;
Η βιολογική γεωργία συνίσταται από πρακτικές που αποσκοπούν στην προστασία των οικοσυστημάτων και στη δίκαιη αντιμετώπιση των αγροτών. Οι επιπτώσεις της πάνω στο περιβάλλον και στην υγεία είναι μικρότερες κυρίως λόγω της μη χρήσης συνθετικών φυτοφαρμάκων. Τα χημικά μόρια που παρασκευάζονται μέσα σε εργαστήρια και χρησιμοποιούνται στη φυτοπροστασία αποτέλεσαν παράγοντα που συνέβαλε στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όμως, εδώ και μερικές δεκαετίες, αυξάνεται η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων που συνεπάγεται η εντατική χρήση ολοένα περισσότερο ποικιλόμορφων χημικών προϊόντων.
Για παράδειγμα, την τελευταία εικοσαετία καταγράφεται μια γενικευμένη ρύπανση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων από νιτρικά άλατα και ουσίες που περιέχουν τα προϊόντα φυτοπροστασίας. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία των γαλλικών Οργανισμών Υδάτων για το 2014, το 87% των παρακολουθούμενων υδάτινων ροών περιείχαν τουλάχιστον ένα φυτοφάρμακο (1). Οι δύο συχνότερα ανιχνευόμενες ουσίες είναι το AMPA, ένας μεταβολίτης της γλυφοσάτης, του περιβόητου παρασιτοκτόνου που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει κατατάξει στις πιθανώς καρκινογόνες ουσίες. Μεταξύ 1994 και 2013, το 39% των περιπτώσεων κλεισίματος σημείων υδροληψίας οφειλόταν στη ρύπανση από νιτρικά άλατα και φυτοφάρμακα (2). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το κόστος της γεωργικής ρύπανσης και της αντιμετώπισής της στη Γαλλία κυμαίνεται μεταξύ 640 και 1.140 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως (3). Όπως εξηγεί η Πατρίσια Μπλαν, γενική διευθύντρια του Οργανισμού Υδάτων Σηκουάνα-Νορμανδίας, «γνωρίζουμε ότι η πρόληψη κοστίζει λιγότερο από την αποκατάσταση. Έτσι, εδώ και είκοσι περίπου χρόνια, οι Οργανισμοί Υδάτων έχουν αρχίσει να χρηματοδοτούν προγράμματα αλλαγής των καλλιεργητικών πρακτικών, καθώς αντιμετωπίζουμε πραγματικό πρόβλημα ρύπανσης των υδάτων».
Η συμβατική γεωργία έχει επίσης επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Όπως συνοψίζει ο Αξέλ Ντεκουρτύ, επιστημονικός διευθυντής του γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Γεωπονικής Έρευνας (INRA), «όλες οι μελέτες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: μείωση του αριθμού των ειδών των εντόμων». Τον Οκτώβριο του 2017, μια νέα μελέτη τεκμηρίωσε την απώλεια κατά 76% έως 82% της βιομάζας των ιπτάμενων εντόμων μέσα σε 27 χρόνια, σε διάφορες τοποθεσίες της Γερμανίας (4). Όσον αφορά τα πουλιά, ο αριθμός των ειδών τους στις αγροτικές περιοχές μειώθηκε στο ήμισυ μεταξύ 1989 και 2013 (5). Προφανώς, ο καθορισμός των ακριβών αιτίων της μείωσης της βιοποικιλότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η εξάπλωση των ασθενειών, η εξάλειψη των βιοτόπων και η χρήση προϊόντων φυτοπροστασίας είναι οι σημαντικότερες αιτίες που προτείνονται. Ωστόσο, σύμφωνα με ένα σοβαρά τεκμηριωμένο άρθρο, τα φυτοφάρμακα διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εντόμων επικονιαστών (6).
Όσον αφορά τους βιοτόπους, οι βιοκαλλιεργητές προτιμούν τα λιβάδια και την εναλλαγή των καλλιεργειών, τη φύτευση πυκνών δενδροστοιχιών που χρησιμεύουν ως φράχτες-ασπίδα προστασίας από τους ανέμους, καθώς επίσης και την καλλιέργεια συνδυασμών φυτών. Όπως επιβεβαιώνει η Νατασά Σοτερό, αγρο-οικονομολόγος στο Τεχνικό Ινστιτούτο Βιολογικής Γεωργίας, «η βιοδιαφοροποίηση αποτελεί κομβικό στοιχείο της αγροοικολογίας». Αυτές οι πρακτικές αυξάνουν τον αριθμό των φυτών, των αραχνών, των πουλιών, ακόμα και των θηλαστικών. Η αύξηση των διαθέσιμων διατροφικών πόρων αυξάνει επίσης των αριθμό των αποκαλούμενων «βοηθητικών ειδών» (νυχτερίδες, σκαντζόχοιροι, ερπετά, ορισμένα έντομα ή ακάρεα…) που περιορίζουν τις πιέσεις εκ μέρους των επιβλαβών ειδών.
Όταν παρατηρούμε τις επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, τα εδάφη συχνά είναι ο μεγάλος ξεχασμένος. Κι όμως, πλήττεται εξίσου από τη σημαντική χρήση φυτοφαρμάκων και αζωτούχων ή φωσφορικών ενώσεων. Η υπερβολική χρήση λιπασμάτων προκαλεί την οξίνησή του, ενώ πυροδοτεί και την μεγάλη εξάπλωση των φυκιών, με αποτέλεσμα λ.χ. οι ακτές της Βρετάνης να πλημμυρίζουν κυριολεκτικά από φύκια (7). Τα συνθετικά φυτοφάρμακα μολύνουν το έδαφος και καταστρέφουν τους μικροβιακούς πληθυσμούς που ζουν σε αυτό. Αντίθετα, η βιολογική γεωργία ευνοεί τη μεγαλύτερη εδαφοκάλυψη και έτσι μειώνεται η διάβρωση του εδάφους. Γενικότερα, στα βιολογικά αγροκτήματα, το έδαφος φιλοξενεί μεγαλύτερες ποσότητες (ζωντανής) οργανικής ύλης, που εκτιμώνται στους 3,74 τόνους οργανικού άνθρακα ανά στρέμμα, έναντι 2,67 στα συμβατικά αγροκτήματα (8). Στη βιολογική γεωργία, το 64% των μεγάλων γεωργικών εκμεταλλεύσεων περιλαμβάνει ένα λιβάδι, έναντι 16% των συμβατικών, αλλά και περισσότερες καλλιέργειες οσπρίων κατά την εναλλαγή των καλλιεργειών, καθώς και μεγαλύτερη εδαφοκάλυψη κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών (9). Αυτές οι πρακτικές ευνοούν την παγίδευση άνθρακα στο έδαφος, γεγονός που μπορεί να συμβάλλει στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής.
Η αξιολόγηση των γεωργικών συστημάτων προϋποθέτει ότι θα ληφθούν υπόψη και οι κοινωνικές επιπτώσεις τους. Για παράδειγμα, στη βιολογική γεωργία, η διαφοροποίηση των προϊόντων και των κυκλωμάτων εμπορίας απαιτούν περισσότερους εργαζομένους. Μια έκθεση για τις εξωτερικές επιπτώσεις της βιολογικής γεωργίας αποκαλύπτει ότι, στα δύο τρίτα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας (10). Εξάλλου, σε αρκετές περιπτώσεις όπου οι συμβατικοί αγρότες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, το πέρασμα στη βιολογική γεωργία αποδεικνύεται μια βιώσιμη επιλογή: έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, την περίοδο 2005-2016, οι εκτάσεις που καλλιεργούνται βιολογικά στη Γαλλία πέρασαν από το 2% στο 5,7% του συνόλου. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται στην παραγωγή γάλακτος, φρούτων και λαχανικών. Όπως σημειώνει ο Μαρκ Μπενουά, οικονομολόγος και συντονιστής της Εσωτερικής Επιτροπής για τη Βιολογική Γεωργία του INRA, «συχνά τα οικονομικά διακυβεύματα αποτελούν το κίνητρο για την αλλαγή προσανατολισμού. Πρόκειται για το περιβόητο ψαλίδι των τιμών: η τιμή των τροφίμων μειώνεται, ενώ αυξάνεται η τιμή της ενέργειας, των λιπασμάτων και των προϊόντων φυτοπροστασίας. Όσον αφορά το γάλα, οι κτηνοτρόφοι διαπιστώνουν ότι με το βιολογικό η κατάσταση είναι καλύτερη, ότι υπάρχει μεγαλύτερη κερδοφορία».
Παραδόξως, αυτά τα στοιχεία σπανίως προβάλλονται. Τα πειστικότερα επιχειρήματα συνδέονται κυρίως με την υγεία. Προσφέρει όμως όντως αποτελέσματα η βιολογική γεωργία σε αυτό το πεδίο; Προκειμένου να επαληθευθεί ο ισχυρισμός, οφείλουμε να εξετάσουμε τις επιπτώσεις της άμεσης και της έμμεσης έκθεσης στα προϊόντα φυτοπροστασίας. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των αγροτών και των κατοίκων παραποτάμιων περιοχών, οι καταναλωτές δεν βρίσκονται σε άμεση επαφή με αυτά τα προϊόντα. Ωστόσο, οι συνολικές θετικές επιπτώσεις του συστήματος της βιολογικής γεωργίας ξεπερνούν το μεμονωμένο άτομο και είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε το όφελος που προκύπτει για το σύνολο του πληθυσμού. Καταρχάς, να σημειώσουμε ότι –παραδόξως– ορισμένα βιολογικά προϊόντα περιέχουν ίχνη συνθετικών φυτοφαρμάκων: σύμφωνα με μια έκθεση του 2015, αυτό ίσχυε για το 45% των συμβατικών προϊόντων, αλλά και για το 12% των βιολογικών (11). Αυτό οφείλεται στην επιμόλυνση από γειτονικές καλλιέργειες ή κατά τη διάρκεια της μεταποίησής τους.
Η άμεση έκθεση σε πολλά προϊόντα φυτοπροστασίας προκαλεί διάφορα προβλήματα υγείας (καρκίνους, δυσπλασίες κ.λπ.). Το 2013, ομάδα ειδικών του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας και Ιατρικής Έρευνας (INSERM) προέβη σε μια ανασκόπηση και σύνθεση της επιστημονικής βιβλιογραφίας αναφορικά με τις επιπτώσεις των φυτοφάρμακων στην υγεία (12). Σύμφωνα με τον Πιερ Λεμπαγύ, επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Caen-Normandie και ερευνητή στο Centre François Baclesse, «καταρχάς παρατηρήθηκε ότι, συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό, οι αγρότες παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα καρκίνων του πεπτικού συστήματος και του παχέος εντέρου, καθώς επίσης και καρκίνων που συνδέονται με το κάπνισμα (καρκίνος των ανώτερων αναπνευστικών οδών, του παγκρέατος και της ουροδόχου κύστης). Αυτό ωστόσο εξαρτάται από την ηλικία και από τη φύση της εργασίας».
Αντίθετα, εντοπίστηκε συσχετισμός μεταξύ της χρήσης συνθετικών φυτοφαρμάκων και του κινδύνου της εμφάνισης της ασθένειας Πάρκινσον, Μη-Hodgkin Λεμφωμάτων (καρκίνοι του λεμφικού συστήματος), πολλαπλών μυελωμάτων (καρκίνοι του αίματος) ή Αλτσχάιμερ. Εκτιμάται ότι τα άτομα που χειρίζονται φυτοφάρμακα και οι εργαζόμενοι που τα παράγουν έχουν 12-28% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο του προστάτη, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια ποιες ουσίες τον προκαλούν. Για τις γυναίκες που εκτίθενται σε αυτές τις ουσίες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι έρευνες τεκμαίρουν ότι υπάρχει σχέση με την εμφάνιση εκ γενετής παραμορφώσεων ή λευχαιμιών. Στις ύποπτες ουσίες για την πρόκληση Μη-Hodgkin Λεμφωμάτων συγκαταλέγονται συχνά το DDT, το λινδάνιο και το μαλαθείο. Μετά από μακροχρόνιους αγώνες, η ασθένεια του Πάρκινσον και τα Μη-Hodgkin Λεμφώματα αναγνωρίστηκαν ως επαγγελματικές ασθένειες.
Έκτοτε, προέκυψαν νέα αποδεικτικά στοιχεία χάρη και σε άλλες μελέτες. Η ομάδα Agrican (ξεκίνησε το 2005) έχει ως αντικείμενό της τον υπολογισμό της εμφάνισης καρκίνων στους αγρότες κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τουλάχιστον δέκα ετών. Ο Πιέρ Λεμπαγύ εξηγεί ότι «για την ώρα, συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό, παρατηρούμε αυξημένη συχνότητα εμφάνισης (από 5% έως 30%) των Μη-Hodgkin Λεμφωμάτων, των καρκίνων του προστάτη και μορφών καρκίνων του δέρματος όπως τα μελανώματα». Αρκετές μελέτες επικεντρώθηκαν στο εντομοκτόνο χλωροπυριφός, καθώς σε περίπτωση έκθεσης σε αυτήν την ουσία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Ο Φιλίπ Γκρανζάν, επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Δανίας, επιμένει: «Σήμερα, είναι βέβαιο ότι το DDT και το χλωροπυριφός είναι επικίνδυνα για την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Όμως, περισσότερα από εκατό φυτοφάρμακα ενδέχεται να έχουν επίσης επιπτώσεις στον εγκέφαλο. Χρειαζόμαστε πολλές αποδείξεις προκειμένου να τεκμηριώσουμε αυτήν την υπόθεση. Υπάρχει ήδη πλήθος ερευνών, συχνά όμως παρατηρούμε πολλαπλές εκθέσεις σε φυτοφάρμακα που καθιστούν δύσκολη υπόθεση την απομόνωση των επιπτώσεων μιας συγκεκριμένης ουσίας». Η Ναταλί Ζας, ιστορικός στο INRA, θεωρεί ότι η πραγματικότητα των προβλημάτων υγείας που οφείλονται στα φυτοφάρμακα συσκοτίζεται από την έλλειψη στοιχείων, καθώς δεν είναι εύκολο να συσχετιστούν οι παθήσεις και να συνδυαστούν με την έκθεση σε χαμηλές δόσεις. Παρατηρεί επίσης ότι η Γαλλία αδιαφορεί την τελευταία τριακονταετία γι’ αυτά τα ζητήματα, θεωρώντας τα το «κυριότερο τίμημα για την τεχνική πρόοδο της γεωργίας» (13).
Μετά τη δεκαετία του 1980, κάποιες έρευνες επικεντρώθηκαν στην ποιότητα των τροφίμων της βιολογικής γεωργίας. Όπως υπογραμμίζει ο Ντενί Λαιρόν, ομότιμος διευθυντής ερευνών του INSERM ειδικευμένος σε διατροφικά ζητήματα, «αποδεικνύουν ότι τα βιολογικά προϊόντα περιέχουν μεγαλύτερες ποσότητες καροτενοειδών [αντιοξειδωτικών], λιπαρών οξέων και βιταμίνης Ε». Τον Οκτώβριο του 2017, μια μελέτη προχώρησε στη σύνθεση του συνόλου των γνώσεων που έχουν αποκτηθεί γύρω από αυτό το ζήτημα (14). Ο Άξελ Μίε, ένας από τους συγγραφείς του άρθρου και ερευνητής στο σουηδικό Ινστιτούτο Καρολίνσκα, προτιμά τη μετριοπάθεια: «Στα πλέον βέβαια αποτελέσματα, σημειώνεται μια διαφορά όσον αφορά τις πολυφαινόλες, πιο σημαντική στα βιολογικά φρούτα και λαχανικά, και λιγότερο κάδμιο [τοξικό μέταλλο]. Ωστόσο, η διαφορά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη».
Μικρότερος κίνδυνος παχυσαρκίας
Στη Γαλλία, το 2009 δρομολογήθηκε μια μεγάλη επιδημιολογική μελέτη: η NutriNet-Santé (15). Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματά της, η διατροφή με βιολογικά προϊόντα μειώνει τον κίνδυνο υπερβολικού βάρους κατά 23% και τον κίνδυνο παχυσαρκίας κατά 30% (16). Η Εμανυέλ Κες-Γκυγιό, επιδημιολόγος του INRA και υπεύθυνη της μελέτης, σημειώνει: «Καταφέρνοντας να απομονώσουμε τους παράγοντες που συνδέονται με τον τρόπο ζωής, παρατηρήσαμε χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας. Μπορούμε να διαπιστώσουμε διαφορά ακόμα και ανάμεσα σε άτομα που όλα τους έχουν ισορροπημένη διατροφή». Για την εξήγηση αυτού του φαινομένου προτείνονται δύο υποθέσεις. Η πρώτη ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες λιπαρών οξέων ωμέγα 3 και αντιοξειδωτικών στα βιολογικά προϊόντα περιορίζει το μεταβολικό σύνδρομο που μπορεί να προκαλέσει παχυσαρκία και διαβήτη τύπου 2. Σύμφωνα με τη δεύτερη, τα άτομα που ακολουθούν ισορροπημένη διατροφή καταναλώνουν περισσότερα φρούτα και λαχανικά: ωστόσο, όταν αυτά δεν προέρχονται από τη βιολογική γεωργία, περιέχουν πλήθος ουσιών που προέρχονται από τα προϊόντα φυτοπροστασίας. Και πολλές μελέτες καταγράφουν συσχέτιση της έκθεσης σε φυτοφάρμακα με την αύξηση της παχυσαρκίας και του διαβήτη τύπου 2.
Τα προβλήματα υγείας που οφείλονται στα φυτοφάρμακα έχουν ήδη μακρά ιστορία. Σύμφωνα με την Ναταλί Ζας, «οι πρώτες χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνταν στη γεωργία και προκάλεσαν έντονες αμφισβητήσεις ήταν τα αρσενικούχα άλατα, στα τέλη του 20ού αιώνα». Το αρσενικό εγκαταλείφθηκε οριστικά μονάχα το 2001, αφού προηγουμένως είχαν θεσπιστεί αρκετοί περιορισμοί στη χρήση του. Με την πάροδο του χρόνου, απαγορεύτηκαν πολλές ουσίες. Ανάμεσα στις πλέον γνωστές, η οικογένεια των οργανοχλωριούχων ενώσεων και, στη συνέχεια, ορισμένες οργανοφωσφορικές. Ορισμένοι θεωρούν ότι αυτές οι απαγορεύσεις αποδεικνύουν την καλή λειτουργία του συστήματος ρύθμισης των χημικών προϊόντων. Ωστόσο, η απόσυρσή τους αποφασίζεται συχνά υπερβολικά αργά, ενώ πολύ συχνά οι επιπτώσεις τους συνεχίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την απαγόρευσή τους: χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το chlorodecone (ή kepone) στις μπανανοφυτείες των Αντιλλών και η ατραζίνη, που απαγορεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2003, αλλά εξακολουθεί να συναντάται στα περισσότερα υδάτινα ρεύματα.
Αντί να επιτρέψει την εξεύρεση νέων εναλλακτικών λύσεων απέναντι στα φυτοφάρμακα, κάθε απαγόρευση οδήγησε στην εμφάνιση νέων ουσιών που παρουσιάζονταν ως λιγότερο επικίνδυνες. Εάν όμως η τοξικότητα είναι όντως διαφορετικής μορφής, δεν είναι αναγκαστικά μικρότερη. Όπως υπενθυμίζει ο Αξέλ Ντεκουρτύ, «απαγορεύτηκαν οι ουσίες που αποθηκεύονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στους ζωικούς ιστούς, ενώ οι νέες είναι υδατοδιαλυτές και, συνεπώς, συσσωρεύονται περισσότερο στο έδαφος».
Κάτω από την πίεση των οικονομικών συμφερόντων, οι διοικητικές και οι υγειονομικές υπηρεσίες που διαχειρίζονται τους κινδύνους από τα φυτοφάρμακα φαντάζουν λιγάκι σκουριασμένες, τη στιγμή που η συσσώρευση επιστημονικών δεδομένων θα έπρεπε να οδηγήσει προς μια κατά πολύ ταχύτερη στροφή προς περισσότερο αειφόρους τρόπους παραγωγής.