Στις 24 Οκτωβρίου του 1995, το αμερικανικό Κογκρέσο υιοθέτησε με μεγάλη πλειοψηφία ένα κείμενο που αποφάσιζε τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στο Ισραήλ από το Τελ-Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, το αργότερο μέχρι τις 11 Μαΐου 1999. Παρά το γεγονός ότι η μεταφορά συγκαταλεγόταν στις υποσχέσεις που είχε δώσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του το 1992, ο πρόεδρος Κλίντον αρνήθηκε να υπογράψει τον Jerusalem Embassy Act. Οι διάδοχοί του Τζορτζ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα τον μιμήθηκαν, υιοθετώντας και εκείνοι την άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν να περιμένουν την επίλυση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης και να επιμείνουν να υπάρξει διεθνής συναίνεση για το καθεστώς της Ιερουσαλήμ.
Για να μην κυρώσουν τον νόμο, οι διαδοχικοί Αμερικανοί πρόεδροι υπέγραφαν την προσωρινή αναστολή του κάθε εξάμηνο. Το ίδιο έπραξε και ο Τραμπ τον Ιούνιο του 2017. Στις 6 Δεκεμβρίου, με την απόφασή του να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, έθεσε τέλος στην διφορούμενη προσέγγιση του προβλήματος. Κατά κύριο λόγο, παραβιάζει το ψήφισμα 476 του Συμβουλίου Ασφαλείας το οποίο, στις 30 Ιουνίου του 1980, κήρυσσε άκυρα και μη γενόμενα όλα τα υιοθετημένα από το Ισραήλ μέτρα που «τροποποιούν τον γεωγραφικό, δημογραφικό και ιστορικό χαρακτήρα της Αγίας Πόλης». Ένα μήνα αργότερα, η Κνεσέτ (το ισραηλινό Κοινοβούλιο) ψήφισε έναν «Θεμελιώδη Νόμο» που κήρυσσε την πόλη, «ολόκληρη και ενοποιημένη, πρωτεύουσα του Ισραήλ». Στις 20 Αυγούστου, το Συμβούλιο Ασφαλείας αντέδρασε εγκρίνοντας (1) το ψήφισμα 478, με το οποίο καλούσε τα κράτη-μέλη να αποσύρουν τις διπλωματικές αποστολές τους από την Ιερουσαλήμ. Έκτοτε, με ελάχιστες εξαιρέσεις –η Κόστα Ρίκα και το Σαλβαδόρ διατήρησαν την πρεσβεία τους μέχρι το 2006– η Ιερουσαλήμ φιλοξενεί μονάχα ορισμένα προξενεία, ενώ οι πρεσβείες είναι εγκατεστημένες στο Τελ-Αβίβ.
Στο Ισραήλ, η πρωτοβουλία Τραμπ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την κοινή γνώμη (2) και από την εξουσία. Ελάχιστοι ήταν οι σχολιαστές που παρατήρησαν ότι ο Λευκός Οίκος κράτησε επιφυλακτική στάση, χωρίς να αναγνωρίζει την πλήρη και αποκλειστική εθνική κυριαρχία του Ισραήλ πάνω στην Ιερουσαλήμ και διευκρινίζοντας ότι τα συγκεκριμένα όρια θα πρέπει να καθοριστούν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το οριστικό καθεστώς της πόλης. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι, δεδομένου του χρόνου που απαιτείται, τόσο για την αγορά του οικόπεδου στο οποίο θα αναγερθεί η αμερικανική πρεσβεία όσο και για την ολοκλήρωση των οικοδομικών έργων, η μεταφορά στην Ιερουσαλήμ δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο άμεσο μέλλον. Ο μέχρι πρότινος Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλλερσον επανέλαβε αρκετές φορές ότι είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί πριν παρέλθουν δύο ή τρία χρόνια. Με άλλα λόγια, μετά τη λήξη της θητείας του Τραμπ…
Ωστόσο, για την παλαιστινιακή διοίκηση, πρόκειται για ένα ρήγμα στη διεθνή νομιμότητα, στην οποία στηρίζονται –ήδη από την αρχή τους– οι ειρηνευτικές συνομιλίες. Πρόκειται επίσης για μια νέα αποτυχία της στρατηγικής της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) απέναντι στο Ισραήλ: οι αιτίες της είναι πολλαπλές. Ορισμένες ανάγονται στις απαρχές της «διαδικασίας του Όσλο». Στις 29 Ιουλίου του 1993, ενώ βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη οι μυστικές διαπραγματεύσεις στο Χαλβερσμπόλε της Νορβηγίας, ο Ισραηλινός νομικός σύμβουλος Γιοέλ Σίνγκερ έγραφε τα εξής σε μια αναφορά που έστειλε στην Ιερουσαλήμ, στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Γιτζάκ Ραμπίν και στον Υπουργό Εξωτερικών Σιμόν Πέρες: «Η ΟΑΠ σκοπεύει να αναβάλει τη μεταβίβαση των πολιτικών εξουσιών μέχρι την αποχώρηση της Τσαχάλ (3) από τη Γάζα και την Ιεριχώ. Μας εξήγησαν ότι αυτές οι εξουσίες θα πρέπει να μεταβιβαστούν στην ΟΑΠ της Τύνιδας κατά την άφιξή της στη Γάζα και όχι στους (…) Παλαιστινίους του εσωτερικού» (4). Εκείνη την εποχή, η διοίκηση της ΟΑΠ βρισκόταν στην Τύνιδα (Τυνησία) και επιδίωκε να διατηρήσει κυρίαρχο ρόλο στις διαπραγματεύσεις και να περιορίσει την επιρροή των πολιτικών προσωπικοτήτων που ζούσαν στα κατεχόμενα εδάφη. Λόγω αυτής της αντιπαλότητας, έγινε ήδη από την αρχή των διαπραγματεύσεων αισθητή η απουσία των ηγετικών στελεχών από το εσωτερικό, που γνώριζαν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο την κατάσταση που επικρατούσε επί τόπου.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την αυτονομία της Γάζας και της Ιεριχούς, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στα μέσα Οκτωβρίου 1993 στην Τάμπα της Αιγύπτου, στο ανατολικό τμήμα της Χερσονήσου του Σινά, μπορούσες να νιώσεις την απογοήτευση του Χαλίλ Τουφακτζί, του Παλαιστίνιου χαρτογράφου από την Ανατολική Ιερουσαλήμ, στον οποίο δεν επιτράπηκε η είσοδος στην αίθουσα των συνομιλιών. Τα ηγετικά στελέχη που είχαν έλθει από την Τύνιδα διέπρατταν απανωτά λάθη, έκαναν λάθη στη χάραξη της συνοριακής γραμμής στην Ιεριχώ… Ήταν ενδιαφέρον να παρατηρήσει κάποιος τη διαφορά στον υλικοτεχνικό εξοπλισμό που διέθεταν οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι. Οι πρώτοι διέθεταν φορητούς υπολογιστές τελευταίας τεχνολογίας και στοίβες ολόκληρες CD με προσομοιώσεις που τους είχαν ετοιμάσει διακεκριμένοι νομικοί. Οι δεύτεροι κρατούσαν σημειώσεις σε χάρτινα μπλοκ. Μονάχα αργότερα η ΟΑΠ προσέφυγε στις υπηρεσίες νομικών με μεγαλύτερο επαγγελματισμό, εξειδικευμένων στο διεθνές δίκαιο. Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Παλαιστίνιοι δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν αυτήν την εγγενή ασυμμετρία που υπήρχε ανάμεσα σε ένα οργανωμένο κράτος και σε μια απελευθερωτική οργάνωση.
Η ομάδα του Φεϊζάλ αλ-Χουσεΐνι (1940-2001), του εξαιρετικά δημοφιλούς ηγέτη των Παλαιστινίων του εσωτερικού, δεν σταμάτησε να προειδοποιεί για τον κίνδυνο της εξάπλωσης των ισραηλινών οικισμών στα κατεχόμενα εδάφη. Ωστόσο, σε όλες τις συμφωνίες που υπέγραψε η ΟΑΠ, τίποτε δεν αναφέρει ρητά το πάγωμα της δημιουργίας οικισμών, παρά το γεγονός ότι θεωρείται παράνομη από το διεθνές δίκαιο και από πολλά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (το τελευταίο από αυτά, το υπ’ αριθμόν 2334, χρονολογείται από τον Δεκέμβριο του 2016).
Οι Παλαιστίνιοι θεωρούν ότι δύο κείμενα που υπέγραψε το Ισραήλ απαγορεύουν τη δημιουργία οικισμών. Η Δήλωση Αρχών του Σεπτεμβρίου 1993 ορίζει στο άρθρο IV ότι «οι δύο πλευρές θεωρούν τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας ως ενιαία εδαφική ενότητα, της οποίας η ακεραιότητα θα διατηρηθεί κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου». Η ενδιάμεση συμφωνία για την αυτονομία (αποκαλούμενη συχνά Όσλο ΙΙ) του Σεπτεμβρίου 1995 (άρθρο ΧΧΧΙ-7) διευκρινίζει: «Καμία από τις δύο πλευρές δεν θα αναλάβει πρωτοβουλίες και δεν θα υιοθετήσει μέτρα που ενδέχεται να τροποποιήσουν το καθεστώς της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, εν αναμονή του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων για το μόνιμο καθεστώς αυτών των περιοχών».
Όλες οι ισραηλινές κυβερνήσεις απορρίπτουν τα παλαιστινιακά επιχειρήματα. Το 1996, στελέχη προσκείμενα στον Παλαιστίνιο ηγέτη της ΟΑΠ Γιασέρ Αραφάτ μού εξέθεσαν την εξής άποψη σχετικά με αυτό το ζήτημα: «Δεν πρόκειται για κάτι σημαντικό. Σε κάθε περίπτωση, θα έχουμε το δικό μας κράτος το 1999 και οι ισραηλινοί οικισμοί δεν θα είναι πλέον εδώ!» Τον Μάιο του 2001, έθεσα το ερώτημα στον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής: «Ο αριθμός των εποίκων στην Δυτική Όχθη αυξάνεται κάθε μήνα… Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό το ζήτημα;» Η απάντησή του υπήρξε λακωνικότατη: «Θα φύγουν! Θα φύγουν!».
Ο Αραφάτ θεωρούσε ότι θα μπορούσε να ρυθμίσει το πρόβλημα με έναν συμβιβασμό. Με μια ανταλλαγή εδαφών ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη, με την οποία θα καθίστατο εφικτή η μετεγκατάσταση των εποίκων που είχαν εγκατασταθεί στην καρδιά της Δυτικής Όχθης σε περιοχές που βρίσκονταν στην «πράσινη γραμμή», στο σύνορο που είχε γεννηθεί από τη συμφωνία ανακωχής της 3ης Απριλίου 1949 ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Ιορδανία. Μετά την αποτυχία των τελικών διαπραγματεύσεων της Τάμπα, τον Ιανουάριο του 2001, οι δύο πλευρές παρέδωσαν στον απεσταλμένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μιγκουέλ Ανχελ Μορατίνος έναν κατάλογο με τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας (5): «Η ισραηλινή πλευρά δήλωσε ότι, για λόγους ασφαλείας, δεν θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει οικισμούς στην κοιλάδα του Ιορδάνη, γεγονός που απεικονίζεται στους χάρτες τους οποίους προτείνει. Οι ισραηλινοί χάρτες στηρίχθηκαν σε μια δημογραφική λογική, που περιλαμβάνει τους οικισμούς στους οποίους ζει το 80% των εποίκων. Η ισραηλινή πλευρά συνέταξε έναν χάρτη που παρουσιάζει την προσάρτηση του 6% των παλαιστινιακών εδαφών. (…) Η παλαιστινιακή πλευρά προέβλεπε ότι το Ισραήλ θα προσαρτήσει το 3,1% της Δυτικής Όχθης, και μάλιστα στο πλαίσιο μιας ανταλλαγής εδαφών». Μια διαφορά της τάξης του 2,9% μονάχα…
Ωστόσο, δεν κατέστη δυνατόν να ξεπεραστεί το μπλοκάρισμα στο ζήτημα της Ιερουσαλήμ. Οι δύο πλευρές αναγνώριζαν ότι είχαν συνάψει επιμέρους συμφωνίες σχετικά με τις νέες ισραηλινές συνοικίες της Ανατολικής Πόλης και οι Παλαιστίνιοι ήταν έτοιμοι να δεχθούν την ισραηλινή κυριαρχία στην εβραϊκή συνοικία της Παλιάς Πόλης, σε ένα τμήμα της Αρμενικής Συνοικίας και στο Δυτικό Τείχος (Τείχος των Δακρύων), του οποίου το μήκος όφειλε να καθοριστεί. Ωστόσο, κατέστη αδύνατον να επιτευχθεί συμφωνία για την Πλατεία των Τζαμιών (ή Χαράμ αλ-Σαρίφ, «ευγενές άδυτο»), ιερού τόπου των Μουσουλμάνων όπου βρίσκονται ο Θόλος του Βράχου και το Τέμενος Αλ-Ακσά (θεωρούν ότι από αυτό το σημείο ο προφήτης Μωάμεθ ξεκίνησε την ανάληψή του στον ουρανό). Για τους Εβραίους, σε αυτό το σημείο βρισκόταν ο Ναός του Σολομώντα, η ιερότερη τοποθεσία για τον ιουδαϊσμό.
Ο νόμος της πλειοψηφίας
Μια νύχτα του Μαρτίου του 2002, μετά από μια μακρά συνομιλία με τον Αραφάτ, ένας από τους στενούς συνεργάτες του μου εξομολογήθηκε, διακριτικά και ζητώντας μου να το κρατήσω μυστικό: «Ξέρετε… το όνειρο του Αμπού Αμάρ [πολεμικό ψευδώνυμο του Παλαιστινίου προέδρου] είναι να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης στο Χαράμ αλ-Σαρίφ. Έτσι, θα μπορούσε να πει: “Δεν υπάρχει κανείς λόγος για να αποφασίσει ένας Παλαιστίνιος να επιστρέψει στο Ισραήλ και να γίνει Ισραηλινός υπήκοος. Οι Παλαιστίνιοι θα έρθουν μαζί μας για να οικοδομήσουμε το δικό μας κράτος!”». Σκόπευε με λίγα λόγια να ανταλλάξει την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του παλαιστινιακού κράτος με την παραίτηση από το δικαίωμα της επιστροφής των προσφύγων στον τόπο καταγωγής τους.
Ήδη, στις 10 Δεκεμβρίου του 2000, την επομένη μιας συνόδου μυστικών διαπραγματεύσεων στο ξενοδοχείο David Intercontinental του Τελ-Αβίβ, ο Παλαιστίνιος διαπραγματευτής Γιάσερ Αμπέντ Ράμπο δήλωνε ενώπιον του τηλεοπτικού φακού: «Αυτή τη φορά, πιστεύω ότι θέλουν όντως να καταλήξουμε σε μια συμφωνία, ίσως επειδή φοβούνται τη νίκη της Δεξιάς στις ερχόμενες εκλογές. Θεωρώ ότι θα μπορέσουμε να συνάψουμε την συμφωνία σε δύο ή τρεις εβδομάδες. Για πρώτη φορά, οι Ισραηλινοί δέχτηκαν την αρχή της παλαιστινιακής κυριαρχίας στο Χαράμ αλ-Σαρίφ». Το απόγευμα, ο Γκιλάντ Σερ, επικεφαλής της ομάδας των διαπραγματευτών του Εργατικού πρωθυπουργού Εχούντ Μπαράκ, ξεκαθάριζε τα πράγματα: «Αδυνατώ να κατανοήσω πώς οι Παλαιστίνιοι έφτασαν στο σημείο να θεωρήσουν ότι ήμασταν πρόθυμοι να παραιτηθούμε από την κυριαρχία μας στο Όρος του Ναού». Ο Ισραηλινός Υπουργό Εξωτερικών Σλόμο Μπεν-Αμί δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να προβεί σε αυτήν τη θεμελιώδη παραχώρηση και, καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν, οι Παλαιστίνιοι έλπιζαν –και μάταια περίμεναν– να την επαναλάβει η ισραηλινή αντιπροσωπεία (6).
Τον Ιούλιο του 2000, η Διάσκεψη Κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ, που αποσκοπούσε στην επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας ανάμεσα στους Ισραηλινούς και στους Παλαιστινίους, είχε αποτύχει να δώσει λύση στο ζήτημα αυτού του Αγίου Τόπου. Για την ισραηλινή ηγεσία, ήταν αδιανόητο να τίθεται θέμα παλαιστινιακής κυριαρχίας στην Πλατεία των Τζαμιών. Ο Μπαράκ υπήρξε κατηγορηματικός: «Δεν γνωρίζω κανέναν αρχηγό κυβέρνησης που θα δεχόταν να υπογράψει τη μεταφορά εθνικής κυριαρχίας πάνω στο Πρώτο και στο Δεύτερο Τέμενος [Πλατεία των Τζαμιών], περιοχή η οποία αποτελεί τη βάση του σιωνισμού. (…) Μια παλαιστινιακή κυριαρχία στην Παλαιά Πόλη θα ήταν τόσο ανυπόφορη όσο και ένα πένθος. Όμως, χωρίς χωρισμό από τους Παλαιστινίους, χωρίς τερματισμό της σύγκρουσης, θα βυθιστούμε στην τραγωδία» (7).
Τον Αύγουστο του 2003, ο Αραφάτ εξουσιοδότησε ορισμένους από τους κυριότερους συμβούλους του, καθοδηγούμενους από τον Αμπέντ Ράμπο, να διαπραγματευτούν με μια αντιπροσωπεία της αριστερής ισραηλινής αντιπολίτευσης, στην οποία ηγούνταν οι Γιόσι Μπεϊλίν και Αμόν Λιπκίν-Σαχάκ (πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου). Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους κατέληξαν σε συμφωνία. Ονομάστηκε «Πρωτοβουλία της Γενεύης» και στηριζόταν στην αρχή του trade–off («ανταλλαγή»), την οποία αρνείται το Ισραήλ. Σύμφωνα με αυτήν, οι Παλαιστίνιοι θα παραιτούνταν από το δικαίωμα της επιστροφής των προσφύγων και θα ελάμβαναν ως αντάλλαγμα την κυριαρχία στο Χαράμ αλ-Σαρίφ. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν χαρακτήρισε «προδότες» όσους Ισραηλινούς υπέγραψαν το κείμενο. Αντίθετα, ο Αραφάτ συνεχάρη τους διαπραγματευτές που πέτυχαν την υπογραφή ενός κειμένου δίχως καμία πρακτική σημασία.
Ο Μαχμούντ Αμπάς, ο οποίος εξελέγη ηγέτης της Αυτόνομης Παλαιστινιακής Αρχής και της ΟΑΠ μετά τον θάνατο του Αραφάτ το 2004, το μόνο που κατόρθωσε ήταν να διαχειριστεί, με μεγάλη δυσκολία, το ισχύον καθεστώς. Ανασυγκρότησε την παλαιστινιακή αστυνομία και τις υπηρεσίες ασφαλείας που είχαν διαλυθεί εντελώς κατά τη συντριβή της δεύτερης Ιντιφάντα από τους Ισραηλινούς, αποκατέστησε τον συντονισμό για ζητήματα ασφαλείας με τον ισραηλινό στρατό και το Shin Beth (ισραηλινή υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας) και κατήγαγε ορισμένες διπλωματικές νίκες, όπως για παράδειγμα την ένταξη της Παλαιστίνης ως κράτος στην Unesco το 2011. Την επόμενη χρονιά, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώρισε στην Παλαιστίνη το καθεστώς του κράτους-παρατηρητή, αλλά όχι του κράτους-μέλους του οργανισμού.
Ωστόσο, η κυριότερη εξέλιξη συνίσταται στην αλλαγή του Ισραήλ με την πάροδο του χρόνου. Ο Αμπάς βρίσκεται αντιμέτωπος με μία από τις πλέον δεξιές κυβερνήσεις στην ιστορία της χώρας, στην οποία τον τόνο δίνουν τα θρησκευτικά και τα μεσσιανικά στοιχεία. Στο εσωτερικό του Ισραήλ, η κυβέρνηση Νετανιάχου θεωρεί τη δημοκρατία ως τον νόμο της πλειοψηφίας: στη μειοψηφία παρέχεται η ελάχιστη δυνατή προστασία. Σκοπεύει δε να ορίσει το Ισραήλ ως ένα εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος –με αυτήν τη σειρά– στο οποίο μονάχα οι Εβραίοι θα έχουν πλήρη δικαιώματα. Τον Μάρτιο του 2016, το 79% των Ισραηλινών Εβραίων που ρωτήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας δημοσκόπησης τάχθηκαν υπέρ μιας «προνομιακής μεταχείρισης των Εβραίων». Δηλαδή υπέρ της θέσπισης διακρίσεων εις βάρος των μη Εβραίων (8).
Συνεπώς, η προοπτική μιας λύσης που θα προβλέπει την ύπαρξη δύο κρατών δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός. Η κατοχή της Δυτικής Όχθης διαιωνίζεται, καθώς σχεδόν 400.000 Ισραηλινοί έποικοι ζουν σε οικισμούς που βρίσκονται στο 60% της Δυτικής Όχθης, με αποτέλεσμα τα εδάφη να έχουν προσαρτηθεί εκ των πραγμάτων στο Ισραήλ. Σε αυτόν τον αριθμό δεν περιλαμβάνονται τα 200.000 άτομα που κατοικούν στις νέες εβραϊκές συνοικίες της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Συγκριτικά, το 1996, μονάχα 151.200 Ισραηλινοί κατοικούσαν σε οικισμούς στη Γάζα ή στη Δυτική Όχθη. Η ισραηλινή Αριστερά και οι ισραηλινές ΜΚΟ που τολμούν να ασκήσουν κριτική και να αγωνιστούν ενάντια στην κατοχή χαρακτηρίζονται συχνά από την εξουσία ως «αντιπατριωτικές», ακόμα και ως «προδοτικές». Μάλιστα, έχουν ψηφιστεί και νόμοι που παρεμποδίζουν τις δραστηριότητές τους (9).
Όλα αυτά οδηγούν τον Μάτι Στάινμπεργκ, πρώην επικεφαλής των αναλυτών του Shin Beth (10), στο συμπέρασμα ότι «το ισχύον καθεστώς δεν είναι σταθερό, αλλά εξελίσσεται προς μια κατεύθυνση που οδηγεί αναπόφευκτα τις δύο πλευρές προς την κινούμενη άμμο μιας πραγματικότητας στην οποία θα υπάρχουν δύο έθνη: το Ισραήλ θα κυριαρχεί και θα προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του στους Παλαιστινίους, που θα βρίσκονται έγκλειστοι σε εδαφικούς θύλακες» (11).