Από τη σκοπιά της Ευρώπης, οι θέσεις των αντιμαχόμενων πλευρών για το ζήτημα της Καταλονίας μπορεί να φαίνονται παράξενες ή ακόμα και αλλοπρόσαλλες. Εντούτοις, ακολουθούν δύο στρατηγικές, τις οποίες αντιλαμβανόμαστε καλύτερα αν αφήσουμε στην άκρη το ερμηνευτικό πλαίσιο «αποσχιστικές τάσεις εναντίον κεντρικού κράτους». Όχι επειδή είναι λανθασμένο –εξάλλου, αυτό επικαλούνται όλοι– αλλά επειδή καλύπτει ένα άλλο, βαθύτερο πρόβλημα: το ισπανικό Σύνταγμα δεν εξελίχθηκε μετά την υιοθέτησή του το 1978, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο, χάνοντας έτσι σταδιακά την επαφή με την πραγματικότητα της κοινωνίας που όφειλε να ρυθμίσει. Η ερμηνεία με βάση την επιδίωξη της απόσχισης δεν εξηγεί γιατί ο πρωθυπουργός της Ισπανίας προκαλεί τέτοια αναστάτωση στην Καταλονία την 1η Οκτωβρίου και αμέσως μετά ζητάει εκλογές, ούτε και γιατί ο Καταλανός ομόλογός του κηρύσσει ανεξαρτησία χωρίς καμία πραγματική συνέπεια, δυσαρεστώντας τόσο τους υποστηρικτές όσο και τους αντιπάλους του. Η απάντηση είναι ότι, στην καταλανική κρίση, κάποιες συγκρούσεις που γεννήθηκαν αλλού ανάγονται σε εδαφικό ζήτημα.
Από την έναρξη της εφαρμογής των δρακόντειων πολιτικών λιτότητας το 2011, η Ισπανία γνώρισε μια περίοδο αστάθειας που χαρακτηρίζεται από κρίσεις ολοένα και πιο σοβαρές: το κίνημα των καταλήψεων των πλατειών «15-Μ» το 2011 (1), την κρίση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης το 2015 και το 2016 (που οδήγησε σε τριακόσιες δεκαπέντε ημέρες χωρίς κυβέρνηση, κατά τις οποίες τα τρέχοντα ζητήματα διαχειριζόταν ένα συμβούλιο από απερχόμενους υπουργούς) και την πρόκληση της καταλανικής απόσχισης. Ποιο είναι το κοινό πρόβλημα που βρίσκεται πίσω από τις τρεις αυτές κρίσεις; Είναι οι αρχές ενός Συντάγματος που σχεδιάστηκε ως αφετηρία για τη μετάβαση από τον φρανκισμό στη δημοκρατία, κατέληξε όμως να αποτελεί πρόσκομμα στη διαδικασία που όφειλε να υλοποιήσει.
Σίγουρα έχουμε δει και πιο δημοκρατικά κείμενα. Το σύστημα του aforamiento, για παράδειγμα, αποτελεί κατάλοιπο του παλιού καθεστώτος, μέσω του οποίου 17.000 άτομα με δημόσια αξιώματα αποφεύγουν τα δικαστήρια πρώτου βαθμού και κρίνονται από ανώτερα δικαστήρια, τα οποία είναι πιο επιρρεπή στις παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Παρόμοιο με το «καθεστώς εξαίρεσης», που στη Γαλλία προστατεύει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την κυβέρνηση, στην Ισπανία καλύπτει όλους τους βουλευτές (συμπεριλαμβάνονται και εκείνοι των τοπικών Κοινοβουλίων) και τους δικαστές. Επίσης, στα πολιτικά κόμματα αποδίδεται ένας «θεμελιώδης» ρόλος στην «πολιτική συμμετοχή» (Άρθρο 6), ο οποίος ξεπερνάει κατά πολύ τον παραδοσιακό ρόλο του μεταξύ τους ανταγωνισμού για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, όπως συμβαίνει στις περισσότερες δημοκρατίες (2).
Ενώ αλλού αντιλαμβάνονται τη συλλογική βούληση ως την υπέρβαση των ατομικών συμφερόντων, το ισπανικό σύστημα αναπτύσσει ένα όραμα του κόσμου σύμφωνα με το οποίο οι μάζες πρέπει πρώτα να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο προκειμένου να σχηματίσουν έναν λαό. Έτσι, το καθεστώς του Φράνκο οργάνωσε την κοινωνία γύρω από το Εθνικό Κίνημα και το Συνδικάτο με κάθετη οργάνωση. Μετά τον θάνατο του δικτάτορα, η Ισπανία ανοίχτηκε στον πολιτικό και συνδικαλιστικό πλουραλισμό, όμως δεν άλλαξε θεμελιωδώς την ουσία της λειτουργίας των θεσμών της. Οι πολίτες ψηφίζουν έναν σχηματισμό, που στη συνέχεια επιλέγει τους βουλευτές του βάσει μια κλειστής λίστας, κατ’ αναλογία του συνολικού ποσοστού που έλαβε. Και απ’ ό,τι φαίνεται, οι βουλευτές δεν έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά προς τις εκλογικές περιφέρειές τους…
Τα ισπανικά πολιτικά κόμματα είναι δομημένα λιγότερο ως ενώσεις ατόμων συνδεδεμένων με ιδεολογική συγγένεια και περισσότερο ως εταιρείες, που δεν τις αγγίζει και τόσο η διάθεση της κοινής γνώμης, οχυρωμένες ακόμη και απέναντι στην ίδια τη βάση των υποστηρικτών τους. Πώς να μην μας προκαλεί έκπληξη το επίπεδο διαφθοράς τους; Οι αποκαλύψεις σχετικά με την «υπόθεση Gürtel» –υπεξαίρεση 43 εκατομμυρίων ευρώ προς όφελος του Λαϊκού Κόμματος (PPE)– συσσωρεύονται, σχεδόν καθημερινά, στον Τύπο εδώ και αρκετά χρόνια. Ωστόσο, δεν πρόκειται παρά για ένα από τα αμέτρητα σκάνδαλα διαφθοράς, η οποία είναι πλέον ενδημική. Το 2014, το ισπανικό παράρτημα της οργάνωσης Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International) είχε ζητήσει να «αλλάξει το σύστημα με τις κλειστές λίστες των κομμάτων» και επίσης τα κόμματα «να δημοσιεύουν τα οικονομικά στοιχεία της προεκλογικής εκστρατείας τους εντός τριών μηνών από τις εκλογές» (3). Μια έκκληση που απλώς δεν εισακούστηκε.
Θα πρέπει άραγε να νιώθουμε έκπληξη όταν διαπιστώνουμε πως, κατ’ εικόνα των κομμάτων, οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν από το Σύνταγμα του 1978 περιορίζονται σε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στη δημοκρατία και τον φρανκισμό; Οι πατέρες του κειμένου επιδίωξαν πρώτα απ’ όλα να αποφύγουν την πιθανότητα να ξεσπάσει ξανά εμφύλιος πόλεμος. Συνεπώς, βασική παράμετρος του όλου εγχειρήματος ήταν να βρεθεί κοινός δρόμος ανάμεσα στη δημοκρατία και το σύστημα των «προυχόντων» που χαρακτήριζε την εθνικο-καθολική Ισπανία. Κάτι που στη συνέχεια θα αποτελούσε την αφετηρία της μετάβασης στην «καθαρή δημοκρατία» ενόσω θα εξελισσόταν η κοινωνία. Αντί όμως να προχωρήσει στην εξέλιξη του κειμένου του 1978, η χώρα το αγιοποίησε: από τότε που κυρώθηκε, η Ισπανία δεν έχει προχωρήσει σε αναθεωρητικό έργο, αποτυγχάνοντας να υλοποιήσει μια υπόσχεση συνυφασμένη με τη μετάβαση στη δημοκρατία.
Σίγουρα, η ισπανική κοινωνία έχει εγκαταλείψει τις αξίες και τις συμπεριφορές που την έδεναν με την εποχή της δικτατορίας. Σαράντα χρόνια μετά το τέλος της λογοκρισίας, στη χώρα μιλάμε πλέον ανοιχτά για την ευθανασία, για τα ζητήματα φύλου, τη σεξουαλικότητα ή τη χρήση ναρκωτικών για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Η συχνότητα και η ελευθερία στην έκφραση με τις οποίες οι τηλεοπτικοί αστέρες απευθύνονται στην εξουσία θυμίζουν περισσότερο τις ΗΠΑ παρά την Καθολική Ευρώπη. Στην Ισπανία του 1978, δεν πήγαιναν όλα τα παιδιά στο σχολείο, οι δρόμοι σε πολλές κωμοπόλεις δεν ήταν καν ασφαλτοστρωμένοι, κάποιες περιοχές δεν είχαν ταχυδρομικές υπηρεσίες, κάποιες άλλες δεν είχαν σύνδεση στο αποχετευτικό δίκτυο, τα μέσα μαζικής μεταφοράς και το σύστημα υγείας παρείχαν μόνο τα στοιχειώδη… Το 2017, ο οικονομικός, κοινωνικός και πολιτιστικός μετασχηματισμός είναι έκδηλος. Ωστόσο, έχοντας επικεντρώσει όλες της τις δυνάμεις σε αυτό το καθήκον, η χώρα παραμέλησε τα υπόλοιπα. Η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1986 κουκούλωσε την απουσία συνταγματικών μεταρρυθμίσεων: αφού η κοινωνία έγινε δημοκρατική μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δεν φανέρωνε άλλωστε ότι οι θεσμοί της τα είχαν καταφέρει επιτυχώς;
Σε αυτό το πλαίσιο, η καταλανική πρόκληση, η οποία παρουσιάζεται ως αποσχιστικό κίνημα, αντλεί την κινητήρια δύναμή της από το χάσμα μεταξύ των Ισπανών και των θεσμών τους, από την απόρριψη της διαφθοράς (παρούσα ωστόσο τόσο στην Καταλονία όσο και αλλού), δίχως να ξεχνάμε και την ιδιαίτερη εχθρότητα απέναντι στα απομεινάρια της απολυταρχίας, πολυάριθμα ακόμη σε μια Ισπανία όπου ο βασιλιάς, η εκκλησία και οι «δυνατοί» παραμένουν οι κυριότεροι ιδιοκτήτες γης στη χώρα –και ως εκ τούτου επωφελούνται από τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη (επιχορηγήσεις 1,85 εκατ. ευρώ για τη δούκισσα της Άλμπα το 2003).
Η αναστολή του καθεστώτος αυτονομίας της Καταλονίας από το Συνταγματικό Δικαστήριο το 2010 αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε τη φωτιά στην πεδιάδα της Καταλονίας. Δύο σημεία αξίζουν επισήμανση σχετικά με αυτό το θέμα. Το πρώτο έχει σχέση με τη συγκυρία: η αναστολή της αυτονομίας πυροδοτήθηκε από το δικαστικό αίτημα του Μαριάνο Ραχόι για λογαριασμό του Λαϊκού Κόμματος, κατά την εποχή των χαμηλότερων εκλογικών επιδόσεών του, με τον ίδιο τον Ραχόι να δέχεται επιθέσεις από τους αντιπάλους του στους κόλπους του Λαϊκού Κόμματος. Ο Ραχόι ανέλαβε τότε την πρωτοβουλία της συλλογής υπογραφών εναντίον του καθεστώτος αυτονομίας της Καταλονίας σε ολόκληρη την Ισπανία, ποντάροντας σε μια πρόκληση που πάντα είχε απήχηση στο πιο αντιδραστικό κομμάτι των ψηφοφόρων του.
Το δεύτερο σημείο έχει τις ρίζες του στην Ιστορία: εξηγεί για ποιον λόγο η αναστολή του καθεστώτος αυτονομίας ξανάνοιξε μια παλιά πληγή και ρίχνει φως στη στρατηγική του προέδρου της Καταλονίας Κάρλες Πουτζδεμόν. Στις 14 Απριλίου 1931, οι Ισπανοί Δημοκρατικοί κέρδισαν τις δημοτικές εκλογές στις περισσότερες μεγάλες πόλεις, ανακηρύσσοντας στη συνέχεια πολλές τοπικές δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένης της Δημοκρατίας της Καταλονίας υπό την ηγεσία του Λουίς Κουμπάνιες, δημοτικού συμβούλου της Esquerra Republicana de Catalunya (ERC, Δημοκρατική Αριστερά της Καταλονίας). Θέτοντας σε εφαρμογή ένα ομοσπονδιακό πρόγραμμα, οι ανεξάρτητες αυτές δημοκρατίες κήρυξαν τη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία, την οποία τερμάτισε ο Φράνκο. Μόλις πέθανε ο δικτάτορας, οι Δημοκρατικοί υποστήριξαν ότι η ομοσπονδιακή δημοκρατία παρέμενε το νόμιμο καθεστώς, στο οποίο όφειλε να επιστρέψει η χώρα. Το ζήτημα –όπως ακριβώς και εκείνο της εδαφικής ενότητας– διευθετήθηκε με συμβιβασμό: οι Καταλανοί εγκατέλειψαν την ιδέα του σχηματισμού ομοσπονδιακής δημοκρατίας και αποδέχθηκαν τόσο τη μοναρχία (άρθρο 1.3 του Συντάγματος) όσο και την «ακατάλυτη ενότητα του ισπανικού έθνους» (άρθρο 2), εγκαταλείποντας το σχέδιο μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας τους όπως το 1931. Σε αντάλλαγμα, απέκτησαν το δικαίωμα να αναπτύξουν δικό τους καθεστώς αυτονομίας και αστικό δίκαιο, έστω και αν παρέμειναν υπό στενή επιτήρηση. Το 2006, προκειμένου να προχωρήσει η μεταρρύθμιση του καταστατικού αυτονομίας, το οποίο διεύρυνε τις αρμοδιότητες της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλονίας, χρειάστηκε: πρώτον, να εξασφαλιστεί η κανονική έγκριση του καταλανικού Κοινοβουλίου, δεύτερον, να εγκριθεί και από τη Βουλή και από τη Γερουσία της Ισπανίας με ενισχυμένη πλειοψηφία, και τρίτον, να επικυρωθεί με δημοψήφισμα. Παρ’ όλο που είχαν εκπληρωθεί όλες οι προϋποθέσεις, το νέο αυτό καταστατικό τέθηκε σε αναστολή μετά από πρωτοβουλία του Λαϊκού Κόμματος το 2010, από ένα Συνταγματικό Δικαστήριο του οποίου η πλειοψηφία των μελών είχαν διοριστεί από τους συντηρητικούς. Εξ ου και η εντύπωση ότι η τρέχουσα κρίση οφείλεται στη σκληρή πτέρυγα του Λαϊκού Κόμματος…
Μέχρι τις εκλογές του 2015, η συντηρητική Δεξιά του CiU (που προέκυψε από τη συμμαχία μεταξύ της Δημοκρατικής Σύγκλισης της Καταλονίας και της Δημοκρατικής Ένωσης της Καταλονίας) είχε ηγεμονικό ρόλο στο καταλανικό Κοινοβούλιο. Πριν από το 2012, αντιμετώπιζε με τρόμο την απόσχιση. Όμως, ο ηγέτης της Αρτούρ Μας διέκρινε στο λαϊκό ρεύμα ανεξαρτησίας –τροφοδοτημένο από τη λιτότητα, που είχε συνδεθεί με τη Μαδρίτη (4)– ένα μέσο για να ξεχαστούν τα σκάνδαλα διαφθοράς, που είχαν τοποθετήσει το CiU στο ίδιο επίπεδο ανυποληψίας με το Λαϊκό Κόμμα. Έτσι, το 2014, η Δεξιά επινόησε ένα δημοψήφισμα με τρεις πιθανές απαντήσεις –ένωση, ομοσπονδία ή ανεξαρτησία: «Θα επιθυμούσατε η Καταλονία να γίνει κράτος; Εάν ναι, θα θέλατε να είναι ανεξάρτητο;» Η ακύρωση του εν λόγω δημοψηφίσματος δεν ενόχλησε τους Συντηρητικούς, ό,τι και αν είχαν δηλώσει δημοσίως, καθώς η επιδίωξή τους ήταν να μετρήσουν τους εκλογείς –όπως ένα συνδικάτο υπολογίζει τους διαδηλωτές– πριν αρχίσουν να διαπραγματεύονται την επαναφορά των άρθρων του Estatut (το καταστατικό της καταλανικής αυτονομίας) που είχαν ανασταλεί. Αν αυτό το κομμάτι της καταλανικής ελίτ ανακτούσε την εξουσία στις επερχόμενες εκλογές, τις οποίες ο Ραχόι επιθυμούσε διακαώς, θα ήταν αναμφίβολα ικανοποιημένο από μια επιστροφή στην προ του 2010 κατάσταση και η θεσμική κρίση (την οποία εκ φύσεως απεχθάνεται) θα λάμβανε τέλος αρκετά γρήγορα.
Όμως, από το 2015, ο κυβερνών συνασπισμός στην Καταλονία κυριαρχείται από τη Δημοκρατική Αριστερά και η σχετική πλειοψηφία του αντέχει χάρη στην υποστήριξη της ριζοσπαστικής αριστεράς της Λαϊκής Ενότητας (CUP). Αυτή η αλλαγή στις εσωτερικές ισορροπίες εξηγεί την εμφάνιση της επιλογής για δημοκρατικό καθεστώς στο δημοψήφισμα του 2017, την αλλαγή στάσης της Μαδρίτης και τη ριζοσπαστικοποίηση των θέσεων μετά την 1η Οκτωβρίου. Υπό αυτές τις συνθήκες, πολύ λίγο πείθει η πρόσφατη από κοινού πρόταση του Σοσιαλιστικού και του Λαϊκού Κόμματος να προχωρήσουν επιτέλους σε μεταρρύθμιση του Συντάγματος: θεωρείται ως η ελάχιστη παραχώρηση που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί εκ μέρους δύο κομμάτων συνυπεύθυνων για σαράντα χρόνια ακινησίας, σε μια χώρα που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Και πλέον δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι και τα πλήθη που βγήκαν στους δρόμους δεν θα απορρίψουν μια συμφωνία επί των ελάχιστων: η «γενική στάση της χώρας» της 3ης Οκτωβρίου (που συγκλήθηκε από τις οργανώσεις των εργοδοτών και όλα τα συνδικάτα, μέχρι την αναρχοσυνδικαλιστική Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας [CNT], μαζί με τις ενώσεις υπέρ της ανεξαρτησίας) λέει πολλά για την απόρριψη των διεφθαρμένων κομμάτων και των απαρχαιωμένων θεσμών από όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Και, από την άλλη πλευρά, οι διαδηλώσεις εναντίον της ανεξαρτησίας δίνουν και αυτές το στίγμα τους στις διεξαγόμενες συζητήσεις, ζητώντας να ακουστεί η «σιωπηλή πλειοψηφία».
Στρατηγική έντασης
Ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων και των μέσων ενημέρωσης της Ισπανίας δίνουν την εντύπωση ότι επικροτούν τη στρατηγική του Ραχόι να μετατρέψει το πολιτικό πρόβλημα σε νομικό (προσφεύγοντας στα ανώτατα δικαστήρια) και ταυτόχρονα να προκαλεί όλο και περισσότερες εντάσεις. Από την άλλη, η έκκληση κάποιων Καταλανών ηγετών για «μόνιμη κινητοποίηση» ή η πρόσφατη εκστρατεία της Λαϊκής Ενότητας (με σύνθημα «Να ζεις σημαίνει να συμμετέχεις») δείχνουν ότι η ριζοσπαστικοποίηση γοητεύει εξίσου και άλλους πρωταγωνιστές του δράματος. Οι αστυνομικές έφοδοι της 1ης Οκτωβρίου κατέληξαν να χωρίσουν την Ισπανία σε δύο στρατόπεδα, και όλοι έκτοτε καλούνται να πάρουν θέση υπέρ εκείνου που υποστηρίζουν. Στις 9 Οκτωβρίου, σε συνέντευξη Τύπου του κόμματος του Ραχόι, όπου ανακοινώθηκε η απόρριψη κάθε διαμεσολάβησης, ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος Πάμπλο Κασάδο προειδοποίησε τον πρόεδρο της Καταλονίας ότι «θα μπορούσε να καταλήξει όπως ο Κουμπάνιες» (5), που εκτελέστηκε από τους υποστηρικτές του Φράνκο το 1940. Μία εβδομάδα αργότερα, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες φυλακίσεις με τη σύλληψη των Ζόρντι Σάντσες και Ζόρντι Κουσάρτ, προέδρους δύο οργανώσεων πολιτών υπέρ της ανεξαρτησίας (Assemblea Nacional Catalana και Òmnium Cultural), με την κατηγορία της υποκίνησης σε στάση.
Ένα πράγμα παραμένει πάντως ανησυχητικό: γιατί ο βασιλιάς μπήκε στο παιχνίδι της έντασης, παρεμβαίνοντας δημοσίως για να ζητήσει από την κυβέρνηση Ραχόι να «αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη»; Κανονικά, το Σύνταγμα ρυθμίζει τις περιπτώσεις όπου μπορεί να πάρει τον λόγο ο μονάρχης, ο οποίος δεν έχει εξουσία επί των υποθέσεων εσωτερικής πολιτικής (ο πατέρας του είχε μιλήσει δύο φορές από την τηλεόραση, χωρίς ποτέ όμως να πάρει θέση). Αντιδρώντας με αυτόν τον τρόπο, ο βασιλιάς Φίλιππος ΣΤ΄ ενισχύει την άποψη ότι η μοναρχία έχει βρεθεί υπό την επιρροή του Λαϊκού Κόμματος (από το οποίο ποτέ δεν είχε πάρει αποστάσεις). Η επιλογή μιας επιθετικής ρητορικής υπό έναν βαρύ διάκοσμο γεμάτο συμβολισμούς (ο βασιλιάς μίλησε μπροστά από το πορτρέτο του προγόνου του Καρόλου Γ΄, ο οποίος επέβαλε τα Καστιλιάνικα σαν μοναδική γλώσσα σε όλη την επικράτεια κατά τον 15ο αιώνα) συνέβαλε στην περαιτέρω όξυνση των πνευμάτων.
Η στρατηγική της έντασης του Μαριάνο Ραχόι ανταποκρίνεται περισσότερο στην ανάγκη να σωθεί το κόμμα του παρά στην επιθυμία να λυθεί το καταλανικό ζήτημα. Από την ακύρωση δεκατεσσάρων άρθρων του καταστατικού αυτονομίας της Καταλονίας το 2010 μέχρι τα πιο πρόσφατα γεγονότα, η επιμονή του να παριστάνει τον μαθητευόμενο μάγο σε μια χώρα που δεν μπόρεσε να επουλώσει επιτυχώς τις πληγές του εμφυλίου πολέμου έχει συνεισφέρει στη νομιμοποίηση της επιλογής της απόσχισης, η οποία μέχρι πρόσφατα είχε την υποστήριξη μόλις του 12% του πληθυσμού της Καταλονίας (6). Μετά την αποτυχία του κοινωνικού κινήματος του 2011 να δώσει ώθηση στην αναγκαία πολιτική αλλαγή και αφού η μακρά κοινοβουλευτική κρίση του 2015-2016 ολοκληρώθηκε με την ανασύνταξη της προηγούμενης κυβέρνησης, η καταλανική πρόκληση αποτελεί απειλή –εξίσου όμως και ευκαιρία: μια ευκαιρία να κατευνάσει τις εντάσεις που διαλύουν την ισπανική κοινωνία, η οποία ενώ έχει γίνει ξεκάθαρα δημοκρατική, η εξέλιξή της παρεμποδίζεται από ένα απαρχαιωμένο Σύνταγμα. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει τα μάτια μας να δουν πέρα από την άμεση επικαιρότητα. Είναι άραγε αυτό ακόμη δυνατόν;