Πριν από περίπου δύο χρόνια, ο Ντόναλντ Τραμπ και οι συνεργάτες του άρχισαν να μελετούν συστηματικά τις διαθέσεις των Αμερικανών. Τα κυρίαρχα συναισθήματα ήταν: απογοήτευση, θυμός, οργή, θλίψη και απελπισία. Στην πολιτική, η μέθοδος αυτή είναι συνήθης, κυρίως για εκείνους που διαθέτουν το απαραίτητο χρήμα για τη διεξαγωγή τέτοιων ποιοτικών ερευνών (1). Οι μελέτες κατέληξαν σε συμπεράσματα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της προεδρικής φιλοδοξίας του Τραμπ. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να επωφεληθεί από το κλίμα γενικευμένης δυσαρέσκειας και οργής, να γίνει η πολιτική έκφρασή της και να προβάλει μια ερμηνεία της κατάστασης, ελπίζοντας ότι αυτή θα εμποτίσει την κοινωνία. Με ένα ακαταμάχητο επιχείρημα: οι Μεξικανοί και οι μουσουλμάνοι είναι πλέον ανεπιθύμητοι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πριν ακόμα αναδειχθεί υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, ήταν προφανές ότι η αντιμεξικανική του εκστρατεία δεν βασιζόταν σε καμιά οικονομική ανάλυση, αλλά ανταποκρινόταν (και συνεχίζει να ανταποκρίνεται) σε πολιτικά συμφέροντα: κάποιοι επιθυμούν να επωφεληθούν από τα εθνικιστικά συναισθήματα των Αμερικανών.
Το περιεχόμενο του μηνύματός τους, οι επικοινωνιακές τεχνικές τους καθώς και η προπαγάνδα τους εμπνέονται από τη «θεωρία του ζωτικού χώρου» (Lebensraum), την οποία διατύπωσε το 19ο αιώνα ο Γερμανός γεωγράφος Φρήντριχ Ράτζελ: σύμφωνα με το συγκεκριμένο δόγμα, ο επεκτατισμός κι ο ιμπεριαλισμός δικαιολογούνται όταν επιτρέπουν στο κράτος να διασφαλίσει την ευημερία του πληθυσμού του.
Όπως στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930 υπήρχε έντονη ανησυχία του πληθυσμού για τον πληθωρισμό, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι τώρα αντιμέτωπες με τα προβλήματα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, του χρέους και των πολύ χαμηλών μισθών. Η προσπάθεια όμως να επιρριφθεί η υπαιτιότητα σε κάποιες κοινωνικές ή πολιτισμικές ομάδες –είτε αυτές κατοικούν εντός των συνόρων της χώρας είτε εκτός– δεν είναι παρά πολιτική δημαγωγία.
Ήδη από τις 20 Ιανουαρίου 2017 (2), οι πολιτικοί αυτοί ηγέτες –ικανοί μεν, ανεύθυνοι δε– απείλησαν να χτίσουν ένα τείχος στα σύνορα με το Μεξικό για να μετατρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ένα απέραντο γκέτο. Και το καλύτερο: το Μεξικό θα καλούνταν να καταβάλει το κόστος του οικοδομήματος, η κατασκευή του οποίου θα άρχιζε από τον Απρίλιο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Λευκός Οίκος απείλησε να ακυρώσει τη Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA), που είναι σε ισχύ από το 1994. Αξίωσε από τις αμερικανικές επιχειρήσεις να επαναπατρίσουν τις επενδύσεις που έχουν κάνει στο Μεξικό, υποσχόμενος ότι τρία εκατομμύρια Μεξικανών θα υποχρεώνονταν να κάνουν το ίδιο ταξίδι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν στις 16 Ιουνίου 2015 ο Τραμπ ανακοίνωνε την υποψηφιότητά του είχε άλλωστε δηλώσει: «Όταν το Μεξικό μάς στέλνει ανθρώπους, δεν πρόκειται για τους καλύτερους. Δεν είναι άνθρωποι όπως εσείς κι εγώ. Μας στέλνουν ανθρώπους με προβλήματα, τα οποία κουβαλούν μαζί τους. Μας φέρνουν ναρκωτικά, εγκληματικότητα. Είναι βιαστές».
Το Μεξικό δεν «στέλνει» κανένα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων εγκαταλείπουν τον τόπο τους για να κερδίσουν το ψωμί τους. Τις περισσότερες φορές, φεύγουν για να γλυτώσουν από τη βία και από μια καταστροφική οικονομική κατάσταση.
Από την εκλογική νίκη του Τραμπ, στις 8 Νοεμβρίου του 2016, περιμένουμε ότι οι σχέσεις του Μεξικού με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα γίνουν περίπλοκες. Εκείνη ακριβώς την ημέρα διακηρύξαμε την αλληλεγγύη μας με τους μετανάστες. Το Μεξικό δεν είναι ούτε αποικία ούτε προτεκτοράτο μιας ξένης δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, θα προασπίσουμε τα κυριαρχικά δικαιώματά μας έναντι του Λευκού Οίκου, όποιος κι αν είναι ο ένοικός του.
Η πρώτη κίνηση του Κινήματός μας Εθνικής Αναγέννησης (Morena) (3) ήταν να ζητήσουμε από τον πρόεδρο Ενρίκε Πένια Νιέτο να υιοθετήσει αποφασιστική στάση. Δεν το έκανε και ούτε πρόκειται να το κάνει. Η δεύτερη ήταν να θέσουμε τις οργανώσεις μας στις Ηνωμένες Πολιτείες στη διάθεση των συμπατριωτών μας, προκειμένου να τους παρασχεθεί νομική βοήθεια. Και η τρίτη να καλέσουμε τους Μεξικανούς να ενωθούν απέναντι στην απειλή που ορθώνεται απέναντί τους.
Έχουμε θέσει δύο προτεραιότητες: πρώτα, να πείσουμε τους Αμερικανούς ότι έχουν πέσει θύματα ενός δημαγωγικού λόγου, που επιδιώκει να τους κάνει να ξεχάσουν το εύρος της οικονομικής κρίσης. Και κατόπιν να εξηγήσουμε στους Μεξικανούς τη σημασία του έργου τους από την άλλη μεριά των συνόρων, καθώς και τις επιπτώσεις στη ζωή τους από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα μας εδώ και τριάντα χρόνια.
Στους πρώτους οφείλουμε να πούμε ότι οι Μεξικανοί (και οι ξένοι γενικότερα) δεν είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί εργαζόμενοι, αγρότες ή επιχειρηματίες είναι αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών επιλογών, των προνομίων που κάποιοι κατέχουν και μιας άνισης κατανομής του πλούτου –τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε εμάς. Στο Λος Άντζελες, στο Ελ Πάσο, στο Φοίνιξ, στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη τους επαναλάβαμε το μήνυμά μας: αν δεν έχουν δουλειά, αν παίρνουν μισθούς πείνας ή αν οι συνθήκες της ζωής τους είναι τόσο κακές, οφείλεται στη δική τους κυβέρνηση.
Μετά την κρίση του 2008, για παράδειγμα, η Ουάσιγκτον ενορχήστρωσε τη διάσωση των χρεοκοπημένων χρηματοοικονομικών οργανισμών, χορηγώντας τους 1,6 τρις δολάρια μεταξύ του 2008 και του 2013, σε βάρος του πληθυσμού. Λίγα χρόνια αργότερα, η αμερικανική κυβέρνηση θέλησε να μειώσει το βάρος του χρέους περικόπτοντας τις δαπάνες των δημόσιων υπηρεσιών κατά 85 δισεκατομμύρια δολάρια («El País», 26 Φεβρουαρίου 2013). Εκτιμάται ότι το αμερικανικό χρέος αγγίζει πλέον τα 17.000 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ, μεταξύ του 2005 και του 2012, 14.287.687 άνθρωποι υπέστησαν έξωση από τα σπίτια τους.
Άλλη απόδειξη της χειραγώγησης στην οποία επιδίδεται ο Λευκός Οίκος: ξεχνά να διευκρινίσει ότι η συμβολή των Μεξικανών που ζουν σε αμερικανικό έδαφος (συμπεριλαμβανομένης της δεύτερης και τρίτης γενιάς) αντιστοιχεί στο 8% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το Ίδρυμα Bancomer (2012). Ανάμεσα σε αυτούς τους εργαζόμενους, βρίσκονται αγρότες, βιομηχανικοί εργάτες, αλλά και εκπαιδευτικοί, γιατροί, επιχειρηματίες. Πρόκειται για πολίτες που πληρώνουν τους φόρους τους και που, κάθε χρόνο, στέλνουν συνολικά 24 δισεκατομμύρια δολάρια στο Μεξικό προκειμένου να βοηθήσουν τους συγγενείς τους.
Τη μετανάστευση την εξηγεί ευθέως ο νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός των διαδοχικών μεξικανικών κυβερνήσεων, η αποτυχία του οποίου υποχρέωσε μερίδα του πληθυσμού σε φυγή. Κανένα έθνος δεν μπορεί να αντισταθεί στη σχεδόν στάσιμη παραγωγή εθνικού πλούτου επί τριάντα χρόνια. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε τη βία και τη διαφθορά, στις οποίες το Μεξικό είναι μεταξύ των παγκοσμίων πρωταθλητών. Στην τελευταία της έκθεση, η οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International) τοποθετεί τη χώρα στην 123η θέση επί συνόλου 176.
Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Τραμπ δεν επεδίωξε να χαμηλώσει τους τόνους του αντιμεξικανικού δημόσιου λόγου του. Δυστυχώς, το Μεξικό δεν θεώρησε σκόπιμο να αντιδράσει. Κι όμως, ήταν ευθύνη του προέδρου Πένια Νιέτο να καταγγείλει τα αμερικανικά σχέδια στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Το αναλάβαμε εμείς, στις 15 Μαρτίου, καταθέτοντας καταγγελία στο γραφείο του Ύπατου Αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η θέση του οποίου έχει δημιουργηθεί για να προάγει τον διάλογο και τον σεβασμό μεταξύ των εθνών.
Οι απειλές του Τραμπ αποσκοπούν, άραγε, στην τόνωση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού; Η απάντησή μας είναι ένα πρόγραμμα ανάπτυξης ικανό να επανεκκινήσει την ανάπτυξη, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να βελτιώσει τη ζωή των Μεξικανών. Στόχος μας είναι να αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα τις αιτίες της μετανάστευσης, της ανασφάλειας και της βίας. Τα κοινωνικά προβλήματα δεν λύνονται με την επίδειξη ισχύος και με το χτίσιμο τειχών, αλλά με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων.
Η απομείωση των μεξικανικών μεταναστευτικών ροών με τον πιο ανθρώπινο –και τον πιο αποτελεσματικό– τρόπο απαιτεί την επανεκκίνηση της αγροτικής δραστηριότητας, την υποστήριξη των παραγωγικών τομέων της οικονομίας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη βελτίωση των μισθών. Το ταχύτερο δυνατόν. Ουδείς γνωρίζει ποια θα είναι η ικανότητα της Ουάσιγκτον να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αμερικανικής διαφθοράς –από τη μεριά μας είμαστε αποφασισμένοι να την εξαλείψουμε. Και με αυτό τον τρόπο θα απελευθερώσουμε σημαντικούς πόρους ώστε να βελτιώσουμε τις συνθήκες ζωής και εργασίας στη χώρα μας.
Η κυβέρνηση που επιθυμούμε να συγκροτήσουμε θα φερθεί με σεβασμό στην Ουάσιγκτον. Δεν θα απεμπολήσει όμως τα κυριαρχικά δικαιώματά μας. Θα υπερασπιστούμε χωρίς εκπτώσεις το δικαίωμα των συμπολιτών μας να κερδίζουν το ψωμί τους εργαζόμενοι έντιμα όπου επιθυμούν. Και δεν θα κάνουμε πίσω: η καλύτερη διμερής σχέση που μπορούμε να προσφέρουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εκείνη που θα βασίζεται στη συνεργασία για την ανάπτυξη.
Ποιος ξέρει; Μπορεί να κατορθώσουμε να πείσουμε τον Τραμπ ότι η εξωτερική πολιτική του είναι λανθασμένη. Διότι αυτή τη μάχη θα τη δώσουμε στο πεδίο των ιδεών. Πρόκειται για έναν αγώνα ενάντια σε εκείνους που πυροδοτούν τον εγωισμό και ενάντια στη στάση που συνίσταται στην απόρριψη των ανθρώπων οι οποίοι δεν ανήκουν στην κοινωνική μας τάξη, είναι από άλλη χώρα ή δεν συμμερίζονται τις θρησκευτικές μας πεποιθήσεις. Η ενίσχυση του μίσους κατά των μεταναστών καταλήγει να γίνεται επίθεση εναντίον του συνόλου της ανθρωπότητας. Η μετανάστευση έχει κεφαλαιώδη σημασία για όλα τα έθνη –οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα. Ο πλούτος ενός πολιτισμού βασίζεται στο σύνολο των επιρροών που δέχθηκε: στις γλώσσες, τη γνώση κ.λπ. Κι αν δεν κατορθώσουμε να πείσουμε τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, στοιχηματίζουμε ότι ο αμερικανικός λαός δεν θα ανεχθεί ούτε το τείχος ούτε τη δημαγωγία μασκαρεμένη σε πατριωτισμό.