ΕΣΣΔ: Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Αρχικά, αυτή η ονομασία δεν παρέπεμπε σε μια εδαφική επικράτεια, αλλά σε μια ιδέα: την παγκόσμια επανάσταση. Τα σύνορά της θα ήταν εκείνα που είχαν προκύψει από τον ξεσηκωμό στην Ρωσία και, στη συνέχεια, θα διαμορφώνονταν ανάλογα με τις επαναστάσεις που αναμενόταν να ξεσπάσουν αλλού. Στο άνω αριστερό άκρο μιας κατακόκκινης σημαίας, ένα σφυροδρέπανο συμβόλιζε το νέο κράτος, του οποίου ο πρώτος εθνικός ύμνος ήταν… η Διεθνής.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο ιδρυτής της Σοβιετικής Ένωσης ήταν διεθνιστής. Ο Λένιν έζησε στην εξορία μεγάλο μέρος της ζωής του ως επαγγελματίας επαναστάτης (σε Μόναχο, Λονδίνο, Γενεύη, Παρίσι, Κρακοβία, Ζυρίχη, Ελσίνκι…). Και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις μεγάλες συζητήσεις του εργατικού κινήματος. Τον Απρίλιο του 1917, όταν επέστρεφε σιδηροδρομικώς στη Ρωσία, όπου η επανάσταση είχε ξεσπάσει και ο τσάρος είχε παραιτηθεί, όσο το τραίνο που τον μετέφερε διέσχιζε τη γερμανική επικράτεια τη στιγμή όπου ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, οι σύντροφοί του τραγουδούσαν τη Μασσαλιώτιδα, τον ύμνο της Γαλλικής Επανάστασης. Στα κείμενα του Λένιν, οι αναφορές σε αυτήν είναι από πολλές απόψεις πολύ συχνότερες απ’ ό,τι στην ιστορία της τσαρικής Ρωσίας. Η εμμονή του ήταν να φανεί αντάξιος των Ιακωβίνων, «του καλύτερου παραδείγματος δημοκρατικής επανάστασης και αντίστασης στον συνασπισμό των μοναρχιών» (1), και η επανάσταση να διαρκέσει περισσότερο από την Παρισινή Κομμούνα. Ο εθνικισμός δεν είχε την παραμικρή θέση.
Εξάλλου, θα το υπενθύμιζε αργότερα ο ίδιος ο μπολσεβίκος ηγέτης: ήδη από το 1914, αντίθετα από όλους σχεδόν τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές και συνδικαλιστές, που αφέθηκαν να στρατολογηθούν στην «ιερή εθνική ενότητα» απέναντι στον εξωτερικό εχθρό, το κόμμα του «δεν φοβήθηκε να επιδιώξει την ήττα της τσαρικής Ρωσίας και να στιγματίσει τον πόλεμο ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικά αρπακτικά». Μόλις ανέλαβαν την εξουσία λοιπόν, οι μπολσεβίκοι «πρότειναν την ειρήνη σε όλους τους λαούς και επιχείρησαν όλα όσα ήταν ανθρωπίνως εφικτά προκειμένου να επισπεύσουν την επανάσταση στη Γερμανία και στις υπόλοιπες χώρες» (2). Ξανά ο διεθνισμός.
Ένα υπέρτατο παράδοξο, που θα επέφερε μακροπρόθεσμες συνέπειες: ένα κόμμα ταγμένο στη δικτατορία του προλεταριάτου επωφελείται από την ξαφνική κατάρρευση της δυναστείας των Ρομανόφ και την απουσία άλλων σοβαρών διεκδικητών της εξουσίας (3) για να γίνει κύριος του κρατικού μηχανισμού μιας χώρας στην οποία η εργατική τάξη αποτελούσε μόλις και μετά βίας το 3% πληθυσμού. Όμως, κατά βάθος, ελάχιστη σημασία έχουν όλα αυτά στην αρχή της επανάστασης, δεδομένου ότι η σωτηρία και η βοήθεια οφείλουν να προέλθουν από το εξωτερικό, όταν η επαναστατική σκυτάλη περάσει σε περισσότερο προηγμένες χώρες, με ισχυρότερα προλεταριάτα που διαθέτουν υψηλότερη πολιτική μόρφωση. Ίσως είναι απλά ζήτημα εβδομάδων ή μηνών: στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οργή εντείνεται και όλο και περισσότερες στρατιωτικές μονάδες στασιάζουν. Τον Οκτώβριο του 2017, ο Λένιν ανυπομονεί. Ο ρωσικός ξεσηκωμός δεν μπορεί να περιμένει άλλο, ενόσω εκδηλώνονται «τα αναμφισβήτητα συμπτώματα μιας μεγάλης καμπής, πρόδρομοι της επανάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο». Εναπόκειται λοιπόν στους μπολσεβίκους να κάνουν την αρχή, περιμένοντας τους άλλους λαούς που θα πάρουν τη σκυτάλη.
Στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στη Βουδαπέστη, η ελπίδα συντρίβεται. Και όταν η νέα εξουσία προτείνει «σε όλους τους εμπόλεμους λαούς την άμεση ειρήνη, δίχως προσαρτήσεις εδαφών και πολεμικές αποζημιώσεις», η αυτοκρατορική Γερμανία συνεχίζει τις εχθροπραξίες, βέβαιη ότι οι Ρώσοι στρατιώτες δεν άντεχαν άλλο να σφαγιάζονται. Προκειμένου να σωθεί, το νεοσύστατο κράτος υπέγραψε τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, παραχωρώντας ένα μέρος της επικράτειάς του. Αντάλλαξε έδαφος με χρόνο, ελπίζοντας πάντα ότι θα ξεσπούσε επανάσταση στην Ευρώπη… Ωστόσο, εκείνη που κινητοποιήθηκε ήταν η αντεπανάσταση. Αντί για την «ειρήνη των εργαζόμενων ενάντια σε όλους τους καπιταλιστές» που ζητούσε ο Λένιν, δέκα εκστρατευτικά σώματα (από Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδά, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σερβία, Φινλανδία, Ρουμανία, Τουρκία, Ελλάδα και Ιαπωνία) έσπευσαν να βοηθήσουν τις στρατιές των «Λευκών» που μάχονταν για την παλινόρθωση του παλαιού καθεστώτος.
Το 1921, η επαναστατική Ρωσία βγαίνει νικήτρια αλλά κατεστραμμένη από τον νέο πόλεμο. Και θα απομονωθεί απόλυτα από τις μεγάλες δυνάμεις, ακόμη πιο εχθρικές απέναντί της από τη στιγμή που δεν έκρυψε ποτέ την πρόθεσή της να τις ανατρέψει. Μετά τον Οκτώβρη, το κεφάλαιο έχασε την εξουσία του στην πιο αχανή περιοχή της Γης. Και σαν να μην έφθανε αυτός ο σεισμός, ο κομμουνιστής –αγροίκος, απειλητικός, κοσμοπολίτης, εβραίος, «με το μαχαίρι στα δόντια» (4)– δεν αποτελούσε μονάχα μια εθνική ρωσική ιδιαιτερότητα, που στην ανάγκη θα μπορούσε να απομονωθεί γεωγραφικά. Αποτελούσε εξίσου και τον εσωτερικό εχθρό, τον πειθαρχημένο φαντάρο μιας Διεθνούς με πρωτεύουσα τη Μόσχα, την επίμονη απειλή της κοινωνικής επανάστασης. Εδώ και τώρα και παντού.
Όμως, εκτός από απειλή, αποτελούσε και μια επίμονη ελπίδα, παρ’ όλες τις λίμνες αίματος που θα σημαδέψουν τη διαδρομή της. Το 1934, η φιλόσοφος και εργατική ακτιβίστρια Σιμόν Βέιλ (5) κατήγγειλε «την προσβολή που αποτελεί για τη μνήμη του Μαρξ η λατρεία που τρέφουν γι’ αυτόν οι καταπιεστές της σύγχρονης Ρωσίας». Ωστόσο, τρία χρόνια αργότερα, στο αποκορύφωμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων τουφεκίστηκε το 70% της ηγεσίας των μπολσεβίκων (6), έγραφε τα εξής: «Ο μύθος της σοβιετικής Ρωσίας είναι ανατρεπτικός στον βαθμό που μπορεί να δώσει στον κομμουνιστή χειρώνακτα που απέλυσε ο αρχιεργάτης την αίσθηση ότι, παρ’ όλα αυτά, πίσω από αυτόν, υπάρχει ο Κόκκινος Στρατός και το Μαγκνιτογκόρσκ (7), επιτρέποντάς του έτσι να διατηρήσει την υπερηφάνειά του. Ο μύθος της ιστορικά αναπόφευκτης επανάστασης διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο, αν και με πιο αφηρημένο τρόπο: όταν είσαι εξαθλιωμένος και μόνος, δεν είναι λίγο να έχεις την Ιστορία στο πλευρό σου» (8).
Και το γεγονός παραμένει: παρά τις αποτυχίες, ακόμα και στις πλέον στρεβλωμένες μορφές του, το κοινωνικό σύστημα που κυβέρνησε το ένα τρίτο του πλανήτη, το σημαντικότερο πολιτικό κίνημα του 20ού αιώνα, κατέληξε να σημαίνει σχεδόν παντού την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, τη δωρεάν υγεία, μια πρώτη χειραφέτηση των γυναικών, καθώς και τη διπλωματική, στρατιωτική, οικονομική και τεχνική υποστήριξη στους περισσότερους από τους αντιαποικιακούς αγώνες και στα ανεξάρτητα κράτη που προέκυψαν από αυτούς. Χωρίς να ξεχνάμε και «το πρωτοφανές εγχείρημα της πολιτικής ανέλιξης των λαϊκών τάξεων», το οποίο προώθησε «εργάτες και αγρότες στις βαθμίδες της εξουσίας που μέχρι τότε προορίζονταν αποκλειστικά για τους εκπροσώπους της αστικής τάξης» (9).
Γιατί, εκείνη την εποχή, μεταξύ στρατευμένων κομμουνιστών, οι διεθνιστικοί δεσμοί εντέλει υπερέβαιναν γλώσσες, θρησκείες, εθνότητες και σύνορα όσο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σήμερα. Την ίδια ακριβώς ελπίδα που χαλύβδωνε το ηθικό εκείνου του χειρώνακτα εργάτη που ανέφερε η Σιμόν Βέιλ, όταν σκεφτόταν το Μαγκνιτογκόρσκ στη ριζοσπαστική και κοσμική Γαλλία της δεκαετίας του 1930, την συναντούσαμε και στην προτεσταντική Γερμανία, στην κομφουκιανή Κίνα και στη μουσουλμανική Ινδονησία, στους εργάτες γης που μάζευαν καπνό στην Κούβα, όπως και σε εκείνους που κούρευαν τα πρόβατα στην Αυστραλία (10). Ποιο πολιτικό κίνημα μπορεί να υποστηρίξει κάτι ανάλογο σήμερα;
Στο διήγημά του «Ο Στρατιώτης Τσαπάγιεφ στο Σαντιάγκο της Χιλής», ο Λουίς Σεπούλβεδα εξιστορεί μία από τις δράσεις αλληλεγγύης προς τον λαό του Βιετνάμ, τον Δεκέμβριο του 1965, κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Αμερικανούς. Στην πορεία, ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι ο συγγραφέας ήταν πολιτικός γραμματέας του τοπικού πυρήνα Μορίς Τορέζ (11) του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής, ότι ο σύντροφός του ηγούνταν του πυρήνα Νγκυγιέν Βαν Τρόι (12), ότι μεταξύ τους συζητούσαν για τη «Διαρκή Επανάσταση» (του Τρότσκι) και για το «Κράτος και Επανάσταση» (του Λένιν), ότι θυμούνταν πως «στη Δούμα της Αγίας Πετρούπολης μπολσεβίκοι και μενσεβίκοι συζητούσαν επί 72 ώρες προτού καλέσουν τις μάζες να ξεσηκωθούν», ότι φλέρταραν τις κοπέλες προτείνοντάς τους να διαβάσουν το «Πώς δενότανε το ατσάλι» του Νικολάι Οστρόφσκι και προσκαλώντας τις να δουν μαζί σοβιετικές ταινίες…
Και μετά τη Μόσχα το Νταβός; Η χρεοκοπία του σοβιετικού μοντέλου επιτάχυνε τον θρίαμβο ενός άλλου οικουμενισμού, προς την αντίθετη όμως κατεύθυνση, εκείνη των εύπορων τάξεων. Η ανατροπή υπήρξε τόσο ραγδαία ώστε, ήδη από το 2000, ο ιστορικός Πέρρυ Άντερσον σημείωνε σε ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο του: «Για πρώτη φορά από την εποχή της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης δεν υπάρχει πλέον ουσιαστική εναντίωση –δηλαδή μια διαφορετική κοσμοαντίληψη– μέσα στο σύμπαν του δυτικού τρόπου σκέψης. Και, σε παγκόσμιο επίπεδο, σχεδόν καμία, εάν εξαιρέσουμε τα θρησκευτικά δόγματα, που αποτελούν αναποτελεσματικούς αρχαϊσμούς (…). Ο νεοφιλελευθερισμός, ως σύνολο αρχών, κυριαρχεί χωρίς αντίπαλο στην υφήλιο» (13).
Όπως παρατηρεί ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς, οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, η εντυπωσιακή και σκανδαλώδης συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι ότι, από το 1988, η αύξηση του παγκόσμιου πλούτου πυροδοτεί την αύξηση των ανισοτήτων, ενώ μετά το 1914 συνέβαινε το αντίστροφο. Και στον κοινωνικό βολονταρισμό εκείνης της εποχής δεν βλέπει καμία σύμπτωση: «Οι πιέσεις που ασκούσε η Ρωσική Επανάσταση και το σοσιαλιστικό και το συνδικαλιστικό κίνημα, ενισχυμένες από την απογοήτευση των λαϊκών τάξεων προς τις εύπορες τάξεις, τις οποίες θεωρούσαν υπεύθυνες για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενέτειναν το φαινόμενο της αναδιανομής» (14). Η φορολόγηση ανάλογα με την κλίμακα του εισοδήματος, ο Εργατικός Κώδικας, το οκτάωρο, η κοινωνική ασφάλιση, η επιφυλακτικότητα στην παραχώρηση των ηνίων του κρατικού μηχανισμού στους πλούσιους, όλα αυτά δεν είναι ξένα με τον μύθο της Οκτωβριανής Επανάστασης για τους μεν, με τον φόβο της επανάστασης για τους δε. Και μόλις αυτός ο φόβος εξορκίστηκε, οι αρνητικές συνέπειες της αποκαλούμενης «ευτυχισμένης παγκοσμιοποίησης» πολλαπλασιάστηκαν: κοινωνική παλινόρθωση των εύπορων τάξεων, «δικαίωμα επέμβασης» των δυτικών χωρών στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, δυσφήμιση κάθε επαναστατικού σχεδίου –κομμουνιστικού, αναρχικού, αυτοδιαχειριστικού.
Τον Αύγουστο του 1991, μερικές μόλις εβδομάδες πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ένας Γάλλος νομικός –κεντροαριστερός και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας– πρόσθετε μια δόση μελαγχολίας στους πανηγυρισμούς για το «τέλος της Ιστορίας». Έγραφε τότε ο Ζαν-Ντενί Μπρεντέν: «Μήπως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στη χώρα μας ο σοσιαλισμός δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από ένα είδος αστικού ριζοσπαστισμού (15) εάν δεν είχε υπάρξει ο κομμουνισμός που τον επιτηρούσε, που τον ακολουθούσε κατά πόδας, πάντα έτοιμος να πάρει τη θέση του, που τον εμπόδιζε να εκτραπεί υπερβολικά γρήγορα ή σε υπερβολικό βαθμό; (…) Μήπως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι χρωστάμε πολλά σε όλους αυτούς τους ξεροκέφαλους, τους αιρετικούς, τους ακούραστους απεργούς, τους καταληψίες των εργοστασίων και των δρόμων μας που έσπερναν την αταξία, τους πεισματάρηδες που δεν έπαυαν να ζητούν μεταρρυθμίσεις ενώ ονειρεύονταν την επανάσταση, σε αυτούς τους μαρξιστές, κόντρα στο ρεύμα της Ιστορίας, που δεν άφηναν τον καπιταλισμό να εφησυχάσει;» (16)
Το «τέλος του κομμουνισμού» δημιούργησε την εντύπωση ότι έδωσε οριστική λύση στη μεγάλη διαμάχη που αντιπαρέθεσε τις δύο κυριότερες τάσεις της διεθνούς Αριστεράς μετά τη Ρωσική Επανάσταση: η ήττα του ενός των πρωταγωνιστών της σήμανε τη νίκη του άλλου, δηλαδή την επικράτηση της σοσιαλδημοκρατίας επί της ζωηρότερης μικρής αδελφής της. Ωστόσο, αυτός ο θρίαμβος υπήρξε σύντομος. Η εκατοστή επέτειος από την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων στην πραγματικότητα συμπίπτει με ένα κύμα ηττών του μεταρρυθμιστικού ρεύματος. Η δυναστεία Κλίντον σαρώθηκε, ο Τόνι Μπλερ, ο Φελίπε Γκονζάλες και ο Γκέρχαρντ Σρέντερ το έχουν ρίξει στις μπίζνες, ενώ ο Φρανσουά Ολάντ εξαερώθηκε… Ταυτόχρονα, ένα είδος ανυπομονησίας, ριζοσπαστικότητας ξαναγεννιέται στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, αλλά και αλλού.
Λίγο πριν από τον εορτασμό της διακοσιοστής επετείου της Γαλλικής Επανάστασης, ο οποίος θύμιζε περισσότερο εξορκισμό της, ο («μεταρρυθμιστής» σοσιαλιστής) Μισέλ Ροκάρ δήλωνε ότι «η Επανάσταση είναι κάτι επικίνδυνο και δεν είναι κακό να αποφεύγεται» (17). Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε, η παγκοσμιοποίηση επιβλήθηκε, τα φαντάσματα επέστρεψαν και η μούμια της επανάστασης σαλεύει ακόμα.