Στις 30 του περασμένου Μαρτίου, στο Σαράγεβο παρουσιάστηκε μια Διακήρυξη για την Κοινή Γλώσσα (1) από έναν μεγάλο αριθμό διανοούμενων της ευρύτερης περιφέρειας, με στόχο να βάλουν τέλος στις γλωσσικές διαμάχες που διαιρούν τις τέσσερις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες από τη δεκαετία του 1990. «Χρησιμοποιούμε κοινή γλώσσα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στην Κροατία, στο Μαυροβούνιο και στη Σερβία; Η απάντηση είναι καταφατική», μπορεί κάποιος να διαβάσει στην εισαγωγή του κειμένου, όπου στη συνέχεια διευκρινίζεται: «Πρόκειται για μια πολυκεντρική κοινή γλώσσα, δηλαδή για μια γλώσσα που ομιλείται από πολλούς λαούς σε διαφορετικά κράτη, με αναγνωρίσιμες γλωσσικές παραλλαγές, όπως συμβαίνει με τα γερμανικά, τα αγγλικά, τα αραβικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά και πολλές άλλες γλώσσες». Όπως σημειώνει ο Σέρβος γλωσσολόγος Ράνκο Μπουγκάρσκι, «η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι σε εμάς οι παραλλαγές έχουν όνομα, ενώ η γλώσσα ως ενιαίο σώμα, που δεν έχει πλέον θεσμική υπόσταση, έχασε την επίσημη ονομασία της».
Οι αντιδράσεις δεν άργησαν να έρθουν. Οι πιο έντονες προκλήθηκαν στην Κροατία. Ο αρχιεπίσκοπος του Ζάγκρεμπ, ο σεβασμιότατος Γιόσιπ Μπόζανιτς, εξαπέλυσε δριμεία επίθεση στο πασχαλιάτικο κήρυγμά του: «Πρόκειται για επίθεση εναντίον της κροατικής γλώσσας, η οποία ετοιμάζει το έδαφος για μια άλλη επίθεση!», ενώ η συντηρητική πρόεδρος Κολίντα Γκραμπάρ-Κιτάροβιτς διαβεβαίωνε ότι «αυτή η υποτιθέμενη κοινή γλώσσα είναι ένα πολιτικό σχέδιο που πέθανε μαζί με τη Γιουγκοσλαβία». Από τη σερβική πλευρά, ο γλωσσολόγος Μίλος Κοβάτσεβιτς πρόβαλλε το εξής επιχείρημα: «Εάν δεν δίνουμε όνομα σ’ αυτή τη γλώσσα, είναι επειδή όλοι γνωρίζουν ότι πρόκειται για τη σερβική γλώσσα». Αυτός ο ένθερμος εθνικιστής θεωρεί τη σερβική γλώσσα έναν «θησαυρό» τον οποίο οι λαοί των γειτονικών χωρών προσπαθούν να «κλέψουν» (2).
Την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας, ομιλούμενης από περίπου 15 εκατομμύρια ανθρώπους στα Βαλκάνια, χωρίς να υπολογίζουμε τον σημαντικό αριθμό των Γιουγκοσλάβων της διασποράς. Αυτή η γλώσσα ονομαζόταν «σερβο-κροατική» ή «κροατο-σερβική» και στο γραπτό λόγο χρησιμοποιούνταν δύο αλφάβητα, το λατινικό ή το κυριλλικό –και τα δύο συστήματα γραφής διδάσκονταν συστηματικά. Ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούνταν καθημερινά ως μέσο επικοινωνίας στους ομοσπονδιακούς θεσμούς, καθώς και η γλώσσα της διοίκησης του Λαϊκού Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Συνυπήρχε με πολλές άλλες γλώσσες που ομιλούνταν και διδάσκονταν στην ομοσπονδία –όπως σλοβενικά και σλαβομακεδονικά (αποτελούσαν τα επίσημα ιδιώματα των εν λόγω δημοκρατιών), αλλά και αλβανικά, ιταλικά, ουγγρικά, ρομανί, ρουθηνικά, τσεχικά, τουρκικά, σλοβακικά κ.λπ.
Στη Σορβόννη διδάσκονται τα «BCMS»
Μετά την αιματηρή διάσπαση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν υπάρχει ταυτότητα απόψεων για τον όρο ο οποίος θα καθορίζει το όνομα της γλώσσας που κάποτε ονομαζόταν σερβοκροατική. Στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για την πρώην Γιουγκοσλαβία μιλούν τα «BCS» (τα βοσνιο-κροατο-σερβικά), ενώ η Σορβόννη προτείνει τη διδασκαλία των «BCMS», προσθέτοντας ένα «Μ» για τα μαυροβουνιακά. Όπως ομολογεί ο συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης Βλαντιμίρ Αρσενίγεβιτς, ένας από τους πρωτεργάτες της Διακήρυξης για την Κοινή Γλώσσα, «το ζήτημα της ονομασίας αποτέλεσε αντικείμενο έντονου διαλόγου. Δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν οι πολιτικά φορτισμένοι όροι “σερβοκροατικά” ή “γιουγκοσλαβικά”. Οι Σλάβοι του Νότου συνηθίζουμε μεταξύ μας να λέμε naš jezik (“η γλώσσα μας”)». Υποδηλώνοντας έτσι την οικειότητα εντός μιας κοινής ταυτότητας, η οποία διατηρείται παρά τις πολιτικές ρήξεις.
Στην Κροατία, από το 1990 καταβλήθηκαν έντονες προσπάθειες ώστε να τονιστούν οι διαφορές των «κροατικών» από το κοινό πρότυπο. Έτσι, οι Κροάτες έχουν την τάση να πλάθουν νεολογισμούς ή να χρησιμοποιούν αποδόσεις κατά γράμμα προκειμένου να αντικαταστήσουν τους ξένους όρους: μιλούν λοιπόν για zračna luka («αερολιμένας»), όταν οι Βόσνιοι ή οι Σέρβοι λένε aerodrom· χρησιμοποιούν τον όρο pasolstvo (που τον συναντάμε επίσης στα ρωσικά) για την πρεσβεία, την οποία οι γείτονές τους ονομάζουν ambasada, δάνειο από τις λατινογενείς γλώσσες… Η τάση αυτή ενισχύθηκε από τους κήρυκες της γλωσσικής καθαρότητας, δημιουργώντας ενίοτε δυσνόητες λέξεις. Επίσης, κάθε χρόνο, ένας διαγωνισμός με μεγάλη προβολή από τα μέσα ενημέρωσης ανταμείβει την «καλύτερη καινούργια κροατική λέξη». Στη Σερβία, το διακύβευμα επικεντρώνεται γύρω από το κυριλλικό αλφάβητο, το οποίο υποστηρίζεται ένθερμα από την κραταιά ορθόδοξη Εκκλησία και θεωρείται ένας δείκτης σερβικότητας που απειλείται από τα μέσα επικοινωνίας όπως το Διαδίκτυο, όπου κυριαρχεί το λατινικό αλφάβητο, επίσης χρησιμοποιούμενο στη χώρα.
Οι εντάσεις γύρω από τη γλώσσα καταλήγουν μερικές φορές σε ευτράπελα. Έτσι, οι Κροάτες, όπως οι Λευκορώσοι ή οι Ουκρανοί, χρησιμοποιούν παλιούς σλαβικούς τύπους για ορίσουν τους μήνες του χρόνου: λένε travanj (κυριολεκτικά: «ο μήνας της πρασινάδας») για να δηλώσουν τον Απρίλιο, τον οποίο οι γείτονές τους ονομάζουν april. Στις μεικτές περιοχές, προκειμένου να αποφύγουν κάθε εθνικό προσδιορισμό, οι ομιλητές συχνά καταφεύγουν σε περιφράσεις και αναφέρονται «στον τέταρτο μήνα». Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη με την αποδοχή της ύπαρξης «βοσνιακών», που χαρακτηρίζονται από την αναγνώριση ορισμένων τουρκικών στοιχείων, πολύ λίγο χρησιμοποιούμενων στην καθομιλουμένη, και στη συνέχεια των «μαυροβουνιακών». Στα τελευταία, οι λέξεις γράφονται και στα δύο αλφάβητα αλλά, από το 2006, όταν η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της, προστέθηκαν δύο σύμφωνα για να παραπέμπουν στους ιδιαίτερους ήχους της ομιλίας στη χώρα. Οι Σέρβοι εθνικιστές αμφισβητούν την ύπαρξη ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας των Μαυροβουνίων και το γλωσσικό ζήτημα πυροδοτεί συχνά τα πάθη σε αυτό το μικρό κράτος, το οποίο μόλις πρόσφατα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, τα ATM των τραπεζών στο βόρειο τμήμα της χώρας (όπου ζουν ορθόδοξοι, από τους οποίους ορισμένοι αυτοπροσδιορίζονται ως Σέρβοι και άλλοι ως Μαυροβούνιοι, υπάρχει όμως και ένας σημαντικός αριθμός βοσνιακών κοινοτήτων), πρότειναν συνετά την επιλογή «μητρική γλώσσα» (maternji jezik)…
Τα περιφερειακά ΜΜΕ ανθίζουν
Αυτού του τύπου οι διεκδικήσεις ποτέ δεν στάθηκαν εμπόδιο στην αλληλοκατανόηση μεταξύ των κατοίκων των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Σύμφωνα με τον Κροάτη γλωσσολόγο από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Γιόσιπ Μπάοτιτς, οι διαφορές μεταξύ των παραλλαγών της σερβοκροατικής γλώσσας θα περιορίζονταν σε λιγότερο από το 10% των λημμάτων του λεξικού. Στην πραγματικότητα, ο διάλογος που έχει επικρατήσει από τη δεκαετία του 1990 δεν έχει τίποτα το επιστημονικό, είναι πρώτα απ’ όλα πολιτικός. Απόδειξη της «αλληλοκατανόησης, η οποία διασφαλίζει μια σχεδόν τέλεια επικοινωνία μεταξύ ατόμων στο πλαίσιο περίπλοκων δοσοληψιών (3)», εμφανίστηκαν πολλά ΜΜΕ που απευθύνονται σε ολόκληρη την περιφέρεια: το Radio Slobodna Evropa (η τοπική εκδοχή του Radio Free Europe), το Al–Jazeera Balkans ή, πιο πρόσφατα, το ενημερωτικό κανάλι N1, που αποτελεί μέρος του δικτύου του CNN. Παρά την ύπαρξη μερικών προβλημάτων οικονομικής φύσεως (το βιβλίο είναι πολύ ακριβότερο στην Κροατία απ’ ό,τι στη Σερβία ή στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη), οι εκδοτικοί οίκοι κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στην πρόκληση μιας διασυνοριακής παραγωγής.
Το 2009, o Βλαντιμίρ Αρσενίγεβιτς ίδρυσε την οργάνωση Krokodil με σκοπό «την προαγωγή της κουλτούρας του διαλόγου, τη συμφιλίωση και την αποκατάσταση των δεσμών που έσπασαν σε αυτήν την περιοχή που ονομάζεται Δυτικά Βαλκάνια», προκειμένου να επαναφέρει στο αρχικό της μεγαλείο τη σλαβική λογοτεχνία του Νότου. «Μεγάλωσα στην Κροατία, αλλά ζω στη Σερβία και συνδυάζω λέξεις και από τις δύο γλωσσικές παραλλαγές», εξηγεί. «Όταν ξεκίνησα να γράφω, αντιμετώπισα προβλήματα με τους διορθωτές, που ήθελαν να αλλάξουν τις εκφράσεις μου». Παρόμοια και η περίπτωση του κοινωνιολόγου Ιγκόρ Στικς, ο οποίος γεννήθηκε στο Σαράγεβο, σπούδασε στο Ζάγκρεμπ και στο Παρίσι και πλέον ζει στο Βελιγράδι. «Πάντα ρωτάω τους μεταφραστές μου να μου πουν σε ποια γλώσσα γράφω, αλλά κανείς τους δεν ξέρει τι να μου απαντήσει», λέει χαριτολογώντας.
«Στο όνομα των υποτιθέμενων διαφορών μεταξύ των γλωσσών μας, ενισχύουμε τα ήδη υπάρχοντα σύνορα και υψώνουμε νέα τείχη. Οι γλωσσικές πολιτικές των τεσσάρων κρατών, που όλες τους επιμένουν στις διαφορές, έχουν ως συνέπεια πρακτικές ιδιαιτέρως επιζήμιες και επικίνδυνες, οι οποίες επιφέρουν την απαράδεκτη διάκριση των ατόμων, δυστυχώς διαδεδομένη μέχρι και στα παιδιά του σχολείου, ανάλογα με τη “μητρική γλώσσα” τους, γεγονός που καταλήγει στην ανατροφή γενεών γεμάτων με νεαρούς εθνικιστές», σημειώνει αγανακτισμένος ο Ράνκο Μπουγκάρσκι. Οι πρωτεργάτες της Διακήρυξης για την Κοινή Γλώσσα αποφεύγουν να εκφράσουν κάποια πολιτική προοπτική –η οποία αμέσως θα εκλαμβανόταν από τους εθνικιστικούς κύκλους των διαφορετικών χωρών ως μια «ένοχη» νοσταλγία για το πρώην ενιαίο κράτος. Όμως η ανταπόκριση που συνάντησε η πρωτοβουλία δείχνει ξεκάθαρα ότι οι πολίτες των Βαλκανίων σε μεγάλο βαθμό επιθυμούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που ορθώθηκαν εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα.