Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με την προοπτική της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο τουρκικός καταστατικός χάρτης αναθεωρήθηκε προκειμένου να ανταποκρίνεται στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές όσον αφορά τον σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών. Έπρεπε επίσης να περιοριστεί η επιρροή που ασκούσαν οι ένοπλες δυνάμεις στην πολιτική ζωή, κυρίως μέσω του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, του οποίου η σύνθεση και ο ρόλος τροποποιήθηκαν με τη συνταγματική αναθεώρηση του Οκτωβρίου του 2001. Το ΑΚΡ, που ήρθε στην εξουσία το 2002, συνέχισε στην ίδια κατεύθυνση, διευκολύνοντας την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από την τουρκική δικαιοσύνη και καθιερώνοντας την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, ενώ κατάργησε και τη θανατική ποινή με άλλη συνταγματική αναθεώρηση, που εγκρίθηκε το 2004. Αυτά τα προοδευτικά μέτρα συνοδεύτηκαν από τροποποιήσεις του αστικού και του ποινικού κώδικα, καθώς και από μια αποστρατιωτικοποίηση της δικαιοδοτικής διαδικασίας (περιορισμός των εξουσιών της στρατιωτικής δικαιοσύνης και, σε κάποιες περιπτώσεις, υπαγωγή των στρατιωτικών στο κοινό δίκαιο). Έτσι, αν και ισλαμιστικής προέλευσης, η κυβέρνηση του ΑΚΡ προκάλεσε έκπληξη, κάνοντας πιο φιλελεύθερο το τουρκικό πολιτικό σύστημα.
Το 2007, όταν το κεμαλικό κατεστημένο (ένοπλες δυνάμεις, ανώτατα δικαστήρια, ανώτατοι πανεπιστημιακοί) εμπόδισε την εκλογή του Ερντογάν στην προεδρία της Δημοκρατίας από το Κοινοβούλιο, το ΑΚΡ πέρασε με δημοψήφισμα συνταγματική αναθεώρηση που περιόριζε την προεδρική θητεία από επτά σε πέντε χρόνια και καθιέρωνε την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας απευθείας από τον λαό. Ωστόσο, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση δεν μπορούσε να εφαρμοστεί αμέσως, καθώς ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ έπρεπε να ολοκληρώσει την επταετή θητεία του. Έτσι, από το 2007 έως το 2014, η Τουρκία παρέμεινε κλασικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, με τον Γκιουλ να περιορίζεται σε ρόλο διαιτητή και τον Ερντογάν να συνεχίζει να κυβερνά τη χώρα με την ιδιότητα του πρωθυπουργού.
Το 2010, με νέο συνταγματικό δημοψήφισμα θεσπίστηκαν μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της δικαστικής εξουσίας, με κύρια την αλλαγή της σύνθεσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων. Στη συνέχεια, το 2011, το ΑΚΡ σημείωνε τρίτη συνεχόμενη νίκη στις βουλευτικές εκλογές, ενώ η ελευθερία του Τύπου και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δέχονταν όλο και συχνότερα πλήγματα, κυρίως διώξεις δημοσιογράφων και απαγόρευση κυκλοφορίας κάποιων εφημερίδων. Μέσα στη συγκυρία αυτή, το ΑΚΡ ετοιμάζεται να επεξεργαστεί νέο σχέδιο Συντάγματος, υπενθυμίζοντας τη δικτατορική προέλευση του τότε ισχύοντος καταστατικού χάρτη. Σύντομα όμως, η κυβέρνηση αρχίζει να προωθεί την καθιέρωση προεδρικού πολιτεύματος. Εκτός από την υλοποίηση μιας παλαιάς διεκδίκησης του ΑΚΡ, το σχέδιο αποτυπώνει τη σπουδή του Ερντογάν να διασφαλίσει το προσωπικό του πολιτικό μέλλον. Μετά από τρεις κοινοβουλευτικές θητείες (ανώτατο όριο που είχε αρχικά θέσει το ΑΚΡ, στο καταστατικό του, για βουλευτές και υπουργούς), μια τέτοια μεταρρύθμιση θα πρέπει να του επιτρέψει όχι μόνο την παραμονή στην εξουσία, αλλά και την ενίσχυση του ελέγχου που ασκεί στο σύνολο του συστήματος.
Μολονότι το Κοινοβούλιο απέρριψε το συγκεκριμένο σχέδιο Συντάγματος, η εκλογή του Ερντογάν στην προεδρία της Δημοκρατίας απευθείας από τον λαό, το 2014, αλλάζει τα δεδομένα και εγκαθιδρύει ένα ντε φάκτο ημιπροεδρικό σύστημα. Ο νέος αρχηγός του κράτους όχι μόνο δεν περιορίζεται σε διακοσμητικό ρόλο, αλλά ανασύρει και αρμοδιότητες που είχαν παραμείνει ανενεργές, όπως η προεδρία του υπουργικού συμβουλίου, και επιβλέπει την πολιτική του πρωθυπουργού του Αχμέτ Νταβούτογλου. Επιδίωξη του Ερντογάν παραμένει η μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό. Ο Τούρκος πρόεδρος ελπίζει ότι οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2015 θα του εξασφαλίσουν ενισχυμένη πλειοψηφία (δηλαδή τα δύο τρίτα των εδρών του Κοινοβουλίου) και συνεπώς τη δυνατότητα συνταγματικής αναθεώρησης χωρίς την ανάγκη δημοψηφίσματος.
Το ΑΚΡ κερδίζει τις εκλογές, αλλά δεν επιτυγχάνει ούτε ενισχυμένη πλειοψηφία ούτε καν την αυτοδυναμία που του επέτρεπε να κυβερνά μόνο του από το 2002. Με τη διακοπή της ειρηνευτικής διαδικασίας με τους Κούρδους, ένα τμήμα των Κούρδων ψηφοφόρων εγκατέλειψε το κυβερνών κόμμα, ενώ με την έναρξη της ίδιας διαδικασίας είχε δυσαρεστηθεί, αντίθετα, το πιο εθνικιστικό τμήμα του εκλογικού ακροατηρίου του ΑΚΡ.
Με το σχέδιο μετατροπής του πολιτεύματος σε προεδρικό να βαραίνει τόσο αρνητικά στο αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου του 2015, ο Νταβούτογλου το βάζει σε δεύτερο πλάνο και επιτέλους κερδίζει τις πρόωρες εκλογές, τον Νοέμβριο του 2015, χωρίς όμως και πάλι να αποσπάσει ενισχυμένη πλειοψηφία. Ωστόσο, η Τουρκία δεν επιστρέφει σε κλασικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, καθώς ο Ερντογάν επιχειρεί γρήγορα να κυριαρχήσει στο πολιτικό σύστημα. Η προεδρική πρωτοκαθεδρία συνοδεύεται από εσωτερικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, όπως η σύγκρουση με το θρησκευτικό κίνημα Γκιουλέν, και από μια βαθιά αναδιάρθρωση του κυβερνώντος κόμματος. Ο Ερντογάν ευνοεί με επιδεξιότητα την ανάδυση μιας νέας γενιάς στελεχών στο εσωτερικό του ΑΚΡ. Τον Μάιο του 2016, ο Νταβούτογλου υποχρεώνεται να παραδώσει τη θέση του στον Μπιναλί Γιλντιρίμ, έμπιστο του προέδρου, ο οποίος ορίστηκε, μεταξύ άλλων, για να προωθήσει τη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό, την οποία ο προκάτοχός του ποτέ δεν υποστήριξε πραγματικά.
Η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 οξύνει την ατμόσφαιρα στο πεδίο της ασφάλειας και συμβάλλει στη νομιμοποίηση του σχεδίου για ισχυρό προεδρικό πολίτευμα. Μέσα στο κλίμα αυτό, το κυβερνών κόμμα καταφέρνει να πείσει το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) να υποστηρίξει ένα σχέδιο ελάχιστης συνταγματικής αναθεώρησης. Τον Δεκέμβριο του 2016, το Κοινοβούλιο υιοθετεί τροποποίηση σε 18 άρθρα του Συντάγματος, με την οποία καταργείται η θέση του πρωθυπουργού και ενισχύεται ο ρόλος του προέδρου. Σύμφωνα με το κείμενο, ο πρόεδρος διαθέτει σημαντικές εξουσίες σε συνθήκες κρίσης, διορίζει ανώτατους αξιωματούχους, υπουργούς και αντιπρόεδρο και μπορεί άνετα να διαλύσει το Κοινοβούλιο. Το σχέδιο αυτό, το οποίο εγκρίθηκε με το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017 (με την ισχνή πλειοψηφία του 51,41%), προκαλεί ανησυχία στα κόμματα της αντιπολίτευσης, τον μη κυβερνητικό Τύπο και τις οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πόσο μάλλον αφού προχωρά και σε νέα αναμόρφωση της δικαστικής εξουσίας (με αλλαγή της σύνθεσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων).
Η προεκλογική εκστρατεία για το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε μέσα σε τεταμένη ατμόσφαιρα. Η κατάσταση των μέσων ενημέρωσης έχει επιδεινωθεί πολύ. Στο τέλος του 2016, ανθρωπιστικές οργανώσεις εκτιμούσαν τον αριθμό των φυλακισμένων δημοσιογράφων στην Τουρκία σε πάνω από 80, δηλαδή το ένα τρίτο των μελών του επαγγέλματος που είναι σήμερα φυλακισμένοι ανά τον κόσμο (1). Από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 και μετά, έγιναν εκκαθαρίσεις χωρίς προηγούμενο στον κρατικό μηχανισμό, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, την αστυνομία και το διπλωματικό σώμα. Οι ένοπλες δυνάμεις, για πολύ καιρό κράτος εν κράτει, βρίσκονται πλέον κάτω από τον αυστηρό έλεγχο του καθεστώτος. Επομένως, εκφράζονται φόβοι ότι όσα από τα αντίβαρα στην εξουσία του Ερντογάν διατηρούν κάποια ισχύ μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκή για την εξισορρόπηση του συστήματος.
Πλέον, απειλείται ακόμη και η πολιτική πολυφωνία. Το ΜΗΡ, το οποίο είχε ήδη συνεργαστεί με το ΑΚΡ στο παρελθόν, ιδιαίτερα όταν το κυβερνών κόμμα είχε άρει την απαγόρευση της μαντήλας στα πανεπιστήμια, ουσιαστικά δεν βρίσκεται πια στην αντιπολίτευση. Η αρχική εχθρότητά του απέναντι στη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό έδωσε τη θέση της σε μια αποφασιστική στήριξη, καθώς η κυβέρνηση του ΑΚΡ έδωσε τη δυνατότητα στον πρόεδρο του ΜΗΡ Ντεβλέτ Μπαχτσελί να ξεπεράσει την εσωκομματική αμφισβήτηση που απειλούσε την πρωτοκαθεδρία του μέσα στο κόμμα. Ωστόσο, η κομματική βάση και μερίδα των ψηφοφόρων αυτού του ακροδεξιού κόμματος αμφισβητούν τον νέο προσανατολισμό του.
Στην άλλη πλευρά της πολιτικής σκακιέρας, το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), προοδευτικό και φιλικό προς την κουρδική υπόθεση, υφίσταται διαρκή καταστολή. Μέρος της ηγεσίας και των βουλευτών του διώκονται δικαστικά ή βρίσκονται στη φυλακή. Όσο για τους κεμαλιστές του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), έχουν δαιμονοποιηθεί και δυσκολεύονται να ακουστούν πέρα από τη στενή σφαίρα επιρροής τους.
Παρ’ όλο που οι μη κρατικοί φορείς (συνδικάτα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, Τύπος) παραμένουν ενεργοί, η δράση τους εξακολουθεί να περιορίζεται από τα κατασταλτικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Οι δικηγορικοί σύλλογοι, οι πανεπιστημιακοί και οι γυναικείες οργανώσεις αποτελούν δοκιμασμένους πόλους αμφισβήτησης. Μάλιστα, οι γυναικείες οργανώσεις πρόσφατα υποχρέωσαν την κυβέρνηση να αποσύρει σχέδιο νόμου που διευκόλυνε τους αναγκαστικούς γάμους. Υπάρχουν ακόμη αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης, κυρίως εκείνα του ομίλου Ντογάν, αλλά οι δημοσιογράφοι τους δεν αποφεύγουν την αυτολογοκρισία, ενώ συχνά δέχονται απειλές. Επομένως, το προεδρικό πολίτευμα που επιθυμεί ο Ερντογάν είναι κατά κύριο λόγο ένα αυταρχικό καθεστώς, το οποίο ήδη από τα πρώτα του βήματα ακυρώνει την προγενέστερη περίοδο πολιτικών ανοιγμάτων του ΑΚΡ.