
Πρόκειται για μια μάχη, με τελετουργικό χαρακτήρα πλέον, ανάμεσα σε δύο άνισους αντιπάλους. Αρχίζει δε πάντα με τον εξής τρόπο: επικαλούμενη τον εκσυγχρονισμό, μια κυβέρνηση επιβάλλει τον ακρωτηριασμό ενός συστήματος προώθησης του συλλογικού συμφέροντος, δημιουργημένου μεταπολεμικά ως μοχλός στήριξης για τις κοινωνικές κατακτήσεις που θα έρχονταν –είτε πρόκειται για το οικουμενικό καθεστώς της κοινωνικής ασφάλισης και τις συντάξεις είτε για το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, που ξεφεύγουν από την αυθαιρεσία της «αγοράς εργασίας». Αμέσως, τα μεγάλα ονόματα του δημοσιογραφικού κόσμου αναπτύσσουν την «παιδαγωγική της μεταρρύθμισης». Η απορρύθμιση βαφτίζεται «αναπόφευκτη», καθότι απαραίτητη (ή το αντίστροφο)· αμετάκλητη, καθώς αποκαλύπτει το «πολιτικό θάρρος» μιας εκτελεστικής εξουσίας αποφασισμένης να παρακάμψει το Κοινοβούλιο· «δίκαιη», γιατί σχεδιάστηκε έτσι ώστε να περικόψει τα «προνόμια» όσων εργάζονται κάτω από κάπως λιγότερο επισφαλείς συνθήκες. Αυτό το σενάριο, το οποίο πρωτογράφτηκε τον Νοέμβριο του 1995, όταν η (δεξιά) κυβέρνηση του Αλαίν Ζυπέ επιχείρησε τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης (1), επιφυλάσσει στους αντιπάλους του έναν εξίσου προβλέψιμο και τελετουργικό ρόλο: να αποδείξουν ότι τα «προνόμια» δεν βρίσκονται εκεί όπου υποστηρίζει η κυβέρνηση, να αντιμετωπίσουν τον ορυμαγδό των μέσων ενημέρωσης και… να υπερασπιστούν τις δημόσιες υπηρεσίες.
Τι να υπερασπιστούν όμως ακριβώς; Στις 12 Δεκεμβρίου 1995, σε μια δημόσια συγκέντρωση συμπαράστασης στους απεργούς σιδηροδρομικούς, ο κοινωνιολόγος Πιέρ Μπουρντιέ είχε τονίσει την επιτακτική ανάγκη να εμποδιστεί «η καταστροφή ενός πολιτισμού που συνδέεται με την ύπαρξη της δημόσιας υπηρεσίας». Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, αυτοί οι θεσμοί προώθησης του συλλογικού συμφέροντος είναι ρημαγμένοι, μερικές φορές ακόμη και εντελώς κατεστραμμένοι. Το «δεξί χέρι του κράτους» (2), από τη μία δηλαδή τα υπουργεία Οικονομίας και Οικονομικών και από την άλλη η εργοδοτική τεχνοκρατία, έχει ολοκληρώσει την αποστολή του. Από μεταρρυθμίσεις έως ιδιωτικοποιήσεις, το μερίδιο του τομέα των γαλλικών δημόσιων επιχειρήσεων (3) στην απασχόληση πέρασε από το 19% το 1985 στο 5,5% στα τέλη του 2015: σήμερα έχουν απομείνει 791.000 εργαζόμενοι. Ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1980 αυτές οι επιχειρήσεις παρήγαν το ένα τέταρτο του εθνικού πλούτου, τριάντα χρόνια αργότερα το ποσοστό έχει μειωθεί σε λιγότερο από 6% (4). Παντού, οι διοικήσεις καθιέρωσαν τις λογιστικές απαιτήσεις και τις πιέσεις προς τους εργαζομένους που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα.
Σήμερα, κατά τη μεταρρύθμιση της δημόσιας επιχείρησης των γαλλικών σιδηροδρόμων (SNCF), ο Μακρόν πολύ θα ήθελε να επικεντρωθούν οι αντιδράσεις στη συνηθισμένη υπεράσπιση της υπάρχουσας κατάστασης, διότι ξέρει πως είναι καταδικασμένη να αποτύχει επειδή είναι απόλυτα ανειλικρινής: να επιδιωχθεί η προστασία μιας υπηρεσίας για την οποία όλοι γκρινιάζουν στην καθημερινή ζωή λόγω της κακής λειτουργίας της. Οι νοσηλευτές και οι ασθενείς προειδοποιούν ότι τα νοσοκομεία καταρρέουν. Οι μαθητές, οι φοιτητές και οι εκπαιδευτικοί φωνάζουν ότι το σχολείο και το πανεπιστήμιο αργοπεθαίνουν. Οι επιβάτες και οι σιδηροδρομικοί γνωρίζουν ότι η SNCF εκτροχιάζεται. Οι δημόσιες επιχειρήσεις, σκιά πλέον του παλαιότερου εαυτού τους, προσπαθούν να επιβιώσουν και να αντισταθούν. Όμως, η υπάρχουσα σήμερα κατάσταση δεν είναι η επιθυμητή, ούτε και μπορεί να κινητοποιήσει τον πληθυσμό.
Παγιδευμένο ανάμεσα στη Σκύλλα των δημοσιονομικών περικοπών και στη Χάρυβδη του ανταγωνισμού του ιδιωτικού τομέα, το δημόσιο νοσοκομείο διαχειρίζεται τις ροές των ασθενών ανάλογα με τον προϋπολογισμό της κοινωνικής ασφάλισης, με αποτέλεσμα να στέλνει σπίτι τους ασθενείς που δεν είναι σε θέση να αυτοεξυπηρετηθούν, αντί να προσφέρει υπηρεσίες οι οποίες να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του πληθυσμού. Το πανεπιστήμιο, που δημιουργήθηκε για να διαμορφώσει κριτικά πνεύματα και να τα ωθήσει προς τα υψηλότερα επιτεύγματα, προσπαθεί πλέον να ισοσκελίσει τα οικονομικά του και να ευθυγραμμιστεί με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Τα ταχυδρομεία, που ιδρύθηκαν για την παροχή καθολικών υπηρεσιών επικοινωνίας, μετατρέπεται πλέον σε υπεργολάβο της Amazon. Η αποστολή της France Télécom (σ.σ. του γαλλικού ΟΤΕ) που πρώτα διαχωρίστηκε από τα ταχυδρομεία και στη συνέχεια ιδιωτικοποιήθηκε– δεν συνίσταται πλέον στη δημιουργία τηλεπικοινωνιακών υποδομών σε ολόκληρη τη χώρα και στην παροχή υπηρεσιών σε όλους τους χρήστες, αλλά στην πώληση προϊόντων, στην απόσπαση μεριδίων της αγοράς και στην ικανοποίηση των μετόχων. Η EDF (σ.σ. γαλλική ΔΕΗ), δραστηριοποιούμενη πλέον στη διεθνή αγορά ενέργειας, εξαγοράζει τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις της Μεγάλης Βρετανίας. Όσον αφορά την SNCF, η προσκόλλησή της στις κερδοφόρες γραμμές υψηλών ταχυτήτων την οδήγησε να παραδώσει τη μεταφορά εμπορευμάτων στις επιχειρήσεις οδικών μεταφορών, να παραμελήσει τις συμβατικές γραμμές –και να καταλήξει να βομβαρδίζει τους ταξιδιώτες με ποιητικίζοντα διαφημιστικά μηνύματα (5).

Υιοθέτηση επιχειρηματικού μοντέλου και εγκατάλειψη κοινωνικού ρόλου: αυτή η αλλαγή στοχοθεσίας, επιβεβλημένη σε βάρος της άποψης των χρηστών, επιχειρήθηκε με αποφασιστικότητα τόσο πιο έντονη όσο συναντούσε την αντίσταση εκατομμυρίων δημοσίων υπαλλήλων. Στα ταχυδρομεία, στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στις μονάδες υποδοχής ηλικιωμένων που αδυνατούν να αυτοεξυπηρετηθούν (EHPAD) (6), οι τοξικές συνέπειες των μεταρρυθμίσεων άργησαν πολύ να γίνουν αντιληπτές λόγω της αφοσίωσης του προσωπικού –στην πλειονότητά του γυναίκες– που κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες προκειμένου να διατηρήσει σε λειτουργία την υπηρεσία του. Πώς μπορεί να προωθηθεί η υπεράσπιση των «δημόσιων υπηρεσιών» όταν οι ίδιες οι επιχειρήσεις επιβάλλουν στο προσωπικό τους να προδώσει την αποστολή του; Όπως εξηγεί η κοινωνιολόγος Ντανιέλ Λινάρτ, το προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών «θεωρεί ότι το καθήκον τους είναι επενδυμένο με έναν σημαντικό και ευγενή χαρακτήρα, ο οποίος απαιτεί εκ μέρους τους με “φυσικό” τρόπο τη δέσμευση και τη βούληση να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους σε κάθε περίσταση. Θεωρούν ότι βρίσκονται στην “υπηρεσία της δημόσιας υπηρεσίας” και αισθάνονται ότι ενσαρκώνουν το πνεύμα του δημοκρατικού καθεστώτος και ότι διασφαλίζουν το συλλογικό συμφέρον» (7). Αυτό ακριβώς προσπάθησαν να σκοτώσουν οι μάνατζερ, μερικές φορές μάλιστα με απόλυτα κυριολεκτικό τρόπο, εάν σκεφθεί κανείς το κύμα των αυτοκτονιών πριν από μερικά χρόνια στη France Télécom και, πρόσφατα, στα νοσοκομεία του Παρισιού.
«Υπεράσπιση των δημόσιων υπηρεσιών»: αυτό το σύνθημα περιέχει μια θανάσιμη αμφισημία όταν το «δεξί χέρι του κράτους» επιδιώκει λυσσωδώς να τις καταστήσει μισητές, τόσο στους χρήστες τους όσο και στα ίδια τα άτομα που τις παράγουν. Εάν επιθυμούμε να έχει αυτός ο αγώνας έστω και κάποιες λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, θα πρέπει να ξεφύγουμε από το πλαίσιο της τελετουργικής μάχης στην οποία επιδίδεται κάθε κυβέρνηση της τελευταίας τριακονταετίας. Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα καταφύγια της παθητικής άμυνας. Και να περάσουμε στην επίθεση.
Η εργασία, η οικονομική ασφάλεια, η κοινωνική ασφάλιση, η εκπαίδευση, η σύνταξη, η υγεία, οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, η πρόσβαση όλων στην ενέργεια, τα μεγάλα έργα υποδομών που περιλαμβάνονται στην έννοια του «δημόσιου αγαθού» δεν αποτελούν απλά υπηρεσίες: είναι δικαιώματα. Κάποια κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα, άλλα από τους νόμους, δεν εκχωρούνται ούτε χορηγούνται από το κράτος και την εργοδοσία ως κερασάκι στη δημοκρατική τούρτα: αποτελούν χρέος προς τον πληθυσμό. Με άλλα λόγια, το κοινωνικό σύνολο είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίσει την παροχή τους, να εγγυάται την αποτελεσματικότητά τους και να αποφεύγει οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να τα βλάψει. Εξάλλου, το προοίμιο του γαλλικού Συντάγματος του 1946, το οποίο περιέχεται και στο ισχύον σήμερα Σύνταγμα, μας δείχνει τον δρόμο που οφείλουμε να ακολουθήσουμε: «Κάθε αγαθό, κάθε επιχείρηση των οποίων η εκμετάλλευση έχει ή αποκτά τα χαρακτηριστικά της εθνικής δημόσιας υπηρεσίας ή ενός εκ των πραγμάτων μονοπωλίου, οφείλει να περνάει στην ιδιοκτησία του κοινωνικού συνόλου» (άρθρο 9).
Παρουσιάζει εξαιρετικές ευκαιρίες για ενοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών η απαίτηση, με κάθε αφορμή, να υπάρξει επανίδρυση των δημόσιων υπηρεσιών έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η υψηλή ποιότητά τους, σύμφωνα με τα απαράγραπτα δικαιώματα του πληθυσμού, και όχι να επιχειρείται η υπεράσπιση των υφιστάμενων σήμερα δημόσιων επιχειρήσεων, καταβαραθρωμένων από τους μεταρρυθμιστές. Καταρχάς, διότι αυτή η απαίτηση στηρίζεται στα κοινά συμφέροντα τόσο των χρηστών όσο και των δημόσιων λειτουργών, τόσο των κατοίκων των μητροπολιτικών κέντρων όσο και των μικρών πόλεων, των απομακρυσμένων προαστίων, της υπαίθρου αλλά και των γαλλικών υπερπόντιων εδαφών. Επιπλέον, προσφέρει στο κοινωνικό κίνημα το αίτημα της επανίδρυσης ενός καθολικού θεσμού στραμμένου προς το μέλλον, εξασφαλίζοντας το θετικό όραμα και την ορμητικότητα που τόσο του λείπουν μετά από δεκαετίες αμυντικών αγώνων (8). Κανείς δεν θα ήταν τόσο αφελής ώστε να αναμένει μια γρήγορη νίκη. Ωστόσο, κάθε κινητοποίηση θα μπορούσε να προσφέρει την ευκαιρία να σφυρηλατηθούν οι τρεις σημαντικότερες αρχές στις οποίες θα στηρίζεται ένα σχέδιο που θα είναι όσο συναινετικό χρειάζεται για να συσπειρωθεί γύρω του ένα πλειοψηφικό κοινωνικό μπλοκ.
Η πρώτη αρχή αποτελεί λύση σε ένα από τα μεγαλύτερα δεινά που πλήττουν τους σύγχρονους μισθωτούς: να δοθούν στους δημόσιους υπάλληλους τα μέσα για να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Αυτή τη στοιχειώδη προϋπόθεση, αναγκαία για την άνθηση και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα την στερήθηκαν όταν υπέκυψαν στα πλήγματα του «νεομάνατζμεντ» της δεκαετίας του 1990. Από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, ήρθε η σειρά των νοσοκόμων, του βοηθητικού σχολικού προσωπικού, των εκπαιδευτικών, των ταχυδρομικών, των σιδηροδρομικών κ.λπ. Πλέον, οι παράλογοι ποσοτικοποιημένοι στόχοι, η μείωση του προσωπικού και οι ανέφικτες εντολές που δίνονται από μάνατζερ οι οποίοι δεν έχουν την παραμικρή επαφή με την εργασιακή πραγματικότητα αποτελούν φαινόμενο που συναντάται τόσο στα Lidl ή στη Free (κορυφαία εταιρία κινητής τηλεφωνίας της ιδιωτικοποιημένης πλέον France Télécom) όσο και σε μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων. Αυτό το θλιβερό κοινό χαρακτηριστικό του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα μετατρέπεται σε αγωνιστικό πλεονέκτημα: καθώς ο φορτοεκφορτωτής γνωρίζει εξ ιδίας πείρας τι υφίσταται η νοσηλεύτρια, και με ποιες συνέπειες, ίσως να κινητοποιηθεί με μεγαλύτερη προθυμία προκειμένου να απαιτήσει από το κοινωνικό σύνολο να προσφέρει περισσότερα μέσα για την περίθαλψη των ηλικιωμένων γονέων του.
Η δεύτερη αρχή αφορά την ενότητα της επικράτειας της χώρας και την σωστή χωροθέτηση. Η επανίδρυση των δημόσιων υπηρεσιών θα πρέπει να έχει ως προτεραιότητα τη δημιουργία υπερσύγχρονων υποδομών, επανδρωμένων με το πλέον εξειδικευμένο προσωπικό, σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Αν επιθυμούμε να πειραματιστούμε με αξιόπιστα και αποτελεσματικά συστήματα υγείας, παιδείας, μεταφορών, επικοινωνιών και κοινωνικοποίησης των ψηφιακών δεδομένων, με σκοπό την κοινωνική ωφέλεια, αυτό θα πρέπει να επιχειρηθεί στο Βιερζόν (9) και στο Σαιντ-Ετιέν (10) και όχι στο 11ο παρισινό δημοτικό διαμέρισμα (11). Οι λαϊκές τάξεις, των οποίων η πλειονότητα ζει μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα (12), θα μετατραπούν στην κινητήρια δύναμη αυτών των πραγματικά δημόσιων υπηρεσιών, τόσο όσον αφορά τους χρήστες τους όσο και το προσωπικό τους. Όπως ακριβώς συνέβη με την κοινωνική ασφάλιση κατά την περίοδο που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η τρίτη αρχή αφορά το καθεστώς και την χρηματοδότηση των θεσμών που προωθούν το συλλογικό συμφέρον και αποτελούν «ιδιοκτησία του κοινωνικού συνόλου». Σε αυτό το σημείο, είθισται να προβάλλεται με τελετουργικό τρόπο ως αυτονόητη η εξής εξίσωση: υπηρεσίες προς το κοινό ίσον καθεστώς δημόσιας υπηρεσίας, ίσον κρατική υπηρεσία. Βέβαια, το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς των εργαζόμενων στην επιχείρηση ηλεκτρισμού και φωταερίου, των ανθρακωρύχων και των δημοσίων υπαλλήλων όντως αποσπάστηκε εκβιαστικά το 1946 από τους κομμουνιστές που συμμετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, καθώς θεωρούσαν ότι θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού μοντέλου. Ωστόσο, ο δεσμός ανάμεσα στο κράτος και στο συλλογικό συμφέρον έχει ξεφτίσει και ίσως μάλιστα να έχει διαρραγεί. Δεδομένου ότι εξαρτάται από τις –συχνά αυθαίρετες και αυταρχικές– αποφάσεις του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, κάθε δημόσια υπηρεσία βρίσκεται στο έλεος των φονταμενταλιστών της αγοράς. Εν αναμονή της ιστορικής ανατροπής που θα σηματοδοτήσει την αλλαγή του πολιτικού προσανατολισμού, το κοινωνικό κίνημα θα έβγαινε σίγουρα κερδισμένο εάν διεκδικούσε τη δημιουργία θεσμών συλλογικής ιδιοκτησίας που θα τελούσαν υπό τη διαχείριση των χρηστών των υπηρεσιών και των εργαζομένων. Ναι μεν αυτοί οι θεσμοί θα καλύπτονταν από την εγγύηση του κράτους, αλλά θα ήταν ανεξάρτητοι από το υπουργείο Οικονομικών, ξεφεύγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο από τον ανταγωνισμό (και συνεπώς από το κοινωνικό ντάμπινγκ). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του γαλλικού Γενικού Συστήματος Ασφάλισης Ασθενείας: όπως εξηγεί ο οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Μπερνάρ Φριό, οι τεράστιοι πόροι του φορέα δεν προέρχεται από τη φορολογία αλλά, στο συντριπτικό ποσοστό τους, από τις ασφαλιστικές εισφορές. Επιπλέον, αυτές δεν καταλήγουν στο Υπουργείο Οικονομικών αλλά απευθείας στα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία μάλιστα την περίοδο 1946-1967 διοικούνταν από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Μια δημόσια υπηρεσία που χρηματοδοτείται πολύ περισσότερο από εισφορές και λιγότερο από φόρους, ένας κοινωνικοποιημένος πλούτος που ελέγχεται από τους παραγωγούς του και όχι από τεχνοκράτες, χρήστες που έχουν λόγο στη διοίκησή του: ιδού μια ιδέα με μέλλον…
Ορισμένοι θα ανταπαντήσουν ότι πρόκειται για ουτοπία. Ωστόσο, στις σημερινές συνθήκες, η επαναθεμελίωση του συλλογικού συμφέροντος δεν αποτελεί μια ιδέα πιο εξωπραγματική από την υπεράσπιση του ειδικού καθεστώτος των σιδηροδρομικών. Όχι βέβαια ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την υπόθεσή τους. Ωστόσο, ο καλύτερος τρόπος για να το σώσουμε συνίσταται στη μετατροπή του σε μια καθολική πραγματικότητα: η δημόσια υπηρεσία να ξαναβρεί τον ιδρυτικό προορισμό της, να γίνει η πρωτοπορία της κοινής μας ευτυχίας.