Όταν γεννήθηκε το πρώτο της παιδί, πριν από είκοσι τρία χρόνια, η Μαρί-Λουίζ Κρίστολα συνειδητοποίησε την σημασία του οικολογικού ζητήματος. «Τι κόσμο θα του κληροδοτήσουμε;», αναρωτήθηκε, έξαφνα γεμάτη ανησυχία, με το νεογέννητο στην αγκαλιά. Έκτοτε, η δημοσιογράφος μάχεται για τον σεβασμό του περιβάλλοντος, τόσο στη δουλειά όσο και στην καθημερινή ζωή της. Κάθε εβδομάδα, παρουσιάζει στο δημόσιο σουηδικό ραδιόφωνο «Sveriges» την εκπομπή «Klotet» («Υδρόγειος»), αφιερωμένη στην αειφόρο ανάπτυξη. Μέχρι πέρυσι, χρησιμοποιούσε ποδήλατο για όλες τις μετακινήσεις της, ακόμα και για να πηγαίνει στη δουλειά, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από την κατοικία της. Πρόσφατα, αγόρασε ηλεκτρικό ποδήλατο. Επίσης, εκμεταλλευόμενη μια σχετική κρατική επιδότηση, η οικογένειά της αγόρασε ηλεκτρικό αυτοκίνητο. «Ήταν κάτι που θέλαμε εδώ και πολύ καιρό. Νοιώθαμε τύψεις που χρησιμοποιούσαμε το παλιό σαραβαλάκι μας». Όλη η οικογένεια καταναλώνει βιολογικά προϊόντα και «ολοένα λιγότερο κρέας». Και, αν άκουγαν τη φοιτήτρια κόρη τους, «δεν θα έτρωγαν πλέον καθόλου». Το σπίτι τους, μια μονοκατοικία στα προάστια της Στοκχόλμης, θερμαίνεται αποκλειστικά από μια αντλία θερμότητας εγκατεστημένη στο υπόγειο. Στο κέντρο της πόλης, οι φίλοι τους έχουν συνδεθεί σε ένα δίκτυο θέρμανσης (1) τροφοδοτούμενο από βιοενέργεια (κυρίως ξυλεία και υπολείμματα της χαρτοβιομηχανίας), όπως άλλωστε και όλος ο κόσμος στις σουηδικές πόλεις. Τα απορρίμματά τους; Τα διαχωρίζουν με ιδιαίτερη προσοχή, όπως και οι γείτονές τους, γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη τουλάχιστον πέντε κάδων ανακύκλωσης ανά κατοικία.
Για τη Μόνα Μόρτενσον, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, η ευαισθητοποίηση ήρθε μέσα από την ανάγνωση της «Σιωπηλής Άνοιξης» της Αμερικανίδας βιολόγου Ρέιτσελ Κάρσον. Το βιβλίο, με θέμα τους κινδύνους που εγκυμονεί η μαζική χρήση χημικών προϊόντων στη γεωργία, και ιδίως το DDT, οδήγησε στη σταδιακή απαγόρευση του συγκεκριμένου εντομοκτόνου και στην ανάδυση του οικολογικού κινήματος στον δυτικό κόσμο. «Έχει σημαδέψει πολλούς από εμάς», υπογραμμίζει. Έκτοτε, η Σουηδία χάραξε τον δικό της δρόμο. Αυτή η μικρή χώρα, με έκταση ίση με τα δύο τρίτα της Γαλλίας, αλλά με μόλις δέκα εκατομμύρια κατοίκους, η οποία στερείται κοιτασμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, είναι όμως πλούσια σε μεταλλεύματα (κυρίως σίδηρο και ουράνιο), δάση και υδάτινα ρεύματα, ήταν από τις πρώτες που συνειδητοποίησαν τα διακυβεύματα της κλιματικής αλλαγής και στράφηκαν σε μια όσο το δυνατό πιο αειφόρο ανάπτυξη. «Δεν υπάρχει μία περιβαλλοντική ηθική στη Σουηδία, αλλά περισσότερες. Θα συναντήσετε χορτοφάγους, περιβαλλοντιστές…», διαβεβαιώνει η Μόρτενσον. «Όλοι οι Σουηδοί όμως διατηρούν στενούς δεσμούς με τη φύση».
Αυτήν την «ειδική, πανταχού παρούσα, σχεδόν πανθεϊστική σχέση με τη φύση» υπογραμμίζει και ο Αλεξάντερ Κρόφορντ, αναλυτής του Global Utmaning, ενός ανεξάρτητου ομίλου προβληματισμού με έδρα τη Στοκχόλμη: «Πηγαίνουμε στο δάσος συχνότερα απ’ ό,τι στην εκκλησία. Όλοι μας διατηρούμε ιδιαίτερα στενούς δεσμούς με τη φύση». Το πλήθος των εξοχικών κατοικιών, συχνά καταμεσής του δάσους, στις όχθες κάποιας από τις αναρίθμητες λίμνες της χώρας ή στην ακτή, μοιάζουν περισσότερο με καλύβες παρά με πύργους. Στις αργίες, η κυριότερη ασχολία είναι το μάζεμα μανιταριών και βατόμουρων, το ψάρεμα και το κυνήγι. «Όχι όμως με τον γαλλικό τρόπο, δηλαδή την αναζήτηση ενός τροπαίου», υπογραμμίζει ο Αλεξάντερ Κρόφορντ, «αλλά περισσότερο ως πολιτιστικός και πνευματικός δεσμός με τη φύση».
Πολλοί παράγοντες ευνόησαν αυτή την ισχυρή οικολογική ευαισθητοποίηση –και κυρίως ο οικονομικός ιστός που οικοδομήθηκε ήδη από τον 19ο αιώνα πάνω στους φυσικούς πόρους της Σουηδίας, ιδίως στην ξυλεία (το 68% της επικράτειας καλύπτεται από δάση). Πρωτοπόροι, ήδη από το 1991, με τη θέσπιση φόρου άνθρακα, ανάλογα με το εισοδηματικό κλιμάκιο και με παροχή κινήτρων, οι Σοσιαλδημοκράτες συνδύασαν το μέτρο με τη μείωση της φορολόγησης της εργασίας (2). Έκτοτε, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, μειωμένες ήδη από τη δεκαετία του 1970, περιορίστηκαν ακόμα περισσότερο, κυρίως χάρη στην υποκατάσταση του άνθρακα από τη βιομάζα στα δίκτυα αστικής τηλεθέρμανσης. Ο Κρίστιαν Αζάρ, ειδικός σε ζητήματα περιβάλλοντος και διδάσκων στο πανεπιστήμιο Σάλμερς του Γκέτεμποργκ, βλέπει στη φορολόγηση των εκπομπών άνθρακα «ένα από τα σημαντικότερα θεμέλια» της οικολογικής μετάβασης της Σουηδίας. Κατά τη γνώμη του, το σουηδικό μοντέλο στηρίζεται τόσο στη συνειδητοποίηση όσο και στην παροχή οικονομικών κινήτρων, «με τις δύο παραμέτρους να αλληλοτροφοδοτούνται». Όλα αυτά συνοδεύονται από συνεχείς εκστρατείες διαπαιδαγώγησης του πληθυσμού εκ μέρους των κυβερνητικών υπηρεσιών ενέργειας και προστασίας του περιβάλλοντος. Έτσι, τα διόδια στην είσοδο των πόλεων που καθιερώθηκαν το 2006 στη Στοκχόλμη (και επεκτάθηκαν το 2016 στο Γκέτεμποργκ) επιδοκιμάστηκαν από τους κατοίκους της πρωτεύουσας μετά από ένα εξάμηνο, παρά το γεγονός ότι αρχικά είχαν δεχθεί σφοδρή αμφισβήτηση. Αυτά τα μέτρα, που επιβαρύνουν και τους χαμηλόμισθους, έγιναν ευκολότερα αποδεκτά σε μια χώρα όπου οι εισοδηματικές διαφορές εξακολουθούν να είναι από τις μικρότερες στην Ευρώπη.
Στο αγρόκτημά του, 180 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Στοκχόλμης, ο Στέφαν Γκούσταφσον εκτρέφει 70 αγελάδες γαλακτοπαραγωγής και 150 βοοειδή κρεατοπαραγωγής, ενώ παράλληλα καλλιεργεί και λίγα δημητριακά. Η ζωή του είναι δύσκολη, αλλά δεν παραπονιέται. Όπως και πολλοί άλλοι αγρότες, δεν είναι ιδιοκτήτης της γης του, την χρησιμοποιεί με αντάλλαγμα μέρος της παραγωγής του. Το 1999 επέλεξε να στραφεί στη βιολογική γεωργία, ως μια ενδιαφέρουσα «εξειδικευμένη αγορά». «Αρχικά ήταν μια στρατηγική επιλογή. Τώρα όμως έχει μετατραπεί σε πεποίθηση. Βλέπω ολοένα και περισσότερα πλεονεκτήματα στην οικολογία. Δεν θα γυρίσω πίσω», λέει. «Η ζήτηση για βιολογικά προϊόντα αυξάνεται από χρόνο σε χρόνο, σε σημείο που δεν μπορώ πλέον να ανταποκριθώ».
Τα ίδια λέει και η Καταρίνα Μόλιτορ, λίγα χιλιόμετρα παρακάτω. Είναι μια αγρότισσα με παρουσιαστικό Βίκινγκ –ξανθή αλογοουρά και μπράτσα γεμάτα φακίδες– που καλλιεργεί λαχανικά, τομάτες, μαρούλια, κρεμμύδια και εκτρέφει μια εκατοστή πρόβατα και αγελάδες. Τους χειμερινούς μήνες, τα ζώα κινούνται ελεύθερα μέσα στον τεράστιο αχυρώνα, ενώ το καλοκαίρι βόσκουν στα τριγύρω χωράφια. «Αυτό το αγρόκτημα δεν είναι δουλειά, δεν είναι χόμπι, είναι ολόκληρη η ζωή μου», λέει. Η σαραντάχρονη Καταρίνα αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χρήση χημικών αγροτικών εφοδίων όταν είδε τον πατέρα της να υποφέρει από ολοένα εντονότερες αλλεργίες. Και αυτή επίσης βλέπει τη ζήτηση να αυξάνεται, όσο κι αν ορισμένοι πελάτες γκρινιάζουν στην αρχή για τις τιμές, «ξεχνώντας ότι τα βιολογικά προϊόντα απαιτούν περισσότερη δουλειά». Για πολύ καιρό, πουλούσε το γάλα στον γειτονικό συνεταιρισμό. Όχι πια όμως: «Σου προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση να πουλάς απευθείας στους καταναλωτές. Σου μιλάνε για τη γεύση που έχει το γάλα και τα υπόλοιπα προϊόντα σου και χαίρεσαι να τους ακούς».
Το γεγονός ότι η Σουηδία μπόρεσε πολύ νωρίς να ξεκινήσει την οικολογική μετάβασή της οφείλεται καταρχάς στο ότι είναι μια «προικισμένη χώρα», εκτιμά η Γιανίκε Κίλμπεργκ, δημοσιογράφος της «Dagens Nyheter»: μεγάλος φυσικός πλούτος, μικρός πληθυσμός, υψηλό επίπεδο ζωής, ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και σχεδόν καθόλου συγκρούσεις. Επιπλέον, θεωρεί ότι η απουσία ορυκτών καυσίμων αποτελεί ευλογία για τη χώρα, καθώς την ανάγκασε να ανακαλύψει άλλους ενεργειακούς πόρους. Με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που διαθέτει η γειτονική Νορβηγία, οι επίσημες εξαγγελίες της για οικολογική στροφή θεωρούνται κάπως αμφιλεγόμενες.
Ωστόσο, όσο προχωρούμε προς τον σουηδικό Βορρά τόσο πιο πολύ αισθανόμαστε μια τομή στη χώρα. Το Ούμεο, μια πανεπιστημιακή πόλη 110.000 κατοίκων, Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα του 2014, αναμφισβήτητα αριστερή, φεμινιστική και φιλική προς τους ομοφυλόφιλους, δεν έχει συμπλέγματα. Ωστόσο, υπάρχει εκνευρισμός για την πατερναλιστική στάση του Νότου, όπου είναι συγκεντρωμένο το 90% του πληθυσμού της χώρας. «Δεν γνωρίζουν καν ότι υπάρχουμε! Σφετερίζονται τον πλούτο μας, επωφελούνται από τα ποτάμια μας, λεηλατούν τα ορυχεία μας και τώρα θα φτάσουν μέχρι και να οικειοποιηθούν τους ανέμους μας!»: τέτοια πικρά λόγια ακούγονται συχνά και αναφέρονται στα υδροηλεκτρικά φράγματα που κατασκευάζονται στα ποτάμια και στα αιολικά πάρκα που εγκαθίστανται στις σχεδόν ερημικές εκτάσεις του Βορρά. Η υδροηλεκτρική ενέργεια είναι η πρώτη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα (45% της εθνικής παραγωγής). Η πυρηνική ενέργεια εξασφαλίζει το 41%, ενώ το υπόλοιπο προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (βιομάζα, αιολική ενέργεια).
Οι οικολόγοι, δραστήριοι ακόμα και μακριά από τις μητροπόλεις του Νότου, στο Ούμεο διοργανώνουν συζητήσεις ή καλούν σε μποϊκοτάζ των μεγάλων εταιρειών του κλάδου τροφίμων: τις θεωρούν ολέθριες για το περιβάλλον, καθώς δεν ενδιαφέρονται για τα δικαιώματα των προμηθευτών τους στις αναπτυσσόμενες χώρες (3). Εδώ, συνηθίζουν να ειρωνεύονται τον πανικό που καταλαμβάνει την πρωτεύουσα και παραλύει την κυκλοφορία κάθε φορά που ενσκήπτει μια μεγάλη χιονοθύελλα. Σε αυτή την πόλη, που απέχει 300 χλμ. από τον Αρκτικό Κύκλο, οι κάτοικοι κυκλοφορούν χειμώνα-καλοκαίρι με ποδήλατα: είναι εξοπλισμένα με τρακτερωτά λάστιχα και ο Δήμος δίνει προτεραιότητα στον εκχιονισμό των ποδηλατοδρόμων. Επίσης, είναι υπερήφανοι που στα μέρη τους πραγματοποιήθηκε η πρώτη πτήση ενός αεροσκάφους ATR κινούμενου με βιοκαύσιμα (ένα μείγμα που περιείχε 45% ανακυκλωμένο τηγανόλαδο).
Στο εργαστήριό του, στο Πανεπιστήμιο Γεωργικών Επιστημών του Ούμεο, ο Φραντσέσκο Τζεντίλι εργάζεται πυρετωδώς πάνω στα φύκια του γλυκού νερού. «Παρουσιάζουν αξιοσημείωτες δυνατότητες: αναπτύσσονται γρήγορα, απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα και μπορούν μελλοντικά να χρησιμοποιηθούν ως φυτικό καύσιμο για αυτοκίνητα και αεροπλάνα», εξηγεί ο ιταλικής καταγωγής ερευνητής. Τα φύκια θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν και στην ανακύκλωση των αστικών λυμάτων. Για την ώρα, ο Τζεντίλι και οι Σουηδοί, Νορβηγοί και Φινλανδοί συνεργάτες του βρίσκονται ακόμα σε πειραματικό στάδιο. Το όνειρό του; Ένα εργοστάσιο που θα παράγει τόνους βιομάζας από φύκια. Όπως τονίζει, «εάν επιθυμούμε να εξασφαλίσουμε αειφόρες πηγές ενέργειας και μια αειφόρο κοινωνία, η φύση είναι η λύση, όχι μόνο η τεχνολογία».
Αντίθετα από πολλούς Σουηδούς, η Αννίκα Ρύντμαν εγκατέλειψε τη Στοκχόλμη και επέστρεψε στο Γκράνε, το χωριό όπου γεννήθηκε, στη Δυτική Βοθνία, 100 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Ούμεο. Το σχολείο ήταν έτοιμο να κλείσει, ελλείψει παιδιών. Μελλοντικά, ακόμα και η ίδια η κωμόπολη –ηλικίας 300 ετών– φαινόταν καταδικασμένη. Ο μοναδικός τρόπος για να προσελκυστούν επισκέπτες ήταν να προβληθεί η πανέμορφη και άψογα διατηρημένη φύση, στην καρδιά της γης των Σαάμι (4), του νομαδικού αυτόχθονα λαού που ζει στη Βόρεια Σκανδιναβία και στην Καρελία και που συχνά βιοπορίζεται εκτρέφοντας ταράνδους. Έτσι, πριν από επτά χρόνια, με τη βοήθεια της μητέρας της και μερικών φίλων, δημιούργησε ένα κατάλυμα, το Granö Beckasin Lodge. «Θέλησα να ξαναγίνουμε το σημείο συνάντησης και ανταλλαγών που υπήρξε κάποτε το Γκράνε, μια γέφυρα με τους Σαάμι, όχι όμως σε βάρος της φύσης και των κατοίκων», εξηγεί η νεαρή γυναίκα. «Έτσι, υιοθετήσαμε ένα σύνθημα: “οικολογικά!”. Κι όταν αυτό δεν είναι εφικτό, δίνουμε προτεραιότητα στα τοπικά προϊόντα».
Η αυθεντικότητα της τοποθεσίας σε γοητεύει αμέσως: στην όχθη ενός ποταμού, καταμεσής του δάσους. Στο αρχικό κατάλυμα προστέθηκε μια δεκάδα απλά ξύλινα σαλέ και έξι «φωλιές πουλιών» (άνετες καλύβες κατασκευασμένες στα κλαδιά δέντρων). Όλα τα υλικά είναι ανακυκλώσιμα. Μια γεωθερμική αντλία θερμαίνει τα κτίρια και το νερό.
Η επιτυχία ήρθε γρήγορα και το σχολείο της κωμόπολης σώθηκε. Οι οκτώ μόνιμοι υπάλληλοι της επιχείρησης είναι κάτοικοι του Γκράνε. Το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος δεν δύει ποτέ, η πληρότητα είναι 100%. Τον χειμώνα, οι επισκέπτες κάνουν σκι αντοχής, περιπάτους στο δάσος, εκδρομές με έλκηθρο που σέρνουν σκύλοι ή ακόμα και σαφάρι για άλκες (είδος μεγάλου ελαφιού). Το 60% της πελατείας είναι Σουηδοί, ενώ οι υπόλοιποι επισκέπτες έρχονται από την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Αυστραλία, το Ντουμπάι… Όλα τα τρόφιμα είναι βιολογικά και τα λαχανικά εποχής. Το ποτάμι και οι γειτονικές λίμνες τροφοδοτούν με λούτσους και πέρκες του γλυκού νερού. Όσο για τους σολομούς, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί λόγω των υδροηλεκτρικών φραγμάτων που έχουν κατασκευαστεί σε όλους σχεδόν τους ποταμούς.
Και το κρέας; Συνήθως είναι κρέας άλκης γιατί η Ρύντμαν είναι κυνηγός. Όπως υπογραμμίζει, «εδώ στον Βορρά, το κυνήγι είναι στην κουλτούρα μας. Μπορείς να είσαι κυνηγός και να σέβεσαι το περιβάλλον». Κι όταν βαρεθεί το κρέας άλκης πηγαίνει στους Σαάμι και αγοράζει ή ανταλλάσσει κρέας ταράνδου. «Ο τρόπος ζωής μας είναι ο δικός μας τρόπος αντίστασης στην αστικοποίηση και στο σημερινό κύμα ομοιομορφίας», λέει. Ο Κρίστοφερ Στορμ, το δεξί της χέρι, προσθέτει: «Όταν επιλέγεις την οικολογία, πρέπει να καταβάλλεις προσπάθειες κάθε στιγμή. Πρέπει να προσέχεις όλες τις λεπτομέρειες: τη σκεπή, τη μοκέτα… Μέχρι και τα σκοινιά του ράφτινγκ: να διαλέξουμε από πλαστικές ή από φυσικές ίνες; Στην κουζίνα επίσης, πρέπει να προσέχεις τα πάντα. Τα οικολογικά προϊόντα είναι ακριβότερα από τα συμβατικά γιατί υπάρχει μικρότερη διαθεσιμότητα, αλλά αποτελούν επιλογή μας και επιμένουμε σε αυτήν. Το βασικό είναι να εξηγούμε τους λόγους για αυτήν την απόφαση. Διότι, αν δεν πείσουμε όλον τον κόσμο, δεν θα τα καταφέρουμε».
Σε ολόκληρη την περιοχή του Γκράνε και σε ένα τμήμα της Σουηδίας πλανάται μια σκιά που τα χρόνια δεν έχουν κατορθώσει να εξαλείψουν εντελώς: το Τσερνομπίλ. Η Έλλι-Μαρί Ρύντμαν, η μητέρα της Αννίκα, βγαίνει συχνά να μαζέψει μανιτάρια. Η κουζίνα και το υπόγειό της είναι γεμάτα γυάλες με αποξηραμένα μανιτάρια και ο καταψύκτης της με κρέας άλκης. Ωστόσο, δεν έχει ξεχάσει τις συνέπειες της καταστροφής που σημειώθηκε στις 26 Απριλίου 1986 στην Ουκρανία. Περίπου 55.400 τ.χλμ. σουηδικού εδάφους επηρεάστηκαν από τα κατάλοιπα του ραδιενεργού νέφους και παραμένουν υπό επιτήρηση. «Τα 4-5 χρόνια που ακολούθησαν, δεν μπορούσαμε να μαζέψουμε μανιτάρια και βατόμουρα ή να φάμε κρέας άλκης ή τάρανδου. Τα ζώα είχαν μολυνθεί από το χορτάρι που είχαν φάει».
Ακόμα και σήμερα, κάθε φθινόπωρο, οι κάτοικοι οφείλουν να στέλνουν δείγματα κρέατος στο εργαστήριο προκειμένου να ελεγχθεί ότι τα επίπεδα Καισίου 137 δεν ξεπερνούν ένα ορισμένο όριο. «Μερικές φορές, μας περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη, ότι τα ζώα είναι μολυσμένα. Τότε, μεταφέρουμε τα ζώα σε λιβάδια που δεν πειράχτηκαν από τη ραδιενέργεια. Συνήθως, μετά από μερικές εβδομάδες οι αναλύσεις επανέρχονται στο φυσιολογικό επίπεδο», εξηγεί η Μάργκρετ Φιέλστρομ, Σαάμι εκτροφέας ταράνδων.
Ωστόσο, πολύ λίγα άτομα φαίνονται να συγκινούνται από τους εννέα πυρηνικούς αντιδραστήρες που λειτουργούν στη χώρα. Καταρχάς, είναι εγκατεστημένοι σε απόσταση 800 χιλιομέτρων, στον Νότο –και ο Νότος εδώ μοιάζει πολύ μακρινός. Ύστερα, οι αντιδραστήρες έχουν γίνει μέρος της καθημερινής ζωής και εξασφαλίζουν, εκτός από ηλεκτρική ενέργεια, και θέσεις εργασίας. «Από αυτήν την άποψη, έχουμε μείνει παθητικοί. Αν υπάρχει ένας πυρηνικός αντιδραστήρας που αντιμετωπίζουμε με δυσπιστία, είναι εκείνος του Πιχαγιόκι που κατασκευάζεται στην Φινλανδία. Αυτός εδώ μας φαίνεται επικίνδυνα κοντινός», υπογραμμίζει η Αννίκα Ρύντμαν. Ο φόβος που προκαλεί οφείλεται αναμφισβήτητα στο γεγονός ότι κατασκευάζεται από τη ρωσική Rosatom.
«Τίποτα δεν χάνεται, τίποτα δεν δημιουργείται, τα πάντα μετασχηματίζονται». Στο αγρόκτημα του Ματίας Νίλσον, το απόφθεγμα του Γάλλου χημικού Αντουάν Λαβουαζιέ αποκτά όλο του το νόημα. Εδώ και πέντε χρόνια, ο σαραντάχρονος αγρότης παράγει το ρεύμα και τη θέρμανσή του από την κοπριά των 350 βοοειδών του. Τα περιττώματα συλλέγονται και θερμαίνονται σε θερμοκρασία 38°C για να επιταχυνθεί η ζύμωσή τους χάρη σε βακτήρια, παράγοντας με αυτόν τον τρόπο βιοαέριο (κυρίως μεθάνιο). Στη συνέχεια, το βιοαέριο τροφοδοτεί γεννήτριες που παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα. Η μέθοδος παρουσιάζει ενδιαφέρον, δεδομένου ότι στη Σουηδία η γεωργία, και κυρίως η κτηνοτροφία, ευθύνονται για το 13% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
Ο Νίλσον είναι ενεργειακά αυτάρκης. Μπορεί μέχρι και να πουλήσει το πλεόνασμα της ηλεκτρικής παραγωγής του στους γείτονες. Η αρχική επένδυση ήταν υψηλή: 4,7 εκατ. σουηδικές κορόνες (480.000 ευρώ). Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδότησε το 25%. «Θα χρειαστούν δέκα με δώδεκα χρόνια για να αποσβέσω την επένδυση, αλλά δεν μετανιώνω. Ήταν το όνειρο του πατέρα μου τη δεκαετία του 1990. Το υλοποιήσαμε ο αδελφός μου και εγώ», εξηγεί ο Νίλσον. «Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αξιοποιούμε το πλέον ευτελές υλικό… Το άλλο πλεονέκτημα είναι ότι ανακτούμε και τα υπολείμματα της κοπριάς και τα μετατρέπουμε σε λίπασμα για τις καλλιέργειες. Δεν υπάρχει καλύτερο».
Ωστόσο, υπάρχει ένα φαινόμενο που ανησυχεί ιδιαίτερα αυτόν τον αγρότη: η κλιματική αλλαγή. Όπως και όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, την βιώνει στην καθημερινότητά του: «Ο χειμώνας διαρκεί πολύ λιγότερο απ’ όσο όταν ήμουν έφηβος. Υπάρχει λιγότερο χιόνι. Η άνοιξη αρχίζει την ίδια περίοδο με τότε, όμως το φθινόπωρο διαρκεί πολύ περισσότερο. Έχουμε πλέον περισσότερες σοδειές. Ο πατέρας μου δεν παύει να εκπλήσσεται και να ανησυχεί».
Θα κατορθώσει άραγε η Σουηδία να κερδίσει το στοίχημα της «ουδετερότητας άνθρακα» μέχρι το 2050 (ή και το 2040), όπως είχε δεσμευθεί με τον νόμο του 2009 για την ενέργεια και το κλίμα; Η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τη βιομηχανία (χαρτοπολτού, ειδικών χαλύβων, φορτηγών και επιβατικών αυτοκινήτων) και την υψηλή τεχνολογία (τηλεπικοινωνίες, βιοτεχνολογία, φαρμακευτικά προϊόντα) παραμένει μια δύσκολη υπόθεση. Ο κλάδος των μεταφορών, με τη μακράν μεγαλύτερη συμβολή στις εκπομπές CO2 (45%), αποτελεί μια πρόκληση μεγαλύτερη από όλες τις άλλες μαζί. Είναι πλέον το «νέο σύνορο» που πρέπει να ξεπεραστεί. Στην πρωτεύουσα, όλα τα λεωφορεία κινούνται με βιοκαύσιμα, μια μερική λύση, που και αυτή παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα (5). Και η Στοκχόλμη μεγαλώνει λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου. Ο αριθμός των αυτοκινήτων συνεχίζει να αυξάνεται και τα μέσα μεταφοράς, αν και ήδη αρκετά αποτελεσματικά, θα πρέπει να βελτιωθούν. Εξάλλου, οι Σουηδοί παίρνουν εύκολα το αεροπλάνο, ακόμα και για μετακινήσεις στο εσωτερικό, καθώς το σιδηροδρομικό δίκτυο δεν είναι αρκετά αποτελεσματικό, γεγονός που δεν βελτιώθηκε μετά την ιδιωτικοποίησή του το 2001.
Ο Μάρκους Βράκε, γενικός διευθυντής του Σουηδικού Κέντρου Ερευνών για την Ενέργεια (Energiforsk), ανησυχεί για την ολοένα μεγαλύτερη «αποσύνδεση» λόγων και πράξεων. Οι δεσμεύσεις των πολιτικών σπάνια υλοποιούνται. Η Στοκχόλμη εξακολουθεί να είναι μποτιλιαρισμένη παρά τα αστικά διόδια στις εισόδους της πόλης, ενώ οι υποδομές πολλαπλασιάζονται, αντίθετα με τους διακηρυγμένους στόχους. Έχοντας συγκροτήσει κυβέρνηση συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες από τον Σεπτέμβριο του 2014, οι Πράσινοι έχουν βυθιστεί στην ανυποληψία, καθώς αναγκάζονται να μένουν με σταυρωμένα τα χέρια. «Δεν υπάρχει αρκετό πολιτικό θάρρος. Θα πρέπει να ευαισθητοποιήσουμε περισσότερο τον καταναλωτή», εκτιμά ο Βράκε. Γι’ αυτό και το στοίχημα για «μηδέν άνθρακα» το 2040 τού φαίνεται δύσκολο να κερδηθεί. «Θα εκπλησσόμουν ευχάριστα εάν το κατορθώναμε!», λέει.
Για τον Στάφαν Λεστάντιους, το ερώτημα δεν τίθεται καν. «Όχι μόνον ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί, αλλά και ΠΡΕΠΕΙ να επιτευχθεί!», αναφωνεί. Εδώ και πολύ καιρό, ο παγκοσμίως γνωστός ερευνητής και πανεπιστημιακός, μέλος του Βασιλικού Ινστιτούτου Τεχνολογίας (ΚΤΗ), κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Θεωρεί «ιδιαίτερα ανεπαρκή» τη συμφωνία που συνήφθη τον Δεκέμβριο του 2015 στο Παρίσι στην Διάσκεψη για το Κλίμα (COP21) (6) και επιμένει ότι θα πρέπει με κάθε τρόπο να τονιστεί ο επείγων χαρακτήρας της κατάστασης, «που είναι πολύ πιο σοβαρή απ’ όσο δεχόμαστε να ακούσουμε και να κατανοήσουμε». Απόδειξη; Η δραματική αύξηση της θερμοκρασίας, σε πλανητική κλίμακα, τον προηγούμενο χειμώνα.
«Σε παγκόσμιο επίπεδο, η θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά 1,39°C σε σχέση με τον προηγούμενο αιώνα! Συνειδητοποιήστε το! Η τήξη των παγετώνων επιταχύνεται, κυρίως στη Γροιλανδία. Η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει, δεν μπορούμε να προβλέψουμε πλέον με ποιον ρυθμό, όλα κινούνται ταχύτερα απ’ όσο περιμέναμε, με την επικινδυνότητα να αυξάνεται εκθετικά στην περίπτωση που τα πράγματα γίνουν ανεξέλεγκτα». Κατηγορεί τους Σουηδούς πολιτικούς ότι φοβούνται να μιλήσουν και ότι «αποτυγχάνουν στην αποστολή» που έχουν αναλάβει απέναντι στον λαό. Η σουηδική πρωτεύουσα είναι μία από τις ευρωπαϊκές πόλεις με τον ταχύτερο ρυθμό επέκτασης. «Κινούμαστε προς τη λάθος κατεύθυνση. Στη Στοκχόλμη, αντί να βελτιώνουμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς, εξακολουθούμε να κατασκευάζουμε ολοένα περισσότερους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας και σήραγγες για τα αυτοκίνητα». Μήπως το «σουηδικό μοντέλο» έχει φθάσει στα όριά του;
Αν και αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της ανάπτυξης των πράσινων μορφών ενέργειας, ιδίως της αιολικής, και της άμεσης επίλυσης του προβλήματος των μεταφορών, ο Στάφαν Λεστάντιους πρωτίστως συνηγορεί υπέρ της αλλαγής του τρόπου ζωής και των επιτακτικών εκκλήσεων για ανάληψη δράσης. «Πρέπει να τους πούμε την αλήθεια. Ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης», επαναλαμβάνει διαρκώς. Ακόμα και μια μικρή χώρα όπως η Σουηδία μπορεί να θεωρείται ως παράδειγμα προς μίμηση στον κόσμο, καθώς μόνο το 31% της πρωτογενούς ενέργειας προέρχεται από ορυκτά (7) (έναντι 72% για την Ευρωπαϊκή Ένωση) και 36% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (έναντι 14% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.). «Δεν θα πρέπει να χάνουμε χρόνο κατηγορώντας την τάδε ή τη δείνα χώρα ότι εκπέμπει περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα. Όλοι είμαστε στην ίδια βάρκα. Οφείλουμε να δράσουμε πείθοντας τον κόσμο ότι θα κερδίσει συμμετέχοντας στη συλλογική προσπάθεια», συνεχίζει να επιχειρηματολογεί ο Στάφαν Λεστάντιους. «Δεν θα χάσουν από την αλλαγή, πρέπει να τους το αποδείξουμε. Ίσως να χρειαστεί να χρησιμοποιούν λιγότερο το αεροπλάνο και το αυτοκίνητό τους, όμως η ζωή τους θα γίνει καλύτερη. Είναι εύκολο να το λες, το ξέρω, όμως εκεί ακριβώς βρίσκεται το κλειδί της επιτυχίας…».