποί οδηγήθηκαν διά της βίας στις χώρες προέλευσής τους (11.700 το 2010). Ο αριθμός των «υποβοηθούμενων επιστροφών» ανήλθε σε 3.468 (12.034 το 2010). Υπήρξαν τέλος 8.278 «αυθόρμητες απομακρύνσεις και αναχωρήσεις» (4.292 έξι χρόνια πριν).
  • ΠΗΓΕΣ: «Être né en France d’un parent immigré», «Insee Première», No 1634, Φεβρουάριος 2017. «L’admission au séjour – les titres de séjour», «Les demandes d’asile» και «L’éloignement des étrangers en situation irrégulière en 2016», Υπουργείο Εσωτερικών της Γαλλίας, Γενική Διεύθυνση Αλλοδαπών στη Γαλλία (DGEF), 16 Ιανουαρίου 2017.

     

    Benoît Bréville

    Aρχισυντάκτης της «Le Monde diplomatique».
    Γιάννης Χρυσοβέργης

    (1«Migrants, politique migratoire et intégration: le constat de Emmanuel Macron», «Réforme», Παρίσι, 2 Μαρτίου 2017.

    (2(Σ.τ.Μ.) La France insoumise: Μέτωπο Κομμουνιστών, του Μετώπου της Αριστεράς (σχίσμα του σοσιαλιστικού κόμματος) και προσωπικοτήτων της Αριστεράς.

    (3Hervé Le Bras, «Le Pari du FN», Autrement, Παρίσι, 2017.

    (4«Ποτέ δεν ήμουν υπέρ της ελεύθερης εγκατάστασης, δεν θα αρχίσω να την υποστηρίζω τώρα», εξήγησε στην εφημερίδα «Le Monde» (24 Αυγούστου 2016).

    (5Denis Godard, «Politique migratoire: Y a pas d’arrangement…», «L’Anticapitaliste», Μοντρέιγ, 24 Νοεμβρίου 2016.

    (6Xavier Chojnicki και Lionel Ragot, «L’immigration coûte cher à la France. Qu’en pensent les économistes?», Eyrolles – Les Echos Editions, στη σειρά «On entend dire que…», Παρίσι, 2012.

    (7Isabelle Ufferte, «A travers la mondialisation de la révolte émerge une nouvelle conscience de classe…», Démocratie révolutionnaire, 27 Οκτωβρίου 2016, npa-dr.org.

    (8«L’Anticapitaliste», 24 Νοεμβρίου 2016.

    (9Michael Clemens, «Does development reduce migration?», «Working Paper» Νο 359, Center for Global Development, Ουάσινγκτον, Μάρτιος 2014.

    (10Jules Guesde και Paul Lafargue, «Le Programme du Parti ouvrier, son histoire, ses considérants et ses articles», Henry Oriol Éditeur, Παρίσι, 1883.

    (11Βλ. Claudine Pierre, «Les socialistes, les communistes et la protection de la main-d’œuvre française (1931-32)», «Revue européenne des migrations internationales», Τόμος 15, Νο 3, Πουατιέ, 1999.

    (12Βλ. Olivier Milza, «La gauche, la crise et l’immigration (années 1930 – années 1980)», «Vingtième siècle», Τόμος 7, Νο 1, Παρίσι, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1985.

    (13Christophe Guilluy, «La France périphérique. Comment on a sacrifié les classes populaires», Flammarion, στη σειρά «Champs actuel», Παρίσι, 2014.

    (14ΟΔΗΓΙΑ 96/717EK ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:31996L0071&from=EN

    (15Βλ. Yaël Brinbaum, Laure Moguérou και Jean-Luc Primon, «Les ressources scolaires des immigrés à la croisée des histoires migratoires et familiales», στο υπό την επιμέλεια των Cris Beauchemin, Christelle Hamel και Patrick Simon «Trajectoires et origines. Enquête sur la diversité des populations en France», Institut national des études démographiques (INED), στη σειρά «Grandes enquêtes», Παρίσι, 2016.

    (16«Déclaration des maires communistes de la région parisienne et des députés de Paris», Οκτώβριος 1969.

    Μοιραστείτε το άρθρο