el | fr | en | +
Accéder au menu

Η φωνή της Μόσχας «παραφωνία» στην εναρμονισμένη διεθνή ενημέρωση

«Προτίμηση στα θέματα ασφαλείας»

Είναι ένα σποτ που γυρίστηκε για τα 10 χρόνια του RT (πρώην Russia Today), της ναυαρχίδας των ρωσικών δημόσιων οπτικοακουστικών μέσων στο εξωτερικό, τον Δεκέμβριο του 2015. Η Μαργαρίτα Σιμονιάν, αρχισυντάκτρια του ενημερωτικού καναλιού, ντυμένη με σοβιετική στολή, επιθεωρεί το προσωπικό της στην οδό Μπορόβαγια της Μόσχας. Η Λιούμπα, η καθαρίστρια, «παίρνει διαταγές απευθείας από το Κρεμλίνο». Μέσα σ’ ένα στούντιο με πράσινο φόντο, μια «στρατευμένη» δημοσιογράφος διαβάζει ένα κείμενο στα αραβικά, ενώ κομπάρσοι μεταμφιεσμένοι σε Σύριους μαχητές ρίχνουν άσφαιρα πυρά. Οι ξένοι παρουσιαστές σαπίζουν σε ένα υγρό μπουντρούμι, ενώ ο Βρετανός Κέβιν Όουεν, εργαζόμενος στο κανάλι, είναι δεμένος με χειροπέδες στο πλατό…

JPEG - 359.8 kio
(κλικ για μεγέθυνση)

Το RT επέλεξε τον αυτοσαρκασμό ως απάντηση στους πολυάριθμους επικριτές του, που το θεωρούν όργανο της προπαγάνδας του Κρεμλίνου. Επ’ ευκαιρία της επετείου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν με δήλωσή του αναφέρθηκε στους κλασικούς στόχους του διεθνούς τηλεοπτικού δικτύου, μετά από μια δεκαετή προσπάθεια να καλυφθεί το χαμένο έδαφος στο πεδίο της «δημόσιας διπλωματίας»: «Είναι κεφαλαιώδους σημασίας να ακούγεται η φωνή μας και η φωνή σας, όχι μόνο από τους πολιτικούς, αλλά κυρίως από τους απλούς πολίτες σε όλο τον κόσμο», σημείωσε ο Ρώσος πρόεδρος.

Η «πορτοκαλί επανάσταση» του 2004 στην Ουκρανία, την οποία το Κρεμλίνο εξέλαβε ως δυτική ανάμειξη στη γειτονιά του μέσω της εμπλοκής των ΜΚΟ, αποτέλεσε ένα σημείο καμπής για τη ρωσική εξωτερική πολιτική, που αντιλήφθηκε τις αδυναμίες της όσον αφορά τη διεθνή επιρροή. Από τον επόμενο χρόνο, η Μόσχα άρχισε να θέτει τα θεμέλια για τη δημιουργία του ομίλου Russia Today. «Η αρχική ιδέα αφορούσε τη δημιουργία ενός [αγγλόφωνου] καναλιού επικεντρωμένου αποκλειστικά στη Ρωσία. Όμως, σύντομα κατέστη προφανές ότι η εν λόγω ιδέα θα κατέληγε σε αποτυχία», θυμάται η Σιμονιάν. «Αν το κοινό μας περιοριζόταν μόνο στους κρεμλινολόγους και σε όσους ενδιαφέρονται για τη ρωσική πολική, τότε ασφαλώς θα ήταν πολύ περιορισμένο».

«Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα»

Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ρωσίας-Γεωργίας το 2008, η συντακτική ομάδα του καναλιού υιοθέτησε μια πιο επιθετική δημοσιογραφική στάση, προκειμένου να ανταπαντήσει στον τρόπο κάλυψης της σύγκρουσης από τα μεγάλα δυτικά ΜΜΕ, η οποία θεωρήθηκε μονομερής. Το RT βλέπει τότε την αποστολή του να μεταλλάσσεται και το ίδιο να μετατρέπεται σε ένα «παγκόσμιο» ενημερωτικό μέσο, ικανό να προωθήσει μια «άλλη οπτική» των γεγονότων. Η διεθνοποίηση του δικτύου επιταχύνεται. Μετά το λανσάρισμα της αραβικής εκδοχής του, του Russiya Al-Youm (σήμερα RT Arabic) το 2007, ο όμιλος RT εγκαινιάζει μια ισπανική υπηρεσία (2009), ένα κανάλι στις ΗΠΑ (2010), ένα άλλο στο Ηνωμένο Βασίλειο (2014) και τέλος δύο διαδικτυακά Μέσα, για το γερμανόφωνο και για το γαλλόφωνο κοινό (2014). Παράλληλα, ανακοινώθηκε ότι το κανάλι RT France θα τεθεί σε λειτουργία εντός του τρέχοντος έτους.

Με 2.100 εργαζόμενους και γραφεία σε 19 χώρες, ο όμιλος αναπτύχθηκε χάρη στα σημαντικά μέσα που έθεσε στη διάθεσή του το ρωσικό κράτος. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Ipsos, που διεξήχθη το Νοέμβριο του 2015 σε 38 χώρες, κάθε εβδομάδα 70 εκατ. τηλεθεατές παρακολουθούν τα κανάλια του RT: ένα κοινό μικρότερο από εκείνο της Διεθνούς Υπηρεσίας του BBC, αλλά μεγαλύτερο από εκείνο της Deutsche Welle και του France 24. Με 8 και 36 εκατ. τηλεθεατές αντιστοίχως την εβδομάδα, το RT είναι επιπλέον το πέμπτο, όσον αφορά την τηλεθέαση, διεθνές κανάλι στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Από την έναρξη της λειτουργίας του μέχρι και σήμερα, ο προϋπολογισμός του έχει δεκαπλασιαστεί, περνώντας από τα 29 στα 290 εκατ. ευρώ: ένα ποσό το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο ένα τέταρτο του συνόλου των ρωσικών δημόσιων πόρων που κατευθύνονται στα ΜΜΕ. Το RT προσαρμόστηκε γρήγορα και στην προώθηση περιεχομένου στο Διαδίκτυο, χρησιμοποιώντας μαζικά τις ψηφιακές τεχνολογίες αιχμής (απευθείας μετάδοση βίντεο, περιστρεφόμενες εικόνες 360 μοιρών). Ο όμιλος άνοιξε επίσης λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο YouTube, όπου παρουσιάζεται ως η πρώτη πηγή ενημέρωσης παγκοσμίως, με 4,5 εκατ. συνδρομητές στο σύνολο των καναλιών του. Το μοντέλο του CNN –άμεση αντίδραση, ειδήσεις της τελευταίας στιγμής, infotainment– παραμένει το πρότυπο όσον αφορά την παραγωγή. Η εμβληματική εκπομπή «CrossTalk» του RT International εμπνέεται ευθέως από το «Crossfire» του CNN (σταμάτησε το 2014). Και η «υφαρπαγή» το 2013 του Λάρι Κινγκ, του παλαιού παρουσιαστή-σταρ του αμερικανικού δικτύου, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σημαντικά κατορθώματα του καναλιού.

Το RT παρουσιάζεται ως η εναλλακτική λύση απέναντι στα δυτικά «κατεστημένα ΜΜΕ», τα οποία, σύμφωνα με τον κατάλογο που βρίσκεται στην ιστοσελίδα του (2), υπολογίζονται γύρω στα πενήντα. «Θελήσαμε να σπάσουμε το μονοπώλιο των αγγλοσαξονικών ΜΜΕ στην παγκόσμια ροή της ενημέρωσης», εξηγούσε ο Βλαντιμίρ Πούτιν κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στα γραφεία του RT τον Ιούνιο του 2013. Σύμφωνα με τον Aντρέι Κορτούνοβ, επικεφαλής του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, «το στοίχημα δεν είναι τόσο η προώθηση των ρωσικών θέσεων όσο η αμφισβήτηση της μονοσήμαντης οπτικής των δυτικών θέσεων, η σχετικοποίηση της δυτικής ερμηνείας των γεγονότων», όπως εξάλλου μαρτυρά και το μότο του καναλιού «Question more» (Αμφισβητήστε περισσότερο).

Το RT, ανοιχτά στρατευμένο, δείχνει να αγνοεί την αντίφαση που ταλανίζει τα διεθνή δημόσια κανάλια των δυτικών κρατών: από τη μία υπάρχει η πολιτική απαίτηση για τη μετάδοση μιας πληροφορίας συμβατής με το εθνικό συμφέρον, όπως ενσαρκώνεται από το κράτος-μέτοχο, και από την άλλη η δεοντολογία, που επιβάλλει έναν ευδιάκριτο βαθμό ανεξαρτησίας, ώστε το Μέσο να μην παρουσιάζεται ως προπαγανδιστικό (3). Ο γενικός διευθυντής του BBC World Service Τόνι Χολ, επ’ ευκαιρία της επέκτασής της τον Νοέμβριο του 2016, διατύπωσε το όραμά του για ένα «BBC αξιόπιστο, ανοικτό στον κόσμο, που παρέχει ό,τι καλύτερο από την ανεξάρτητη και αμερόληπτη δημοσιογραφία μας». Στο ίδιο πνεύμα, η Μαρί-Κριστίν Σαραγκός, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος του France Médias Monde, διαβεβαίωνε στο περιοδικό «Point» (5 Δεκεμβρίου 2016) ότι το France 24, αν και χρηματοδοτείται από τα τηλεοπτικά τέλη και το κράτος, «δεν είναι κυβερνητικό κανάλι».

Γυρίζοντας την πλάτη σε αυτό το δίλημμα, η ομάδα του RT προτιμά να αναλάβει την ευθύνη των δεσμών της με το ρωσικό κράτος. Όταν το 2014 ρωτήθηκε από την Κριστιάν Αμανπούρ του CNN σχετικά με τη χρήση του RT ως κυβερνητικού εργαλείου ανταπάντησης στο «πρόβλημα της αρνητικής εικόνας» της Ρωσίας, η Αμερικανίδα Ανίσα Ναουαΐ, παρουσιάστρια της εκπομπής «In the Now», διαβεβαίωνε: «Δεν έχω τίποτα να κρύψω». Και πρόσθετε: «Ο κόσμος γνωρίζει την προέλευση των επιχορηγήσεών μας. (….) Δείχνουμε τα πράγματα περισσότερο μέσα από τη ρωσική οπτική; Ασφαλώς, διότι η ρωσική άποψη έχει παραγκωνιστεί. Πρόκειται όμως για μια παράλογη ερώτηση εκ μέρους ενός Μέσου που προωθεί τις απόψεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εδώ και πάνω από 15 χρόνια». Ένα «καρφί» για την Αμανπούρ, που στα τέλη της δεκαετίας του 1990 εστάλη από το CNN για να καλύψει ως μεγάλη ρεπόρτερ τα γεγονότα στο Κόσοβο, όταν την ίδια στιγμή ο σύζυγός της Τζέιμς Ρούμπιν υπηρετούσε ως εκπρόσωπος Τύπου του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών… Τα στελέχη του RT αντιλαμβάνονται το διεθνές περιβάλλον των ΜΜΕ ως ένα πεδίο όπου συνυπάρχουν πολλά αφηγήματα. «Έχετε δει πολλά παραδείγματα αντικειμενικής κάλυψης; (…) Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα: υπάρχουν τόσες προσεγγίσεις της αλήθειας όσες και οι πιθανές φωνές», τόνιζε η Σιμονιάν στο «Spiegel Online», επιλέγοντας την επιβεβαίωση της πολυφωνίας έναντι των διακηρύξεων περί αμεροληψίας.

Το RT προσδίδει ιδιαίτερη σημασία σε γεγονότα με τα οποία τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ασχολούνται ελάχιστα ή καθόλου. Το ρωσικό κανάλι εξακολουθεί για παράδειγμα να καλύπτει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, όπου οι βομβαρδισμοί της συμμαχίας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ συνεχίζονται σε ένα κλίμα γενικότερης αδιαφορίας (11 Φεβρουαρίου). Επίσης, αφιερώνει συχνά θέματα για τον πόλεμο στην Υεμένη, μια σύγκρουση που έχει προ πολλού επισκιαστεί από την επικαιρότητα στη Συρία. Στις 10 του περασμένου Φεβρουαρίου, για παράδειγμα, τα δελτία ειδήσεων του RT International πρόβαλαν ως πρώτο θέμα τις αποκαλύψεις του βρετανικού Τύπου (4) για τη συνέχιση της πώλησης όπλων από τη βρετανική κυβέρνηση στη Σαουδική Αραβία, παρά τον κατά λάθος βομβαρδισμό μιας κηδείας τον Οκτώβριο του 2016, που κόστισε τη ζωή σε 140 νεκρούς και προκάλεσε εκατοντάδες τραυματισμούς.

Η δημοσιογραφική πολιτική του διεθνούς τμήματος του RT οργανώνεται γύρω από διάφορες βασικές γραμμές: την προώθηση ενός πολυπολικού κόσμου και των αξιών της εθνικής κυριαρχίας, την κριτική του ατλαντισμού και των ηγεμονικών βλέψεων των ΗΠΑ ή ακόμη και την καταγγελία της «ρωσοφοβίας». Για τη διάδοση των ιδεών αυτών, το κανάλι χρησιμοποιεί ως σχολιαστές αρκετά ετερόκλητους εμπειρογνώμονες: από βετεράνους της Λέσχης του Ρολογιού (δεξαμενή σκέψης της γαλλικής Δεξιάς και Ακροδεξιάς) έως Αμερικανούς ειρηνιστές. Οι πολιτικές προσωπικότητες που προσκαλούνται στην εκπομπή «SophieCo» αντικατοπτρίζουν το ίδιο διακομματικό χωνευτήρι: εκεί έχουν εμφανιστεί διαδοχικά η Σάρα Βάγκενκνεχτ (πρόεδρος του αριστερού κόμματος Die Linke στη γερμανική Μπούντεσταγκ), ο Μάικλ Φλυν (ο βραχύβιος σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ), ο Νόρμπερτ Χόφερ (υποψήφιος της Ακροδεξιάς στις αυστριακές προεδρικές εκλογές), ο Ιμπέρ Βεντρίν (σοσιαλιστής πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας) και η Μαρίν Λεπέν (πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου). Η ίδια εκπομπή παρουσιάζει επίσης τις απόψεις αξιωματούχων των περιφερειακών δυνάμεων, όπως η πρώην υπουργός Εξωτερικών του Πακιστάν Χίνα Ραμπάνι Καρ, ο πρώην Πρόεδρος της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ (του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ΑΚΡ) ή ακόμα και ο Ιρανός διαπραγματευτής για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Τέλος, η κάλυψη της ρωσικής πολιτικής ζωής αποφεύγει τη χονδροειδή λογοκρισία: στο δελτίο ειδήσεων της 26ης Φεβρουαρίου υπήρξε αναφορά έως και στην επέτειο δολοφονίας του αντιπολιτευόμενου Μπόρις Νεμτσόβ.

Η συντακτική γραμμή του RT International δεν αναμειγνύεται με εκείνη των τοπικών καναλιών και των ιστοσελίδων του ομίλου. Το RT προσαρμόζεται στο υπάρχον περιβάλλον ΜΜΕ των χωρών όπου η Ρωσία επιδιώκει να επεκτείνει την επιρροή της. Έτσι, το RT America συνεχίζει την κριτική του απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και τις νεοσυντηρητικές διπλωματικές θέσεις, κρατώντας αποστάσεις από τις θέσεις των μεγάλων εθνικών καλωδιακών δικτύων, από το CNN έως το Fox News. Στις 18 Φεβρουαρίου, η εκπομπή «Keiser Report» κατήγγειλε τον διορισμό, από τον νέο πρόεδρο Ντόναλντ Τράμπ, πρώην στελεχών της Γκόλντμαν Σακς σε θέσεις συμβούλων και μελών του υπουργικού συμβουλίου. Αυτή όμως η στάση εναντίον της Γουόλ Στριτ δεν υπέπεσε στην αντίληψη των διευθυντών των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, που κατηγορούν το κανάλι ότι υποστήριξε τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό που αξίζει να αντικρουστεί: πρώτος στόχος του RT ήταν να ασκήσει κριτική στη Χίλαρι Κλίντον –της οποίας οι μονομερείς τάσεις ανησυχούσαν το Κρεμλίνο– προβάλλοντας τους δεσμούς της πρώην υπουργού Εξωτερικών με νεοσυντηρητικά κέντρα ή κάνοντας αναφορές, σε συνεργασία με τα WikiLeaks, στην υπόθεση των παρεξηγήσιμων ηλεκτρονικών μηνυμάτων της υποψήφιας και του συμβούλου της Τζον Ποντέστα.

Εξάλλου, πολλές προσωπικότητες που κατατάσσονται στην Αριστερά, και των οποίων οι εκπομπές λόγου φιλοξενούνται στο RT America, εξέφρασαν ανοιχτά θέσεις κατά του Τραμπ. O δημοσιογράφος Εντ Σουλτς, λόγου χάρη, δεν έκρυψε ποτέ τη συμπάθεια του για τον Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος του παραχώρησε αρκετές συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών των Δημοκρατικών. Ο συνάδελφός του Κρις Χέτζες, βραβευμένος με Πούλιτζερ το 2002 και φίλος του Νόαμ Τσόμσκι, αυτοπροσδιορίζεται ως «σοσιαλιστής» στην εναλλακτική εφημερίδα «Truthdig», όπου αρθρογραφεί. Στο επεισόδιο της εκπομπής του «On Contact» που προβλήθηκε λίγες ημέρες μετά τη επικράτηση του Τραμπ, ο Χέτζες υπογράμμισε ότι πρόκειται για μια νίκη η οποία εκφράζει τη «μαζική απόρριψη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που προωθήθηκαν από την κυρίαρχη πολιτική και χρηματοοικονομική ελίτ», ενώ προέβλεπε ότι «οι πολιτικές ελευθερίες, ήδη σοβαρά διαβρωμένες, ενδέχεται να παραχωρήσουν τη θέση τους σε ένα ανεξέλεγκτο και ανελέητο αστυνομικό κράτος». Τέλος, πιστό στην «αντισυστημική» προσέγγισή του, το RT America έδωσε τον λόγο και σε υποψηφίους των «τρίτων κομμάτων» (Πράσινο Κόμμα, Κόμμα Φιλελευθεριστών), που σπάνια προσκαλούνται από τα μεγάλα ΜΜΕ.

Στη Μέση Ανατολή, που από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 έχει μεταβληθεί σε πεδίο ενημερωτικών μαχών μεταξύ των μεγάλων διεθνών δικτύων, το RT Arabic αποδοκιμάζει την αποσταθεροποίηση που προκάλεσε η «Αραβική Άνοιξη» –με την υποστήριξη του Al Jazeera (5)– και επικρίνει τις στρατιωτικές επεμβάσεις των δυτικών δυνάμεων στην περιοχή, τις οποίες το τηλεοπτικό δίκτυο Al-Hurra, χρηματοδοτούμενο από το αμερικανικό Κογκρέσο, αποσιωπά.

Με τον ίδιο τρόπο, η κριτική της ανάμειξης των ΗΠΑ στις εσωτερικές υποθέσεις κυρίαρχων κρατών αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα του ισπανόφωνου RT, ιδιαίτερα ενεργού στο Μεξικό, την Αργεντινή και τη Βενεζουέλα. Το κανάλι αρθρώνει έναν αντι-ιμπεριαλιστικό και αντι-νεοφιλελεύθερο λόγο, συντονισμένο με τη λατινοαμερικανική Αριστερά, την οποία υποστηρίζει ανοιχτά. Σύμφωνα με τον ερευνητή Τζον Άκερμαν, που έχει εκπομπή στο κανάλι, το αξιοσημείωτο ποσοστό που πέτυχε ο Λένιν Μορένο –επιλεγμένος διάδοχος του πρώην προέδρου Ραφαέλ Κορέα– στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του Ισημερινού τον Φεβρουάριο του 2017 αποδεικνύει ότι «ο κύκλος των προοδευτικών κυβερνήσεων δεν έχει τελειώσει στη Λατινική Αμερική». Το κανάλι κάνει λόγο για «οικονομικό πόλεμο κατά του προέδρου Μαδούρο» (21 Φεβρουαρίου) όταν προβάλλει τα οικονομικά προβλήματα της Βενεζουέλας, επιρρίπτοντας εμμέσως την κύρια ευθύνη για την κρίση στην αντιπολίτευση. Ωστόσο, το ζήτημα της κυβερνητικής ευθύνης για την «οικονομική κακοδιαχείριση» της χώρας τέθηκε σε μια έκδοση του «El Zoom» (14 Δεκεμβρίου).

Η γαλλόφωνη ιστοσελίδα του RT, όπως και τα άλλα μέσα ενημέρωσης του ομίλου στην Ευρώπη, δείχνουν ένα σαφώς πιο συντηρητικό πρόσωπο. Το RT δίνει μικρή σημασία στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, ενώ δείχνει μια προτίμηση στα θέματα ασφάλειας: το 2016, σε ένα άρθρο με θέμα την ανεργία αντιστοιχούσαν 17 άρθρα για την τρομοκρατία (έναντι 2 στη «Monde» και 1,7 στη «Figaro»). Το RT διέθεσε επίσης σχετικά μεγαλύτερο χρόνο από τα άλλα ενημερωτικά μέσα στους «μικρούς» υποψηφίους των εκλογών, μια εξισορρόπηση που ευνόησε όμως περισσότερο τον γκολικό υπέρμαχο της εθνικής ανεξαρτησίας στην Ε.Ε. Νικολά Ντιπόν-Αινιάν από τον υποψήφιο της La France Insoumise, Ζαν Λυκ Μελανσόν. Η ίδια λογική εφαρμόζεται και στην άλλη πλευρά της Μάγχης, όπου ο ηγέτης του UKIP Νάιτζελ Φάρατζ έκανε 17 εμφανίσεις στο Russia Today UK μεταξύ 2010 και 2014, δηλαδή πολύ πριν από την εκστρατεία για το Brexit.

Στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, η ιστοσελίδα του RT δεν απέκρυψε τα νομικά προβλήματα του Φρανσουά Φιγιόν (ο οποίος στη Γαλλία συχνά παρουσιάζεται ως «φιλορώσος»), αλλά ούτε και τις αντιδράσεις των αντιπάλων του στις προεκλογικές περιοδείες. Με παρόμοιο τρόπο αντιμετώπισε και τις υπόνοιες για τις φανταστικές κοινοβουλευτικές θέσεις απασχόλησης που βαρύνουν τη Μαρίν Λε Πεν. Ωστόσο, προσέφερε σημαντικό χώρο στις δηλώσεις των δικηγόρων της και στα δελτία Τύπου του Εθνικού Μετώπου (17 και 20 Φεβρουαρίου). Ενδεικτικό μιας ιδιαίτερης σχέσης του ρωσικού δικτύου με τον πολιτικό προσανατολισμό της αρχηγού του Εθνικού Μετώπου είναι ότι στη γαλλική ιστοσελίδα του μπορούμε να βρούμε ολόκληρη τη συνέντευξη Τύπου της Μαρίν Λεπέν σχετικά με την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, κατά τη διάρκεια της οποίας υπενθύμισε την ευχή της «να συμπεριληφθεί η Ρωσία στην ευρωπαϊκή ήπειρο» (23 Φεβρουαρίου).

Επιμένοντας στη αντι-φιλελεύθερη γραμμή του, το RT επιφύλαξε λιγότερο ευνοϊκή αντιμετώπιση στον υποψήφιο του «En Marche!» Εμμανουέλ Μακρόν, περιπαίζοντας την «αντισυστημική» στάση του και χαρακτηρίζοντάς την «απόλυτη απάτη» μέσα από τα λόγια του «έκπληκτου οικονομολόγου» Ντάνι Λανγκ (3 Φεβρουαρίου). Εντούτοις, όσο χυδαία και αν ήταν η ρυπαρή επίθεση στον Μακρόν από δύο μέλη του γαλλικού κόμματος των Ρεπουμπλικανών στην ιστοσελίδα Sputnik (προσκείμενη στο RT), απέχουμε πολύ από το «μένος» για το οποίο παραπονέθηκε ο νυν πρόεδρος που κραδαίνει το κόκκινο πανί της ρωσικής απειλής (9).

To RT εκδηλώνει επίσης μια φανερή προτίμηση στις διαμαρτυρίες και τις κοινωνικές αναταραχές, ιδιαίτερα στη Δύση, ειδικά αν προσφέρουν θεαματικές εικόνες συγκρούσεων με την αστυνομία, σπασμένα τζάμια ή πυρκαγιές, που ενίοτε δίνουν και την ευκαιρία για θέματα με τα «καλύτερα βίντεο-σοκ» (30 Δεκεμβρίου 2016). Στις ΗΠΑ, το κανάλι έδωσε επίσης βήμα σε κοινωνικά κινήματα όπως το Occupy Wall Street, το Black Lives Matter ή, πιο πρόσφατα, κάλυψε τις πορείες κατά του Τραμπ. Οι εικόνες αυτές δίνουν έμφαση στις ρήξεις που διαπερνούν τις δυτικές κοινωνίες. Η ιστοσελίδα προβάλλει εξίσου τον αγώνα του αγρότη Σεντρίκ Ερού, υπερασπιστή των μεταναστών στη γαλλο-ιταλική κοιλάδα του ποταμού Ρόγια (10 Φεβρουαρίου), με τα πανό «Ναι, είμαστε στην πατρίδα μας» των οπαδών του Εθνικού Μετώπου στην κοινότητα Ενέν-Μπομόν, τα οποία αναφέρονται στην ταινία «Chez nous» («Στην πατρίδα μας») του Λουκά Μπελβό: στην ταινία παρουσιάζεται η προεκλογική καμπάνια των δημοτικών εκλογών σε μια κοινότητα όπου ένα ακροδεξιό κόμμα, που θυμίζει ιδιαίτερα το Εθνικό Μέτωπο, ενισχύει σημαντικά την επιρροή του (22 Φεβρουαρίου). Στο RT, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες παρουσιάζονται σαν να βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής ή ακόμη και σε «εμφύλιο πόλεμο» (12 Ιανουαρίου). Επίσης, καλύπτονται συχνά βιομηχανικά ατυχήματα, δημιουργώντας κλίμα ανησυχίας: πυρκαγιά στο μηχανοστάσιο του πυρηνικού σταθμού της Φλαμανβίλ (ειδήσεις της 9ης Φεβρουαρίου), πενήντα κρούσματα αναπνευστικής δηλητηρίασης από αέριο στο αεροδρόμιο του Αμβούργου (12 Φεβρουαρίου). Πρόκειται για μια προσπάθεια να φανεί συγκριτικά μικρότερο το τεχνολογικό χάσμα του χωρίζει τη Ρωσία από τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, το οποίο παραμένει κεντρικό διακύβευμα για τη ρωσική ελίτ.

Όπως συμβαίνει και με το CNN όποτε οι ΗΠΑ εμπλέκονται σε πόλεμο, το RT μετατρέπεται σε εργαλείο προπαγάνδας όταν πρόκειται να καλύψει συγκρούσεις που παρουσιάζουν μείζον στρατηγικό ενδιαφέρον για τη Ρωσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το δίκτυο αναπαράγει με ζήλο, στη διεθνή κοινότητα, την επίσημη άποψη των γεγονότων. Στη Συρία, όπου το RT έχει κατ’ επανάληψη χρησιμεύσει ως βήμα του Προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ, η έκβαση της μάχης του Χαλεπίου επισφράγισε τον μεγάλο ανταγωνισμό του ενημερωτικού πολέμου που διεξάγεται μεταξύ Δύσης και Ρωσίας: μετά την ανακατάληψη της πόλης από τον συριακό στρατό, το RT έδειχνε σε όλα τα κανάλια του την ανακούφιση των κατοίκων του δυτικού Χαλεπίου, όταν σχεδόν το σύνολο των δυτικών μέσων ενημέρωσης επικεντρωνόταν στην ανθρωπιστική κρίση των ανατολικών συνοικιών. Στον αντίποδα, το κανάλι καλεί έναν πρώην Βρετανό διπλωμάτη να σχολιάσει τις «απώλειες αμάχων» στη μάχη της Μοσούλης, η οποία επρόκειτο να ανακαταληφθεί από τα ιρακινά στρατεύματα με τη βοήθεια του στρατιωτικού συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Ειρωνεία της ιστορίας: το ΝΑΤΟ εγκαινίασε στη Ρίγα τον Ιανουάριο του 2014 το Κέντρο Αριστείας για τη Στρατηγική Επικοινωνία. Το ΝΑΤΟ, ένας οργανισμός που καθόλου δεν διακρίνεται για την προσήλωσή του στην αλήθεια, ειδικά κατά τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία (10), φιλοδοξεί πλέον να αποδομήσει τις «ενημερωτικές εκστρατείες» της Ρωσίας, του καλύτερου εχθρού του, καταφεύγοντας στο, πολύ μοδάτο τώρα τελευταία, factchecking (επαλήθευση γεγονότων).

Το RT ανταπάντησε δημιουργώντας την πλατφόρμα FakeCheck («ψευδο-επαλήθευση»), με το «μενού» να συμπεριλαμβάνει και το βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ «Τα Λευκά Κράνη», αφιερωμένο στους Σύριους διασώστες που εργάζονται στις ελεγχόμενες από τους αντάρτες ζώνες της Συρίας. Χρησιμοποιώντας υποστηρικτικά βίντεο, το ρωσικό κανάλι κατηγορεί την οργάνωση ότι διατηρεί διασυνδέσεις με ομάδες τζιχαντιστών και προβάλλει τις δυτικές πηγές χρηματοδότησής της. Κυρίως όμως, η ομάδα του RT έχει τελειοποιήσει την τέχνη να χρησιμοποιεί τις κατηγορίες για προπαγάνδα προς όφελος του δικτύου. Του επιτρέπουν να παγιώσει την ταυτότητά του ως «αντισυστημικό» μέσο και να κατευθύνει το «ανήσυχο» κοινό παίζοντας το χαρτί «μόνος εναντίον όλων». Στο τέλος του σποτ που γυρίστηκε για τα 10 χρόνια του καναλιού, η Μαργαρίτα Σιμονιάν στρεφόταν προς τον θεατή, χαμογελώντας: «Λοιπόν, κάπως έτσι δεν μας φανταζόσασταν; Έχετε δίκιο, αυτός είναι ακριβώς ο τρόπος που εργαζόμαστε!».

(1) «Lunch with the FT: Kremlin media star Margarita Simonyan», «Financial Times», Λονδίνο, 29 Ιουλίου 2016. (2) Η λίστα (διαθέσιμη στο http://msm.rt.com) περιλαμβάνει ΜΜΕ από ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, Γαλλία και Γερμανία. (3) Cyril Blet, «Les médias, un instrument de diplomatie publique», «Revue internationale et stratégique», τόμος 2, αρ. 78, Παρίσι, 2010. (4) Alice Ross, «Boris Johnson urged UK to continue Saudi arms sales after funeral bombing», «The Guardian», Λονδίνο, 10 Φεβρουαρίου 2017. (5) Βλ. Yves Gonzalez-Quijano, «Et l’étoile d’Al-Jazira pâlit», «Le Monde Diplomatique», Μάιος 2012. (6) Σύμφωνα με τον υπολογισμό που έκανε η «Monde Diplomatique» στη βάση δεδομένων της «Monde», της «Figaro» και στην ιστοσελίδα του RT. (7) Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μέτρησης της «Monde Diplomatique», από την 1η Σεπτέμβριου του 2016 έως τις 13 Φεβρουαρίου 2017, το όνομα του Νικολά Ντιπόν-Αινιάν εμφανίζεται σε 6 φορές λιγότερα άρθρα του RT σε σχέση με το όνομα του υποψηφίου με τις περισσότερες αναφορές (Φ. Φιγιόν), ενώ εμφανιζόταν σε 20 φορές λιγότερα άρθρα της «Figaro», 28 φορές λιγότερα της «Monde» και… 43 φορές λιγότερα της «Libération». Ο Μελανσόν αναφέρεται 2,3 φορές λιγότερο από τον Φιγιόν στο γαλλικό RT, όχι δηλαδή πολύ διαφορετικά από ό,τι στα ανταγωνιστικά μέσα (3,3 φορές λιγότερο στη «Monde» και στη «Figaro»). (8) Patrick Wintour και Rowena Mason, «Nigel Farage’s relationship with Russian media comes under scrutiny», «The Guardian», 31 Μαρτίου 2014. (9) Βλ. Richard Ferrand, «Ne laissons pas la Russie déstabiliser la présidentielle en France!», «Le Monde», 14 Φεβρουαρίου 2017. (10) Βλ. Serge Halimi και Dominique Vidal, «Médias et désinformation», «Le Monde Diplomatique», Μάρτιος 2000.

Maxime Audinet

Υποψήφιος διδάκτορας του πανεπιστημίου Ναντέρ του Παρισιού. Ασχολείται με την πολιτική άσκησης επιρροής της σύγχρονης Ρωσίας.
Ελίνα Σταματάκη

Μοιραστείτε το άρθρο